ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Καλό μου αφεντικό, γιατί μέ εγκατέλειψες?


Ηταν πέρυσι σαν σήμερα πού με πήρες απο την μαννούλα μου και τα άλλα μου αδέρφια.Με σήκωσες πολύ ψηλά και είπες<<ετούτο είναι ασερνικό,θά,ναι καλό σκυλάκι>> Με κράτησες αγκαλιά και αφού με χαίδεψες,με άφησες προσεχτικά πάνω στην καρότσα ενός μεγάλου και γυαλιστερού αγροτικού αυτοκινήτου.Κι εγώ,γεμάτος απορία έβλεπα απο εκεί ψηλά τη μάννα μου να με κοιτάζει κάπως λυπημένα χωρίς να ξέρω γιατί.Εβλεπα τα αδέρφια μου να με κοιτάζουν με  γουρλωμένα μάτια κουνόντας τις ουρίτσες τους δαιμονισμένα,αλλά δέν τους έδινα πλέον καμία σημασία.Ηξερα ότι ζήλευαν!Ετσι όπως με έβλεπαν καμαρωτό καμαρωτό πάνω στο μεγάλο αυτοκίνητο,σίγουρα ήθελαν κι αυτά να ανέβουν.Μα εγώ δεν ήθελα να μοιραστώ την δόξα μου με κανέναν!Ηθελα να είμαι για το καινούριο μου αφεντικό,ο ένας,ο μοναδικός,να γίνω ο καλύτερος σκύλος του κόσμου!                                                                                       Το αυτοκίνητο έτρεχε τόσο γρήγορα που δεν προλάβαινα να βλέπω τι ελιές που ήταν φυτεμένες δεξιά και αριστερά στο δρόμο.Σήκωσα το κεφάλι μου λίγο ψηλότερα και τότε κατάλαβα ότι τα αυτιά μου πετούσαν!Και μαζί με τα αυτιά μου πετούσα κι εγώ από χαρά.Είχα μεγάλο ενθουσιασμό διότι
 από τώρα και πέρα,θα ζούσα σίγουρα κοντά σέ ανθρώπους που με αγαπούσαν.Και τότε πήρα την μεγάλη απόφαση.Να ορκιστώ στον Θεό των σκύλων ότι στο εξής θα έδινα στους ανθρώπους όλη μου την αγάπη,όλη μου την αφοσίωση.Θα ζούσα μόνο για αυτούς και για κανέναν άλλο!Θα ήμουν εγώ ο υπερασπιστής,ο ατρόμητος φύλακας για όλους!
Σε λίγο φτάσαμε σε ένα μεγάλο σπίτι με αυλή και κήπο.Ανοιξε η πόρτα και βγήκε έξω η κυρά.Μόλις με είδε,φώναξε...<<πάλι κουλούκι ανεμάζωξες?>>Στα αστεία βέβαια.Μα πριν προλάβεις να απαντήσεις πετάχτηκαν μέσα από το σπίτι τα κοπέλια,ο Μιχάλης και το Κατινιό.Τόση ήταν η χαρά τους όταν με είδαν,που με άρπαξαν απο την καρότσα και άρχισαν αμέσως να με αγκαλιάζουν και να τρέχουν γύρω μου φωνάζοντας,ευχαριστούμε μπαμπά,ευχαριστούμε πατέρα!
Ετρεχα κι εγώ,έτρεχα απο την πολλή χαρά μου και το παιχνίδι δέν είχε τέλος...
Τό παιχνίδι κράτησε μέχρι αργά.Αρχισε η φτωχή μου κοιλίτσα να γουργουρίζει απο την πείνα.
Και τότε, λές και το κατάλαβε η κυρά,χάθηκε μέσα στο σπίτι.Λίγο αργότερα,φανέρωσε και πάλι στην πόρτα κρατώντας ένα πιάτο με...Τί ήταν αυτό?Ούτε στα πιό τρελά μου όνειρα!Αρχισαν να μου τρέχουν τα σάλια ασταμάτητα!Μπροστά μου είχα το νοστιμότερο φαγητό της ζωής μου,το ωραιότερο φαγητό του κόσμου.Δύο τεράστια ζουμερά μπιφτέκια!Ετρωγα με μανία ρίχνοντας λοξές ματιές μήν έρθει καμιά γάτα και μου τα πάρει.Κάτι μου έλεγε ότι δέν έπρεπε να έχω καμία εμπιστοσύνη στις γάτες.Πίστευα ότι ήταν πανούργα και μοχθηρά πλάσματα.Εκτός βέβαια απο τον
κόμη γάτουλα,τον μαύρο γάτο που κοιμόμασταν παρέα κάθε βράδυ στό παλιό μου σπίτι.Ηταν πάντα τόσο καλός ο κακομοίρης...
Αργά το βράδυ καθίσατε όλοι γύρω μου στο κατώφλι του σπιτιού. Είχε έρθει η ώρα της μεγάλης απόφασης.Επρεπε να βρούμε ένα όνομα για την αφεντιά μου.Πετάχτηκε πρώτος ο Μιχάλης.
Πατέρα λέω να τονε βγάλουμε Μαξ.Καλό μου ακούστηκε εμένα.Εγώ λέω να τονε βγάλουμε Γιώργη!Είπες εσύ αφεντικό,γελώντας.Εγώ λέω να τονε βγάλουμε όξω! είπε η κυρά, πάλι αστειευόμενη βέβαια.
Σταματήστε μπλιό,φώναξε το κατινιό.θα τονε βγάλουμε σπίθα! Εντάξει,είπαν όλοι,Γούφ, είπα κι εγώ συμφωνώντας,και απο κείνη τη στιγμή είχα πλέον όνομα.Ο Σπίθας!
Μού έδειξες ένα χαλάκι δίπλα από την εξώπορτα,με χαιδεψες με όλη σου την αγάπη και μου είπες,
<< εσύ θα κοιμάσαι εκεί τα βράδια>>.Το κατάλαβα αμέσως και στρογκυλοκάθησα περήφανος στο νέο μου κρεβάτι.
Πέρασε γρήγορα ο καιρός,τα παιχνίδια λιγόστεψαν κι εγώ άρχισα να παίρνω το ρόλο του φύλακα πολύ στα σοβαρά.Ούτε ο...ασκιανός μου δεν τολμούσε να περάσει δίπλα μου!Είχαν αρχίσει οι δουλειές στο θερμοκήπιο κι εσύ αφεντικό, έλειπες όλη μέρα.Αργότερα άνοιξαν και τα σχολειά.
Το Κατινιό και ο Μιχάλης έλειπαν κι αυτοί.
Ενα πρωί,αφού άπλωσε στον κήπο την μπουγάδα με τα σεντόνια, έφυγε και η κυρά για τα ψώνια του σπιτιού Και τότε έγινε το μεγάλο κακό.
Εξω από το κάγκελο του κήπου σταμάτησε μιά χοντρή και κακάσχημη γύφτισσα.Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε.Οταν είδε ότι απάντηση δεν έπαιρνε,πέρασε μέσα το χέρι της και τράβηξε το σύρτη.Εγώ,άρχισα να γαβγίζω ασταμάτητα.Αυτή η αφιλότιμη προχώρησε πρός την μπουγάδα και άρχισε να μαζεύει τα σεντόνια,χωρίς να μου δίνει καμία σημασία! Τότε θύμωσα πολύ! Δάγκωσα το λουλουδάτο βρωμερό φουστάνι της και άρχισα να την τραβώ με όλη μου την δύναμη.Γυρίζοντας απότομα μου έριξε μια κλωτσιά στο κεφαλάκι μου.Ζαλίστηκα! Ομως συνήλθα γρήγορα και σαν γενναίος υπερασπιστής του σπιτιού έπιασα με τα δόντια μου τα σεντόνια τραβώντας τα πίσω με όλη μου την δύναμη.Η γύφτισσα φοβήθηκε.Αφησε τα σεντόνια κάτω και έφυγε τρέχοντας.Κι εγώ γεμάτος υπερηφάνεια που έκανα το σκυλίσιο μου καθήκον,ξανακάθησα στο χαλί μου.
Λίγη ώρα αργότερα,επέστρεψε η κυρά στο σπίτι.Αμόκ την έπιασε μόλις είδε τα σεντόνια στο χώμα.
Εβαλε τις φωνές λέγοντας διάφορες λέξεις στα ανθρωπίστικα που δεν είχα ξανακούσει και δεν τις καταλάβαινα.Υπέθεσα ότι ήταν κολακευτικά λόγια για την γεναιότητα μου και ξάπλωσα πάλι στο χαλάκι μου.
Οταν το βράδυ γύρισες στο σπίτι,οι φωνές δέν είχαν τέλος.
Να το πάρεις απόπαε το κοπρόσκυλο!Αμε το στο θερμοκήπιο,δεν με νοιάζει.Μου κατάστρεψε την μπουγάδα!Εσκισε όλα τα σεντόνια!
Πολύ στεναχωρήθηκα τότε που δεν ήξερα ανθρωπίστικα...Ηθελα να φωνάξω, να πώ την αλήθεια.Ομως απο το στόμα μου βγαίνανε μόνο γαυγίσματα...
Την άλλη μέρα το πρωί,με φόρτωσες στην καρότσα και φύγαμε για το θερμοκήπιο.Μια μεγάλη ελιά,δίπλα απο την πόρτα έγινε το νέο μου σπίτι.Εβαλες ένα τρύπιο βαρέλι δίπλα από τον κορμό και μου πέρασες το λουρί στο λαιμό.Εδεσες την αλυσίδα και αυτό ήταν!Εγινα πάλι ο υπερήφανος φύλακας.Ποτέ μου δέν κατάλαβα γιατί έπρεπε να είμαι δεμένος.Αλλά έστω και έτσι μπορούσα να είμαι ο καλύτερος υπερασπιστής σου. Κι αυτό με έκανε τον πιό ευτυχισμένο σκύλο στο κόσμο.
Γρήγορα ήρθε ο χειμώνας.Το κουλουκοβάρελο δεν μπορούσε να με προφυλάξει απο την βροχή.
Οι τρύπες ήταν μεγάλες και ο παγωμένος αέρας περνούσε μέσα μαζί με το νερό.Το σώμα μου ήταν μούσκεμα και έτρεμα συνέχεια απο το κρύο.Τα πόδια μου βούλιαζαν στη λάσπη γύρω απο τον κορμό.Ομως δεν έπρεπε να λυγίσω.Επρεπε να αντέξω ,να μείνω όρθιος και να έχω πάντα το νού μου
μήν τυχόν και έρθει κανείς να κάνει ζημιά στο χωράφι του αφεντικού μου. Και άντεξα. Με το γαύγισμα μου έδινα σε όλους να καταλάβουν  ότι δεν αστειεύομαι.Οτι είμαι πάντα εκεί ,πιστός στον όρκο μου και σε σένα.
Ο χειμώνας πέρασε.Ηρθε το φετεινό καλοκαίρι και το βαρέλι άρχισε να ζεσταίνεται πολύ απο τον ήλιο.Τόσο πολύ που νόμιζα ότι κάποια μέρα θα γίνω hot dog δηλαδή ψητός!Αυτό το έμαθα απο τον Μιχάλη.Εμαθα επίσης και κάτι άλλο που με έκανε και πάλι πραγματικά υπερήφανο.Ρώτησε το Κατινιό μια μέρα τον Μιχάλη<< γιατί δέν παίρνουμε ένα φύλακα για το θερμοκήπιο αντί για τον Σπίθα?>>..Και ο Μιχάλης που ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερος, της απάντησε.<<Καλά,χαζή είσαι?Ο φύλακας θα στοίχιζε 30 ευρώ την ημέρα,ενώ ο Σπίθας στοιχίζει μόνο ένα ευρώ,όσο δηλαδή στοιχίζει η τροφή του>>. Για άλλη μια φορά κατάλαβα πόσο χρήσιμος ήμουν για σένα και χάρηκα πολύ.
Το καλοκαίρι μπήκε για τα καλά.Οι δουλειές στο θερμοκήπιο τελείωσαν.Ηρθαν οι εργάτες,καθάρισαν το χωράφι και το σκέπασαν με ναύλον ωστε να γίνει για δυό μήνες με την βοήθεια του ήλιου η απολύμανση.Κανείς δεν ερχόταν πλέον στο χωράφι.Ακόμα κι εσύ αφεντικό,ερχόσουν κάθε τρείς μέρες μιά φορά.Γέμιζες το πιάτο με ξηρά τροφή και το σκονισμένο τσικάλι με νερό.Εφευγες και με άφηνες εκεί δεμένο,να παλεύω μάταια να γλυτώσω από τους μαντάκους που μου έπιναν το αίμα μέρα νύχτα.Κι εγώ δεν είχα πλέον κανένα λόγο να γαυγίζω.
Δεν υπήρχε τίποτα να προφυλάξω.Επρεπε απλά να κάνω υπομονή και να περιμένω την ημέρα που θα σου είμαι και πάλι χρήσιμος....
Οι καυτές μέρες περνούσαν πολύ αργά.Οι μύγες σφύριζαν γύρω μου συνεχώς και τα τσιμπήματα ήταν ανυπόφορα.Το νερό είχε τελειώσει και η δίψα έκαιγε το άδειο μου στομάχι.Τότε σκέφτηκα κάτι που δεν θα ήθελα ποτέ να συμβεί.Μωρέ λές να έγινε κάτι κακό στο αφεντικό μου?Πανικός με έπιασε.Με αυτή την σκέψη, στριφογύριζα από την μεγάλη μου αγωνία,μέχρι το βράδυ.
Αργά την νύχτα,μέσα στην απόλυτη ησυχία,σήκωσα το κεφάλι μου προς τον ουρανό.Το γεμάτο στρογγυλό φεγγάρι τράβηξε το βλέμμα μου και μεγάλωσε την λύπη μου πολύ...Δάκρυσα.Αρχισα να κλαίω πολύ δυνατά.Και μέσα απο το κλάμα μου προσευχήθηκα στον Θεό των σκύλων με όλη μου την δύναμη.Θεέ μου,φώναζα.Εσύ που αγαπάς όλα τα πλάσματα της γής,
κάνε να μην έπαθε κάτι το αφεντικό μου...Κάνε να είναι αυτός καλά κι ας μείνω νηστικός για πάντα,δέν με νοιάζει.Να έρθει αύριο το πρωί,να του κουνήσω την ουρά μου,να του  δείξω πόσο αφοσιωμένος σκύλος είμαι,έστω και αν είναι για μένα η  τελευταία φορά...
Εκλεισα τα δακρυσμένα μάτια μου κι αποκοιμήθηκα.Την άλλη μέρα το πρωί, έγινε το θαύμα.
Ο Θεός των σκύλων είχε ακούσει την προσευχή μου.Με ξύπνησε ένας πολύ γνώριμος θόρυβος και σε λίγο στο βάθος του δρόμου φάνηκε γυαλίζοντας στον ήλιο το αγροτικό σου αυτοκίνητο!
ήταν τόσο μεγάλη η χαρά μου,που απο τους πήδους χτύπησα το κεφάλι μου στον κλώνο.Μα δέν με ένοιαζε.Φτάνει που ήσουνα εκεί,δίπλα μου κι εγώ σου κουνούσα την ουρά μου!
Χαμήλωσες και μου χάιδεψες το κεφάλι.Αυτό είχες να το κάνεις πολύ καιρό.Και μου άρεσε.Το αφεντικό μου με αγαπάει πάντα,σκέφτηκα και η χαρά μου μεγάλωσε ακόμα περισότερο.
Ελυσες το λουρί από το λαιμό μου και με ανέβασες στην καρότσα.Τότε ήταν που άθελα μου άρχισα ένα ατελείωτο χαρούμενο γαύγισμα.Θα με πάρει πίσω στο σπίτι, φώναζα και η ευτυχία μου ήταν απερίγραπτη.Θα ξαναδώ την κυρά,θα παίζω πάλι με το Μιχάλη και το Κατινιό,θα ξαναγίνω ο ατρόμητος φύλακας του σπιτιού!  Το αγροτικό ξεκίνησε.Σε λίγο τρέχαμε πολύ γρήγορα.Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και αμέσως τα αυτιά μου άρχισαν και πάλι να πετούν!Τώρα όμως ήταν πολύ πιό μεγάλα και πιό δυνατά.Αν τεντώσω καλά τα αυτιά μου στον αέρα  σκέφτηκα,μπορεί και να πετάξω σαν τα πουλιά που έβλεπα στον ουρανό.Αλλά,θα αφήσω μόνο του το αφεντικό μου και θα λυπηθεί πολύ.Αμέσως,σε αυτή τη σκέψη, χαμήλωσα τις αυτάρες μου,χαμήλωσα κι εγώ.Κάθησα στην καρότσα περιμένοντας.Ταξιδεύαμε πολλή ώρα.Δέν έβλεπα τώρα γύρω μου ελιές και άλλα δέντρα.Τα μέρη τούτα δεν τα είχα ξαναδεί ποτέ μου.Πανύψηλοι βράχοι φύτρωναν στις άκρες του δρόμου.ήταν όλα τόσο όμορφα που δεν ήξερα τι να πρωτοκοιτάξω!
Τό αυτοκίνητο σταμάτησε.Εσβησες τη μηχανή και με κατέβασες απο την καρότσα.Ο αέρας που περνούσε ανάμεσα από τους σχοίνους
 ήταν το μόνο πράγμα που άκουγαν τώρα τα αυτιά μου.Εβγαλες απο το αμάξι μια πλαστική σακούλα,και ακουμπώντας την κάτω με φώναξες.Η σακούλα ήταν γεμάτη με κάτασπρα μυρωδάτα μακαρόνια!Ηταν τόσο μεγάλη η πείνα μου που δεν έβλεπα πλέον τίποτα γύρω μου καθώς έτρωγα.
Δεν είδα ούτε εσένα που είχες μπεί  στο αγροτικό και είχες βάλει μπρός τη μηχανή.Τότε γύρισα και είδα το αυτοκίνητο να φεύγει...Ε,αφεντικό,στάσου,με ξέχασες,φώναζα γαυγίζοντας.
Περίμενε,τελειώνω τα μακαρόνια,έρχομαι!Το αγροτικό όμως δεν σταματούσε.Χάθηκε πολύ γρήγορα μέσα στη σκόνη κι εγώ έμεινα εκεί  σαστισμένος.Έφυγε το αφεντικό και με ξέχασε σκέφτηκα.Αλλά δεν πειράζει. Οταν φτάσει στο σπίτι,θα δεί ότι δέν  είμαι στην καρότσα και αμέσως θα ξαναγυρίσει.Πρέπει λοιπόν να μείνω εδώ και να περιμένω.
Ξάπλωσα δίπλα στην άδεια σακούλα έχοντας τη μύτη μου κοντά της.Είχε ακόμα τη μυρωδιά απο τα χέρια σου και δεν ήθελα να τη χάσω.
Την άλλη μέρα το πρωί με ξύπνησε η μεγάλη δίψα.Είχε κολήσει το στόμα μου και η μύτη μου στέγνωνε.Κοίταξα γύρω μου αλλά τσικάλι με νερό,δεν υπήρχε.Η γλώσσα μου κρέμασε μόνη της έξω, ψάχνοντας για λίγη υγρασία στον αέρα,αλλά μάταια.Και όσο περνούσε η μέρα,το κάψιμο της δίψας μεγάλωνε.Το ίδιο και η ζέστη.Μα εγώ έμεινα εκεί ακίνητος με το βλέμμα καρφωμένο στο βάθος του δρόμου περιμένοντας.Πέρασαν έτσι άλλες δυό μέρες και δυό νύχτες.Οι μυρωδιές είχαν χαθεί τώρα απο την μύτη μουΤα μάτια μου είχαν θολώσει και όπως ήμουνα ξαπλωμένος,το μόνο που μπορούσα να διακρίνω ηταν μια δεκαριά μελιτάκοι που μπαινόβγαιναν στη σακούλα ψάχνοντας κι αυτοί για λίγο φαγητό.Κάντε υπομονή κι εσείς,σκέφτηκα.Σε λίγο θα έρθει το αφεντικό και θα φέρει νερό και φαγητό.Και τότε θα δείτε.Θα φάμε τόσο πολύ που δεν θα χωρά άλλο το στομάχι μας.Καθώς έκλεισα τα μάτια μου,θυμήθηκα εκείνα τα μπιφτέκια της κυράς...
Λίγο πρίν ξημερώσει με ξύπνησε ένας κοντινός θόρυβος.Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα λίγα μέτρα πιό πέρα το πιό παράξενο ζώο στον κόσμο.Ηταν σχεδόν στρογγυλό σαν μπάλα και η πλάτη του ήταν σκεπασμένη με μεγάλες μακριές και μυτερές τρίχεςΈσκαβε το χώμα με την μουσούδα του και τα ποδαράκια του ασταμάτητα.Φαγητό!σκέφτηκα και σηκώθηκα γρήγορα πάνω.Να δείς που αυτό το πράμα έχει κρύψει εκεί κανένα κόκαλο!Ετρεξα γρήγορα και του έδωσα μια δυνατή με τη μουσούδα μου να φύγει πέρα.Ο πόνος όμως που ένοιωσα εκείνη τη στιγμή,ήταν απερίγραπτος.Οι τρίχες του ήταν τόσο σκληρές πού καρφώθηκαν βαθειά στα ρουθούνια και στη μύτη μου.Καθώς πετάχτηκα  πίσω,ένοιωσα να τρέχει αίμα από την μουσούδα μου.Αρχισα να τρέχω με όλη μου την δύναμη προσπαθώντας να ξεφύγω από το αφόρητο τσούξιμο.Ετρεχα ώρες πολλές ψάχνοντας για λίγο νερό μέχρι που είδα πέρα μακριά ένα μεγάλο θερμοκήπιο.Θα πάω εκεί ,σκέφτηκα.Ισως να βρώ έστω και λίγο νερό,να πιώ να σταματήσει ο πόνος στη μύτη μου.Φτάνοντας άρχισα να γυρίζω με αγωνία γύρω γύρω και να μυρίζω τον αέρα για νερό.Ομως μάταια.Είχα αρχίσει να απογοητεύομαι όταν ξαφνικά είδα στο νάυλον μιά μικρή τρυπούλα.Εβαλα μέσα τη μύτη μου και μου φάνηκε πως μύρισα νερό.Σήκωσα τα μπροστινά μου πόδια και άρχισα να χτυπώ και να σπρώχνω με όση δύναμη μου είχε μείνει το νάυλον γύρω απο την τρύπα,μέχρι που μεγάλωσε πολύ και κατάφερα να μπώ μέσα.Τότε,ακριβώς εκεί μπροστά μου,δίπλα απο μιά πλαστική σωλήνα,είδα μια μεγάλη λακούβα,γεμάτη με νερό.Βούτηξα αμέσως μέσα την ματωμένη μύτη μου και έπινα ασταμάτητα,μέχρι που η γλώσσα μου έγλυφε μόνο τη λάσπη.
Ηταν τόση η χαρά μου που δεν είδα τον άνθρωπο που είχε πλησιάσει.
Μωρέ κοπρόσκυλο,φώναξε,εσύ είσαι που μου σκίζεις τα νάυλα?Θα σε σάξω εγώ,τώρα θα δείς!και κάνοντας μεταβολή χάθηκε μέσα σε μια μικρή αποθήκη.΄Δεν κατάλαβα τι ήθελε να πεί.Ξάπλωσα κάτω απο την τρομάρα μου.Από την πείνα δεν μου είχε μείνει πλέον καθόλου δύναμη να τρέξω.
Λίγα λεπτά αργότερα,άνοιξε η πόρτα της αποθήκης και φάνηκε ο άνθρωπος κρατώντας ένα πλαστικό πιάτο.Το έφερε και το ακούμπησε δίπλα μου.Τρελάθηκα από τη χαρά μου.Μέσα είχε δύο μεγάλα μεγάλα μπιφτέκια σαν αυτά που μου είχε δώσει κάποτε η κυρά.Μόνο που αυτά ήταν ακόμα πιό όμορφα.Ηταν πασπαλισμένα με μιά κάτασπρη σκόνη!Αρχισα να τρώω με λαχτάρα,χωρις να με πειράξει καθόλου η περίεργη πικρή γεύση,ενώ η ουρά μου κουνιόταν μόνη της σαν ανεμιστήρας απο την μεγάλη ευχαρίστηση.Έγλειψα το πιάτο και αμέσως σήκωσα τα μάτια μου ψηλά,ευχαριστώντας τον Θεό των σκύλων για την μεγάλη μου τύχη.Να λοιπόν που υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που με αγαπάνε,είπα μέσα μου και γύρισα το βλέμμα μου πρός αυτόν κουνώντας την ουρά μου ασταμάτητα.Ηθελα να μπορούσα εκείνη τη στιγμή να μιλήσω ανθρωπίστικα και να του πώ ένα μεγάλο ευχαριστώ για όλα.Κι αυτός με πλησίασε για να με χαιδέψει.Τότε έγινε κάτι που δεν το περίμενα.Χωρίς να καταλάβω γιατί,τέντωσε ψηλά το πόδι του και μου έδωσε μιά πολύ δυνατή κλωτσιά στα πλευρά μου.Ξεράθηκα από τον πόνο.Κλαίγοντας πετάχτηκα έξω από το θερμοκήπιο και έτρεχα ατελείωτα μέχρι που έφτασα εδώ,στο μεγάλο δρόμο.Τα πόδια μου μούδιασαν. Σωριάστηκα κάτω. Προσπαθώ να σηκωθώ, θέλω να τρέξω κι άλλο,να ξεφύγω,αλλά τα πόδια μου δέν με κρατούν.Το στομάχι μου τώρα πονάει πάρα πολύ.Πριν λίγο πέρασε ακριβώς δίπλα μου ένας άλλος άνθρωπος.Ευχήθηκα να ήσουν εσύ.Να με σηκώσεις απο τον δρόμο,να με αγκαλιάσεις και να με βάλεις στην καρότσα.Να τρέξει το αγροτικό πιό γρήγορα κι απο τον άνεμο,να βρεθούμε όλοι μαζί στο σπίτι.Να ξαναγίνω  πάλι ο καλύτερος φύλακας για σένα,για την κυρά, το Κατινιό και τον Μιχάλη.Μα φαίνεται πως οι ευχές δέν βγαίνουν πάντα.Το στομάχι μου τώρα πονάει αφόρητα.Τα πόδια μου δεν κουνιούνται καθόλου.Τα μάτια μου έχουν θολώσει και βγαίνει αίμα απο το στόμα μου.Σαν ατρόμητος σκύλος όμως που είμαι,θα κάνω άλλη μιά προσπάθεια.Θα σηκώσω τα αυτιά μου πάνω,θα τα τεντώσω τόσο που αυτή τη φορά θα καταφέρω να πετάξω.Θα βρεθώ ψηλά στον ουρανό μαζί με τα πουλιά.Κι από κεί θα μπορώ να σε βλέπω και να σε προσέχω πάντα.Να είμαι πάντα ο ατρόμητος φύλακας για όλους.Αντίο καλό μου αφεντικό...
Σπίθας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου