ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μέχρι πρόσφατα, και όχι μονο, η λίπανση ήταν ολότελα εμπειρική και στηριζόταν σε αρχές όπως:
τι λίπασμα υπάρχει στην αποθήκη
τι λίπασμα εφαρμόζετε κατά παράδοση στην περιοχή
τι λίπασμα έβαλε πέρυσι ο διπλανός
όσο περισσότερο λίπασμα ρίξω τόσο καλύτερα αποτελέσματα θα έχω
τα ξέρω εγώ τα χωράφια μου
Όλα αυτά είναι αστεία και απέχουν παρασάγκας από αυτό που ονομάζουμε ορθολογιστική λίπανση. Η εμπειρική λίπανση μονο σε προβλήματα μπορεί να οδηγήσει, όπως προβλήματα υγείας στον άνθρωπο και ρύπανσης στο περιβάλλον. Και εάν κάποιες φορές επιτεύχθηκαν υψηλές αποδόσεις είναι σίγουρα συμπτωματικό ενώ δεν μπορούμε να είμαστε καθόλου σίγουροι για την ποιότητα.
ΓΕΝΙΚΑ
• Το πρόβλημα της λίπανσης επικεντρώνεται στον προσδιορισμό των απαιτούμενων θρεπτικών στοιχείων, των ποσοτήτων, δηλαδή, εκείνων που απαιτούνται για την πλήρωση των αναγκών των φυτών, και στη διατήρηση της σχέσης (ισορροπίας) που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των διαφόρων στοιχείων. Η διαταραχή του μεταβολισμού που οφείλεται είτε σε ελλείψεις είτε σε περίσσεια στοιχείων, εκδηλώνεται πολλές φορές με τη μορφή ανωμαλιών σε διάφορα μέρη των φυτών. Η όλη εμφάνιση και ορισμένα ειδικά συμπτώματα μπορούν να οδηγήσουν έναν έμπειρο παρατηρητή στην αναγνώριση της τροφοπενίας. Ωστόσο, επειδή τα συμπτώματα των τροφοπενιών δεν είναι πάντοτε τυπικά ούτε ξεκάθαρα και επειδή υπάρχει και η λανθάνουσα τροφοπενία, η διάγνωση που στηρίζεται μόνο στα ορατά συμπτώματα δεν είναι πάντοτε ασφαλής. Έτσι, για τον προσδιορισμό της έλλειψης ή και περίσσειας στοιχείων προσφεύγουμε και στη χρήση άλλων μεθόδων, όπως η ανάλυση φύλλων ή και άλλων ιστών, η ανάλυση του νερού και του εδάφους (Στυλιανίδης 1991).
• Σύμφωνα με τον Κουκουλάκη (1991), οι βασικές αδυναμίες της λίπανσης των καλλιεργειών στη χώρα μας είναι οι εξής:
- Δεν λαμβάνονται υπόψη τα υπάρχοντα αποθέματα θρεπτικών στο έδαφος (υπολειμματική δράση, αποσάρθρωση ορυκτών, βιολογικές διεργασίες κ.ά.).
- Δεν συνεκτιμούνται οι επιδράσεις των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, όπως το φαινόμενο ειδικό βάρος, η δομή, καθώς και άλλοι παράγοντες, όπως η συμπίεση.
- Δεν λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά των λιπασμάτων στο έδαφος, καθώς και οι απώλειες τις οποίες υπόκεινται λόγω έκπλυσης, απονιτροποίησης και εξαέρωσης.
- Δεν συνεκτιμούνται οι επιδράσεις των αγρονομικών παραγόντων, οι απαιτήσεις των
καλλιεργειών σε θρεπτικά και η καταπολέμηση εντόμων, ασθενειών και ζιζανίων.
- Δεν συνεκτιμούνται οι οικονομικοί παράγοντες (κόστος λιπασμάτων και αξία προϊόντων), και μόνο πρόσφατα άρχισε ο αγροτικός κόσμος να «αισθάνεται» το οικονομικό βάρος της χρήσης των λιπασμάτων και στρέφεται πλέον στη μειωμένη χρήση τους, που δεν σημαίνει απαραίτητα και την ορθολογική χρήση τους.
- Η λίπανση στηρίζεται ως επί το πλείστον σε εμπειρικές γνώσεις και δεν συσχετίζεται με το επίπεδο της γονιμότητας του εδάφους, όπως αυτό καθορίζεται με βάση τις επιστημονικές αρχές.
• Η ποσότητα των λιπαντικών στοιχείων που χρειάζεται κάθε καλλιέργεια εξαρτάται από τα συστατικά που απομακρύνονται με τη συγκομιδή, αυτά που χάνονται με την έκπλυση, καθώς και εκείνα που προστίθενται στο έδαφος από την αποσύνθεση της οργανικής ουσίας (υπολείμματα καλλιέργειας, χλωρή λίπανση), το νερό της βροχής και την αποσάθρωση των ανόργανων συστατικών του. Όμως η αποτελεσματικότητα της λίπανσης στην οποία θα προβούμε, θα εξαρτηθεί από τη γονιμότητα του εδάφους, τις καιρικές συνθήκες, την ποικιλία και τους καλλιεργητικούς χειρισμούς.
• Η ανάπτυξη και απόδοση των φυτών είναι συνάρτηση του τρίπτυχου: γενετικοί παράγοντες - περιβαλλοντικοί παράγοντες - καλλιεργητική τεχνική. Η θεωρητικά μέγιστη δυνατή απόδοση επιτυγχάνεται με τον άριστο συνδυασμό των προαναφερθέντων παραγόντων. Όμως ποτέ κανείς από αυτούς δεν βρίσκεται σε άριστο επίπεδο, με τη βαρύτητα να εστιάζεται στους περιβαλλοντικούς παράγοντες και ιδιαίτερα στην καλλιεργητική τεχνική. Η χαμηλή γονιμότητα, η ακατάλληλη ποικιλία και πυκνότητα σποράς, τα προβλήματα φυτοπροστασίας, η ελλιπής υγρασία και οι μη ισορροπημένες συνθήκες θρέψης που δημιουργούνται συνιστούν τους σημαντικότερους επί μέρους παράγοντες της καλλιεργητικής τεχνικής.
Από τα παραπάνω, γίνεται σαφές, ότι η λίπανση συνιστά το μεγαλύτερο πρόβλημα μαζί με τη φυτοπροστασία. Η λίπανση γίνεται ακόμα εμπειρικά στη χώρα μας, έχοντας πλέον δημιουργήσει οικονομικά και περιβαλλοντικά προβλήματα με κοινωνική προέκταση. Συνδέεται πλέον άμεσα με το πρόβλημα «ποιότητα ζωής» και πρέπει να υπάρξει οπωσδήποτε μεταστροφή προς την Ορθολογική Λίπανση.
ΛΙΠΑΝΣΗ - ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ- ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΛΙΠΑΝΣΗ
• Τα λιπάσματα αποτελούν τις σημαντικότερες εισροές στα συστήματα παραγωγής αγροτικών προϊόντων. Όμως στη χώρα μας το πρόβλημα της λίπανσης αντιμετωπίζεται με αυτοσχέδιες λύσεις και κατά κανόνα η εφαρμοζόμενη λίπανση είναι εμπειρική. Είναι απογοητευτικό το φαινόμενο όπου το μεγαλύτερο μέρος των νέων αγροτών αντιμετωπίζει αρνητικά την ανάλυση του εδάφους, εγκαταλείποντας έτσι κάθε πιθανότητα για ορθολογική χρήση των λιπασμάτων. Η λίπανση εξακολουθεί στο σύνολο της να είναι γενική και όχι διαφοροποιημένη ανάλογα με το επίπεδο της γονιμότητας του εδάφους και των ειδικών απαιτήσεων σε θρεπτικά των καλλιεργειών. Πολλές φορές, η εφαρμοζόμενη λίπανση είναι αντιοικονομική -αναποτελεσματική, δημιουργώντας έτσι προβλήματα στην ποιότητα των προϊόντων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ρύπανση στο περιβάλλον. Για να υπάρξει ορθολογική χρήση των λιπασμάτων θα πρέπει απαραιτήτως να γνωρίζουμε τη γονιμότητα του εδάφους, τις ιδιαίτερες ανάγκες των καλλιεργειών σε θρεπτικά, καθώς και την αποτελεσματικότητα στη χρήση των λιπασμάτων.
• Οι ποσότητες των διαθέσιμων θρεπτικών στο έδαφος προσδιορίζουν την επιπλέον ποσότητα που χρειάζεται να προσθέσουμε, ώστε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες της καλλιέργειας. Φυσικά, τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε θα τις έχουμε μόνο από ένα καλό πρόγραμμα ανάλυσης του εδάφους. Είναι δυνατόν οι αποδόσεις να μειωθούν από την υπερλίπανση ή την υπολίπανση. Κατά την προσθήκη τους, τα θρεπτικά στοιχεία λαμβάνουν μέρος σε πολύπλοκες χημικές (Ρ, Κ) και βιολογικές (Ν) διεργασίες, οι οποίες έχουν άμεση σχέση με τη δυνατότητα πρόσληψης των στοιχείων από τα φυτά, και γενικά επηρεάζουν τη συμπεριφορά του εδάφους, συμπεριλαμβανομένης και της ορυκτολογικής σύστασης της αργίλου στα πλαίσια της μηχανικής του σύστασης η οποία ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά του εδάφους. Σύμφωνα με τον Σιμώνη (1990), η αποτελεσματικότητα στην πρόσληψη του Ν μπορεί να κυμαίνεται από 30-80%, για τον Ρ 10-20% και για το Κ 30-60%. Στα σιτηρά μόνο το30% του προστιθέμενου Ν ανακτάται, με αποτέλεσμα η χαμηλή αποτελεσματικότητα του αζωτούχου λιπάσματος να αναγνωρίζεται τώρα ως εθνικό πρόβλημα (Σιμώνης 1990, 1993).
• Οι σωστές απαντήσεις στις ερωτήσεις, ποιο λίπασμα θα χρησιμοποιήσουμε, πόσο θα χρησιμοποιήσουμε, πότε και πώς θα το χρησιμοποιήσουμε, υπαγορεύουν και συνθέτουν τη σωστή χρήση των λιπασμάτων. Τέτοιες απαντήσεις όμως μπορούν να ληφθούν, όπως ήδη έχει αναφερθεί, μόνο μέσα από διαγνωστικές προσεγγίσεις, όπως η ανάλυση εδάφους και φυτικών ιστών. Η πλήρης και ακριβής γνώση της γονιμότητας του εδάφους, η μηχανική του σύσταση και φυσικά η ορυκτολογική σύσταση της αργίλου (μας δίνει πληροφορίες για την ικανότητα συγκράτησης θρεπτικών, καθώς και για τη δεσμευτική συμπεριφορά του εδάφους), οι ειδικές ανάγκες σε θρεπτικά των καλλιεργειών και οι περιοδικοί προσδιορισμοί της θρεπτικής κατάστασης των φυτών, είναι οι απαραίτητες πληροφορίες για τη σύνθεση των σωστών απαντήσεων στις παραπάνω κρίσιμες τέσσερις ερωτήσεις. Επαρκείς ποσότητες θρεπτικών σε σωστή ισορροπία (πλήρης και ισόρροπη λίπανση) μαζί με βελτιωμένες τεχνικές είναι αναγκαίες για υψηλές-μέγιστες αποδόσεις.
• Τα θρεπτικά που προστίθενται στο έδαφος είτε θα προσληφθούν από τις καλλιέργειες, είτε θα δεσμευτούν από το έδαφος, είτε θα εκπλυθούν ή θα απομακρυνθούν με τη διάβρωση, είτε τέλος θα χαθούν στην ατμόσφαιρα (απονιτροποίηση, εξαέρωση ΝΗ3). Η κακή χρήση των λιπασμάτων είναι αυτή που οδηγεί στη μικρή αποτελεσματικότητα τους. Σύμφωνα με τον Σιμώνη (1990), το 1985 με τα συγκομισθέντα σιτηρά απομακρύνθηκαν 77.000 τόνοι Ν έναντι των 243.000 τόνων που καταναλώθηκαν, δηλαδή 32% αποτελεσματικότητα Ν. Υπολογίζεται ότι ένας διπλασιασμός στην αποτελεσματικότητα αυτή θα ισοδυναμούσε με μια ετήσια εξοικονόμηση 120.000 τόνων Ν ή 1-1,5 εκατομμύρια σιτηρών. Τα φυτά προσλαμβάνουν κατά μέσο όρο το 40-50% του Ν των λιπασμάτων, ενώ το υπόλοιπο χάνεται με τις διεργασίες της έκπλυσης, της απονιτροποίησης και της εξαέρωσης.
• Η ιδιαίτερη συμπεριφορά του Ν στο έδαφος είναι η αιτία για απώλειες με έκπλυση και απονιτροποίηση (Ν03-Ν). Γι αυτό η τμηματική εφαρμογή την κατάλληλη στιγμή με την κατάλληλη ποσότητα και εφόσον έχει προηγηθεί ανάλυση του εδάφους, τείνει να περιορίσει τις απώλειες. Η δυνατότητα εξαέρωσης των αμμωνιακών λιπασμάτων που προστίθενται στην επιφάνεια του εδάφους, χωρίς να ενσωματώνονται σε αυτό, θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη, ιδιαίτερα στα ασβεστούχα εδάφη εφόσον ο κίνδυνος απωλειών ΝΗ3 με εξαέρωση είναι σημαντικά μεγαλύτερος σε εδάφη με υψηλό ρΗ. Ακόμα αμμωνιακά λιπάσματα που έρχονται σε άμεση επαφή με φυτά που αναπτύσσονται, είναι πιθανό να δράσουν τοξικά. Τα νιτρικά λιπάσματα πλεονεκτούν όταν χρησιμοποιούνται για επιφανειακή εφαρμογή, ιδιαίτερα σε ασβεστούχα εδάφη και σε ημιξερικές περιοχές, όπου σπανίως υπάρχουν συνθήκες ευνοϊκές για απονιτροποίηση και απώλειες από έκπλυση. Όμως θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι τα νιτρικά λιπάσματα είναι ακατάλληλα για καλλιέργειες που απαιτούν παροδική ή μόνιμη κατάκλυση με νερό. Εξάλλου, υψηλές ποσότητες νιτρικών που ενσωματώνονται λίγο πριν τη σπορά, μπορεί να βλάψουν τα φυτάρια από την υψηλή συγκέντρωση αλάτων στο ξηρό επιφανειακό έδαφος.
• Σε θερμά καλά αεριζόμενα και υγρά εδάφη, ο ρυθμός νιτροποίησης των αμμωνιακών αλάτων είναι τόσο έντονος, ώστε υπάρχει πάντοτε κίνδυνος απώλειας Ν με έκπλυση. Αντίθετα, σε ψυχρά λεπτόκοκκα εδάφη, ο ρυθμός της νιτροποίησης είναι βραδύς. Σε μερικά εδάφη όπου οι επικρατούσες συνθήκες εμποδίζουν τη νιτροποίηση, είναι πιθανό η συγκέντρωση ιόντων αμμωνίου να φθάσει σε υψηλά επίπεδα ζημιώνοντας ευαίσθητες καλλιέργειες όπως ο καπνός. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει ένα σημαντικό μέρος των αζωτούχων λιπασμάτων να χορηγείται με νιτρική μορφή.
• Οι Σετάτου και Σιμώνης (1994), σε σχετικό πείραμα, βρήκαν ότι οι απώλειες αμμωνίας κυμαίνονταν από 1-55% του προστιθέμενου αζώτου ανάλογα με τον τύπο του εδάφους, το είδος του λιπάσματος και την περίοδο επώασης. 'Ήταν μικρότερες από τα βαριάς μηχανικής σύστασης όξινα εδάφη (2-35%), μεγαλύτερες από τη θεϊκή αμμωνία (20-55%), μικρότερες από τη νιτρική αμμωνία (2-12%), ενώ από τη φωσφορική αμμωνία κυμαίνονταν από 3-20%. Οι απώλειες από τα διάφορα λιπάσματα ακολουθούσαν την εξής σειρά:
(ΝΗ4)2SO4 > ΝΗ4ΟΗ > (ΝΗ2)2CO > ΝaΝ03 > (ΝΗ4)2ΗΡ04 >
(ΝΗ4)2Η2Ρ04 > ΝΗ4Ν03
Οι παραπάνω Έλληνες ερευνητές κατέληξαν στα εξής συμπεράσματα:
1. Οι απώλειες Ν με τη μορφή αέριας ΝΗ3 μπορεί να φθάσουν και πάνω από το 50% του εφαρμοζόμενου Ν, ανάλογα με το έδαφος και τη μορφή του λιπάσματος.
2. Οι απώλειες είναι μεγαλύτερες από ΝΗ4+ - λιπάσματα ή ουρία που εφαρμόζονται επιφανειακά στο έδαφος - κυρίως σε αλκαλικό -παρά από άλλες μορφές Ν-ούχων λιπασμάτων.
3. Το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών λαμβάνει χώρα αμέσως μετά την εφαρμογή του λιπάσματος στο έδαφος και η εξαέρωση συμπληρώνεται μέσα σε λίγες μέρες.
4. Η εξαέρωση της ΝΗ3 θεωρείται μια σημαντική διεργασία απωλειών Ν από το έδαφος. Για την ελαχιστοποίηση της είναι απαραίτητη η ορθή εφαρμογή των Ν-ούχων λιπασμάτων στο έδαφος.
• Όσον αφορά τον Ρ, οι καλλιέργειες δεν προσλαμβάνουν περισσότερο από το 15-20% του Ρ που προστίθεται με τη λίπανση και μόνο το 1/3 περίπου των αναγκών τους καλύπτεται με τον Ρ των λιπασμάτων, ενώ τα υπόλοιπα 2/3 καλύπτονται από τα εδαφικά αποθέματα. Σύμφωνα με τον Σιμώνη (1990), η προσθήκη Ρ είναι σαν κατάθεση χρημάτων στην τράπεζα, όπου το 80% πηγαίνει σε μακροχρόνιο λογαριασμό και το 20% σε τρέχοντα. Όπως αναφέρεται από τον ίδιο ερευνητή, σύμφωνα με νεώτερες αντιλήψεις η υπολειμματική δράση των Ρ και Κ χαρακτηρίζεται, γενικά, από μια μεγαλύτερη αγρονομική αξία απ' ό,τι το νεοπροστεθέν λίπασμα. Οι καλλιέργειες αντιδρούν περισσότερο σ' ένα υψηλό επίπεδο Ρ και Κ παρά στην άμεση εφαρμογή τους και συχνά παίρνουμε μεγαλύτερες αποδόσεις από ένα υψηλό επίπεδο Ρ και Κ στο έδαφος που βαθμιαία δημιουργήθηκε με τα χρόνια, παρά από μια γρήγορη δράση.
• Τα εντατικά συστήματα γεωργίας που στοχεύουν σε υψηλές αποδόσεις χρειάζονται γενικά εδάφη με υψηλά αποθέματα Ρ και Κ. Η διατήρηση υψηλών αποθεμάτων Ρ και Κ στο έδαφος θεωρείται μακροπρόθεσμα μια επωφελής γεωργική επένδυση και οι λιπάνσεις που αυξάνουν βαθμιαία τα αποθέματα Ρ και Κ του εδάφους είναι εκείνες που δίνουν την υψηλότερη ακαθάριστη πρόσοδο. Τα βαριά αργιλώδη εδάφη απαιτούν ισχυρότερες λιπάνσεις για να φθάσουν σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο φωσφορικής γονιμότητας, αλλά το διατηρούν για μεγαλύτερο χρόνο χωρίς περαιτέρω λιπάνσεις. Αντίθετα, τα ελαφρός μηχανικής σύστασης εδάφη απαιτούν ευκολότερα ικανοποιητικό επίπεδο Ρ, αλλά το εξαντλούν γρηγορότερα. Ο Ρ ακινητοποιείται (δεσμεύεται) εύκολα και μετακινείται δύσκολα στο έδαφος. Όταν διασκορπίζεται με τα λιπάσματα στο έδαφος παραμένει στο επιφανειακό στρώμα των 3-4 cm χωρίς να προσλαμβάνεται από τα φυτά. Η κατά σωρούς ή λωρίδες τοποθέτηση του λιπάσματος και η χρήση κοκκώδους μορφής μειώνει τη δέσμευση του Ρ, ενώ γενικά ο Ρ θα πρέπει να τοποθετείται στο βάθος εκείνο όπου εντοπίζεται το μεγαλύτερο μέρος της ριζόσφαιρας. Στα δενδρώδη ο Ρ θα πρέπει να τοποθετείται χαμηλότερα των 25-30 cm από την επιφάνεια του εδάφους.
• Το κάλιο δεν ακινητοποιείται στο βαθμό που ακινητοποιείται ο Ρ. Η αποτελεσματικότητα στην πρόσληψη του Κ κυμαίνεται από 30-60%, πράγμα που σημαίνει ότι περισσότερο από το μισό των αναγκών σε Κ των καλλιεργειών ικανοποιείται από τα αποθέματα του εδάφους. Τα καλιούχα λιπάσματα διασκορπίζονται συνήθως στα πεταχτά και μόνο για εδάφη με λίγο διαθέσιμο Κ ή μεγάλη δεσμευτική ικανότητα συνιστάται η κατά ζώνες τοποθέτηση του λιπάσματος. Σε εδάφη με μεγάλη δεσμευτική ικανότητα συνιστάται η προσθήκη του λιπάσματος λίγο πριν τη σπορά και αργότερα στην επιφάνεια, ώστε να μειωθεί ο χρόνος επαφής μεταξύ καλίου και ορυκτών που δεσμεύουν το Κ. Μεγάλες απώλειες Κ με έκπλυση λαμβάνουν χώρα σε αμμώδη εδάφη και οργανικά με κύριο ορυκτό της αργίλου τον καολινίτη. Σε τέτοια εδάφη το Κ θα πρέπει να προστεθεί λίγο πριν τη σπορά ή τη φύτευση, ώστε να αποφευχθούν μεγάλες απώλειες κατά τις βροχερές εποχές, ενώ συνιστάται ακόμα και η κατά δόσεις προσθήκη του λιπάσματος. Η θερμοκρασία και η υγρασία του εδάφους επηρεάζουν σημαντικά την ποσότητα του Κ που τελικά θα βρίσκεται στη διάθεση του ριζικού συστήματος των φυτών κατά την περίοδο ανάπτυξης, καθώς και πόσο γρήγορα αυτά θα μπορούν να προσλάβουν το Κ τότε που το χρειάζονται περισσότερο.
• Υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στο Κ και το Ν. Όσο μεγαλύτερες δόσεις Ν χορηγούνται τόσο περισσότερο Κ θα πρέπει να δίνουμε στα φυτά, εφόσον δεν υπάρχει διαθέσιμο στο έδαφος. Η ποσότητα του Κ που θα προστεθεί εξαρτάται από τη χορηγούμενη ποσότητα αζώτου το διαθέσιμο στο έδαφος κάλιο και τις ανάγκες των φυτών. Υπάρχει μεγάλη διαφορά όσον αφορά τις ανάγκες μεταξύ των διαφόρων καλλιεργειών, Για παράδειγμα, η πατάτα, η τομάτα και τα ζαχαρότευτλα έχουν μεγάλες απαιτήσεις, ενώ το σιτάρι και το βαμβάκι προσλαμβάνουν πολύ μικρότερες ποσότητες. Έτσι, η ποσότητα του καλιούχου λιπάσματος που θα πρέπει να προστεθεί στο έδαφος για να καλύψει τις ανάγκες μιας συγκεκριμένης καλλιέργειας, είναι συνάρτηση του διαθέσιμου στο έδαφος καλίου, των αναγκών της καλλιέργειας και του κατά πόσο η καλλιέργεια χρησιμοποιεί αποτελεσματικά το κάλιο του εδάφους και του λιπάσματος.
• Όσον αφορά το θείο, σπάνια αυτό λείπει από τα φυτά, γεγονός που οφείλεται στη συμπτωματική χορήγηση του με τα λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα. Στην ατμόσφαιρα, επίσης, υπάρχουν σημαντικές ποσότητες οι οποίες μεταφέρονται στο έδαφος με το νερό της βροχής. Στις βιομηχανικές περιοχές, ποσότητες έως και 10 kg S /στρ./ έτος στα νερά της βροχής δεν είναι ασυνήθιστες, ενώ ως μέση τιμή για την Δ. Ευρώπη δίνονται τα 1,5 Kg S/στρ./έτος, ποσότητα που θεωρείται επαρκής για την ανάπτυξη των φυτών. Τα φυτά μπορούν να προσλάβουν το δ σαν 802 από την αέρια φάση μέσω της διάχυσης και συνεπώς η πιθανότητα έλλειψης ελαχιστοποιείται. Η συγκέντρωση του 502 στην ατμόσφαιρα είναι περίπου 0,1-0,2 Γης 802-8/γπ3 και ζημιές παρατηρούνται σε φυτά εφόσον η συγκέντρωση ανέλθει σε τιμές 0,5-0,7 πια 802-8/γπ3. Όμως θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι το 301 εκπλύνεται πολύ εύκολα από το έδαφος, με συνέπεια να υπάρχει πάντα η πιθανότητα αρνητικού ισοζυγίου 8 στο έδαφος.
• Όσον αφορά το Mg και το Ca, είναι δύο πολύ σημαντικά κατιόντα και τα πολυπληθέστερα στο έδαφος. Το Ca φθάνει να αντιπροσωπεύει το 60-80% των εδαφικών κατιόντων. Και για τα δύο θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα πριν την εγκατάσταση της καλλιέργειας, ώστε να βρίσκονται σε ικανοποιητικά επίπεδα. Αυτό επιτυγχάνεται με την ασβέστωση ή τη χρήση όξινων υλικών, ώστε το ρΗ του εδάφους να βρίσκεται γύρω από το 6,5 (σε αυτή την τιμή τα στοιχεία εμφανίζουν τη μέγιστη διαλυτότητα τους), και τη χορήγηση Μα μέσω δολομίτου ή Μg-ούχων λιπασμάτων.
• Τέλος, όσον αφορά τα ιχνοστοιχεία και ιδιαίτερα τα προβλήματα που προκύπτουν από την έλλειψη τους, μονιμότερα αποτελέσματα και σαφώς καλύτερη λύση πετυχαίνουμε με την επαναφορά του ρΗ σε κανονικές τιμές (γύρω στο 6,5), εφόσον συνήθως η έλλειψη τους στα φυτά δεν αποδίδεται σε έλλειψη του στοιχείου στο έδαφος αλλά σε δέσμευση ή γενικότερα σε παράγοντες που παρεμποδίζουν την πρόσληψη τους από τα φυτά. Σε περίπτωση υψηλής συγκέντρωσης τους στο έδαφος (τοξικότητα), η επαναφορά του ρΗ σε κανονικές τιμές συνηθέστερα είναι και εδώ το ενδεικνυόμενο μέσο.
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ
• Σύμφωνα με αυτόν τον κανόνα, η απόδοση εξαρτάται από το στοιχείο που βρίσκεται στην ελάχιστη ποσότητα (Μουρκίδης, 1982). Δηλαδή, εάν όλα τα στοιχεία βρίσκονται σε κανονικά επίπεδα και ένα είναι σε ανεπαρκή επίπεδα, τότε αυτό δρα περιοριστικά στην ανάπτυξη και απόδοση των φυτών. Για μια εκμετάλλευση στο μέγιστο δυνατό βαθμό, απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο επαρκής εφοδιασμός με όλα τα θρεπτικά στοιχεία και μάλιστα σε ισορροπημένη μεταξύ τους αναλογία. Επομένως, οι κινήσεις μας είναι συγκεκριμένες και χωρίς περιθώρια: ανάλυση εδάφους -* προσθήκη στοιχείου (ή στοιχείων που χρειάζονται) -> φυλλοδιαγνωστική -» διορθωτικές επεμβάσεις από εδάφους η διαφυλλικά.
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗΣ ΛΙΠΑΝΣΗΣ
• Η λίπανση αποσκοπεί όχι μόνο στη βελτίωση της γεωργικής παραγωγής αλλά και της «ποιότητας ζωής» και υπό την έννοια αυτή ενέχει και το στοιχείο του κοινωνικού χαρακτήρα (Κουκουλάκης, 1995). Όπως όλοι γνωρίζουμε, το έδαφος εφοδιάζει τα φυτά με τα απαραίτητα θρεπτικά, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα και τη μηχανική τους υποστήριξη. Τα θρεπτικά απομακρύνονται από αυτό με τη συγκομιδή και τις φυσικές απώλειες. Οι νέες βελτιωμένες τεχνικές και τα υψηλοαποδοτικά υβρίδια και ποικιλίες συντελούν στη γρήγορη εξάντληση των θρεπτικών, μειώνοντας έτσι τη γονιμότητα του και υποβαθμίζοντας την παραγωγικότητα του.
• Η αναπλήρωση των θρεπτικών θα κριθεί, λοιπόν, απαραίτητη ώστε να εξασφαλισθεί η ομαλή ανάπτυξη και άριστη απόδοση των φυτών. Αυτό θα γίνει μέσω της λίπανσης, και η λίπανση δεν είναι μια απλή εφαρμογή λιπασμάτων για την ισοσκέλιση των απομακρυνόμενων θρεπτικών (Κουκουλάκης, 1995), αλλά μια γεωργική πρακτική οικονομικής σημασίας, περιβαλλοντικής σπουδαιότητας και με κοινωνικές προεκτάσεις.
• Με τη λίπανση θα πρέπει ταυτόχρονα να επιδιώκονται η ικανοποίηση των αναγκών των φυτών, η προστασία του περιβάλλοντος, η αειφορία του εδάφους και το εισόδημα του παραγωγού. Όμως, δυστυχώς, μέχρι σήμερα η λίπανση γίνεται εμπειρικά με μικτά ή σύνθετα λιπάσματα, χωρίς να προηγηθεί ανάλυση του εδάφους και, σχεδόν ποτέ, χωρίς να ακολουθήσει ανάλυση φυτικών ιστών. Όλα αυτά είναι, φυσικά, σε βάρος της γεωργικής παραγωγής, του περιβάλλοντος και της οικονομίας.
• Όταν από το χωράφι μας «λείπει» μόνο ένα στοιχείο και εμείς χορηγήσουμε ένα μικτό ή σύνθετο λίπασμα, έχουμε πετύχει να φορτώσουμε χωρίς λόγο το έδαφος, να ενισχύσουμε τον ανταγωνισμό μεταξύ των στοιχείων, να αυξήσουμε τις φυσικές απώλειες και φυσικά να σπαταλήσουμε χρήματα, ενώ είναι πολύ πιθανό να έχουμε απώλειες σε παραγωγή και ποιότητα. Η λύση σε όλα αυτά είναι η ορθολογική λίπανση και ορθολογική λίπανση σημαίνει το είδος και η ποσότητα του λιπάσματος που τα φυτά χρειάζονται στον κατάλληλο χρόνο με τον κατάλληλο τρόπο εφαρμογής. Για να γνωρίζουμε το είδος, την ποσότητα, το χρόνο και τον τρόπο της λίπανσης, προηγουμένως θα πρέπει να ενημερωθούμε για το επίπεδο γονιμότητας του εδάφους, τις ανάγκες των φυτών σε θρεπτικά και την αποτελεσματικότητα της λίπανσης. Η αυξημένη αποτελεσματικότητα της λίπανσης συνδέεται κυρίως με την πρόσληψη των θρεπτικών από τα φυτά και τη διαθεσιμότητα τους στο έδαφος. Οι ανάγκες των φυτών φαίνονται εύκολα στο έδαφος. Οι ανάγκες των φυτών φαίνονται εύκολα από αυτά που απομακρύνουν κάθε φορά, ενώ τη γονιμότητα του εδάφους θα μας την δώσει μια πλήρης εδαφοανάλυση.
Έτσι, λοιπόν, μπορούμε να διατυπώσουμε τις βασικές αρχές της ορθολογικής λίπανσης, που έχουν ως εξής:
- Εδαφοανάλυση.
- Γνώση των αναγκών της καλλιέργειας.
- Είδος, ποσότητα, μέθοδος και χρόνος εφαρμογής των θρεπτικών.
- Ρυθμός πρόσληψης των θρεπτικών
- Φυλλοανάλυση.
- Κατανομή των θρεπτικών ώστε να γνωρίζουμε τις ποσότητες αυτών που απομακρύνονται με τη συγκομιδή.
• Ο ρυθμός πρόσληψης των στοιχείων, η διαθεσιμότητα τους και οι φυσικές απώλειες είναι στοιχεία που θα πρέπει πάντα να λαμβάνουμε υπόψη μας. Η μηχανική σύσταση, η περιεκτικότητα σε άργιλο, τα ορυκτά της αργίλου, η περιεκτικότητα σε οργανική ουσία, καθορίζουν την ικανότητα του εδάφους να συγκρατεί θρεπτικά, την εναλλακτική και ρυθμιστική του ικανότητα. Μαζί με το ρΗ επηρεάζουν τη συμπεριφορά και διαθεσιμότητα των θρεπτικών. Όλα αυτά θα πρέπει να συνεκτιμούνται ώστε να καθίσταται δυνατή η εκπόνηση ενός προγράμματος ορθολογικής λίπανσης, το οποίο πολλές φορές στηρίζεται (και εμπεριέχει) σε διορθωτικές επεμβάσεις (διόρθωση ρΗ).
ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ
• Είναι η ικανότητα του να τροφοδοτεί με θρεπτικά στοιχεία τα καλλιεργούμενα φυτά, μια ικανότητα που δεν είναι απεριόριστη. Το έδαφος καλύπτει ένα μέρος των απαιτήσεων των φυτών, ενώ οι υπόλοιπες ανάγκες θα πρέπει να καλυφθούν με λιπάνσεις. Όμως πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο ρόλος της λίπανσης είναι συμπληρωματικός και λίπανση διενεργείται κατόπιν αναλύσεως και εφόσον λάβουμε υπόψη μας τις ανάγκες της καλλιέργειας και την υφιστάμενη στο έδαφος κατάσταση.
• Χωρίς τη λίπανση, το θρεπτικό ισοζύγιο των εδαφών βαίνει αρνητικό λόγω μη αναπλήρωσης των απωλειών που προκύπτουν από τη συγκομιδή, την έκπλυση, την εξαέρωση του αζώτου, καθώς και τη διάβρωση των εδαφών. Οι απώλειες αυτές οδηγούν σε «κόπωση» και «εξάντληση» του εδάφους, που νομοτελειακά οδηγεί σε παραγωγική υποβάθμιση. Αποστολή της λίπανσης είναι να παρέχει τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία στο βαθμό που απαιτούνται για τη διασφάλιση ικανοποιητικής παραγωγής.
· Η θρέψη των καλλιεργειών βρίσκεται σε στενή αλληλεξάρτηση με τη γονιμότητα του εδάφους. Άριστη γονιμότητα σημαίνει άριστη θρέψη και κατ' επέκταση ικανοποιητική ανάπτυξη και παραγωγή (εφόσον και οι υπόλοιποι παράγοντες βρίσκονται σε ικανοποιητικά επίπεδα). Ανεπαρκής γονιμότητα συνεπάγεται μη ικανοποιητική ανάπτυξη με μειωμένη παραγωγή και πιθανότατα ποιότητα. Αντίθετα, η υπερβολική χορήγηση λιπασμάτων δεν σημαίνει κατ' ανάγκη υψηλή γονιμότητα. Σε αυτή την περίπτωση οι τοξικές επιδράσεις στοιχείων, οι μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις με τα γνωστά φαινόμενα της δέσμευσης και της παρεμπόδισης, οδηγούν μάλλον σε υποβάθμιση της παραγωγής. Τα νιτρώδη και νιτρικά, τα οποία απορροφούνται άπληστα από τα φυτά, συνδέονται με ασθένειες του ανθρώπινου οργανισμού, ενώ μαζί με τον φώσφορο είναι υπεύθυνα για τον εμπλουτισμό των υπόγειων υδροφόρων οριζόντων και το φαινόμενο του ευτροφισμού.
• Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι άριστη γονιμότητα για ένα έδαφος σημαίνει ανάλυση εδάφους και ισορροπημένη λίπανση, ώστε όλα τα στοιχεία να βρίσκονται σε άριστες συγκεντρώσεις και ισορροπία μεταξύ τους.
• Η γονιμότητα από έδαφος σε έδαφος είναι διαφορετική και η απομάκρυνση των θρεπτικών με τη συγκομιδή, την έκπλυση και τη διάβρωση συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση. Οι φυσικές, χημικές και βιολογικές ιδιότητες παίζουν έναν εξίσου σημαντικό ρόλο, καθώς επίσης διαφέρουν και αυτές από έδαφος σε έδαφος.
• Η διάγνωση της γονιμότητας του εδάφους στηρίζεται στην εδαφοανάλυση και είναι αυτή που δίνει χρήσιμες πληροφορίες για τη διαμόρφωση της ορθολογικής λίπανσης των καλλιεργειών. Όμως από πολλούς παραγωγούς μας η ανάλυση του εδάφους έχει παρεξηγηθεί συχνά στο παρελθόν, ενώ πολλοί είναι και αυτοί που την αντιμετωπίζουν έως και εχθρικά σήμερα. Όλοι αυτοί θα πρέπει να μάθουν ότι η ανάλυση δεν είναι κάτι εύκολο και γρήγορο, δεν σημαίνει παίρνω λίγο χώμα, το συσκευάζω και το στέλνω όπως θέλω εγώ.
• Υπάρχουν συγκεκριμένα βήματα και κανόνες που πρέπει να τηρηθούν πιστά από τη δειγματοληψία έως την τεχνική του προσδιορισμού, ενώ στο τέλος μένει να ερμηνευτούν τα αποτελέσματα -ένας ακόμα πονοκέφαλος δηλαδή. Σε γενικές γραμμές, πρέπει να γίνουν τα εξής:
1. Υποδιαίρεση του χωραφιού σε ομοιόμορφες ζώνες.
2. Χώρος δειγματοληψίας: Πρέπει να είναι μακριά από δρόμους, στάβλους, σπίτια, εργοστάσια κ.λπ.
3. Βάθος δειγματοληψίας: 0-30 εκ. για ετήσια και 30-60 εκ. για πολυετή και δενδρώδη. Ίσως χρειαστεί να γίνει και σε 60-90 εκ.
4. Συσκευασία δείγματος: Ένα κιλό δείγματος (τελικό ανά ομοιόμορφη ζώνη και βάθος) σε καθαρή σακούλα με καρτελάκι που φέρει τα απαραίτητα στοιχεία (βάθος, περιοχή, είδος προς καλλιέργεια κ.λπ.).
5. Αποστολή δείγματος: Όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
6. Ανάλυση: Οι εργαστηριακές διαδικασίες είναι πολύπλοκες και διαφορετικές, συνήθως, για κάθε στοιχείο. Η παραμικρή αλλοίωση της διαδικασίας κατά την προετοιμασία και κατά τις μετρήσεις μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες αποκλίσεις
7. Ερμηνεία των αποτελεσμάτων1: Είναι εύκολο να γίνει το λάθος κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων. Χρειάζεται προσοχή και εμπειρία. Πειραματικοί λίπανσης συνοδευόμενοι από εδαφοαναλύσεις είναι σίγουρα ό,τι πολυτιμότερο. Για το άζωτο δεν υπάρχει αξιόπιστο όριο επάρκειας, ενώ για τα υπόλοιπα στοιχεία έχουν αναπτυχθεί αξιόπιστα όρια και μάλιστα χωριστά για θερμοκηπιακές και υπαίθριες καλλιέργειες.
8. Χρόνος δειγματοληψίας: Πολλοί παραγωγοί θέτουν συχνά αυτό το ερώτημα. Προς το τέλος της προηγούμενης καλλιέργειας και εφόσον έχουν περάσει τρεις τουλάχιστον μήνες από την τελευταία λίπανση είναι ο ιδανικός χρόνος δειγματοληψίας. Στα δενδρώδη, καταλληλότερη εποχή θεωρείται αυτή στις αρχές φθινοπώρου μετά την πρώτη βροχή.
• Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, κάποιο λάθος ή παράλειψη στα παραπάνω ή απόκλιση στην προετοιμασία και μέτρηση ή λάθος ερμηνεία και εκτίμηση του αποτελέσματος, θα οδηγήσει σε λάθος λιπαντική τακτική και ως εκ τούτου σε μη αναμενόμενα αποτελέσματα. Τότε ο παραγωγός θα πει: φταίει η ανάλυση. Όχι, δεν φταίει αυτή, φταίμε εμείς γιατί κάπου κάναμε το λάθος. Η ανάλυση από μόνη της δεν φταίει, και όλοι θα πρέπει να υιοθετήσουμε αυτή την πρακτική πριν από κάθε καλλιέργεια.
• Στην πορεία της καλλιέργειας η γονιμότητα του εδάφους μεταβάλλεται συνεχώς λόγω της επίδρασης των αναπτυσσόμενων φυτών, της νιτροποίησης, των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, της έκπλυσης των θρεπτικών και πιθανόν της εξαέρωσης. Μια δεύτερη εδαφοανάλυση (λαχανικά) και φυλλοδιαγνωστική θα μας δώσουν στοιχεία για την εξέλιξη της γονιμότητας έτσι ώστε να προβούμε στα κατάλληλα μέτρα.
ΦΥΛΛΟΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ
• Τα τελευταία χρόνια οι απόψεις γύρω από τη θρεπτική κατάσταση των φυτών είναι σταθερές και είναι κοινά αποδεκτό ότι ο «καθρέφτης» της θρεπτικής κατάστασης των φυτών είναι η ανάλυση φυτικών ιστών. Κατά κύριο λόγο η ανάλυση αφορά φύλλα, γΓ αυτό και ονομάσθηκε η μέθοδος φυλλοδιαγνωστική. Η μέθοδος υπακούει σε συγκεκριμένους κανόνες και είναι απαραίτητη η πιστή τήρηση τους. Πρέπει να γίνει η σωστή δειγματοληψία στον κατάλληλο χρόνο και το δείγμα να υποστεί τη σωστή μεταχείριση. Η σωστή ερμηνεία των αποτελεσμάτων, τέλος, είναι ιδιαίτερα σημαντική και πολλά λάθη μπορεί να οφείλονται εκεί.
• Στα δενδρώδη συνήθως μια δειγματοληψία μέσα στο καλοκαίρι είναι αρκετή, ενώ στα λαχανικά μπορούν να γίνουν δύο- μία στην έναρξη της ανθοφορίας και άλλη μία ένα έως δύο μήνες αργότερα. Όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ολοκληρωμένη εικόνα αποκτάται από την ανάλυση του εδάφους και στη συνέχεια των ιστών. Γι' αυτό είναι απαραίτητο να γίνονται και τα δύο. Με βάση τα δεδομένα αυτά είναι ευκολότερη μία ορθολογική προσέγγιση της λίπανσης με στόχο την υψηλή παραγωγικότητα, το λιγότερο δυνατό κόστος και την ελάχιστη δυνατή επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Τελευταία αναπτύσσεται η μέθοδος της χημικής ανάλυσης του χυμού των φύλλων (Αγγελάκης, 1995).
• Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα στη θρέψη των φυτών που παρουσιάστηκε τελευταία από Έλληνες ερευνητές (Σιμώνης-Σετάτου, 1995), είναι η Κρυμμένη Πείνα στα φυτά. Σύμφωνα με τους Σιμώνη και Σετάτου (1995), η κρυμμένη πείνα αναφέρεται στη μερική έλλειψη θρεπτικών στοιχείων στο φυτό και είναι μια λανθάνουσα τροφοπενία. Στην περίπτωση αυτή, το φυτό δεν δείχνει ορατά συμπτώματα τροφοπενίας, καθώς η συγκέντρωση σε θρεπτικά είναι πάνω από τη ζώνη συμπτωμάτων τροφοπενίας αλλά σημαντικά κάτω από την ποσότητα που χρειάζεται για μέγιστη απόδοση.
• Αποτελεί ένα συνεχώς αυξανόμενο πρόβλημα όσο οι αποδόσεις των καλλιεργειών
αυξάνονται. Μάλιστα η έλλειψη θρεπτικών στα φυτά εμφανίζεται συχνότερα με τη μορφή
της κρυμμένης πείνας παρά με τη μορφή των συμπτωμάτων τροφοπενίας (Tisdale et al, 1993, 1993) (από Σιμώνη και Σετάτου, 1995). Η διάγνωση της κρυμμένης πείνας στον αγρό γίνεται με τις
τεχνικές των δοκιμών των φυτικών ιστών.
• Σύμφωνα με τον Κουκουλάκη (1995), η φυλλοληψία υπόκειται σε περιορισμούς και γίνεται από δένδρα της ίδιας ηλικίας, ποικιλίας, σταδίου ανάπτυξης, υγιεινής κατάστασης και ευρωστίας. Τα φύλλα είναι της ίδιας εμφάνισης και υγιεινής και παίρνονται κατά τον ίδιο χρόνο της ημέρας. Τα δένδρα θα πρέπει να έχουν δεχθεί τις ίδιες φροντίδες και να είναι εκτεθειμένα προς το ίδιο σημείο του ορίζοντα.
• Τα φύλλα πρέπει να λαμβάνονται από βλαστούς της τρέχουσας αύξησης, από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, σε σύνολο 8 φύλλων από κάθε δένδρο, ενώ η δειγματοληψία θα πρέπει να γίνεται πάντοτε από το ίδιο πρόσωπο.
ΔΙΑΦΥΛΛΙΚΗ ΛΙΠΑΝΣΗ
• Η διαφυλλική λίπανση τα τελευταία χρόνια κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος. Λαχανικά, άνθη, δενδρώδη και μερικά φυτά μεγάλης καλλιέργειας συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Πολλές φορές η χρήση τους κρίνεται μάλλον αλόγιστη επιβαρύνοντας το κόστος παραγωγής χωρίς ανάλογα οφέλη. Η άμεση ανάγκη θεραπείας μιας τροφοπενίας, χαμηλές θερμοκρασίες, άνθιση, καρπόδεση, υψηλή παραγωγή είναι οι περιπτώσεις όπου η διαφυλλική χορήγηση θρεπτικών είναι δικαιολογημένη αλλά και επιβεβλημένη.
• Η απορρόφηση τους διακρίνεται σε τρεις φάσεις. Φάση διείσδυσης, φάση απορρόφησης και φάση μετακίνησης. Η διείσδυση μέσω της επιδερμίδας είναι παθητική διαδικασία και επηρεάζεται από τη θερμοκρασία, το βαθμό πυκνότητας του διαλύματος και τη φυσιολογική ηλικία των φύλλων. Στα νέα φύλλα η απορρόφηση είναι ταχύτερη, πιθανώς επειδή δεν έχει ολοκληρωθεί η ανάπτυξη της επιδερμίδας και η απόθεση των κηρωδών ουσιών. Φυτά που βρίσκονται σε καλή θρεπτική κατάσταση παρουσιάζουν καλύτερη απορρόφηση των θρεπτικών.
• Σύμφωνα με τον Πιστόλη (1994 - από Merlo και συν), η είσοδος των κατιόντων είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την ενυδατωμένη ιοντική ακτίνα τους και ακολουθεί την επόμενη σειρά: καίσιο -ρουβίδιο - κάλιο - νάτριο - λίθιο - μαγνήσιο - στρόντιο - ασβέστιο (Cs+ > Rb+ > Κ+Νa+ > Li+ > Mg2+ > Sr+ > Ca2+). Εκτός από τους παράγοντες που αναφέρθηκαν, ακόμα η ακτινοβολία, η σχετική υγρασία, η ταχύτητα εξάτμισης του νερού του διαλύματος, η μορφή του θρεπτικού, το ρΗ και η παρουσία διαβρεκτικού επηρεάζουν την απορρόφηση των θρεπτικών.
· Οι χημικές μορφές των κατιόντων απορροφούνται γρηγορότερα από αυτές των αλάτων
τους, γεγονός που οφείλεται στην ευκολία με την οποία διεισδύουν στην επιδερμίδα των
φύλλων καθώς στερούνται ηλεκτρικού φορτίου. Μέτρια χαμηλό ρΗ ευνοεί την
απορρόφηση των θρεπτικών και συγκεκριμένα το Ca απορροφάται ταχύτερα σε ρΗ 5-7, η
ουρία σε ρΗ 5,4-6,6, ενώ ο Ρ απορροφάται καλά σε τιμές 3-10. Η προσθήκη διαβρεκτικού
βελτιώνει την απορρόφηση βελτιώνοντας τη διαβροχή καθώς μειώνει την επιφανειακή
τάση.
• Τα ιόντα, μετά τη διείσδυση τους στο φύλλο, παρουσιάζουν διαφορετική κινητικότητα
ανάλογη με το ιόν. Ρ, Κ, S, Νa και Ca παρουσιάζουν υψηλή κινητικότητα, Fe, Μη, Ζη, Cu ,
Μο και Β παρουσιάζουν μικρότερη, ενώ άλλα, όπως το Ca και πιθανόν το Mg, δεν
μετακινούνται. Η περίπτωση του Ca εμφανίζει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί συνδέεται με την
εμφάνιση φυσιολογικών ασθενειών.
• Αρκετές φορές η διαφυλλική εφαρμογή θρεπτικών συνοδεύεται από προβλήματα. Το Ca(Ν03)2, ΝaΝ03, Zn(Ν03)2 και η (ΝΗ4)2S04 σε υψηλές συγκεντρώσεις προκαλούν εγκαύματα. Η εφαρμογή ενός πλήρους διαφυλλικού λιπάσματος (Πιστόλης, 1994, από Merlo και συν) προκαλεί μια γενική μείωση της καθαρής φωτοσύνθεσης, της διαπνοής και της αγωγιμότητας στοματίων και μέσοφύλλου. Το φαινόμενο είναι πρόσκαιρο και 24 ώρες αργότερα οι λειτουργίες επανέρχονται στον κανονικό τους ρυθμό.
• Αύξηση της σχετικής υγρασίας μέχρι της τιμής 90% φαίνεται να ευνοεί την απορρόφηση των θρεπτικών από τα φύλλα, ενώ αύξηση της θερμοκρασίας σημαίνει ταχύτερη απορρόφηση και μεταφορά των θρεπτικών. Σύμφωνα με τους Reed and Tukey (1982) (από Ανδρουλάκη, 1989), σε περίοδο σχετικά αυξημένων θερμοκρασιών (25°C) και υψηλής έντασης φωτισμού (440 μΕm – 2s - 1) (συνθήκες ευνοϊκές για την απορρόφηση θρεπτικών), οι κηρώδεις ουσίες στην εξωτερική επιφάνεια της εφυμενίδας έχουν κατακόρυφη διάταξη ώστε να μην καλύπτεται ολοκληρωτικά η επιφάνεια του φύλλου και να αφήνονται μικρές δίοδοι μεταξύ των κηρωδών πλακιδίων. Αντίθετα, σε χαμηλότερες θερμοκρασίες (15°C) και εντάσεις φωτισμού (145 μΕm - 2ε - 1), οι κηρώδεις επικαλύψεις είναι διατεταγμένες υπό μορφή πυκνοτοποθετημένων πλακιδίων που δεν επιτρέπουν την επαφή με την επιφάνεια των υποκειμένων κυττάρων.
• Η ουρία είναι το ταχύτερα προσλαμβανόμενο και μετακινούμενο διαφυλλικά μόριο. Μετά την πρόσληψη της υδρολύεται σε ιόντα αμμωνίου και CO2. Όλες οι μορφές του διαφυλλικά εφαρμοζόμενου αζώτου μεταβολίζονται αποτελεσματικά και μετατρέπονται σε αμινοξέα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η επιδερμίδα του φύλλου είναι 10-20 φορές περισσότερο διαπερατή στην ουρία από ό,τι στα άλλα ανόργανα ιόντα και η προσθήκη της στο θρεπτικό διάλυμα προκαλεί αύξηση της ταχύτητας απορρόφησης των ιόντων ΡΟ43-, SO42-, Mg2+, Fe2+ και Μη2+.
• Το φωσφορικό οξύ (Η3Ρ04) είναι η ταχύτερα απορροφήσιμη μορφή φωσφόρου στη μηλιά. Ακολουθούν Κ2ΗPO4 ΝaΗ2Ρ04, ΚΗ2Ρ04 και το Ca(Η2Ρ04)2. Τα δύο πρώτα είναι δυνατόν να προκαλέσουν εκτεταμένες ζημιές στα φύλλα. Η παρουσία ουρίας διευκολύνει τη διείσδυση του στα φύλλα.
• Το ασβέστιο συνδέεται με αρκετές φυσιολογικές ασθένειες και
ιδιαίτερα με την πικρή στιγμάτωση των μήλων. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι σχέσεις αζώτου/ασβεστίου, καλίου/ασβεστίου και μαγνησίου/ασβεστίου στην εμφάνιση της πικρής κηλίδωσης. Στην τομάτα η έλλειψη του μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια μια ολόκληρη ταξικαρπία λόγω της ξηράς κορυφής. Φυλλοδιαγνωστική και έγκαιρες διαφυλλικές εφαρμογές λύνουν το πρόβλημα.
• Η έλλειψη Μg στην τομάτα θερμοκηπίου είναι ένα κοινό φαινόμενο, ενώ στα μήλα συνδέεται με την εσωτερική αποσύνθεση και τα εγκαύματα. Το ΜgCl2 και το Μg(Ν03)2 απορροφούνται ταχύτερα από το ΜgS04 αλλά μπορεί να προξενήσουν ζημιά στα φύλλα. Αντίθετα, το ΜgS04 μέχρι συγκέντρωσης 92% δεν προκαλεί ζημιές.
• Τα ιχνοστοιχεία αντιμετωπίζονται με καλύτερα και πιο μόνιμα αποτελέσματα διορθώνοντας την οξύτητα (ρΗ) του εδάφους στο 6-6,5. Εφόσον παραστεί ανάγκη διαφυλλικής χορήγησης, τότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν θειικές ή χημικές ενώσεις για τον Ζn και το Μη εκτός του Fe, όπου τα καλύτερα αποτελέσματα δίνει η από εδάφους χορήγηση Fe-ΕDDHA.
· Η έλλειψη βορίου είναι αρκετά συνηθισμένη στα μηλοειδή με συμπτώματα στα άνθη, στους καρπούς, στα φύλλα, στους νέους βλαστούς, τα κλαδιά και στον κορμό. Οι απαιτήσεις σε βόριο είναι οι μεγαλύτερες δυνατές στην αρχή της άνοιξης. Όμως η απορρόφηση από το ριζικό σύστημα πιθανόν να παρεμποδίζεται από τις χαμηλές θερμοκρασίες. Διαφυλλικές εφαρμογές πριν τη φυσιολογική φυλλόπτωση αργά το φθινόπωρο ή την άνοιξη πριν την άνθηση εφοδιάζουν το φυτό με την απαιτούμενη ποσότητα.
• Σε περιόδους όπως η άνθηση, η καρποδεση, ξηρασίας, ανέμων και χαμηλών θερμοκρασιών προς τα φυτά δεν προλαβαίνουν ή μπορούν να συνθέσουν τα απαραίτητα αμινοξέα για την ομαλή εκτέλεση των λειτουργιών τους, η χορήγηση έτοιμων αμινοξέων έχει ιδιαίτερη σημασία (Bayer, 1994).
ΣΑΝ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η ορθολογιστική λίπανση, στηριζόμενη στα αποτελέσματα της ανάλυσης και τα δεδομένα των αναγκών των καλλιεργειών, μπορεί να εξασφαλίσει ποιοτικά προϊόντα χωρίς την επιβάρυνση λιπασμάτων και να μας απαλλάξει από την ρύπανση εξασφαλίζοντας καθαρό έδαφος και υπέδαφος, καθαρά υπόγεια ύδατα και καθαρά ποτάμια, λίμνες και θάλασσες.
Φάνης Α. Τσαπικούνης
Συγγραφέας
Πτυχιούχος Τμήματος Γεωπονίας ΑΠΘ
Διδάκτωρ Τμήματος Βιολογίας ΠΠ
tsapif@otenet.gr
Πηγή>http://better-greece.blogspot.gr/