Η Μελέτη βασικών ειδών ψαριών που ζούν κάτω απ τα .....πόδια μας ενώ κολυμπάμε, μας βοηθάει να γνωρίσουμε τον κόσμο τους και βασικά στοιχεία για αυτά....
Η ΡΙΝΑ
Λέγεται και αγγελόψαρο, μοιάζει με το βιολί, ενδιάμεσο είδος μεταξύ του καρχαρία και του σελαχιού. Μήκος: φτάνει και 2 μ. Χρώμα: ράχη γκριζοπράσινη λαδιά ή γκριζοκαφεδιά με σκούρες σκόρπιες κηλίδες και στίγματα, σχεδόν άσπρη κοιλιά. Το σώμα της είναι πλακωτό, στενόμακρο, το κεφάλι της μεγάλο. Τα θωρακικά και κοιλιακά πτερύγια είναι πολύ ανεπτυγμένα και σχηματίζουν σα ρόμβο, τα ραχιαία πτερύγια φτάνουν πάνω απ’ την ουρά, είναι μικρά και το ουραίο μικρό και λοξό, εδρικό δεν υπάρχει. Το στόμα της στην άκρη του ρύγχους έχει προεξοχές στο πάνω χείλος σα μουστάκια. Οι φυσητήρες μισοκυκλικοί, λίγο πίσω απ’ τα μάτια. Ζούνε στην άμμο και στη λάσπη του βυθού, τρώνε μαλάκια, σκουλίκια και άλλα τέτοια του βυθού, είναι ακίνδυνες, χωρίς κεντριά ή αγκάθια. Την άνοιξη γεννά η θηλυκιά κοντά στις ακτές 4-5 μικρά 20 εκ. μάκρος, παρόμοια με τις μεγάλες ρίνες αλλά με μια σειρά αγκάθια στη ράχη που πέφτουν έπειτα. Τις πιάνουν με παραγάδια ή δίχτυα σε βαθειά νερά, το κρέας τους πιο νόστιμο απ’ της ράγιας.
ΑΕΤΟΣ-ΧΕΛΙΔΟΝΑ
Μεγάλο σελάχι. Μήκος: έως 1,50 μ., η ουρά του 80 εκ. Χρώμα: γκρίζο-λαδί, κάποτε κοκκινωπό, ασπροκίτρινη κοιλιά. Το κεφάλι του στρογγυλεύει σαν πέταλο, εξέχει, καθώς και τα μάτια εξέχουνε πολύ, βρίσκονται στα πλάγια όπως του βατράχου. Τα θωρακικά πτερύγια είναι χαρακτηριστικά τριγωνικά και μυτερά στις άκριες σα φτερούγες πουλιού, κόβονται στο ύψος των ματιών, περιβάλλουν το κεφάλι, και σχηματίζουν ρύγχος. Έχει δόντια πλατειά, εξάγωνα, στρωμένα στο στόμα σα λιθόστρωτο. Η ουρά του είναι λεπτή και γερή, ελαστική σα μαστίγιο έχει στη βάση ένα καμιά φορά και δεύτερο κεντρί αγκαθωτό, φαρμακερό συνεχόμενο με μικρό ραχιαίο πτερύγιο. Ζει σε βυθό αμμουδερό ή σε λάσπη, τρώει κυρίως στρείδια και άλλα παρόμοια όστρακα, κυνηγά και ψαράκια, σκίζει τη θάλασσα κατακόρυφα χτυπώντας το νερό με τα φτερά του με τόση ορμή σα βολίδα προς την επιφάνεια ώστε μερικές φορές πετιέται κι έξω απ’ το νερό, ακούγεται από μακριά ο γδούπος του όταν ξαναπέφτει. Ο θηλυκός αετός γεννά ζωντανά ένα-δυο μικρά, στις ελληνικές θάλασσες υπάρχουν αρκετοί. Το κρέας τους δεν αξίζει και πολύ, σπάνια πουλιέται στις ψαραγορές. Συγγενικό του αετού είναι η χελιδόνα, πτερομυλαίος ο βοοειδής, pteromylaeus bovinus, ανήκει στην ίδια οικογένεια –μυλιοβατίδες– έχει δυο πτερύγια που εξέχουν στις δύο άκριες του κεφαλιού σα μικρά, πλατειά κέρατα. Φτάνει και 2,50 μ. μήκος, είναι πιο σπάνιο στα νερά μας.
ΑΘΕΡΙΝΑ
Λέγεται και σουβλίτης. Μήκος: 8 ως 15 εκ. Χρώμα: γκριζοπράσινο, ασημί, μια ταινία πιο μαύρη απ’ τη βάση του κεφαλιού ως τη ρίζα της ουράς σε κάθε πλευρό, ασπρουδερή κοιλιά. Το σώμα της στρογγυλεύει απ’ το κεφάλι και κάτω, η διατομή του ωοειδής. Τα μάτια μεγάλα και το ρύγχος μυτερό –γι’ αυτό λέγεται και σουβλίτης– το στόμα της ανοίγει λοξά έχει μικρά κανονικά δοντάκια. Τα λέπια της μικρά και στρογγυλά με μαύρα στίγματα, η πλευρική γραμμή πιάνει 50 λέπια χωρίς μαύρα στίγματα. Τα θωρακικά πτερύγια του στήθους, είναι φυτρωμένα ψηλά και πίσω απ’ το βραγχιακό επικάλυμμα, πτερύγια της ράχης δύο σε αρκετή απόσταση μεταξύ τους. Είναι ψάρι του αφρού, ζει και μετακινείται κοπαδιαστά, τρώει μικροσκοπικά ζώα και φυτά του πλαγκτόν, πλησιάζει τις ακτές, και γεννά στα ρηχά κατά το Μάρτιο, τ’ αυγά μένουνε κολλημένα σε πέτρες και σε φύκια. Ψαρεύονται με δίχτυα της τράτας και με τον αθερινολόγο ή μπέντουλα, τις χρησιμοποιούνε συχνά για δολώματα. Υπάρχουνε άφθονες στα ελληνικά νερά, το κρέας τους πολύ νόστιμο (μάλιστα όταν είναι αυγωμένες). Υπάρχει και το είδος κεφαλάς, atherina boyeri, κάπως μεγαλύτερη –ως 0,18– και ρύγχος στρογγυλό.
ΜΠΑΚΑΛΙΑΡΟΣ
Συγγενεύει με τους μεγάλους μπακαλιάρους του Ατλαντικού. Μήκος: περίπου 0,80. Χρώμα: σταχτιά και κάπως καστανή ράχη, λευκή κοιλιά, πλευρική γραμμή καφετιά. Οι αρχαίοι ονόμαζαν όνους τους μπακαλιάρους αυτούς από τη σκούρα σταχτιά ταινία στη ράχη όπως του γαϊδάρου. Το σώμα τους είναι στενόμακρο, τα λέπια μικρά και στρογγυλά, έχει μόνο 2 πτερύγια στη ράχη, ενώ οι μεγάλοι έχουν 3. Το πρώτο είναι το 1/4 σε μάκρος απ’ το δεύτερο, καθώς και το εδρικό. Τα κοιλιακά φυτρώνουν πιο μπροστά απ’ τα θωρακικά. Της ουράς, η ουρά του δηλαδή, μεγάλη κι η άκρια της ίσια, σχεδόν κοφτή. Όλα τα πτερύγια είναι μαλακά –μαλακοπτερύγιος ιχθύς. Το κάτω σαγόνι του πιο μακρύ, δεν έχει γένι, στο στόμα του σκισμένο βαθειά, είναι ψάρι σαρκοφάγο. Οι μπακαλιάροι ζουν στο πέλαγος και σε αρκετά μέτρα βάθος, τρώνε μικρότερα ψάρια, μαλάκια και καρκινοειδή. Γεννούν τ’ αυγά τους κολυμπώντας την άνοιξη, ο θηλυκός μπορεί να γεννήσει πάνω από 2.000.000 αυγά σε μια γέννα και πλέουν ως την ώρα που θα σκάσουν στον αφρό. Ψαρεύεται στα νερά μας με παραγάδια και μηχανότρατες. Το κρέας του χορταστικό και νόστιμο.
ΜΟΥΡΜΟΥΡΑ
Λέγεται και βασιλόψαρο, συγγενεύει με το λυθρίνι. Μήκος: 0,30-0,45. Χρώμα: λαμπερό ασημί με κάθετες καστανόμαυρες σειρές στη ράχη και στα πλευρά. Το σώμα της είναι στενόμακρο, τα μάτια ψηλά στο κεφάλι, στόμα μέτριο και ίσιο, μέσα ο βλεννογόνος μαύρος όπως του λυθρινιού, τα χείλια της άσπρα. Ζει σε ρηχά νερά, τη μέρα κρύβεται, βγαίνει τη νύχτα ως την αυγή και κυνηγά ψαράκια, μαλάκια κλπ. Ψαρεύεται με πεταχτάρι από στεριάς, με καθετή από βάρκα και με παραγάδια ψιλά. Το κρέας της νόστιμο και με λίγα κόκκαλα.
ΠΕΣΚΑΝΔΡΙΤΣΑ (ΒΑΤΡΑΧΟΨΑΡΟ...)
Λέγεται και βατραχόψαρο και φλάσκα, ήταν γνωστό και στους αρχαίους, ο Αριστοτέλης το αναφέρει ως βάτραχος ο αλιεύς. Μήκος: 0,50 ώς 1,50, σχεδόν το μισό μάκρος πιάνει το στόμα του. Χρώμα: ράχη καστανή, σταχτιά κοιλιά. Η όλη του μορφή παράξενη. Τα μάτια του βρίσκονται στην κορυφή του κρανίου, το στόμα έχει άνοιγμα ως 30 εκ. και είναι οπλισμένο με πολλές ομάδες μυτερά δόντια. Απ’ το πάνω σαγόνι κι απ’ το κάτω τού κρέμονται προεξοχές ανώμαλες, μοιάζουν με κουρελάκια. Το δέρμα του είναι γυμνό και γυαλιστερό, χωρίς λέπια, με αγκάθια πολλά και σκληρές προεξοχές. Τα θωρακικά του πτερύγια προεκτείνονται σα χέρια, μ’ αυτά στηρίζεται και σέρνεται στο βυθό. Πίσω από κάθε πτερύγιο θωρακικό έχει ένα σκληρό αγκάθι (άκανθα κορακοειδής). Τα κοιλιακά πτερύγια βρίσκονται πολύ μπροστά κάτω απ’ το λαιμό. Το πρώτο ραχιαίο πτερύγιο έχει ακτίνες αγκαθωτές, το πίσω μαλακές. Κάθε αγκαθωτή ακτίνα έχει μικρές προεξοχές που κρέμονται σα κορδελίτσες και κινούνται μέσα στο νερό ξεχωριστά η καθεμιά. Στην πρώτη απ’ τις ακτίνες αυτές και στο μέσο της άνω σιαγόνας έχει μια διπλή κορδέλα που την παίζει σα δόλωμα, πάνω στο βυθό, ενώ το σώμα του είναι ακίνητο με απλωμένα τα πτερύγια. Όταν πλησιάζει το θύμα που είναι καμιά φορά ίσο σε μέγεθος με το δικό της ανοίγει το τεράστιο στόμα και το καταπίνει. Προτιμά ψάρια με μαλακά πτερύγια, σαρδέλες, γλώσσες και άλλα τέτοια. Ζει σε αμμουδερό βυθό, σε αρκετό βάθος, γεννά κοντά στη στεριά την άνοιξη, τ’ αυγά της είναι μια μάζα μαλακιά σα ζελατίνα που πλέει και αποτελείται από εκατομμύρια αυγά. Στα δικά μας νερά, βγάζουν αρκετές οι ανεμότρατες. Έχουν άφθονο και αρκετά νόστιμο κρέας, την πουλούν χωρίς κεφάλι και γδαρμένη.
ΒΛΑΧΟΣ
Λέγεται και πίγκα, συγγενεύει με τη στήρα και το ροφό. Μήκος: φτάνει και 1,50 μ., βάρος και 50 κιλά. Χρώμα: καφετί ομοιόμορφο ή γκριζωπό με βούλες κιτρινωπές σκόρπιες στα πλευρά, στους μεγάλους αραιές στους νέους πιο πυκνές. Το σώμα του είναι χοντρό, το κεφάλι περίπου 1/3 του μάκρους με προεξοχή στο μέτωπο, μάτια ψηλά στην κορφή, στόμα με το κάτω σαγόνι που προεξέχει, χείλια παχειά, δόντια πολύ κοφτερά σε διπλή σειρά. Τα βραγχιακά επικαλύμματα είναι στην άκρια, στο ύψος των ματιών ενισχυμένα με μια σκληρή, κοκκάλινη προεξοχή που καταλήγει σε μύτη. Τα λέπια είναι μικρά, πυκνά σε σχήμα κτενοειδές – σα θαλασσινό χτένι, πάνω από 100 λέπια η πλευρική γραμμή. Το ραχιαίο πτερύγιο είναι μακρύ, αρχίζει με σκληρές αγκαθωτές ακτίνες, οι πίσω στρογγυλεμένες, μαλακές, το εδρικό έχει 1-2 ακτίνες σκληρές σκαλωτές, άνισες, η ουρά στρογγυλεύει. Είναι πετρόψαρο, ζει μοναχικό σε κουφάλες και σπηλιές ξεμυτίζει μόνο σε μικρή απόσταση απ’ τη φωλιά του για να κυνηγήσει. Ψαρεύεται με χοντρό παραγάδι, με συρτή προπάντων το καλοκαίρι, καθώς και με κιούρτους και καθετές. Είναι στόχος εύκολος για τους ψαροντουφεκάδες. Το κρέας τους νόστιμο και άφθονο.
Η ΜΕΝΟΥΛΑ
Συγγενεύει με τις μαρίδες και τις τσέρουλες, πιο μεγαλόσωμη, τη λένε και γαϊδουρομαρίδα. Μήκος: μέχρι και 25 εκ. οι αρσενικές, 20 εκ. οι θηλυκές. Χρώμα: μολυβί στη ράχη προς το πρασινωπό, σταχτόασπρη κοιλιά και σκόρπια γαλάζια στίγματα στη ράχη. Η μαύρη κηλίδα στο πλευρό που χαρακτηρίζει όλες τις μαρίδες στη μένουλα είναι διπλάσια στο μάκρος από το φάρδος, με δυο στενές άσπρες ταινίες μπρος και πίσω. Το κεφάλι της μεγάλο, μάτια μεγαλύτερα απ’ της μαρίδας και μικρότερα απ’ της τσέρουλας. Έχει δόντια στρωμένα πυκνά και μικρά, μαλακά σα βελούδο. Είναι κι οι μένουλες ερμαφρόδιτες, πρώτα θηλυκές όπως οι μαρίδες. Αλλάζουν περιβολή όταν ζευγαρώνουν τέλη Σεπτεμβρίου αρχές Οκτωβρίου και παρουσιάζουν τότε περισσότερες μακρουλές γαλάζιες γραμμές στα πλευρά και γαλάζια στίγματα στο κεφάλι και στα πτερύγια. Είναι ψάρι σαρκοφάγο, ζει σε 10-20 μ. βάθος, πάνω από φυκιάδες, κοντά σε βράχους στις ακτές. Υπάρχουν άφθονες στο Αιγαίο, ψαρεύονται με δίχτυα, με παραγάδια και από στεριάς. Το κρέας τους δεν είναι τόσο νόστιμο σαν της μαρίδας.
Ο ΓΑΥΡΟΣ
Λέγεται και αντζούγια· είναι γνωστό και με την τούρκική του ονομασία χαψί, είναι η αφύη των αρχαίων. Μήκος: το πολύ 20 εκ. Χρώμα: πρασινογάλαζο στη ράχη και στα πλευρά, η κοιλιά λευκή προς το ασημί, γυαλιστερή. Το σώμα στενόμακρο, το ρύγχος μακρύ, το πάνω σαγόνι του πιο μακρύ, εξέχει, το στόμα σκισμένο βαθειά ως πίσω απ’ τα μάτια και λοξεύει προς τα κάτω, δοντάκια μικρά και μυτερά, κανονικά. Ένα πτερύγιο στη ράχη, το θωρακικό χαμηλά, το κοιλιακό αντικρυστό με της ράχης εδρικό τρίγωνο και διχαλωτή ουρά. Ζει στις ζεστές περιοχές, κοπαδιαστά στον αφρό, την άνοιξη και το καλοκαίρι. Το χειμώνα μένει στο βυθό σε 100 και 200 μέτρα βάθος. Τρέφεται με μικροσκοπικά μαλακόστρακα και γόνο άλλων ψαριών. Πλησιάζει τις ακτές σιγά-σιγά όταν ζεσταίνουν οι καιροί, τ’ αυγά του πλέουν στην επιφάνεια με το πλαγκτόν. Υπάρχουν άφθονοι στα νερά μας, τους ψαρεύουν από τέλη Αυγούστου και πέρα όταν δουλεύουν οι τράτες, επίσης και με γρι-γριά. Το κρέας τους είναι πολύ νόστιμο, το κεφάλι θέλει πέταμα επειδή κάπως πικρίζει.
ΓΑΛΕΟΣ
Μήκος: οι μικροί 40-60 εκ., φτάνουν ως 2 μ. Χρώμα: γκρίζο πολύ ανοιχτό και προς το καστανό στη ράχη, με κηλίδες σκούρες οι πρώτοι (α) και χωρίς κηλίδες οι (β) δεύτεροι, άσπρη κοιλιά και άσπρα τα μαλακά τους πτερύγια. Το σώμα τους μακρόστενο, ευκίνητο με μικροσκοπικά λέπια σχεδόν αόρατα, τα δύο ραχιαία πτερύγια περίπου αντικρυστά με τα κοιλιακά, η ουρά μακριά ως 1/4 του ολικού μάκρους του σώματος. Το ρύγχος είναι μυτερό, το στόμα στην από κάτω κοιλιακή επιφάνεια με πολλά, πυκνά, μικρά δόντια στρωμένα σαν ψηφιδωτά, τσακίζουν και τρώνε καβουράκια, μαλάκια, κλπ. Ζούνε σε νερά 40-100 μ. βάθος, οι μικροί τριγυρίζουν κοντά στις ακτές. Είναι ζωοτόκοι*, ο αστερίας γεννά 15 και πλέον μικρά το φθινόπωρο. Υπάρχουν πολλοί στο Αιγαίο, ψαρεύονται με χοντρά παραγάδια, πιάνονται κάποτε και στα δίχτυα. Το κρέας τους γδαρμένο είναι νόστιμο. * Είναι ωοζωοτόκοι, δηλαδή γεννούν ζωντανά ψαράκια, που όμως έχουν αναπτυχθεί σε αυγά, στη μήτρα του θηλυκού.
Η ΓΛΩΣΣΑ
Μήκος: 0,30-0,50 η κοινή και 0,15-0,20 η κίτρινη. Χρώμα: καφετί ανοιχτό, γκριζοπράσινο η μεγάλη με καστανές κηλίδες σκόρπιες και μια μαύρη σειρά χαρακτηριστική στην άκρια του θωρακικού πτερυγίου τής πάνω πλευράς, η μικρή κιτρινωπή, με πιο μικρές κηλίδες σκούρες γκρίζες. Το σώμα τους είναι πλατυκωτό. Γεννιούνται σε σχήμα όπως των ψαριών συνηθισμένο μακρουλό, με μάτια κανονικά στις δυο πλευρές του κεφαλιού. Μεγαλώνοντας αρχίζουν να κολυμπούνε πλαγιαστά, σέρνονται στο βυθό, χώνονται στην άμμο, στη λάσπη και λίγο-λίγο το ένα μάτι μετατοπίζεται απ’ τη μια πλευρά κοντά στο άλλο, στη δεξιά πλευρά στις γλώσσες, σε άλλα παρόμοια είδη αριστερά, το κάτω μέρος μένει τυφλό. Γίνεται δηλαδή προσαρμογή σύμφωνα με τον τρόπο ζωής, καθώς κυνηγούν τα διάφορα καρκινοειδή, μαλάκια, σκουλίκια, μικρά ψάρια πάνω στην άμμο. Τις προστατεύει συγχρόνως ο χρωματικός μιμητισμός, η επάνω πλευρά τους παίρνει χρώμα παρόμοιο με το βυθό και με το περιβάλλον. Το δέρμα της τραχύ, με λέπια μικρά και σκληρά. Ζούνε σε βαθειά νερά, 80 μ. και πάνω, γεννούνε το χειμώνα, τα αυγά τους πλέουν στην επιφάνεια και αποτελούν μέρος του πλαγκτού. Ψαρεύονται με δίχτυα, τη νύχτα με καμάκι πυροφάνι. Το κρέας τους είναι άσπρο πολύ νόστιμο.
Η ΓΟΠΑ
Συγγενεύει με τη σάλπα, το σπάρο, το σαργό κ.ά. Μήκος: 0,20-0,35 μ. Χρώμα: γκριζογαλάζιο στη ράχη, πιο ανοιχτό προς το ασημί στα πλευρά και στην κοιλιά, γυαλιστερό. Πίσω από τα μάτια αρχίζουν 4 κίτρινες γραμμές και τελειώνουν στη ρίζα της ουράς. Η πλευρική γραμμή σκούρα καφετιά. Το κεφάλι της γόπας έχει ύψος όσο περίπου το 1/4 του μήκους, τα μάτια της είναι πολύ μεγάλα, σχεδόν το μισό ύψος του κεφαλιού γι’ αυτό και ονομάστηκε βόωψ από την αρχαία λέξη βοώπις δηλαδή μάτι σαν του βωδιού. Το ρύγχος της στρογγυλεύει, το στόμα της γυριστό λίγο προς τα πάνω. Έχει στην απάνω σιαγόνα κοπτήρες και στην κάτω κυνόδοντες αν και είναι φυτοφάγο ψάρι. Ζουν κοπαδιαστά σε βραχώδεις ακτές και σε φυκιάδες, είναι άφθονες στις ελληνικές θάλασσες. Τις ψαρεύουν οι τράτες, τα γρι-γριά, καθώς και με τσαπαρί, με καθετή. Το χειμώνα είναι παχειές και πιο νόστιμες. Οι αυγωμένες ψαρεύονται Απρίλη και Μάη.
ΤΟ ΓΟΦΑΡΙ
Λέγεται και λουφάρι· συγγενεύει με το σαβρίδι και το μαγιάτικο. Μήκος: φτάνει και 1 μ. Χρώμα: μολυβί, κάπως γαλαζοπράσινη ράχη, ασημόλευκη κοιλιά, με πλατειά, μαύρη γραμμή απ’ το κεφάλι ως την ουρά που σβήνει μόλις ψοφήσει το ψάρι. Μπρος από το ραχιαίο πτερύγιο έχει 6 αγκάθια ελεύθερα. Η πλευρική του γραμμή γυρίζει προς τα κάτω εκεί όπου πλησιάζει το θωρακικό πτερύγιο. Το στόμα του φτάνει ως πίσω απ’ τα μάτια. Το κεφάλι του έχει μάκρος όσο τα 2/3 του σώματος. Μοιάζει κάπως με λαβράκι αλλά είναι πιο συμπιεσμένο στα πλευρά, έχει και λέπια μικρότερα. Ζει σχεδόν αποκλειστικά σε ανοιχτό πέλαγος· πλησιάζει τις ακτές την άνοιξη. Είναι πολύ αρπαχτικό ψάρι, δεκατίζει τα κοπάδια των μικρών ψαριών, τα δόντια του κόβουν και σύρμα. Ψαρεύεται με συρτή, με πεταχτάρι. Το κρέας του νόστιμο.
ΟΙ ΔΡΑΚΑΙΝΕΣ
Μήκος: 25 ως 50 εκ. η μεγάλη, 15 ως 25 εκ. η μικρή. Χρώμα: η μεγάλη: καφεδί ανοιχτό με λεπτές λοξές γραμμές σκούρες ή μαύρες στα πλευρά και πιο λεπτές γαλάζιες, σπασμένες ενδιάμεσες. Η μικρή: γκρίζο κιτρινωπό, κοιλιά πιο ανοιχτή σχεδόν άσπρη. Το σώμα τους είναι στενόμακρο, συμπιεσμένο στα πλευρά, τα μάτια τους σχεδόν στην κορυφή του κεφαλιού, το στόμα τους λοξό προς τα κάτω. Το πρώτο ραχιαίο πτερύγιο της μεγάλης είναι σκούρο, σχεδόν μαύρο, έχει 6 αγκαθωτές ακτίνες με δηλητηριώδεις αδένες στη βάση. Έχει επίσης από ένα φαρμακερό αγκάθι πάνω από κάθε μάτι –«ως και στα φρύδια της»– λένε οι ψαράδες, καθώς και στα βραγχιακά επικαλύμματα. Το δεύτερο ραχικό πτερύγιο καθώς και το εδρικό είναι μαλακά. Έχει λέπια μικρά και στρογγυλά, στρωμένα λοξά. Η μικρή τής μοιάζει αρκετά, έχει το ίδιο μαύρο φαρμακερό ραχιαίο πτερύγιο αλλά όχι αγκάθι πάνω από τα μάτια. Είναι το δηλητήριό της ωστόσο πιο δυνατό. Το κέντρισμα της δράκαινας με τ’ αγκάθια της ή και απλό απρόσεχτο άγγιγμα όταν είναι πια ψόφια προκαλεί δυνατούς πόνους, πρήζεται το χτυπημένο σημείο, μπορεί να φέρει πυρετό κι άλλες περιπλοκές. Η επάλειψη με υπερμαγγανικό κάλι ανακουφίζει κάπως και προλαβαίνει τις περιπλοκές. Οι ψαράδες σκοτώνουν τις δράκαινες με κοπάνισμα στο κεφάλι, κόβουν τ’ αγκάθια πριν τις ξεμπλέξουν από τα δίχτυα ή τις τραβήξουν απ’ τ’ αγκίστρι. Είναι ψάρι του βυθού, ζει χωμένη στην άμμο, παραμονεύοντας μικρόψαρα, γαριδάκια κλπ. Υπάρχουνε πολλές στα νερά μας. Πιάνονται με παραγάδια, δίχτυα, καθετές· το κρέας τους προπάντων βραστό για σούπα πολύ νόστιμο.
ΖΑΡΓΑΝΑ
Τη λένε και βελονίδα. Μήκος: 0,40-0,80. Χρώμα: γαλαζοπράσινη ράχη, κοιλιά γυαλιστερή ασημιά. Το ρύγχος της είναι στενό και μακρύ, το στόμα φτάνει ως κάτω απ’ το μάτι. Τα λέπια της στρογγυλά και λεπτά, η τομή του σώματος ωοειδής. Το ραχιαίο και το εδρικό πτερύγιο αντικρυστά και πολύ κοντά στη διχαλωτή ουρά. Το ραχοκόκκαλό της είναι γαλαζοπράσινο, επειδή περιέχει μια ουσία: βιβιανίτη, χρωστική άβλαβη. Κυνηγά τις αθερίνες κι άλλα ψάρια στον αφρό, καμιά φορά με την ορμή που έχει πηδά κι έξω από το νερό. Γεννά Μάρτη-Απρίλη, τ’ αυγά κολλούνε με μακριά λεπτά νήματα πάνω σε φύκια. Το φθινόπωρο που βγαίνουν οι μικρές ζαργάνες έχουν μύτη κοντή, μακραίνει σιγά-σιγά. Ζαργάνες υπάρχουνε πολλές στα νερά μας, ψαρεύονται καλοκαίρι και φθινόπωρο με συρτή, πιο σπάνια με καλαμίδι. Καμιά φορά τις χρησιμοποιούνε ζωντανές για δόλωμα για μεγάλα ψάρια σε συρτή, λαμποκοπούνε. Το κρέας της πολύ νόστιμο, κόκκαλα λίγα.
ΤΑ ΣΚΥΛΟΨΑΡΑ
Όπως δείχνει το σχέδιο, το κεφάλι του ψαριού αυτού, που έχει τα μάτια του σε δύο προεξοχές τού έδωσε το όνομα ζύγαινα (ζυγαριά) και σφύρνα (σφυρί). Οι δικοί μας ψαράδες το λένε πατερίτσα. Το κρέας του, άσπρο, τρώγεται, αλλά σπάνια θα το βρείτε στην αγορά.
Η ονομασία αυτή περιλαμβάνει πολλά ψάρια, που λέγονται καμμιά φορά και καρχαρίες. Γενικά υπάρχει μια σύγχυση ως προς την κοινή ονομασία τους. Το μόνο αληθινά επικίνδυνο για τον άνθρωπο σκυλόψαρο είναι ο Carcharodon Carcharias, κοινώς σκυλόψαρο σμπρίλλος, white shark, grand requin blanc, ή λευκός καρχαρίας, σπάνιος στα νερά μας. Το μήκος του φτάνει τα 12 μέτρα, κολυμπά γοργά κοντά στην επιφάνεια του νερού, και τρώει ό,τι δει: ξύλα, ψάρια, σακκούλες... Γι’ αυτό ονομάζεται και «σκουπιδιάρης της θάλασσας». Άλλα σκυλόψαρα στα νερά μας είναι η πατερίτσα, το κεντρόνι, ο κοκκάλας, όλα μάλλον μικρά, γύρω στα 0,90-1 μέτρο μήκος. Η πατερίτσα φτάνει, σε άλλα μέρη και τα 4 μέτρα, στο Αιγαίο συνήθως είναι 80-90 εκατοστά.
Η ΚΑΛΟΓΡΙΤΣΑ
Τη λένε και καλογρίτσα και καστανάκι. Μήκος: 0,08-0,12. Χρώμα: οι μικρές έχουν χρώμα βαθύ γαλάζιο προς το μενεξεδί, οι μεγάλες κάπως καστανόχρυσο, με καφετιές πιο σκούρες γραμμές του μάκρους στα πλευρά, τις σχηματίζουν τα λέπια που είναι πιο σκούρα καφέ στις άκριες.
ΤΟ ΚΑΠΟΝΙ
Έχει συγγένεια με τα χελιδονόψαρα του ίδιου γένους αλλά δεν πετιέται όπως αυτά έξω απ’ το νερό. Μήκος: 0,25-0,40. Χρώμα: η ράχη του κόκκινη σαν το κοράλι, με μαύρα στίγματα, η κοιλιά ροδίζει και τα πλευρά έχουν ψιλές λοξές γραμμές στο μάκρος, τα θωρακικά πτερύγια γαλάζια με καφετιές βούλες. Τα λέπια είναι σ’ όλο το σώμα σκληρά και κατά μήκος της πλευρικής γραμμής παρουσιάζουν το καθένα μια προεξοχή σκληρή, σαν κόκκαλο. Το κεφάλι χοντρό, το μέτωπο κατεβαίνει κοφτά ως το στόμα που βρίσκεται πολύ χαμηλά, σχεδόν από κάτω. Τα μεγάλα θωρακικά πτερύγια φτάνουν πίσω κι απ’ τη ρίζα των κοιλιακών, οι τρεις πρώτες ακτίνες τους είναι ελεύθερες, ευκίνητες, έχουν κατεύθυνση προς τα εμπρός, καμιά φορά το ψάρι τις χρησιμοποιεί σαν πόδια και προχωρεί όρθιο πάνω στο βυθό αναζητώντας την τροφή του, μαλάκια, καβούρια, κλπ. Τα καπόνια έχουν όπως όλα τα είδη της τρίγλας πολύ ανεπτυγμένη κύστη νηκτική (φούσκα), μ’ αυτήν βγάζει το βογγητό που ακούεται όταν τα τραβά ο ψαράς έξω απ’ το νερό. Το καπόνι ζει στην άμμο και στο βούρκο, αρκετά κοντά στις ακτές. Γεννά το χειμώνα. Τ’ αυγά πλέουν στην επιφάνεια με το πλαγκτόν. Είναι αρκετά συνηθισμένο ψάρι και στο Αιγαίο, ψαρεύεται με τα δίχτυα και με παραγάδια. Το κρέας του νόστιμο.
Ο ΤΟΝΟΣ
Συγγενεύει με τις παλαμίδες και τα σκουμπριά. Είδη συνηθισμένα στις δικές μας θάλασσες α) ο άσπρος, όρκινο, ορτσίνι FAO 193 thunnus alalunga β) το καρβούνι FAO 194 euthynnus alletteratus γ) το κοπάνι FAO 196 auxis thazard Μήκος: 80 εκ.-1,50 μ. τα δύο πρώτα το γ) μικρότερο μέχρι 60 εκ. Χρώμα: σκούρα γαλάζια ράχη, πιο ανοιχτόχρωμα πλευρά, κοιλιά λευκή προς το ασημί ο πρώτος, το καρβούνι και το κοπάνι έχουν ράχη πιο σκούρα, σχεδόν μαύρη με σκόρπια γραμμωτά σημάδια στο μισό του μήκους ως την ουρά, ζωηρά στα νεαρά ψάρια στα μεγάλα πιο σβησμένα.
Ο ΚΕΦΑΛΟΣ
Έχει πολλά ονόματα σύμφωνα με την ηλικία, την ποικιλία κλπ.: στειράδια οι αρσενικοί, μπάφες οι αυγωμένες θηλυκές, μυξινάρια, χρυσόχρωμοι κ.ά. Μήκος: 30-70 εκ. Χρώμα: μολυβιά ράχη, ασημιά πλευρά και ασημόλευκη κοιλιά, με σκούρες καστανόχρωμες γραμμές στο πλάι απ’ τα θωρακικά πτερύγια ως τη ρίζα της ουράς και μια χρυσή βούλα πάνω στο βραγχιακό επικάλυμμα ο χρυσόχρωμος. Το σώμα τους είναι μακρουλό, η ράχη πλατειά, σκεπασμένη ολόκληρη ως και στο κεφάλι με λέπια μεγάλα. Το στόμα τους μικρό, τα χείλια χοντρά και σκληρά με πολλά λεπτά δόντια. Το κάτω σαγόνι σχηματίζει τρίγωνο που σφηνώνεται σε μια σκισμάδα στο πάνω σαγόνι. Έχει δύο πτερύγια στη ράχη σε αρκετή απόσταση μεταξύ τους, το πρώτο είναι με οστεοποιημένες τις 4 ακτίνες του. Τα δύο είδη ξεχωρίζουν αρκετά εύκολα. Ο συνηθισμένος γκρίζος έχει μάτια σκεπασμένα με βλέφαρα κατακόρυφα που σχηματίζουν ένα πέπλο διάφανο, με ανοιχτή μια στενή κατακόρυφη σκισμάδα πάνω απ’ την κόρη. Ο πέπλος αυτός φτάνει ως το βραγχιακό επικάλυμμα. Οι δύο ρινικοί πόροι στο κάθε ρουθούνι απέχουν πολύ μεταξύ τους. Ο χρυσόχρωμος εκτός τη χρυσή του βούλα δεν έχει βλέφαρα ούτε πέπλο κι οι δυο ρινικοί του πόροι βρίσκονται πολύ κοντά.
ΤΟ ΚΟΚΚΑΛΙ
Συγγενεύει και συγχέεται κάποτε με το σαβρίδι αλλά είναι πιο μεγαλόσωμο και λαμπερό. Μήκος: μέχρι και 50 εκ. Χρώμα: κάπως σκούρο, τα λέπια της χαρακτηριστικής καμπύλης πλευρικής γραμμής χρυσίζουν και λάμπουν σα φαρδιά ταινία σ’ όλο το μάκρος. Είναι αφρόψαρο, σχηματίζει μεγάλα κοπάδια που παρουσιάζονται ταχτικά, σε ορισμένη εποχή, σε ορισμένα περάσματα. Τα ψαρεύουν με γρι-γριά, με ανεμότρατες, με συρτή και τσαπαρί. Ωριμάζει γεννητικά σε ηλικία 2 χρόνων και γεννά τ’ αυγά του από το Μάη ως τέλη Αυγούστου. Το κρέας του αρκετά νόστιμο.
Ο ΚΟΛΙΟΣ
Συγγενεύει με το σκουμπρί, πολλοί δεν τους ξεχωρίζουν. Μήκος: 45-50 εκ. και τα δύο είδη. Χρώμα: γαλαζοπράσινη ράχη, πολύ γυαλιστερή με σκόρπιες, λεπτές μισοκυκλικές γραμμές καθώς και μια πιτσιλωτή σ’ όλο το μάκρος του σε πλευρό· μάτια γαλάζια πολύ σκούρα, η κοιλιά του ασπρουδερή. Το σώμα του έχει σχεδόν κυκλική τομή, ανάμεσα στα μάτια μια στενή λουρίδα στην περιοχή του κρανίου είναι διάφανη, φαίνονται από μέσα τα οπτικά νεύρα. Τα λέπια του είναι πιο μεγάλα στο θώρακα παρά στο υπόλοιπο σώμα του. Μέσα στη σωματική του κοιλότητα έχει νηκτική κύστη αρκετά μεγάλη που συνδέεται με το πεπτικό του σύστημα. Διαφορές με το σκουμπρί που διακρίνονται αμέσως: Οι γραμμές στη ράχη του σκουμπριού είναι πολύ έντονες, σκούρες και κυματιστές, όχι πιτσιλωτές. Η λουρίδα του κρανίου είναι σκούρα, καθόλου διάφανη. Δεν έχει νηκτική κύστη. Έχουν ίδιες συνήθειες, είναι ψάρια πελαγίσια, κυνηγούν κοπαδιαστά μικρόψαρα καθώς και τα κοπάδια της σαρδέλας που είναι η καλύτερή τους τροφή. Είναι άφθονοι στην Ανατολική Μεσόγειο, τους ψαρεύουν τα γρι-γριά, οι ανεμότρατες, πιάνονται και με συρτή και με τσαπαρί, κάπως ανοιχτά απ’ την ακτή. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο είναι αυγωμένοι και ολόπαχοι, τους λένε τότε και λιπαρίτες, τους παστώνουνε, οι άπαχοι ανοιξιάτικοι ξεραίνονται όπως και τα σκουμπριά, είναι οι γνωστοί τσίροι.
Η ΚΟΥΤΣΟΜΟΥΡΑ
Συγγενεύει με το μπαρμπούνι αν και ξεχωρίζει αμέσως απ’ το κεφάλι της που είναι κοφτό, φαίνεται σχεδόν κατακόρυφο απ’ το πλάι. Μήκος: 20-40 εκ. Χρώμα: ροδί κοκκινωπό στη ράχη, ασημί στα πλευρά, ασπρουδερή κοιλιά. Το κεφάλι αρκετά μεγάλο σχετικά με το σώμα, το στόμα μικρό, τα δόντια λεπτά. Τα μάτια ψηλά, σχεδόν στην κορυφή του κεφαλιού και πολύ κοντά μεταξύ τους. Απ’ το πηγούνι της κρέμονται δυο προεξοχές σάρκινες, της χρησιμεύουν για να ψάχνει στο βούρκο και να ξετρυπώνει μικρά μαλάκια, σκουλίκια, καρκινοειδή που τρώει. Όταν κολυμπά γρήγορα τα γένια είναι διπλωμένα κάτω απ’ το πηγούνι. Ζει σε νερά βαθειά ως 300 μ. και σε βυθό με λάσπη. Γεννά καλοκαίρι και φθινόπωρο κοντά στην ακτή. Οι αρσενικές έχουν σώμα πιο μακρύ και μεγαλύτερα μάτια. Ψαρεύεται με δίχτυα μανωμένα και με μηχανότρατες. Το κρέας της είναι πολύ νόστιμο, αλλά μυρίζει λίγο βούρκο.
ΤΟ ΛΑΒΡΑΚΙ
Με πρώτη ματιά μοιάζει με τον κέφαλο αλλά ξεχωρίζει εύκολα γιατί το στόμα του είναι μεγάλο, φτάνει κάτω απ’ τα μάτια όπως όλων των σαρκοφάγων ψαριών. Μήκος: φτάνει και 1 μέτρο, βάρος ως 7 κιλά. Χρώμα: θαμπό γκρίζο στη ράχη, ασημί στα πλευρά και λευκό στην κοιλιά. Τα πιο νεαρά έχουν μαύρες κηλίδες που όσο μεγαλώνουν ξεθωριάζουν. Το σώμα του έχει σχήμα στενό και μακρύ υδροδυναμικό, τα λέπια του είναι μικρά και λεπτά, κτενοειδή, σκεπάζουν και το κεφάλι. Τα δυο ραχιαία πτερύγια είναι κοντά το ένα με το άλλο, το πρώτο έχει 7-9 αγκαθωτές ακτίνες, το δεύτερο 1 μόνο αγκαθωτή και κάπου 15 μαλακές. Τα κοιλιακά πτερύγια φυτρώνουν απ’ τη θωρακική περιοχή. Τα βραγχιακά επικαλύμματα καταλήγουν προς τα πίσω σε 2 αγκάθια. Είναι αφρόψαρο, τρώει αθερίνες κι άλλα κοπαδιαστά ψάρια καθώς και καρκινοειδή του βυθού. Γεννά τ’ αυγά του απ’ τον Ιανουάριο ως το Μάρτιο, τ’ αποθέτει σε ξέρες, αναζητά και γλυκά νερά. Τ’ αυγά του επιπλέουν στην επιφάνεια. Ψαρεύεται με χοντρό πεταχτάρι, με καλαμίδι, με συρτή δολωμένη ζωντανή σαρδέλα καθώς και με τη ζόκα όπου υπάρχουνε ρεύματα. Το κρέας του εξαιρετικό.
Η ΠΑΛΑΜΙΔΑ
Ή και ρίκι, ντορίκι, όταν είναι 2-3 χρονών μοιάζει με το σκουμπρί και τον τόννο. Μήκος: 0,40-0,70. Χρώμα: ράχη γαλαζοπράσινη με 12-15 λοξές, σκούρες σειρές, κοιλιά σταχτόλευκη. Στις πιο μικρές παλαμίδες οι σειρές είναι πιο λίγες, 8 με 10 και πιο όρθιες. Τα δυο ραχιαία πτερύγια είναι άνισα, το πρώτο έχει πάνω από 20 ακτίνες, το δεύτερο μικρό, σχεδόν τριγωνικό, προς την ουρά μετά το εδρικό έχει δυο σειρές μικρά τριγωνικά ψευδοπτερύγια, 7 ως 10 στη ράχη και 4 ως 8 από κάτω, στην κοιλιά. Η παλαμίδα περνά κάθε χρόνο τη Μεσόγειο, την άνοιξη προς τη Μαύρη Θάλασσα όπου γεννά και κατά τον Ιούνιο προς τον Ατλαντικό. Οι μικρές τρέφουνται με το ζωοπλαγκτόν που επιπλέει στην επιφάνεια, οι μεγάλες με αφρόψαρα, σκουμπριά, σαβρίδια και άλλα, τα κυνηγούνε άγρια. Στα δικά μας νερά ψαρεύονται κυρίως φθινόπωρο με τράτες, με γρι-γριά στα περάσματα καθώς και με συρτή. Το κρέας τους είναι νόστιμο, κάπως βαρύ, ολόπαχο, η παστωμένη παλαμίδα είναι η γνωστή λακέρδα.
ΤΟ ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΙ
Συγγενεύει με την κουτσομούρα, της μοιάζει πολύ εκτός απ’ την κόψη του κεφαλιού του που στρογγυλεύει, δεν είναι κοφτή. Μήκος: 0,20-0,40. Χρώμα: ροδινό με πιο σκούρα ροδινή ράχη και μια-δυο σειρές παράλληλες κοκκινωπές. Όταν ερεθιστεί ασπρίζουν τα πλευρά του, γίνονται σιντεφένια με πολλές κηλίδες κατακόκκινες. Αλλάζουν χρώμα και αναλόγως τα μέρη που ζούνε, τα πετρομπάρμπουνα είναι πιο κοκκινωπά. Το σώμα του είναι σκεπασμένο με λέπια μεγάλα και στρογγυλά, έχει «γένια» κάτω απ’ το στόμα, στο πρώτο ραχιαίο πτερύγιο έχει δυο μαύρες σειρές λοξές, η ουρά του διχαλωτή. Το μπαρμπούνι ζει σε πετρότοπους, τραγάνες και σε φυκιάδες, σε βάθος 50 ως 100 μ., καθώς και σε λάσπη. Ξεχωρίζουνε τα πετρομπάρμπουνα απ’ τα λασπομπάρμπουνα στην ψαραγορά. Είναι άφθονα στα νερά μας, ψαρεύονται από στεριάς με καλαμίδι, αλλά κυρίως με παραγάδια τη νύχτα και με δίχτυα μανωμένα. Βγάζουν αρκετά κι οι ανεμότρατες. Το φαΐ τους εξαιρετικά νόστιμο, μάλιστα του πετρομπάρμπουνου, τ’ άλλα μυρίζουνε κάπως βούρκο.
ΤΟ ΜΟΥΓΓΡΙ
Μοιάζει με τα χέλια της θάλασσας και του γλυκού νερού. Μήκος: 1-1,50 μ., βάρος ως 5 ή και 7 κιλά. Χρώμα: καστανό σταχτί γαλαζώνει και μαυρίζει στη ράχη, άσπρη κοιλιά. Στο σώμα είναι πιο χοντρό από χέλι, δεν έχει λέπια καθόλου, είναι σκεπασμένο με βλέννα γυαλιστερή. Το κεφάλι του μικρό αναλόγως με το σώμα, το πάνω σαγόνι εξέχει, μέσα στο στόμα πολλές σειρές δόντια μικρά, μικρά. Το ραχιαίο πτερύγιο αρχίζει πάνω απ’ το θωρακικό, συνεχίζεται ως την ουρά μονοκόμματα και είναι μαλακό με στενό περιθώριο μαύρο. Τα μουγγριά ζούνε κοντά στις ακτές, σε κουφάλες των βράχων και στο βυθό σε 20-100 και σε 1000 μέτρα βάθος. Γεννά μια φορά στη ζωή του άμα γίνει περίπου 5 χρονών, σε βαθειά νερά, πλήθος αυγά, σχεδόν 1.000.000, απ’ όπου βγαίνουν μικροσκοπικά ψαράκια διάφανα που λέγονται λεπτοκέφαλοι. Όταν φτάσουν τα 0,15 μάκρος πλησιάζουν τις στεριές και πολύ γρήγορα γίνονται μουγγριά. Είναι αποκλειστικά σαρκοφάγα, βγαίνουν απ’ τη φωλιά τους βράδυ, κυνηγούνε όλη τη νύχτα ψάρια, χταπόδια, σουπιές ως την αυγή. Η φωλιά τους έχει και δυο και τρία χωρίσματα. Ψαρεύονται νύχτα με πετονιά και μικροπαράγαδα που τα λένε και μουγγροπαράγαδα. Επίσης με καμάκι σε καθαρά, ρηχά νερά. Μόλις πιάσουν μουγγρί του κόβουν οι ψαράδες το κεφάλι επειδή κουλουριάζεται, πετιέται σα φίδι και δαγκώνει. Το κρέας τους είναι παχύ, άσπρο τρυφερό αλλά έχει κόκκαλα πολλά και ψιλά, προπάντων προς την ουρά. Τα ξεραίνουν και στον ήλιο και τα ψήνουν στα κάρβουνα όπως τα χταπόδια.
Ο ΛΟΥΤΣΟΣ
Λέγεται και σφύνουρα, και σφύρνα. Μήκος: 0,60 ως 1,20 μ. Χρώμα: γκριζοπράσινη και γκριζογάλανη ράχη, ασημόλευκη κοιλιά. Το σώμα του είναι στρογγυλό και παχύ, τα μάτια του μεγάλα, κεφάλι και ρύγχος πολύ μακρύ, κάτω σαγόνι εξέχει. Τα δυο ραχιαία πτερύγια απέχουν πολύ το ένα από το άλλο. Το πρώτο έχει 5 ακτίνες αγκαθωτές και ανοίγει σα βεντάλια. Τα κοιλιακά πτερύγια πιο μπρος απ’ τα ραχιαία, το εδρικό ακριβώς κάτω απ’ το δεύτερο ραχιαίο. Η ουρά διχαλωτή. Η πλευρική γραμμή πολύ καθαρά γραμμένη σ’ όλο το μάκρος του. Οι λούτσοι ψαρεύονται το φθινόπωρο με συρτή δολωμένη με ζωντανό ψάρι, πολύ συχνά ζαργάνα και με δίχτυα. Το κρέας τους άφθονο και πολύ νόστιμο.
ΤΟ ΛΙΘΡΙΝΙ
Συγγενεύει με το φαγγρί. Μήκος: μέχρι 0,50. Χρώμα: ροδοκόκκινο απαλό, πιο ζωηρό στα πελαγίσια που ψαρεύονται σε τραγάνες, δηλαδή σε βυθό με πέτρες μαλακές, γίνεται πιο άσπρο, στη λάσπη καμιά φορά παρουσιάζει λοξές καστανές γραμμές και λίγα σημάδια γαλάζια στη ράχη. Το σώμα του μάλλον πλατύ, το κεφάλι περίπου το 1/4 του μάκρους, το μέτωπο στρογγυλεύει, έχει κάποτε μια γαλανή κηλίδα πάνω από κάθε μάτι. Ο βλεννογόνος στις βραγχιακές κοιλότητες και μέσα στο στόμα είναι μαύρος, το βραγχιακό επικάλυμμα στην άκρη του κόκκινο. Έχει πολλές σειρές κοπτήρες μικρούς και μυτερούς μπροστά και τα πίσω δόντια πολύ ανεπτυγμένα, σχηματίζουν 3 ως 5 σειρές. Το μακρύ ραχιαίο πτερύγιο είναι σχεδόν παράλληλο με το σημείο που φυτρώνουν τα θωρακικά πτερύγια και τα κοιλιακά, καταλήγει παράλληλα με το εδρικό. Η ουρά διχαλωτή. Τα λυθρίνια γεννούν Ιούλιο-Αύγουστο, ψαρεύονται με παραγάδια και είναι άφθονα τον Οκτώβριο καθώς και με καθετή, νύχτα και ξημερώματα, κάπως ανοιχτά απ’ τις στεριές. Το κρέας τους λεπτό, πολύ άσπρο και νόστιμο. Πολύ συγγενικό, από την ίδια οικογένεια (σπαρίδες-sparidae): Το μουσμούλι (pagellus acarne) πιο μικρό απ’ το λυθρίνι. Μήκος μέχρι 35 εκ. ασπρουδερό χρώμα, πιο πλατύ σώμα και μάτια μεγάλα. Ο μπαλάς (dentex macrophthalmus), μήκος μέχρι και 40 εκ., χρώμα ροδί ανοιχτό, σώμα γεμάτο, μάτια πολύ μεγάλα. Ψαρεύονται σε βαθειά νερά με δίχτυα και παραγάδια, το κρέας τους πολύ νόστιμο.
ΤΟ ΜΑΓΙΑΤΙΚΟ
Λέγεται και μανάλι όταν είναι μικρό. Μήκος: 1-1,20. Χρώμα: πολύ ανοιχτό ασημί, στη ράχη γαλαζώνει με μια γραμμή χρυσή στο κάθε πλευρό απ’ το κεφάλι ως την ουρά. Το σώμα του παχύ, στρογγυλό, καμπυλωτό, λέπια πολύ μικρά και στρωτά, η ουρά διχαλωτή. Τα μαγιάτικα παρουσιάζονται κοντά στις ακτές κοπαδιαστά τέλη Μαΐου, πιάνονται με συρτές στον αφρό, πιο σπάνια με δίχτυα και παραγάδια. Επίσης και στα λεγόμενα καρτέρια ή θυννιά, δίχτυα δηλαδή στερεωμένα σε ρηχά νερά, κοντά στα περάσματα, με άνοιγμα προς τα έξω και χωρίσματα προς τα μέσα, ένας παρατηρητής από ψηλό βράχο ή από σκαλωσιά ειδική όταν δει αρκετά ψάρια μέσα τραβά σκοινιά και τα μαντρώνει. Το κρέας τους είναι άσπρο και πολύ νόστιμο.
Η ΜΑΡΙΔΑ
Λέγεται και τσέρουλα. Συγγενεύει με τη μένουλα, αν και πολλοί υποστηρίζουν ότι μένουλα και τσέρουλα είναι το ίδιο ψάρι. Μήκος: 12-15 εκ. το πολύ, από 15 και πάνω είναι σχεδόν πάντα αρσενικές. Χρώμα: σταχτιά πλευρά, καστανή ράχη, πιο ανοιχτή κοιλιά. Την εποχή που ζευγαρώνουν η ράχη των αρσενικών γίνεται καστανοκίτρινη και στα πλευρά παρουσιάζονται 3-4 ταινίες γαλάζιες, η πάνω συνεχίζεται και στο μέτωπο και σχηματίζει ανάμεσα στα μάτια ένα γαλαζοπράσινο, αστραφτερό πέταλο, περίπου μισό εκατοστό φάρδος. Όλες έχουν μια μαύρη βούλα στο πλευρό. Το πρώτο είδος έχει πιο μικρά μάτια και ρύγχος πιο μυτερό, το λένε γι’ αυτό και σουβλίτη. Το δεύτερο έχει μάτια μεγάλα και ρύγχος κοντό, πιο στρογγυλό. Είναι ψάρια ερμαφρόδιτα, περνούν μια πρώτη θηλυκή φάση και όταν περάσουν τα 13 εκ. γίνονται αρσενικά. Μερικά είναι αρσενικά εξαρχής, δεν αλλάζουν φύλο. Τα μικρά θηλυκά τα λένε και γυαλίτη.
Η ΤΣΙΠΟΥΡΑ
Λέγεται και χρυσόφα και λύγδα, συγγενεύει με τους σαργούς, τα σκαθάρια, τη μουρμούρα. Μήκος: 30-60 εκ. Χρώμα: η ράχη ανοιχτή γκρίζα λαμπερή, ασημόχρωμα πλευρά με μακρουλές αχνές καστανές και κιτρινωπές γραμμές έχει μια πλατειά χρυσή κοντυλιά, το «φρύδι» της (χρυσόφρυς η αρχαία ονομασία της) που ενώνει τα μάτια και μια κηλίδα καστανόμαυρη πίσω απ’ τα βραγχιακά επικαλύμματα. Το σώμα της συμπιεσμένο, η ράχη ψηλή, καμπυλωτή, λεπτός ο μίσχος της ουράς. Το κεφάλι φαίνεται κυρτό απ’ το πλάι, σχεδόν κάθετο απ’ τα μάτια ως το στόμα. Έχει μυτερούς κοπτήρες και στα δύο σαγόνια, 4-5 χοντρούς και δυνατούς σαν κυνόδοντες ενήλικου ανθρώπου. Το ραχιαίο πτερύγιο μονοκόμματο, το πρώτο κοιλιακό παράλληλο με το θωρακικό, η ουρά διχαλωτή. Οι μικρές τσιπούρες ζούνε κατά ομάδες, οι μεγάλες μοναχικά σε βράχους αλλά και φυκιάδες, κυνηγούς μαλάκια και καρκινοειδή, τσακίζουν και τα σκληρά όστρακα με πολύ μεγάλη ευκολία, την άνοιξη τρώνε και φύκια, γεννούνε τον Οκτώβριο έως τέλη Δεκεμβρίου. Στο Μεσολόγγι, τις μικρές τσιπούρες τις λένε λύγδες και τις παστώνουν, ενώ τις τσιπούρες μεσαίου μεγέθους τις λένε και μαρίδες. Τις ψαρεύουνε με καθετή και με ζόκα τη νύχτα το χειμώνα με φεγγάρι, σε ρηχά νερά και με το καλαμίδι από στεριάς, επίσης με παραγάδια. Το κρέας τους εξαιρετικό.
ΤΟ ΜΕΛΑΝΟΥΡΙ
Συγγενεύει με το σπάρο και με το σαργό κ.ά. Μήκος: 20-30 εκ. Χρώμα: στη ράχη ασημοκάστανο ή ασημογάλαζο, ασημί στα πλευρά και στην κοιλιά με 10 περίπου πολύ ψιλές, μακρουλές γραμμές γκριζόμαυρες. Όταν ερεθίζεται το χρώμα του σκουραίνει προς το καφέ και βαθύ μενεξεδί. Στη ρίζα της ουράς έχει μια πλατειά μαύρη ταινία, σχεδόν κλειστή σα δαχτυλίδι ανάμεσα σε δυο άσπρες πιο στενές. Το σώμα του είναι αρκετά φαρδύ στη μέση, τα μάτια του μεγάλα με διάμετρο σχεδόν το μισό ύψος του κεφαλιού, το στόμα του λοξό με λεπτά χείλια και μόνο κοπτήρες μπροστά χωρίς άλλα δόντια. Τα μελανούρια είναι φυτοφάγα, ζούνε σε νερά καθαρά και βαθειά, τριγυρίζουν κατά μικρά κοπάδια στο βυθό σε αμμούδες και φυκιάδες και κοντά σε βράχους της ακτής. Τα πιο νεαρά ανεβαίνουν στον αφρό, στη ζώνη της κυματωγής εκεί που σπα το κύμα. Ψαρεύονται με παραγάδια και δίχτυα ή από στεριάς, με αρμίδι και μαλάγρα, με φελλά και κιούρτους τα πιο μικρά. Το κρέας τους πολύ νόστιμο.
Η ΜΕΝΟΥΛΑ
Συγγενεύει με τις μαρίδες και τις τσέρουλες, πιο μεγαλόσωμη, τη λένε και γαϊδουρομαρίδα. Μήκος: μέχρι και 25 εκ. οι αρσενικές, 20 εκ. οι θηλυκές. Χρώμα: μολυβί στη ράχη προς το πρασινωπό, σταχτόασπρη κοιλιά και σκόρπια γαλάζια στίγματα στη ράχη. Η μαύρη κηλίδα στο πλευρό που χαρακτηρίζει όλες τις μαρίδες στη μένουλα είναι διπλάσια στο μάκρος από το φάρδος, με δυο στενές άσπρες ταινίες μπρος και πίσω. Το κεφάλι της μεγάλο, μάτια μεγαλύτερα απ’ της μαρίδας και μικρότερα απ’ της τσέρουλας. Έχει δόντια στρωμένα πυκνά και μικρά, μαλακά σα βελούδο. Είναι κι οι μένουλες ερμαφρόδιτες, πρώτα θηλυκές όπως οι μαρίδες. Αλλάζουν περιβολή όταν ζευγαρώνουν τέλη Σεπτεμβρίου αρχές Οκτωβρίου και παρουσιάζουν τότε περισσότερες μακρουλές γαλάζιες γραμμές στα πλευρά και γαλάζια στίγματα στο κεφάλι και στα πτερύγια. Είναι ψάρι σαρκοφάγο, ζει σε 10-20 μ. βάθος, πάνω από φυκιάδες, κοντά σε βράχους στις ακτές. Υπάρχουν άφθονες στο Αιγαίο, ψαρεύονται με δίχτυα, με παραγάδια και από στεριάς. Το κρέας τους δεν είναι τόσο νόστιμο σαν της μαρίδας.
Η ΜΟΥΡΜΟΥΡΑ
Λέγεται και βασιλόψαρο, συγγενεύει με το λυθρίνι. Μήκος: 0,30-0,45. Χρώμα: λαμπερό ασημί με κάθετες καστανόμαυρες σειρές στη ράχη και στα πλευρά. Το σώμα της είναι στενόμακρο, τα μάτια ψηλά στο κεφάλι, στόμα μέτριο και ίσιο, μέσα ο βλεννογόνος μαύρος όπως του λυθρινιού, τα χείλια της άσπρα. Ζει σε ρηχά νερά, τη μέρα κρύβεται, βγαίνει τη νύχτα ως την αυγή και κυνηγά ψαράκια, μαλάκια κλπ. Ψαρεύεται με πεταχτάρι από στεριάς, με καθετή από βάρκα και με παραγάδια ψιλά. Το κρέας της νόστιμο και με λίγα κόκκαλα.
Ο ΠΟΝΤΙΚΟΣ
Λέγεται και σαλουβάρδος, σαραβάνος και μιχάλης. Μήκος: 20-40 εκ. Χρώμα: γκρίζο προς καφεδί, ασπρουδερή κοιλιά. Το κεφάλι μακρουλό, τα μάτια μεγάλα και ψηλά στην κορυφή, στόμα κανονικό, απ’ το κάτω χείλος κρέμεται μια προεξοχή σα γενάκι σαρκώδες. Απ’ τα βραγχιακά επικαλύμματα επίσης κυματίζει μια ταινία μακρουλή διχαλωτή στην άκρια. Η πλευρική γραμμή καμπυλώνει προς τα κάτω περίπου στο μισό μάκρος της. Το πρώτο ραχιαίο πτερύγιο μυτερό, το δεύτερο ίσιο και μαλακό, καθώς και το εδρικό, περιβάλλουνε συμμετρικά ως το μισό το επάνω και το κάτω σώμα, η ουρά στρογγυλή. Ζει σε μέτριο βάθος 20 ως 40 οργιές, πιάνεται με παραγάδια και δίχτυα, το κρέας του τρυφερό, κάπως άνοστο.
Ο ΜΠΑΚΑΛΙΑΡΟΣ
Συγγενεύει με τους μεγάλους μπακαλιάρους του Ατλαντικού. Μήκος: περίπου 0,80. Χρώμα: σταχτιά και κάπως καστανή ράχη, λευκή κοιλιά, πλευρική γραμμή καφετιά. Οι αρχαίοι ονόμαζαν όνους τους μπακαλιάρους αυτούς από τη σκούρα σταχτιά ταινία στη ράχη όπως του γαϊδάρου. Το σώμα τους είναι στενόμακρο, τα λέπια μικρά και στρογγυλά, έχει μόνο 2 πτερύγια στη ράχη, ενώ οι μεγάλοι έχουν 3. Το πρώτο είναι το 1/4 σε μάκρος απ’ το δεύτερο, καθώς και το εδρικό. Τα κοιλιακά φυτρώνουν πιο μπροστά απ’ τα θωρακικά. Της ουράς, η ουρά του δηλαδή, μεγάλη κι η άκρια της ίσια, σχεδόν κοφτή. Όλα τα πτερύγια είναι μαλακά –μαλακοπτερύγιος ιχθύς. Το κάτω σαγόνι του πιο μακρύ, δεν έχει γένι, στο στόμα του σκισμένο βαθειά, είναι ψάρι σαρκοφάγο. Οι μπακαλιάροι ζουν στο πέλαγος και σε αρκετά μέτρα βάθος, τρώνε μικρότερα ψάρια, μαλάκια και καρκινοειδή. Γεννούν τ’ αυγά τους κολυμπώντας την άνοιξη, ο θηλυκός μπορεί να γεννήσει πάνω από 2.000.000 αυγά σε μια γέννα και πλέουν ως την ώρα που θα σκάσουν στον αφρό. Ψαρεύεται στα νερά μας με παραγάδια και μηχανότρατες. Το κρέας του χορταστικό και νόστιμο.
ΤΟ ΜΥΛΟΚΟΠΙ
Συγγενεύει με τον κρανιό και το σκιό ή σικιό. Μήκος: 30 ως 50 εκ. Χρώμα: σκούρα σταχτιά ράχη, ασημόλευκη κοιλιά, με γραμμές λοξές κυματοειδείς που χρυσίζουν στα πλευρά, με άσπρα και μαύρα ενδιάμεσα στίγματα. Το σώμα του είναι αρκετά φαρδύ, τα κοιλιακά πτερύγια και το εδρικό μαύρα με λευκό περιθώριο, τα δυο ραχιαία και η ουρά επίσης σκούρα και μαλακιά, κυματίζουν αργά σα μεταξωτά. Το πρώτο είναι σχεδόν τριγωνικό και το δεύτερο ίσιο μονοκόμματο φτάνει ως την ουρά. Η πλευρική γραμμή καμπυλώνει στο μέσον του σώματος. Τα μυλοκόπια ζούνε κατά μικρές ομάδες, σε μέτριο βάθος 5-10 μ., τρώνε καρκινοειδή, σκουλίκια κλπ., στην άμμο και ανάμεσα σε πέτρες. Ψαρεύονται με παραγάδια και δίχτυα. Εύκολα προσαρμόζονται στα ενυδρεία. Το κρέας τους πολύ νόστιμο.
ΞΙΦΙΑΣ
Συγγενεύει με τόννους και σκουμπριά, είναι όμως από άλλη οικογένεια που δεν έχει άλλα μέλη. Μήκος: φτάνει 3-4 μ. στα ελληνικά νερά, το 1/3 περίπου πιάνει το ξίφος βάρος 200-300 κιλά. Χρώμα: σκούρα γαλάζια και πρασινωπή ράχη, ασημιά λαμπερά πλευρά, πιο ανοιχτή κοιλιά. Είναι αγριόψαρο πελαγίσιο, το ξίφος του είναι προέκταση κοφτερή της άνω σιαγόνας. Δεν έχει κοιλιακά πτερύγια, παρά ένα μοναδικό εδρικό κι ένα ραχιαίο τριγωνικό, που αναπτύσσεται η πίσω άκρη του όσο μεγαλώνει, εξέχει απ’ τη θάλασσα όπως του σκυλόψαρου όταν το ψάρι κολυμπά στον αφρό. Η ουρά του πολύ μεγάλη σε σχήμα μισοφέγγαρου, μισοκυκλική. Το στόμα του φτάνει κάτω απ’ τα μάτια, η κάτω σιαγόνα έχει πολλά, μικρά και γερά δόντια. Ο ξιφιός είναι πολύ γρήγορος, πέφτει και δεκατίζει σκουμπριά, τόννους καθώς και άλλα κοπάδια του αφρού, κάνει μεγάλες ζημιές σε δίχτυα και σε παραγάδια. Οι ξιφιοί κατεβαίνουν απ’ τη Μαύρη Θάλασσα την άνοιξη, πλησιάζουν τις ακτές την εποχή της γέννας και ανεβαίνουν πάλι το χειμώνα. Τους ψαρεύουν οι ανεμότρατες και τα γρι-γριά, το κρέας τους παχύ και νόστιμο.
Ο ΡΟΦΟΣ
Τον λένε και ορφό, τον αναφέρει κι ο Αριστοτέλης ορφώ, συγγενεύει με τα λαβράκια, τις πέρκες, μοιάζει πολύ με τη στήρα. Μήκος: Φτάνει και 1,50 μ., βάρος και 15 κιλά. Χρώμα: σκούρο καφεδί προς το λαδί με άσπρους ή κιτρινωπούς λεκέδες, ακανόνιστους στη ράχη και στα πλευρά, πιο σκούρους ή πιο ανοιχτούς αναλόγως τα μέρη όπου ζει. Το σώμα του είναι χοντρό, αργοκίνητο, το κεφάλι μεγάλο, το πρώτο ραχιαίο πτερύγιο έχει 10 πρώτες ακτίνες σκληρές, τις από πίσω μαλακές κάπως στρογγυλεμένες, το πτερύγιο της ουράς, η ουρά δηλαδή στρογγυλή, καθώς και τα δύο κοιλιακά. Τα βράγχιά του (σπάραχνα) είναι στις άκριες κοφτερά σαν ξυράφια, θέλει προσοχή όταν ξαγκιστρώνεται, στα πλάγια έχει δόντια δυνατά. Ζει σε βράχια, σε κουφάλες της ακτής, σε 10 μέτρα βάθος αλλά και πιο βαθειά, σε φυκιάδες, δεν απομακρύνεται απ’ τη φωλιά του. Είναι σαρκοφάγος. Κυνηγά και κυνηγιέται νύχτα, κυρίως καλοκαίρι, με παραγάδια χοντρά, καμιά φορά με δίχτυα καθώς και με καθετές δολωμένες ζωντανό ψαράκι, χταπόδι κ.ά. και με ειδικούς σιδερένιους μεγάλους κιούρτους. Το κρέας του νόστιμο, κάπως σκληρό.
Ο ΣΚΙΟΣ
Λέγεται και οσκιός και σικιός και παντελής, συγγενεύει με τον κρανιό και το μυλοκόπι. Μήκος: 60-70 εκ. Χρώμα: μολυβί προς το ασημί, έξω απ’ το νερό καθώς ψοφά σκουραίνει, βραγχιακά επικαλύμματα με μαύρο περιθώριο, πτερύγια θωρακικά χαλκόχρωμα καθώς και ουρά. Σώμα πλατύ, μάτια στο κεφάλι αρκετά ψηλά, το πρώτο πτερύγιο της ράχης ξεχωριστό, σχεδόν τριγωνικό με 8 ακάνθες σκληρές, το δεύτερο στρογγυλεύει και συνεχίζει, επίσης στρογγυλεμένη ουρά. Ζει στην άμμο, κοντά στις ακτές, είναι ψάρι της νύχτας. Τρώει αχιβάδες, σκουλίκια κλπ., γεννά την άνοιξη, Απρίλη-Μάη, τ’ αυγά του πλέουν στον αφρό, είναι δηλαδή πλαγκτονικά. Ψαρεύεται με δίχτυα και από στεριάς με καλαμίδι χωρίς μολύβι, το καλύτερο δόλωμα για το σκιό είναι τα μύδια. Το κρέας του νόστιμο, αλλά κατώτερο από το μυλοκόπι.
ΟΙ ΣΑΛΙΑΡΕΣ
Τις ονομάζουν και γληνιά, γλίνους, λεβέρες, σαλιακούδες, είναι γνωστά κάπου 20 διάφορα είδη και υπογένη. Μήκος: από 5 ως 25 εκ. Χρώμα: διαφέρουνε αναλόγως τα μέρη που ζούνε από μαύρες, κιτρινωπές ως παρδαλές, σταχτιές, όλες γυαλιστερές απ’ τη γλίνα. Το δέρμα τους είναι λεπτό με πολύ μικρά ή καθόλου λέπια και αλειμένο πάντα με τη γυαλιστερή τους βλέννα. Το πρώτο ραχιαίο πτερύγιο είναι κοντό με αγκαθωτές ακτίνες όπως και τα κοιλιακά που αποτελούνται από 1 αγκαθωτή ακτίνα και 2-3 μαλακές, λεπτές σαν κλωστές. Το δεύτερο ραχιαίο και το εδρικό είναι πολύ μακρυά, γενικά τα πτερύγιά τους δείχνουν σαν κρόσια, σ’ όλο τους το σώμα. Στο κεφάλι έχουν συχνά μικρές κεραίες, κρεάτινες σκληρές. Δεν έχουν νηκτική κύστη. Μοιάζουν κάπως με κωβιούς όμως και ξεχωρίζουν με την πρώτη ματιά απ’ τον τρόπο που κολυμπούνε και χρησιμοποιούν τα λεπτά τους πτερύγια αδιάκοπα ενώ οι κωβιοί προχωρούνε με πήδους και κολλούνε, και το σώμα τους είναι πλατυκωτό. Ζούνε σε πολύ ρηχά νερά, στους μώλους και στ’ απορρίμματα και τα φύκια του λιμανιού, είναι σαρκοφάγες και λαίμαργες ξετρυπώνουν το κεφάλι απ’ τις τρύπες τους και αρπάζουν μικρά μαλάκια και ψαράκια, τα κομματιάζουν ανάμεσα στα μικρά, πλακωτά δοντάκια τους που είναι στρωμένα σα λίμα και το σκληρό, χοντρό πάνω χείλος τους. Γεννάνε την άνοιξη και το καλοκαίρι στρώνει τ’ αυγά η θηλυκιά που είναι σα ζελατίνα κάτω από πέτρες κι η αρσενικιά τα προσέχει και τ’ ανεμίζει με τα πτερύγιά της. Υπάρχουν άφθονες παντού, δεν τις ψαρεύουν παρά μόνο τα παιδιά ούτε τρώγεται το κρέας τους, μυρίζει γλίνα. Τις διατηρούν σ’ ενυδρεία για την παράξενη όψη τους και τις συνήθειές τους προς παρατήρηση.
Η ΣΑΛΠΑ
Συγγενεύει με τη γόπα. Μήκος: 20-40 εκ. Χρώμα: γκριζογάλανη ή γκριζοπράσινη ράχη, ασημιά λαμπερά πλευρά με 10 περίπου ολόχρυσες, στενές σειρές στο μάκρος και μια κηλίδα μαύρη στη ρίζα του θωρακικού πτερυγίου. Για να προστατευθεί σε ώρα κινδύνου αποχτά χρώμα ομοιόμορφο, σβήνουν οι χρυσές σειρές. Το κεφάλι και τα μάτια της μικρά, καθώς και το στόμα της, τα χείλια της χοντρά, σαρκωμένα, τα δόντια είναι κοπτήρες στην επάνω σιαγόνα, σκυλόδοντα στην κάτω. Το μακρύ, μονοκόμματο ραχιαίο πτερύγιο έχει 10-12 αγκαθωτές ακτίνες μπρος και τις πίσω μαλακές. Η ουρά διχαλωτή. Ζει κατά ομάδες σε πετρότοπους, σε φυκιάδες, στα ρηχά νερά, είναι φυτοφάγο ψάρι αλλά τρώει και καρκινοειδή διάφορα εκεί που βόσκει. Γεννά την άνοιξη ως το φθινόπωρο, τ’ αυγά μένουν στην επιφάνεια όπως κι οι μικρές νεογέννητες σάλπες κοπαδιαστά, 30 ως 60 μαζί. Τις ψαρεύουν με καλαμίδι και με ψιλή σαλαγγιά στα ρηχά, καθώς και με κιούρτους, οι ψαράδες καμιά φορά βάζουνε δόλωμα σε παραγάδια και σε δίχτυα τα λεγόμενα «μαρούλια της θάλασσας», ούλβα η θρίδαξ (ulva lactuca) και πιάνουν πολλές. Το κρέας της είναι άνοστο, μυρίζει βούρκο.
Ο ΣΑΡΓΟΣ
Συγγενεύει με τους σπάρους, τα μελανούρια, τα σκαθάρια κ.ά. Χρώμα: ασημί και χρυσαφί στη ράχη, ζωηρό ασημί στα πλευρά με καστανόμαυρη ταινία κλειστή σχεδόν σα δαχτυλίδι, φτάνει στο πλάτος την άκρια του ραχιαίου πτερυγίου και του εδρικού. Το σώμα του είναι συμπιεσμένο στα πλάγια, τα λέπια μεγάλα, κτενοειδή. Τα κοιλιακά πτερύγια αντικρυστά με τα θωρακικά, είναι μαύρα με άσπρο εξωτερικό περιθώριο. Το ραχιαίο μονοκόμματο με αγκαθωτές μπροστινές ακτίνες και τις πίσω μαλακές. Η ουρά διχαλωτή. Το στόμα μικρό και χοντρό, με 8 μπροστινά κοφτερά δόντια, κοπτήρες και πολλές σειρές στρογγυλεμένα δόντια στα πλάγια σε κάθε του σαγόνι. Την εποχή που ζευγαρώνουν οι αρσενικοί σαργοί αλλάζουν όψη, το κεφάλι τους γίνεται κάποτε γαλάζιο με μια καστανόχρυση απλή ταινία στο μέτωπο. Δίνουνε τότε μάχες μεταξύ τους, φέρνουνε γύρους με κάποια επισημότητα, κυκλώνουν τον ανταγωνιστή και τον στενεύουν λίγο-λίγο, τέλος αρπάχνονται απ’ το ρύγχος. Είναι ψάρι ερμαφρόδιτο, πρώτα αρσενικό ύστερα θηλυκό. Πάντα φυτοφάγο. Ζει και βολάζει σε τρύπες και σκισμάδες μες στα βράχια, σε καθαρά νερά ως 25 μ. βάθος. Ψαρεύεται πρωί με καθετή, μικρή ζόκα και με κιούρτους από την ακρογιαλιά καθώς και με παραγάδια και δίχτυα. Το κρέας του εξαιρετικό.
Η ΣΑΡΔΕΛΑ
Συγγενεύει με τη ρέγγα που είναι πολύ σπάνια στη Μεσόγειο. Μήκος: 10-20 εκ. Χρώμα: ράχη γκριζοπράσινη, κοιλιά πιο ανοιχτή με μια ταινία κάπως πιο σκούρα γαλάζια στα πλευρά. Το σώμα της είναι συμπιεσμένο, τα λέπια στρογγυλά και μεγάλα, η πλευρική γραμμή απ’ τα βραγχιακά επικαλύμματα ως τη βάση της ουράς πιάνει περίπου 30 λέπια. Το μοναδικό ραχιαίο πτερύγιο αρχίζει πιο μπρος απ’ το πρώτο κοιλιακό, η ουρά διχαλωτή. Τα μάτια μεγάλα με χοντρό, κάθετο βλέφαρο, το στόμα λοξό, προς τα κάτω. Η σαρδέλα γεννά Νοέμβριο ως Απρίλιο και Μάιο, τ’ αυγά της πλέουν στην επιφάνεια με το πλαγκτόν. Υπάρχουν πολλές στα νερά μας, τις κυνηγούν τα μεγαλύτερα ψάρια και τις δεκατίζουν όπως κολυμπούνε κοπαδιαστά στον αφρό. Ψαρεύονται την άνοιξη ως τον Οκτώβριο, το κρέας τους πολύ νόστιμο, με κόκκαλα μαλακά, σε πολλά μέρη τις παστώνουνε.
Ο ΣΚΑΡΟΣ
Λέγεται και παπαγάλος της θάλασσας. Μήκος: έως 40 εκ. Χρώμα: μολυβί στη ράχη και στα πλευρά ή κιτρινωπός «μελισσής» ή κοκκινωπός ο θηλυκός, η ουρά με λευκό περιθώριο. Το σώμα του στρογγυλεμένο, τα λέπια επίσης στρογγυλά, μεγάλα και σκληρά, τα μάτια ψηλά στο κεφάλι, το στόμα μικρό και σφιχτό σα ράμφος πουλιού, τα δόντια ενώνονται και σχηματίζουν προς τα μέσα κοφτερές πλάκες που τσακίζουν όστρακα, κοχύλια και ό,τι άλλο βρει παρόμοιο αναζητώντας την τροφή του. Το ραχιαίο πτερύγιο είναι ίσιο και μονοκόμματο λίγο πριν απ’ την ουρά, το εδρικό αρχίζει πιο πίσω απ’ το μισό μάκρος, η ουρά είναι στρογγυλεμένη, με την ασπρουδερή όπως είπαμε, διάφανη άκρη. Ζει ομαδικά σε μέτριο βάθος, 5-20 οργιές, ψαρεύεται σε ξέρες με δίχτυα και παραγάδια. Επίσης μερικές φορές με το λεγόμενο δέτη, δηλαδή με καθετή με μονό αγκίστρι δολωμένο με θηλυκό σκάρο ζωντανό, που σέρνεται αργά λίγο πάνω απ’ το βυθό, μαζεύονται τότε αρσενικοί και πιάνονται με απόχη, αλλά το ψάρεμα τούτο αν και αναφέρεται στα ελληνικά βοηθήματα, όπως στον Αριστοτέλη, σήμερα δεν είναι συνηθισμένο. Στα τροπικά νερά υπάρχουν σκάροι πολύχρωμοι διαφόρων ειδών. Εδώ είναι συνηθισμένο ψάρι στο νοτιο-ανατολικό Αιγαίο, σπάνιο στο Σαρωνικό και πιο βόρεια. Ο αγορανομικός κατάλογος με τιμές και κατηγορίες ψαριών δεν τον αναφέρει. Η καλύτερη εποχή του είναι Μάιος-Ιούνιος, το κρέας του εξαιρετικά νόστιμο. Είναι το μόνο ψάρι που τρώγεται με τα εντόσθια αφού βγει μόνο η χολή του μ’ ένα χάραγμα στο δεξιό πλευρό, το λέει και το δίστιχο «έλα το Μάη στο γιαλό, φάε του σκάρου το σκ..ό».
Η ΣΚΟΡΠΙΝΑ
Η σκορπίνα και ο σκορπιός λέγονται και χάφτες. Μήκος: η σκορπίνα ως 50 εκ., ο σκορπιός 15-30 εκ. Χρώμα: η σκορπίνα κιτρινοκόκκινο ζωηρό με σκούρες σκόρπιες κηλίδες. Ο σκορπιός καφεδής σκούρος και καστανός με κιτρινωπές κηλίδες, μαύρη ουρά. Το κεφάλι τους είναι πολύ μεγάλο, σχεδόν 1/3 του σώματος, με πολλές προεξοχές, αγκάθια στα μάγουλα και στα βραγχιακά επικαλύμματα, η σκορπίνα περισσότερες απ’ το σκορπιό, έχει γένι και στο πηγούνι, κεραίες στο κεφάλι, τα λέπια της πιο τραχιά, οι άκριες τους αγκαθωτές. Του σκορπιού τα λέπια είναι πιο λεπτά, πιο αραιά και πίσω απ’ τα θωρακικά του πτερύγια, μια μικρή τριγωνική επιφάνεια δεν έχει καθόλου. Τα πτερύγια της ράχης τους έχουν μπροστινές σκληρές ακτίνες και πίσω μαλακές. Η πιο μακριά σκληρή έχει στη βάση της αδένα με δηλητήριο αρκετά δυνατό. Η ουρά τους στρογγυλή. Ζούνε σε πέτρες και βράχια, είναι απ’ τα κυριότερα πετρόψαρα στα ελληνικά νερά, σε βάθος 20 ως 50 μέτρα, κυνηγούνε πολύ τις μαρίδες, τα καβουράκια και τα παρόμοια. Γεννούνε Μάιο έως τέλη Αυγούστου αυγά πλαγκτονικά. Ψαρεύονται με δίχτυα και παραγάδια, το ξεψάρισμα και το ξεαγκίστρωμά τους θέλει προσοχή, το κέντρισμά τους πονά πολύ (όχι σαν της δράκαινας) και μπορεί να φέρει πυρετό κι άλλες ενοχλήσεις. Το κρέας τους άσπρο και νόστιμο. Υπάρχει και κοκκινόμαυρος σκορπιός με κιτρινωπά στίγματα, ζει σε αμμουδερό βυθό, δεν μεγαλώνει παραπάνω από 15-18 εκ. (scorpena notata). Έχει λίγες προεξοχές στο κεφάλι, τ’ αγκάθια του πολύ φαρμακερά, οι ψαράδες τον λένε και γαρούφαλο, το κρέας του λιγοστό, κατάλληλος για σούπα.
ΤΟ ΣΚΟΥΜΠΡΙ
Είναι συγγενικό και μοιάζει με τον κολιό. Μήκος: έως 50 εκ. Χρώμα: πρασινωπή και γαλαζοπράσινη πλάτη με σκούρες γαλαζόμαυρες οριζόντιες ταινίες που κατεβαίνουν κυματιστά ως τα πλευρά, πολύ γυαλιστερές, η κοιλιά του ασημόλευκη. Το σώμα στενόμακρο και στρογγυλό, για γρήγορο κολύμπι, τα δυο ραχιαία πτερύγια είναι σε αρκετή απόσταση μεταξύ τους και μαζεύονται σε κοίλωμα για να μην κόβουνε δρόμο. Πίσω απ’ το δεύτερο ραχιαίο κι απ’ το εδρικό έχει 5-6 μικρά ψευδοπτερύγια. Η ουρά διχαλωτή. Τα λέπια μικρά, σχεδόν δεν ξεχωρίζουνε, το στόμα μεγάλο φτάνει και πιο μέσα απ’ τα μάτια που είναι μικρά, περιτριγυρισμένα με λιπαρή μεμβράνη. Δεν έχει νηκτική κύστη. Τα σκουμπριά το καλοκαίρι ζούνε στον αφρό στο πέλαγος, το χειμώνα κατεβαίνουν και βολάζουν στο βυθό, μένουν σχεδόν ακούνητα, και χωρίς τροφή, την άνοιξη ανεβαίνουν και βόσκουνε το πλαγκτόν, αρπάχνουν τα διάφορα μικρά πλαγκτονικά ζωάκια και τα καταπίνουν μαζί με το νερό, που τους δροσίζει και τους ξεπλένει τα βράγχια. Γεννούν Μάιο-Ιούλιο, τότε μένουν πάλι νηστικά και μόλις η γέννα τελειώσει πέφτουν πεινασμένα σε σαρδελάκια κλπ. Ψαρεύονται με συρτή, τσαπαρί και δίχτυα. Το κρέας τους πιο νόστιμο απ’ του κολιού. Τα παχειά το φθινόπωρο τα παστώνουν, τ’ αδύνατα της άνοιξης τα ξεραίνουν στον ήλιο και είναι οι τσίροι.
Ο ΣΠΑΡΟΣ
Συγγενεύει με το σαργό, το μελανούρι κ.ά. Μήκος: 12-25 εκ. Χρώμα: ράχη γκρίζα πολύ ανοιχτή, κάπως προς το σκούρο μενεξεδί πάνω-πάνω, τα πλευρά λαμπερό ασημί καθώς κι η κοιλιά. Ένα μεγάλο, κάτασπρο λέπι ξεχωρίζει στην αρχή της πλευρικής γραμμής και δαχτυλίδι στη ρίζα της ουράς, πιο ανοιχτό μαύρο απ’ του μελανουριού. Τα κοιλιακά πτερύγια καστανόχρυσα. Το εδρικό του κίτρινο, η ουρά μαύρη. Το σώμα είναι πιεσμένο στα πλευρά, πιο φαρδύ απ’ τ’ άλλα συγγενικά ψάρια, έχει λέπια μεγάλα, κτενοειδή και χοντρά. Τα ραχιαία πτερύγια στρογγυλεμένα, διχαλωτή ουρά. Είναι ψάρι ερμαφρόδιτο, αρσενικό πρώτα –πρώτανδρο– ύστερα θηλυκό, γεννά την άνοιξη ως τον Ιούνιο, οι προνύμφες επιπλέουν με το πλαγκτόν. Ζει κατά μικρές ομάδες σε ρηχά νερά, μέσα-έξω σε πέτρες και βράχια, ψαρεύεται με καλαμίδι χωρίς μολύβι, με πεταχτάρι και κομμάτια σαρδέλα για δόλωμα, καθώς και με κιούρτους. Το κρέας του, στην εποχή του μάλιστα, πολύ νόστιμο, Αύγουστο και ύστερα που είναι παχύς.
ΤΟ ΦΑΓΓΡΙ
Συγγενεύει με το λυθρίνι και τη συναγρίδα. Μήκος: 30-70 εκ. Χρώμα: η ράχη και τα πλευρά χρυσοκοκκινίζουν, η κοιλιά του ασημόλευκη, με σκόρπια γαλανά στίγματα ψηλά στα πλευρά. Το σώμα του θρεμένο, το κεφάλι στρογγυλεύει στο μέτωπο, απ’ το μάτι και κάτω, τ’ αρσενικά –κορωνάτα– δείχνουν πλάγια όψη σχεδόν κοφτή. Απ’ τα τριγωνικά μπροστινά δόντια της πάνω και της κάτω σιαγόνας τα 4 ή τα 6 είναι μακριά και μυτερά σαν κυνόδοντες, τα πλαϊνά είναι στρογγυλεμένα σαν τραπεζίτες, σχηματίζουν δύο σειρές στην επάνω σιαγόνα. Το ραχιαίο πτερύγιο μονοκόμματο, το θωρακικό αντικρυστό με το πρώτο κοιλιακό και αρκετά μακρύ. Μια ποικιλία, pagrus ehrenbergi, ξεχωρίζει απ’ το ραχιαίο πτερύγιό του με τις πρώτες ακτίνες πιο μακριές και προέκταση λεπτή σαν κεραία. Ουρά διχαλωτή. Τα λέπια του χοντρά και μεγάλα. Ζει σε 20 ως 200 μέτρα βάθος, σε καθαρά νερά και σε πελαγίσιες ξέρες, όπου γεννά τ’ αυγά του από τέλη Μαΐου ως τον Ιούλιο. Τρώει μαλακόστρακα, συντρίβει εύκολα και τα πιο σκληρά με τους τραπεζίτες του, κυνηγά και ψάρια πιο μικρά, του αφρού και του βυθού. Υπάρχουν πολλά στο Αιγαίο, τα ψαρεύουνε με παραγάδια, με δίχτυα ειδικά, καθώς και με ζόκα και με συρτή του βυθού. Το κρέας του άφθονο και νόστιμο.
Ο ΧΑΝΟΣ
Συγγενεύει με όλα τα μεγάλα μέλη ροφούς, λαβράκια της ίδιας οικογενείας, μοιάζει πολύ με την πέρκα στο μπόι και στις συνήθειες. Μήκος: έως 40 εκ. Χρώμα: καστανόασπρο με 9 λοξές, όρθιες ταινίες καφετιές και 3 πιο σκούρες μακρουλές που διασταυρώνονται και πιάνουν απ’ το κεφάλι ως την ουρά. Η τομή του σώματος σχεδόν στρογγυλή, το ραχιαίο πτερύγιο μονοκόματο με 10 σκληρές ακτίνες εμπρός και 14-15 αγκαθωτές πίσω. Η ουρά στρογγυλεμένη προς τα μέσα. Τα λέπια μικρά, η πλευρική γραμμή περιλαμβάνει 70 ως 90. Οι χάνοι ζούνε γύρω σε ξέρες, σε βαθειά νερά και πιο κοντά στις ακτές ως 20-25 οργιές βάθος. Γεννούνε την άνοιξη ως τέλος Ιουλίου. Τους ψαρεύουν με καθετή και με ψιλό παραγάδι από βάρκα. Το κρέας τους λίγο, αρκετά νόστιμο.
ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΑΡΟ
Λέγεται και σανπιέρος και ρέτουλα. Μήκος: φτάνει τα 60 εκ. Χρώμα: γκριζοπράσινο με μια μεγάλη βούλα μαύρη στο κέντρο και στα δυο πλευρά.* Το σώμα του είναι κοντόφαρδο συμπιεσμένο, με μικρά, τραχιά λέπια. Το κεφάλι μεγάλο και μεγάλα σχεδόν στην κορυφή μάτια. Το στόμα κλειστό φαίνεται κανονικό, γυριστό προς τα κάτω, αλλά γίνεται πελώριο και προεκτείνεται πολύ εμπρός όταν τ’ ανοίξει. Στις σιαγόνες και στον ουρανίσκο έχει πολύ μικρά δόντια στρωμένα, σχεδόν απαλά όταν τ’ αγγίζεις. Το πρώτο πτερύγιο της ράχης έχει 10 σκληρές, αγκαθωτές ακτίνες που ψηλώνουν, μοιάζουν με λεπτές κεραίες, το δεύτερο είναι συνέχεια του πρώτου καθώς και τα δυο εδρικά, όλα μαλακά, ενισχυμένα στη βάση με μυτερά δερματικά κόκκαλα σαν καρφιά. Τα θωρακικά μικρά, τα κοιλιακά φυτρώνουν πιο μπρος και είναι πολύ μακριά, ξεπερνούν λίγο το πρώτο εδρικό. Η ουρά στρογγυλή. Νηκτική κύστη ανεπτυγμένη. Τα χριστόψαρα γεννούν το καλοκαίρι και τ’ αυγά τους είναι πλαγκτονικά. Είναι ψάρι του βυθού, κατοικεί σε υποβρύχια λιβάδια ή χωμένο στην άμμο με το πλευρό, τρώει μικρά ψάρια, μαλάκια κλπ. Τα πλησιάζει προσεχτικά με διάπλατο ανοιχτό στόμα και τα χάφτει ξαφνικά ολόκληρα. Υπάρχουν αρκετά και στο Αιγαίο, ψαρεύονται με ανεμότρατες και άλλα δίχτυα. Το κρέας τους νόστιμο. * Κατά το θρύλο, οι δυο βούλες αποτυπώνουν τα δάχτυλα του Χριστού που έπιασε το ψάρι, άκουσε το βογγητό του και το λυπήθηκε, το ξανάριξε στη θάλασσα, έτσι εξηγούν και τ’ όνομά του. Μία παραλλαγή έχει τον Άγιο Πέτρο να πιάνει το ψάρι, γι’ αυτό και τ’ όνομα στα γαλλικά είναι Saint-Pierre.
ΤΟ ΧΤΕΝΑΚΙ
Έχει πολλά ονόματα: χτενάκι, ξουράφι, παπαγάλος, σύμφωνα με διάφορα χαρακτηριστικά της. Μήκος: έως 20-25 εκ. Χρώμα: ροδί ανοιχτό, οι πιο μεγάλες προς το λαδί, στα μάγουλα και στο λαιμό κάθετες, κυματιστές, λεπτές γραμμές γαλάζιες, ο κύκλος του ματιού πολύχρωμος κίτρινος, μαύρος και γαλάζιος. Το κεφάλι τελειώνει κοφτά, με σχεδόν κάθετη κόψη απ’ τα μάτια ως το στόμα που αρχίζει ευθεία γραμμή με την κοιλιά. Τα σκληρά δοντάκια της εξέχουν κι εφαρμόζουν, σχηματίζουν σα ράμφος. Το σώμα της είναι συμπιεσμένο, με λέπια μεγάλα, στη ράχη κοφτερά σα ξυράφι. Το ραχιαίο πτερύγιο μονοκόμματο, οι πρώτες ακτίνες αραιές σα χτένι, προς την ουρά πυκνές, η ουρά στρογγυλή. Οι κατσούλες ζούνε στο βυθό, χωμένες στην άμμο, σε βάθος 15-35 μ., τρώνε γαριδίτσες και διάφορα μικρόζωα· έτσι περνούνε και το χειμώνα. Ψαρεύονται με ειδικό καμάκι και με καθετή, πιάνονται και σε δίχτυα. Το κρέας τους άσπρο και πολύ νόστιμο. Γίνονται όλο και πιο σπάνιες στα νερά μας.
Πηγή>http://www.40kai.gr/
Πολύ ωραία, αναγνώρισα τη σάλπα, που την έβλεπα στο νερό με τη μάσκα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ καλώ. Ευχαριστο
ΑπάντησηΔιαγραφή