Βιότοπος – περιγραφή:
Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι Lupinus albus (λούπινος ο λευκός) και ανήκει στην οικογένεια των Χερδοπών.
Είναι φυτό ποώδες, μονοετές, πολύβλαστο, με μικρά φύλλα αυγοειδή, άνθη κίτρινα ή λευκά και ρίζα πασσαλώδη. Το ύψος του κυμαίνεται από 30 έως 120 εκατοστά. Φύεται σε λιβάδια, σε πλαγιές λόφων σε αμμώδη και όξινα χώματα.
Καλλιεργείται σε Αίγυπτο, Σουδάν, Αιθιοπία, Συρία, Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, ΗΠΑ, Νότια Αμερική, Τροπική και Νότια Αφρική, Ρωσία και Ουκρανία.
Είναι φυτό κοινό στην Ελλάδα και ιδίως στην Πελοπόννησο ως αυτοφυές και καλλιεργείται στη Μάνη, την Τριφυλία και την Κρήτη και χρησιμεύει ως τρόφιμο ή επιδόρπιο και για την διατροφή των ζώων ή σαν λίπασμα. Το συναντούμε με τις ονομασίες λούπινα, λυμπινόν, λουπινάρι, λουμπινάρια, πικροκουκιά.
Οι σπόροι του, τα λούπινα, είναι στρογγυλά και πλατειά. Υπάρχουν πολλά είδη από αυτά και μια ποικιλία γλυκιά, γιατί αυτά που καλλιεργούνται είναι πικρά.
Ιστορικά στοιχεία:
Σύμφωνα με εκτιμήσεις η καλλιέργεια του λούπινου στην αρχαιότητα ξεκίνησε από την Αίγυπτο (Zoukovsky 1923). Όμως πιθανότερο είναι το λευκό λούπινο να καλλιεργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα (Kurlovich, 2002), όπου υπάρχουν οι περισσότερες ποικιλίες του φυτού σε άγρια μορφή μέχρι σήμερα. Ένα άλλο είδος λευκού λούπινου που αυτοφύεται στη Βαλκανική χερσόνησο είναι το ssp. termis (Θέρμος ο ήμερος).
Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τα λούπινα ως τροφή όπως γίνεται ακόμη και σήμερα σε διάφορες χώρες. Ο Θεόφραστος ονόμασε το βότανο θέρμος. Ο Διοσκουρίδης το αποκαλούσε θέρμος ο ήμερος και ξεχώριζε δύο είδη λούπινα. Το γλυκό και το πικρό στα οποία απέδιδε θρεπτικές ιδιότητες.
Οι ωχροκίτρινοι καρποί σύμφωνα με τον Λουκιανό, ήταν απαραίτητο μέρος των δείπνων της Εκάτης, της θεάς «των νυκτίων φαντασμάτων», ενώ ταυτόχρονα αποτέλεσαν και την ειδική τροφή των επισκεπτών του Νεκρομαντείου του Αχέρωνα, σαν προετοιμασία για την επικοινωνία τους με τους νεκρούς. Τα σπέρματά τους ήταν ακόμη γνωστή τροφή των Κυνικών Φιλοσόφων και δίνοντας ως τράγημα (επιδόρπια) στα συμπόσια.
Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι Lupinus albus (λούπινος ο λευκός) και ανήκει στην οικογένεια των Χερδοπών.
Είναι φυτό ποώδες, μονοετές, πολύβλαστο, με μικρά φύλλα αυγοειδή, άνθη κίτρινα ή λευκά και ρίζα πασσαλώδη. Το ύψος του κυμαίνεται από 30 έως 120 εκατοστά. Φύεται σε λιβάδια, σε πλαγιές λόφων σε αμμώδη και όξινα χώματα.
Καλλιεργείται σε Αίγυπτο, Σουδάν, Αιθιοπία, Συρία, Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, ΗΠΑ, Νότια Αμερική, Τροπική και Νότια Αφρική, Ρωσία και Ουκρανία.
Είναι φυτό κοινό στην Ελλάδα και ιδίως στην Πελοπόννησο ως αυτοφυές και καλλιεργείται στη Μάνη, την Τριφυλία και την Κρήτη και χρησιμεύει ως τρόφιμο ή επιδόρπιο και για την διατροφή των ζώων ή σαν λίπασμα. Το συναντούμε με τις ονομασίες λούπινα, λυμπινόν, λουπινάρι, λουμπινάρια, πικροκουκιά.
Οι σπόροι του, τα λούπινα, είναι στρογγυλά και πλατειά. Υπάρχουν πολλά είδη από αυτά και μια ποικιλία γλυκιά, γιατί αυτά που καλλιεργούνται είναι πικρά.
Ιστορικά στοιχεία:
Σύμφωνα με εκτιμήσεις η καλλιέργεια του λούπινου στην αρχαιότητα ξεκίνησε από την Αίγυπτο (Zoukovsky 1923). Όμως πιθανότερο είναι το λευκό λούπινο να καλλιεργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα (Kurlovich, 2002), όπου υπάρχουν οι περισσότερες ποικιλίες του φυτού σε άγρια μορφή μέχρι σήμερα. Ένα άλλο είδος λευκού λούπινου που αυτοφύεται στη Βαλκανική χερσόνησο είναι το ssp. termis (Θέρμος ο ήμερος).
Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τα λούπινα ως τροφή όπως γίνεται ακόμη και σήμερα σε διάφορες χώρες. Ο Θεόφραστος ονόμασε το βότανο θέρμος. Ο Διοσκουρίδης το αποκαλούσε θέρμος ο ήμερος και ξεχώριζε δύο είδη λούπινα. Το γλυκό και το πικρό στα οποία απέδιδε θρεπτικές ιδιότητες.
Οι ωχροκίτρινοι καρποί σύμφωνα με τον Λουκιανό, ήταν απαραίτητο μέρος των δείπνων της Εκάτης, της θεάς «των νυκτίων φαντασμάτων», ενώ ταυτόχρονα αποτέλεσαν και την ειδική τροφή των επισκεπτών του Νεκρομαντείου του Αχέρωνα, σαν προετοιμασία για την επικοινωνία τους με τους νεκρούς. Τα σπέρματά τους ήταν ακόμη γνωστή τροφή των Κυνικών Φιλοσόφων και δίνοντας ως τράγημα (επιδόρπια) στα συμπόσια.
Ο Φλωρεντίνος αναφέρει ότι είναι ωφέλιμα γιατί περιέχουν άζωτο και καθιστούν τα χωράφια γόνιμα. Και αυτό είναι σωστό, γιατί το λούπινο τραβά άζωτο από την ατμόσφαιρα το οποία χρησιμοποιεί αλλά και αποθηκεύει στις ρίζες του.
Εδώ και χιλιάδες χρόνια το βότανο έχει χρησιμοποιηθεί εσωτερικώς χωρίς να αφαιρεθεί η πικρότητά του ως ελμινθοκτόνο. Το άλευρό τους χρησιμοποιήθηκε σαν διαλυτικό, μαλακτικό και καταπραϋντικό, σε τοπικά καταπλάσματα. Το αφέψημα τους χρησιμοποιήθηκε σε καταπλάσματα, πλύσεις, πυριάματα (θερμικά επιθέματα). Χρησιμοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία κατά χρόνιων δερματικών παθήσεων όπως εκζέματα , λειχήνες κ.α. Τα καβούρδιζαν όπως τον καφέ και τα έπιναν με νερό γιατί πίστευαν ότι θεράπευαν στομαχικά και αρθριτικά νοσήματα. Επίσης τα έπαιρναν για προβλήματα λευκωματουρίας και διαβήτη. Στα Χανιά λούπινα φύονται πολλά στην περιοχή του Αποκόρωνα. Παλαιότερα τα θεωρούσαν πολύ καλό μεζέ για τη ρακί. Τους καρπούς τους αποκαλούσαν στη Δυτική Κρήτη λιμπίνους, στην κεντρική Κρήτη λουμπούνους ή λουμπούνια. Τα λούπινα βέβαια είναι πικρά και η διαδικασία για το ξεπίκρισμα τους ήταν απαραίτητη. Αυτό γινόταν ως εξής. Τα έβαζαν από βραδύς στο νερό και φούσκωναν. Το πρωί τα ζεμάτιζαν σε μεγάλες χύτρες 2 με 3 φορές. Τα άφηναν να κρυώσουν και μετά τα έβαζαν σε κρύο νερό που το άλλαζαν 2 με 3 φορές την ημέρα για μία βδομάδα τουλάχιστον.
Στην περιοχή της Μεσσαράς φυτρώνουν και αγριολουμπούνια τα οποία δεν τρώγονται ούτε από τα ζώα.
Στην Κρήτη απέδιδαν στα λούπινα ιδιότητες ελμινθοκτόνες και αντιδιαβητικές. Παλαιότερα κατά την περίοδο των δύο πολέμων καβουρδισμένα με σιτάρι ή κριθάρι αντικατέστησαν τον καφέ όταν υπήρχε έλλειψη.
Συστατικά-χαρακτήρας:
Είναι πολύ πικρά. Το άλευρό τους περιέχει λεγγουμίνη και αζωτούχο ουσία ανάλογη με την καζείνη του γάλακτος. Τα λούπινα περιέχουν πικρό έλαιο, φωσφορικό ασβέστιο, μαγνήσιο, ίχνη φωσφορικού καλίου και σιδήρου, λίγο άμυλο και δεν περιέχει καθόλου ζάχαρο (αυτή είναι η διαφορά του με τα άλλα ψυχανθή).
Άνθιση – συλλογή – χρησιμοποιούμενα μέρη:
Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται τα σπέρματα στην ωρίμανσή τους.
Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις:
Είναι ωφέλιμα για προβλήματα αρθριτικών. Δρα ως ανθελμινθικό και καθαρτικό. Σε καταπλάσματα κάνει καλό σε προβλήματα φλεγμονών και σπυριά. Εμποδίζουν τα αποστήματα και διαλύουν τους λευκούς όγκους όταν παρασκευάζονται με ξύδι. Είναι χρήσιμο σε προβλήματα υπερέντασης και διαβήτη.
Παρασκευή και δοσολογία:
Σε προβλήματα αρθριτικών τα λούπινα καβουρδίζονται και στη συνέχεια τα κάνουμε σκόνη. Την σκόνη αυτή την ανακατεύουμε με νερό (μία κουταλιά του τσαγιού σε ένα φλιτζάνι νερό) και την πίνουμε νηστικοί.
Από το αφέψημα των σπόρων (ένα κουταλάκι του τσαγιού σε ένα φλιτζάνι νερό) πίνουμε ένα μικρό φλιτζάνι νηστικοί, όταν το χρειαζόμαστε ως ανθελμινθικό ή καθαρτικό.
Προφυλάξεις:
Όλα τα είδη λουπίνων περιέχουν μία τοξική ουσία, τη λουπινιδίνη που μπορεί αν ληφθεί σε ποσότητα, να προκαλέσει δηλητηρίαση ειδικού τύπου, τη θανατηφόρο νόσο λουπίνωση. Τη νόσο αυτή προκαλεί κύρια ένα κτηνοτροφικό είδος λούπινου, ο «κιτρινανθής θέρμος» που καλλιεργείται στη δυτική και μέση Ευρώπη, κυρίως στη Γερμανία και που χρησιμοποιείται για διατροφή προβάτων, στα οποία προκαλεί τον θάνατο αν τρέφονται αποκλειστικά με αυτό.
*Άρθρο του Σάκη Κουβάτσου στα Χανιώτικα Νέα
Πηγή>http://www.herb.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου