ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Τρίτη 5 Μαΐου 2015

Λαχανικά.Γενική ενημέρωση.

Μορφολογία
Το μπρόκολο, τα λαχανάκια Βρυξελλών, το λάχανο, το κουνουπίδι και το kohlrabi είναι τα κοινότερα καλλιεργούμενα λαχανοκομικά. Όλ’ αυτά τα είδη ανήκουν στα  οικογένεια Brassicaceae (παλαιότερα ονομαζόμενα Σταυρανθή). Προέρχονται από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Ένας πρόγονός τους παρόμοιος με κατσαρό λάχανο, βρισκόταν στα περιβόλια από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στην Ευρώπη οι λαχανόκηποι υπήρξαν σημαντικότατη πηγή διατροφής στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Από την εποχή που πρώτα καταγράφηκε η εμφάνισή τους μέχρι τώρα, έχουν καταγραφεί αισθητές διαφοροποιήσεις: το Brassica oleracea
- υποείδος capitata; υποομάδα alba; cabbage: οι κεφαλές σχηματίζονται από το ξετύλιγμα των φύλλων-εξωτερικά πράσινο, εσωτερικά λευκό.
υποείδος, capitata, υποομάδα rubra: κόκκινο λάχανοεαωτερικά λευκό και κόκκινο.
- υποείδος, capitata; υποομάδα sabauda: κραμβολάχανο με φύλλωμα πολύ κατσαρό, πράσινο.
- υποείδος. βοτρίτις, υποοικογ.  cauliflora; κουνουπίδι: συμπαγές άνθος, γενικά λευκό ή πορφυρό.
- υποείδος βοτρίτις, υποοικογ.  cymosa (italica): μπρόκολο. Όχι τόσο συμπαγές, περισσότερο σαν διάφορα μεμονωμένα μπουμπούκια, χρώμα πράσινο-μπλε.
- υποείδος gemmifera; Λαχανάκια Βρυξελλών: επιμήκης μίσχος, μικροσκοπική κεφαλή.
Το λάχανο, τα λαχανάκια Βρυξελλών και το kohlrabi είναι διετή, τον πρώτο χρόνο σχηματίζουν φύλλα (και βρώσιμα μέρη) μόνο και το δεύτερο χρόνο, ύστερα από μια περίοδο παρατεταμένου ψύχους, σχηματίζουν μίσχους με άνθη.  Από την άλλη πλευρά, το μπρόκολο και το κουνουπίδι είναι μονοετή και απαιτούν λιγότερο ψύχος για την άνθιση, αλλά αναπτύσσονται γοργότερα με ψυχρό καιρό. Από τα κύρια είδη που καλλιεργούνται στην Τσεχία, μόνο το Κινέζικο λάχανο αναπτύχθηκε από την Brassica campestris (2n = 20), δηλ. με κινεζική καταγωγή, και μπορεί να είναι μονοετές.
Σε όλα τα λαχανοκομικά, τα φύλλα καλύπτονται από ένα λεπτό αδιάβροχο στρώμα σαν κερί, που απωθεί το νερό. Είναι πολύ σημαντικό να το γνωρίζουμε για την χημική φυτοπροστασία, επειδή πρέπει συνήθως να προστεθούν στοιχεία ύγρανσης στο φάρμακο για να επιτευχθεί η θεραπεία. Παχύτερο εμφανίζεται αυτό το στρώμα σε φυτά που καλλιεργούνται σε υγρό περιβάλλον.
 Τα εδώδιμα μέρη σχηματίζονται από τα φύλλα (λάχανο, κινέζικο λάχανο, λαχανάκι Βρυξελλών), από το μίσχο (kohlrabi) ή από το άνθος (κουνουπίδι, μπρόκολο). Τα είδη αυτά έχουν μεγάλη θρεπτική αξία, λόγω της σχετικά υψηλής περιεκτικότητάς τους σε πρωτεΐνες, μέταλλα και βιταμίνες (καλύτερο όλων το μπρόκολο) και της χαμηλής σε λιπαρά. Όλα τα λαχανοκομικά χαρακτηρίζονται από την παρουσία glucosinate, που τους δίνει ύστερα από κάποιες βιοχημικές αλλαγές, την ιδιαίτερη μυρωδιά και γεύση. Σε υψηλές δόσεις ωστόσο, μπορεί να μπλοκάρει το απόθεμα ιωδίου και να προκαλέσει αδενική υπερμεγέθυνση (βρογχοκήλη). Σημειωτέον ότι στα καλλιεργούμενα φυτά, η περιεκτικότητα σε glucosinate είναι πολύ χαμηλότερη απ’ ό,τι στα άγρια.
Στα εξωτερικά τμήματα παράγονται μικροί σπόροι, κατά τη διάρκεια είτε του πρώτου είτε του δεύτερου έτους καλλιέργειας.
Όλα τα λαχανοκομικά αναπτύσσονται καλύτερα σε χαμηλή θερμοκρασία. Συνήθως αντέχουν τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, ακόμα και την παγωνιά, κι έτσι μπορούν να καλλιεργηθούν σε περιοχές με ήπιο χειμώνα. Αντίθετα, δεν αντέχουν τις υψηλές θερμοκρασίες και αν πρόκειται να τα καλλιεργήσει κανείς για συγκομιδή το καλοκαίρι, πρέπει να επιλεγούν ειδικές ποικιλίες.
Υπάρχει ευρύ φάσμα ποικιλιών όλων αυτών των ειδών, από τα πολύ πρώιμα, που ολοκληρώνουν την ανάπτυξή τους σε 80-90 ημέρες, μέχρι εκείνα που χρειάζονται 150 ημέρες ή ακόμα παραπάνω. Οι ποικιλίες μπορούν επίσης να επιλέγονται με κριτήριο τη συγκεκριμένη μορφή του βρώσιμου μέρους τους, και σ’ αυτά τα πλαίσια το λάχανο είναι το πιο πλούσιο σε ποικιλίες, με κεφάλι άλλοτε στρογγυλό, άλλοτε πατημένο, ή μυτερό, συμπαγές ή χαλαρό, μικρό ή μεγάλο. Και το χρώμα μπορεί να αλλάζει. Για παράδειγμα το κουνουπίδι, εκτός από το σύνηθες λευκό χρώμα, μπορεί να είναι και πράσινο ή βιολετί, ενώ το εξωτερικό του μπρόκολου μπορεί να είναι και πράσινο και βιολετί. Ως καλλωπιστικά χρησιμοποιούνται και κάποια λαχανοκομικά συγκεκριμένων, έγχρωμων ποικιλιών. Άλλες πάλι καλλιεργούνται για συντήρηση. Υπάρχει και καλλιέργεια για αντίσταση σε σημαντικές ασθένειες και ζιζάνια. Από τη σκοπιά της γενετικής, οι υπάρχουσες ποικιλίες είναι είτε κλασσικής προέλευσης, είτε υβρίδια F1, που επιτυγχάνονται μέσω διασταύρωσης. Σ’ αυτή την περίπτωση, όλα τα φυτά που προέρχονται από μία διασταύρωση είναι γενετικά ομοιόμορφα. Το πλεονέκτημα των υβριδίων F είναι το λεγόμενο αποτέλεσμα ετέρωσης, δηλαδή ότι οι γόνοι δύο γονέων δίνουν πολύ υψηλότερη παραγωγή  και ποιότητα απ’ ό,τι ο κάθε πρόγονος. Για να επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα πρέπει να διασταυρωθούν πολλές γενιές σπόρων (δεν είναι δυνατό να συνεχιστεί η καλλιέργεια φυτών από σπόρους της γενιάς F1, γιατί στη γενιά F2 τα χαρακτηριστικά των φυτών θα απομονωθούν γενετικά). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι σπόροι των υβριδίων F1 είναι ακριβότεροι, αλλά εξαιτίας των χαρακτηριστικών τους τείνουν να επικρατήσουν στην ταξινόμηση.
Ανάπτυξη
Κύκλος ζωής
Στην Κεντρική Ευρώπη, τα λαχανοκομικά μπορούν να καλλιεργηθούν στο ύπαιθρο σ’ ολη τη διάρκεια της περιόδου ανάπτυξης από τέλος Μάρτη μέχρι τέλος Οκτώβρη ή αρχές Νοέμβρη και κάποια απ’ αυτά όπως τα λαχανάκια Βρυξελλών μπορούν να παραμείνουν έξω και να συλλεγούν κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Για πρώιμη συλλογή, τα μοσχεύματα συνήθως προ-αναπτύσσονται σε κιβώτια μέσα  σε θερμοκήπιο. Για όψιμη συλλογή, όλα αυτά τα είδη φυτεύονται απευθείας στον αγρό ή τα μοσχεύματα αναπτύσσονται σε φυτώρια κλειστού χώρου. Η ανάπτυξη των φυντανιών μπορεί να χρειαστεί 4-8 εβδομάδες, ανάλογα με τις συνθήκες. Ένα καλό φυντάνι πρέπει να είναι ρωμαλέο,με τρία τουλάχιστον πραγματικά φύλλα και καλό πράσινο χρώμα. Τα ψηλόλιγνα φυντάνια, τα ανεπαρκώς θρεμμένα ή όσα έχουν σφιχτές ρίζες, δεν πετυχαίνουν, ειδικά το φθινόπωρο. Τα φυσιολογικά μεγαλύτερης ηλικίας φυτά, πιεσμένα από υψηλές θερμοκρασίες και/ή έλλειψη υγρασίας σχηματίζουν μετά τη μεταφύτευση πρώιμα βρώσιμο μέρος και είναι κακής ποιότητας. Το σωστό επίπεδο αζώτου στο υπόστρωμα της καλλιέργειας είναι πολύ σημαντικό. Χαμηλό επίπεδο σημαίνει πίεση στα φυτά, υψηλό επίπεδο προκαλεί κακή ανάπτυξη του ριζικού συστήματος και υψηλότερη ευπάθεια στη σήψη. Ουσιαστική είναι η καλή σκληραγωγία των φυντανιών, ειδικά για τις πρώιμες καλλιέργειες, όταν υπάρχει υψηλός κίνδυνος πάγου. Τα σκληραγωγημένα φυτά αντέχουν θερμοκρασίες χαμηλές έως και  – 7 °C για σύντομες χρονικές περιόδους. Τα λαχανοκομικά αναπτύσσονται ικανοποιητικά σε όποιο τύπο εδάφους που είναι καλά αποξηραμένο και συγκρατεί την υγρασία. Το χώμα πρέπει να είναι ελαφρύτερο στις πρώιμες καλλιέργειες. Τόσο το βαρύ αργιλώδες έδαφος όσο και το ελαφρύτερο αμμώδες μπορεί να βελτιωθεί προσθέτοντας οργανικές ύλες. Το ιδανικό εύρος pH για τα λαχανοκομικά είναι μεταξύ  6 και 6.5. Ασβέστωση του εδάφους αυξάνει το pH των όξινων εδαφών. Είναι σημαντικό μέτρο προστασίας από κάποιες ασθένειες όπως η σήψη ρίζας και  η club root. To σωστό πότισμα μπορεί να κάνει τη διαφορά μεταξύ καλής και ανεπαρκούς παραγωγής. Τα λαχανικά χρειάζονται 25-40 χιλ. νερού από βροχοπτώσεις ή πότισμα κάθε βδομάδα στη διάρκεια της ανάπτυξης. Πάντα να βρέχετε το χώμα καλά όταν ποτίζετε. Δεν έχει αξία το ελαφρό πότισμα που μουσκεύει μόνο την επιφάνεια του εδάφους. Τα πολύ αμμώδη εδάφη μπορεί να χρειάζονται συχνότερο πότισμα. Τα βρώσιμα μέρη όταν αντιμετωπίζουν έλλειψη υγρασίας, υποβαθμίζονται ποιοτικά.  Για παράδειγμα, τα αγγεία του kohlrabi ξυλοποιούνται, γεγονός που δεν εκτιμά ο καταναλωτής. Η λίπανση είναι επίσης ουσιωδέστατη για την καλή παραγωγή και ποιότητα. Τα λαχανοκομικά, ειδικά το κουνουπίδι και το μπρόκολο, πρέπει να σχηματίσουν πολλά φύλλα  πριν σχηματίσουν το εδώδιμο μέρος, διαφορετικά δεν θα είναι καλής ποιότητας. Για αυτό το σκοπό χρειάζονται πολύ άζωτο. Μέρος αυτής της ανάγκης μπορεί να καλύπτεται όταν χρησιμοποιούμε κοπριά για λίπασμα. Τα λαχανοκομικά χρειάζονται σχετικά υψηλή ποσότητα βορίου (προσοχή στους πρόσφατα ασβεστωμένους αγρούς) και το κουνουπίδι και το μπρόκολο έχουν μεγάλη ανάγκη μολυβδαινίου. Τα λαχανοκομικά συχνά καλλιεργούνται κάθε χρόνο, και σ’ αυτή την περίπτωση είναι ακόμα σημαντικότερη η σωστή λίπανσή τους. Το κουνουπίδι πρέπει να λευκανθεί για να διατηρήσει την επιθυμητή λευκή κεφαλή. Για τη λεύκανσή του, δένουμε τα φύλλα γύρω από την κεφαλή, μόλις οι μικροί θρόμβοι φτάσουν τα 5 εκ. στο πλάτος. Υπάρχουν και αυτο-λευκαντικές ποικιλίες. Δεν είναι τόσο λευκές όσο απαιτείται για τη διάθεση φρέσκου προϊόντος, τουλάχιστον όμως περιορίζεται η εργασία που απαιτείται για το δέσιμο.
Από την άποψη της φυτοπαθολογίας, είναι σημαντικό το ότι όλα τα λαχανοκομικά μολύνονται από τους ίδιους παθογόνους παράγοντες, και βλάπτονται από τα ίδια έντομα, μολονότι  μπορεί να διαφέρει η ευαισθησία συγκεκριμένων καλλιεργειών σε συγκεκριμένα έντομα και ασθένειες. Μετά τη συγκομιδή, όλα τα υπολείμματα των φυτών πρέπει να υποστούν όργωμα για να παρεμποδιστεί η διασπορά των εντόμων και ασθενειών. Αντίθετα, αν εμφανιστεί στον αγρό club root, οι προσβεβλημένες ρίζες πρέπει να απομακρυνθούν και να καούν.
Ασθένεια προκαλούμενη από Πρωτόζωα
Προκαλών οργανισμός: Plasmodiophora brassicae
Φάσμα προσβαλλομένων:Όλα τα καλλιεργούμενα είδη και τα περισσότερα ζιζάνια της οικογένειας των Σταυρανθών, προσβάλλονται.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Η Club root εμφανίζεται πολύ συχνά σε περιοχές καλλιέργειας λαχανικών, ειδικά λαχανοκομικών. Στην καρδιά της μολυσμένης περιοχής, οι απώλειες δεν αποκλείεται να αγγίξουν το 100 %. Η σπουδαιότητα της ασθένειας συνίσταται και στη μακροβιότητα της μόλυνσης του εδάφους.
Συμπτώματα και παρεμφερείς ασθένειες:Τα τυπικά συμπτώματα εντοπίζονται στις ρίζες ως ακανόνιστες φυσαλίδες, ενώ το ριζικό σύστημα παρουσιάζει νανισμό. Οι φυσαλίδες αρχικά είναι λευκές αλλά αργότερα γίνονται καφέ προς μαύρες και αποσυντίθενται σχετικά γρήγορα. Οι ρίζες που παρουσιάζουν φυσαλίδες και εξογκώματα συχνά προσβάλλονται από δευτερεύοντες εκφυλιστικούς οργανισμούς όπως το μαλακό βακτήριο σήψης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη ραγδαία αποσάθρωση των ριζών, την περαιτέρω εξασθένιση των μολυσμένων φυτών και την απελευθέρωση περισσότερων μολυσματικών ουσιών στο έδαφος. Λίγο αργότερα, τα υπέργεια μέρη του φυτού παρουσιάζουν νανισμό, γίνονται γκριζομπλε και μαραίνονται. Τα εδώδιμα μέρη, αν τυχόν αναπτυχθούν, είναι πολύ κακής ποιότητας.
Παρόμοια συμπτώματα στα υπέργεια μέρη μπορεί να προκαλέσει και η κάμπια της μύγας της ρίζας λάχανου, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση οι πλάγιες ρίζες εξασθενούν, η κύρια ρίζα και το περιλαίμιό της αποκτούν σήραγγες, νεκρώνονται και κάποτε σαπίζουν, ενώ είναι ορατές οι κάμπιες στις ρίζες μέσα στο έδαφος, προσκολλημένες στις κύριες ρίζες.  φυσαλίδες στο  υποκοτύλιο και την κύρια ρίζα μπορεί να προκληθούν και από την κάμπια της ψείρας σταριού αλλά σ’ αυτή την περίπτωση οι φυσαλίδες είναι σχετικά απαλές  και στρογγυλές και περιέχουν κιτρινωπές κάμπιες.
Κύκλος ασθένειας:
Η νόσος επιβιώνει για μακρό χρονικό διάστημα (αρκετά χρόνια) με την μορφή τείχους από σπόρους στο έδαφος. Όταν υπάρχουν ρίζες ξενιστών, αυτά τα σπόρια βλασταίνουν απελευθερώνοντας ζωόσπορα που κολυμπούν. Τέτοια ζωόσπορα μολύνουν και εποικίζουν τις ρίζες. Κάτω από ευνοϊκές συνθήκες, πολλαπλασιάζονται με ταχύτατο ρυθμό και εξαπλώνονται με τη μορφή δευτερευόντων ζωοσπόρων. Όξινη αντίδραση και υψηλή υγρασία εδάφους ευνοούν την ασθένεια, αλλά η μόλυνση μπορεί να επέλθει και με pH άνω του 7.0. Η ασθένεια εξαπλώνεται αργά μέσα στον αγρό με την κίνηση των ζωοσπόρων, ταχύτατα όμως κατά τη διάρκεια της καλλιέργειας του εδάφους. Η εξάπλωση σε άλλους αγρούς εξασφαλίζεται με τη μετακίνηση χώματος που φέρει σπόρους: με το νερό, τον αέρα, τα μηχανήματα, τα μοσχεύματα κλπ.
Αντιμετώπιση:
Αυτή η ασθένεια αντιμετωπίζεται δύσκολα. Πρέπει να εφαρμοστεί περίπλοκο σύστημα μέτρων:
-          εναλλαγή καλλιεργειών (ει δυνατό να συμπεριληφθούν δημητριακά, αποφυγή των καλλιεργειών Brassicaceous που αποδίδουν άχυρο ή χρειάζονται κοπριά),
-           ουδέτερη αντίδραση του εδάφους (εφαρμογή ασβέστου αν το pH είναι κάτω από  7.2,
-          εκκαθάριση των μολυσμένων φυτών (όχι στο λίπασμα!!!),
-          αποφυγή μεταφοράς μολυσμένου χώματος εκτός του αγρού στα μηχανήματα, άλλα φυτά κλπ.
-          μη χρησιμοποιείτε υπόλοιπο νερού ποτίσματος από μολυσμένους αγρούς για να ποτίσετε μη μολυσμένους αγρούς, γιατί η αρρώστια μεταφέρεται στο νερό,
-          αποφύγετε άμεση σπορά των σπόρων σε μολυσμένο έδαφος, αλλά χρησιμοποιήστε εγκιβωτισμένα φυντάνια
-          υγιή φυντάνια,
-          χρήση των «εχθρικών» φυτών στην καρδιά της μόλυνσης (π.χ. μέντα),
-          θεραπεία μυκητιάσεων εδάφους
Ιοί
Turnip mosaic virus (TuMV), Cauliflower mosaic virus (CaMV), Turnip yellow mosaic virus (TYMV)
Φάσμα προσβαλλομένων:Οι CaMV και TYMV περιορίζονται στην οικογένεια των Σταυρανθών, ενώ ο TuMV έχει ευρύτερο φάσμα προσβαλλομένων. Συμπεριλαμβάνει την παπαρούνα και κάποια άλλα είδη.
 Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Ο TuMV και ο CaMV εμφανίζονται σποραδικά σε κάποια από τα φυτά των καλλιεργειών, ενώ ο TYMV μολύνει σοβαρά κυρίως το Κινέζικο λάχανο. Τα μολυσμένα φυτά είτε δε σχηματίζουν καθόλου τα βρώσιμα μέρη τους, είτε τα σχηματίζουν αλλά σε πολύ κακή ποιότητα.
Συμπτώματα και παρεμφερείς ασθένειες:Τα τυπικά συμπτώματα είναι εμφάνιση μωσαϊκού, εξαφάνιση των νεύρων, συστροφή των φύλλων και νανισμός. Είναι δύσκολο για τους μη ειδικούς να διακρίνουν τα συμπτώματα καθενός απ’ αυτούς τους ιούς από τους άλλους, με εξαίρεση τα συμπτώματα του TYMV στο Κινέζικο λάχανο, όπου εμφανίζεται έντονο κίτρινο μωσαϊκό.
 Κύκλος ασθένειας:
Όλοι οι ιοί διαχειμάζουν σε χειμερινές ελαιοκράμβες και σπόρους σταυρανθών καθώς και σε φυντάνια για σποροπαραγωγή.  Ο TYMV είναι και σπορογενής. Οι TuMV και  CaMV μεταβιβάζονται με ψείρες (Brevicoryne brassiceae, Myzus persiceae) με τρόπο ασυνεχή, ενώ ο TYMV διαδίδεται από ψύλλους- σκαθάρια.
Αντιμετώπιση:
-          Εξουδετέρωση ζιζανίων, ψειρών, ψύλλων-σκαθαριών και των μολυσμένων φυτών,
-          παραγωγή υγιών σπόρων (για τον TYMV),
-          απομόνωση από τη σποροπαραγωγή
-          κάλυψη των μικρότερων καλλιεργειών με λευκό ύφασμα, και προστασία εναντίον των ενδιάμεσων ξενιστών.
μαύρη σήψη
Προκαλών οργανισμός: Xanthomonas campestris pv. campestris
 Φάσμα προσβαλλομένων:
Όλα τα καλλιεργούμενα σταυρανθή και κάποια ζιζάνια.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Η ασθένεια εμφανίζεται σχετικά συχνά αλλά συνήθως παραμελείται. Μεγαλύτερες απώλειες υφίσταται το λάχανο και το κουνουπίδι.                 
Συμπτώματα και παρεμφερείς ασθένειες:Τα τυπικά συμπτώματα εμφανίζονται στις άκρες των φύλλων σαν κηλίδες σχήματος V με κίτρινο χρώμα στην αρχή, μπρούτζινο προς καφέ στη συνέχεια, που νεκρώνονται στο τέλος.  Πολλές φορές βλέπουμε μαύρα νεύρα μέσα σ’ αυτές τις σκουρόχρωμες αλλοιώσεις, αν και δεν εμφανίζονται πάντα. Τα πολύ μολυσμένα φύλλα μπορεί να μαραθούν και να πέσουν από το φυτό. Αν υπάρξει συστημική μόλυνση, οι αγγειακοί ιστοί στους μίσχους μαυρίζουν. Τα συμπτώματα αυτά δύσκολα συγχέονται με αυτά άλλων ασθενειών. Αν η θερμοκρασία όμως είναι χαμηλή, ενδέχεται να μην εμφανιστούν τα συμπτώματα. Αν η νέκρωση επηρεάσει πολλά εξωτερικά φύλλα της κεφαλής, αποσυντίθενται και τα μέσα φύλλα. Τα σοβαρά μολυσμένα νεαρά φυτά μπορεί να νεκρωθούν πλήρως. Μόλυνση υφίστανται και οι εξωτερικές πλευρές των φυντανιών.
Κύκλος ασθένειας:
Το βακτήριο διαχειμάζει στα υπολείμματα της καλλιέργειας και τους σπόρους. Από τους σπόρους αναπτύσσονται μολυσμένα φυτά και το βακτήριο διασπείρεται εσωτερικά, σε όλα τα αγγεία. Η μόλυνση από το έδαφος αρχίζει κυρίως από τις άκρες των φύλλων όπου οι πόροι λειτουργούν ως πύλες εισόδου. Το βακτήριο μεταφέρεται με τις σταγόνες του νερού της βροχής ή του ποτίσματος από το έδαφος στην επιφάνεια των φύλλων. Τις ψυχρότερες νύχτες το νερό αποβάλλεται από τους πόρους, αλλά στη διάρκεια της ημέρας επαναπορροφάται μαζί με τα βακτήρια. Οι θερμές ημέρες και οι κρύες νύχτες είναι ευνοϊκές για τη διάδοση της ασθένειας. Πολλά σταυρανθή ζιζάνια αποτελούν σημαντικές δεξαμενές της ασθένειας.
Αντιμετώπιση:
-          διαδοχικές εναλλασσόμενες καλλιέργειες
-          εξόντωση των σταυρανθών ζιζανίων,
-          η βαθιά άροση δύναται να επιταχύνει την αποσύνθεση των μολυσμένων φυτικών υπολειμμάτων,
-          ει δυνατόν, αποφυγή ποτίσματος από πάνω (μπορεί να υποστηρίζει και κάποια ζωύφια!),
-          υπάρχουν ανθεκτικές ποικιλίες λάχανου,
-          απολύμανση σπόρων (π.χ. υποχλορίδιο νατρίου).
Ριζοκτονία
Προκαλών οργανισμός: διάφορα είδη  Pythium, Rhizoctonia, Fusarium, Aphanomyces, και άλλοι μύκητες.
 Φάσμα προσβαλλομένων:Όλα αυτά τα είδη είναι μάλλον πολυφάγα – με κάποιες εξαιρέσεις, όλα τα λαχανικά, όλα τα καλλωπιστικά φυτά, τα ζαχαρότευτλα και κάποια ζιζάνια μπορούν να λειτουργήσουν ως ξενιστές.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:Η νόσος εμφανίζεται όπου καλλιεργούνται λαχανικά ή ζαχαρότευτλα, η πρόκληση όμως σημαντικής ζημίας απαιτεί ευνοϊκές συνθήκες. Για τα σταυρανθή μπορεί να έχει μεγαλύτερη σημασία στη διάρκεια της ανάπτυξης των φυντανιών για πρώιμη καλλιέργεια.
 Συμπτώματα και διαταραχές:
Τα τυπικά συμπτώματα είναι το μαλάκωμα και σκούρο χρώμα του υποκοτυλίου και των ριζικών ιστών των εμφανιζομένων φυτών. Το προσβεβλημένο φυτό είτε καταρρέει ξαφνικά ή σταδιακά κιτρινίζει και σ’ αυτή την περίπτωση,η ανάπτυξη τόσο του φυτού όσο και του ριζικού συστήματος είναι πολύ πενιχρή. Οι επιθέσεις που γίνονται πριν την βλάστηση, κάνουν σκούρους τους ιστούς και το φυτό δεν βλασταίνει. Μπορεί οι ιστοί να καλυφθούν από μυκηλιακό μόρφωμα διαφορετικού χρώματος.
Τα συμπτώματα που προκαλούνται από όλες αυτές τις παθήσεις είναι παρόμοια μεταξύ τους, με αποτέλεσμα τη δυσκολία διάκρισης.

Κύκλος ασθένειας:Οι ασθένειες αυτές αναπτύσσονται είτε εντός του εδάφους (Pythium, Rhizoctonia, Fusarium, Aphanomyces) είτε εντός του σπόρου (Colletotrichum). Εκείνες που έχουν αναπτυχθεί στο χώμα μολύνουν τις ρίζες και τη βάση του μίσχου και επιβιώνουν στο χώμα με τη μορφή ζυγωτών, σκληρωτίων, χλαμυδοσπόρων ή σαν σαπρόφυτα στα υπολείμματα του φυτού, ενώ εκείνες που αναπτύσσονται στο σπόρο μπορούν να προσβάλουν όλα τα επιφανειακά μέρη του φυτού και επιβιώνει σε σπόρους ή σε υπολείμματα φυτών όπως το μυκήλιο και τα κονίδια. Λόγω του ευρέος φάσματος παθογενειών, η ασθένεια μπορεί να εμφανιστεί κάτω από διαφορετικές συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας εδάφους. Κακή εδαφική δομή, όξινη αντίδραση, κακή θρέψη καθώς και πλεόνασμα αζώτου και χαμηλή ένταση φωτός μαζί με την υψηλή θερμοκρασία, είναι παράγοντες προδιάθεσης.
Αντιμετώπιση:
-          υψηλής ποιότητας σπόρος,
-          αποστείρωση εδάφους (μόνο για θερμοκήπια ή φυτώρια), καλή σύσταση και ισορροπημένο  pH,
-          αποστείρωση κάτω από τα υπολείμματα των φυτών σε μολυσμένους αγρούς για να επιτραπεί η γρηγορότερη και πληρέστερη αποσύνθεση.
-          σωστή καλλιεργητική πρακτική: σωστή απόσταση μεταξύ φυτών, ισορροπημένη λίπανση, συσχετισμός μεταξύ θερμοκρασίας και έντασης φωτός (αποφυγή μεγάλων θερμοκρασιών αν το φως είναι χαμηλό),  πότισμα με τρόπο που να επιτρέπει στις επιφάνειες του φυτού να στεγνώσουν γρήγορα,
-          εφαρμογή μυκητοκτόνων.
Χνουδωτή μούχλα
Προκαλών οργανισμός: Peronospora parasitica
 Φάσμα προσβαλλομένων:Προσβάλλει όλα τα καλλιεργούμενα Σταυρανθή και κάποια ζιζάνια. 
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Κάτω από ευνοϊκές συνθήκες η χνουδωτή μούχλα εμφανίζεται κυρίως στην περίοδο των χαμηλών θερμοκρασιών και της μειωμένης ηλιοφάνειας (τέλος φθινοπώρου) και γενικά έχει μικρή σημασία για την παραγωγή των εδώδιμων προϊόντων. Η σημασία της είναι μεγαλύτερη στη σποροπαραγωγή και κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης φυντανιών σε θερμοκήπια.
 Συμπτώματα και διαταραχές:
Τα τυπικά συμπτώματα συνίστανται σε κίτρινες ακανόνιστες κηλίδες με λευκές φύτρες στην κάτω πλευρά του φύλλου. Αυτές οι κηλίδες αργότερα νεκρώνονται αλλά  η νέκρωση επηρεάζει το σύνολο του φύλλου. Μερικές φορές γίνονται συστημικές και σ’ αυτή την περίπτωση τα φύλλα αποκτούν δυσμορφία και το εδώδιμο μέρος δεν είναι δυνατό να προωθηθεί στην αγορά. Τα συμπτώματα είναι μάλλον εξειδικευμένα, και δύσκολα συγχέονται μ’ εκείνα άλλων ασθενειών
Κύκλος ασθένειας:
Ο μύκητας διαχειμάζει ως ζυγωτής στα υπολείμματα της καλλιέργειας ή με τη μορφή μυκελίου σε ξενιστές (π.χ. χειμερινή ελαιοκράμβη). Και οι σπόροι μπορούν να λειτουργήσουν ως πηγή διασποράς. Κατά τη διάρκεια της περιόδου βλάστησης διαχέεται με τα σποριάγγεια. Ο ψυχρός και βροχερός καιρός είναι ιδανικός για την εξέλιξη της ασθένειας. Για να αναπτυχθεί η ασθένεια, η επιφάνεια των φύλλων πρέπει να είναι υγρή από τη βροχή ή ελαφρά μουσκεμένη για 10-12 ώρες τις κρύες νύχτες των 7-15 °C και τις ημέρες που έχουν θερμοκρασία κάτω των 23 °C
Αντιμετώπιση: 
-          φροντίδα σπόρου
-          καλή καλλιεργητική πρακτική στη διάρκεια της ανάπτυξης των μοσχευμάτων (καλός αερισμός, πολύ φως, σωστή θερμοκρασία, δηλ. όχι πολύ υψηλή, λογική πυκνότητα σποράς κλπ.).
-          εφαρμογή μυκητοκτόνου σε φυντάνια
-          ιδιαίτερα επιμελής μυκητοκτονία στην καλλιέργεια λάχανου.
Αλτερνάρια
Προκαλών οργανισμός: Alternaria brassicae, A. brassicicola
Φάσμα προσβαλλομένων:
Όλα τα είδη καλλιεργούμενων σταυρανθών και κάποια ζιζάνια.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Η ασθένεια είναι μάλλον συνήθης όμως δεν προκαλεί κατά κανονα σημαντικές απώλειες, με εξαίρεση το Κινέζικο λάχανο. Η Alternaria μπορεί να παραγάγει μυκοτοξίνες.
Συμπτώματα και διαταραχές:
Τυπικά μαύρες ή καφέ προς μαύρες κηλίδες με ομόκεντρους δακτυλίους σχηματίζονται στα φύλλα. Η διάμετρος των κηλίδων κυμαίνεται από ελάχιστα χιλιοστά μέχρι αρκετά (2-3 εκατοστά. Στη διάρκεια των υγρών περιόδων, οι κηλίδες καλύπτονται από μαύρα κονιδιοφόρα και κονίδια. Αργότερα, οι σαν χάρτινοι ιστοί των παλαιότερων κηλίδων μπορούν να διαρραγούν και να πέσουν. Τα σοβαρά μολυσμένα φύλλα μαραίνονται. Η μόλυνση αφορά κατά κανόνα μόνο τα μεγαλύτερης ηλικίας φύλλα. Στο εξωτερικό του κουνουπιδιού μπορεί να εμφανιστούν μαύρα στίγματα αλλά το σύμπτωμα αυτό είναι μάλλον σπάνιο και συνδέεται με τις χαμηλές θερμοκρασίες στο τέλος της βλαστικής περιόδου.  Στη σποροπαραγωγή μολύνονται και τα εξωτερικά των σπόρων, με αποτέλεσμα τις απώλειες και τη χαμηλή ποιότητα των σπόρων. Τα συμπτώματα είναι συνήθως  εξειδικευμένα, και δύσκολα συγχέονται μ’ εκείνα άλλων ασθενειών.
Κύκλος ασθένειας:
Ο μύκητας διαχειμάζει με τη μορφή κονιδίων στα υπολείμματα της καλλιέργειας αλλά κύρια πηγή μόλυνσης είναι πιθανότατα ο σπόρος. Ο μύκητας λαμβάνει μέρος στο σάπισμα και αργότερα μολύνει τα γηραιότερα φύλλα. Στη διάρκεια της ανάπτυξης, διασπείρεται με τα κονίδια, τα οποία μεταφέρει ο άνεμος και το νερό. Ο υγρός καιρός με την ψηλή  θερμοκρασία, ενισχύουν την εξέλιξη της νόσου.
Αντιμετώπιση:
-          διαδοχική εναλλαγή καλλιεργειών
-          όργωμα κάτω από τα υπολείμματα για να επιταχυνθεί η αποσύνθεσή τους
-          θεραπεία σπόρων
-          εφαρμογή μυκητοκτόνου (μόνο στη σποροπαραγωγή και το κινέζικο λάχανο).


ΕΧΘΡΟΙ
Ψύλλος - σκαθάρι
Ψύλλος - σκαθάρι (Phyllotreta undullata, P. nemorum και άλλα είδη)
Φάσμα προσβαλλομένων:Όλα τα καλλιεργούμενα και ζιζάνια του είδους των Σταυρανθών.
 Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Απαντώνται συχνότατα στις καλλιέργειες σταυρανθών. Μπορούν τρώγοντας να καταστρέψουν τελείως τα νεαρά φυτά, ειδικά αν ο καιρός είναι ξηρός και πολύ ζεστός. Στην περίπτωση αυτή, οι απώλειες μπορεί να αγγίξουν το 100 %. Επιπλέον τα σκαθάρια μεταφέρουν τον ιό Turnip yellow mosaic virus (TYMV), που είναι πολύ επικίνδυνος π.χ. στο Κινέζικο λάχανο. Σε γηραιότερα φυτά δεν μπορούν να προκαλέσουν τόσο σημαντικές βλάβες.
Συμπτώματα:
Τα σκαθάρια τρέφονται με τις κοτυληδόνες και τα φύλλα, δημιουργώντας μικρά ανοίγματα (1-2 χιλ.) ή μικρές τρύπες στα φύλλα. Αργότερα, καθώς τα φύλλα μεγαλώνουν, οι τρύπες μεγαλώνουν μαζί τους και τελικά μπορεί να φθάσουν και σε διάμετρο αρκετών χιλιοστών. Τα φύλλα που έχουν προσβληθεί σοβαρά όπως και τα νεαρά φυτά μπορεί να ξεραθούν εντελώς, ειδικά αν έχει ζέστη και ξηρασία. Στα μεγαλύτερα αγροτεμάχια, οι άκρες βλάπτονται περισσότερο από το κέντρο. Τα συμπτώματα είναι συνήθως  εξειδικευμένα, και δύσκολα συγχέονται μ’ εκείνα άλλων ασθενειών.

Περιγραφή του εντόμου:
Όλα τα είδη του σκαθαριού στα Σταυρανθή είναι μικρά  (μήκος 2 – 3 χιλ.). Το χρώμα τους είναι γυαλιστερό μαύρο, κάποτε με μακριές κίτρινες ραβδώσεις. Το τελευταίο ζεύγος ποδιών έχει φουσκωτά μηριαία οστά κι έτσι μπορεί εύκολα να αναπηδά. Όταν ενοχληθεί το σκαθάρι αυτό πηδά από τα φύλλα και μοιάζει για λίγο σαν νεκρό. Οι κάμπιες είναι κι αυτές μικρές  (4 –5 χιλ.) λευκές προς κιτρινωπές. Η νύμφη είναι λευκή, με μήκος γύρω στα  4 χιλ.


Κύκλος ζωής:Το ώριμο σκαθάρι διαχειμάζει σε υπολείμματα καλλιεργειών ή στο έδαφος. Στις αρχές της άνοιξης μετακινείται στις καλλιέργειες σταυρανθών ή τα αντίστοιχα ζιζάνια, και τρώει εκεί αρκετές ημέρες. Ύστερα, ακουμπά τα πόδια στη βάση του φυτού. Οι εκκολαπτόμενες κάμπιες τρώνε από τις ρίζες ή σκάβουν σήραγγες στα φύλλα, αυτή όμως η βλάβη δεν είναι κατά κανόνα σημαντική. Η ανάπτυξή τους χρειάζεται δύο εβδομάδες, ύστερα γίνονται χρυσαλλίδες. Μέσα σέ ένα χρόνο, αναπτύσσονται δύο ή τρεις γενιές.
Αντιμετώπιση:
-          άμεση απομάκρυνση των υπολειμμάτων καλλιεργειών,
-          οι μικρές καλλιέργειες μπορούν να καλύπτονται με λευκό ύφασμα για να εμποδιστεί η πρόσβαση των σκαθαριών και να αυξηθεί η ατμοσφαιρική θερμοκρασία,
-          ψεκασμός με εντομοκτόνα.
Μύγα ρίζας λάχανου
Μύγα ρίζας λάχανου (Delia radicum)
Φάσμα προσβαλλομένων:
Όλα τα καλλιεργούμενα και ζιζάνια του είδους των Σταυρανθών.
 Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Το έντομο αυτό είναι πολύ σημαντικό κυρίως στις περιοχές όπου παραδοσιακά καλλιεργούνται λαχανικά. Τα προσβεβλημένα φυτά είτε ξεραίνονται ή τα εδώδιμα μέρη τους γίνονται μικρά και πολύ κακής ποιότητας. Ιδιαίτερα θίγεται το κουνουπίδι. Σε μικρές καλλιέργειες προσβάλλονται περισσότερα φυτά απ’ ό,τι στις μεγάλες.
Συμπτώματα:
Ta νεαρά φυτά μαραίνονται. Τα φύλλα γίνονται γκριζοπράσινα, καλύπτονται με ένα παχύ στρώμα σαν κερί. Τα επιβιώνοντα φυτά συνήθως πάσχουν από νανισμό. Εύκολα μπορεί κανείς να τα ξεριζώσει. Η κύρια ρίζα και το περιλαίμιό της καταστρέφονται (σήραγγες, νέκρωση δευτερευουσών ριζών), ενώ οι πλάγιες ρίζες ελλείπουν. Η λευκή κάμπια συναντάται μερικές φορές στο χώμα, κολλημένη στην κυρίως ρίζα. Παρόμοια συμπτώματα στα υπέργεια μέρη μπορεί να προκληθούν και από την ασθένεια  club root, σ’ αυτή όμως την περίπτωση τα συμπτώματα εμφανίζονται αργότερα. Για να αποφανθούμε, πρέπει να ελέγξουμε το ριζικό σύστημα του φυτού. Αν πρόκειται για clubroot, εμφανίζονται φυσαλίδες.
Περιγραφή του εντόμου:
Το έντομο μοιάζει με την κοινή οικιακή μύγα, είναι όμως κάπως λεπτότερο, με κόκκινα μάτια. Τα αυγά είναι λευκά, με μήκος 1,2 χιλ. και πλάτος 0,2 χιλ. Οι κάμπιες είναι λευκές, χωρίς πόδια και ορατό κεφάλι, με μήκος περί τα 8 χιλ. Η χρυσαλλίδα είναι καφέ, κυλινδρική, με μήκος 6 χιλ. 
Κύκλος ζωής:
Στάδιο διαχείμανσης είναι η χρυσαλλίδα. Οι πρώτοι ενήλικες εκκολάπτονται από τις αρχές του Απρίλη. Τα αυγά εναποτίθενται σε ομάδες των εκατό στην περιφέρεια της ρίζας ή σε ρήγματα στο χώμα κοντά στη ρίζα. Οι κάμπιες εκκολάπτονται ύστερα από 4 ως 8 ημέρες, τρέφονται με τις ρίζες, τη βάση του μίσχου ή τους μίσχους των φύλλων. Αφού ολοκληρώσουν την ανάπτυξή τους, εγκαταλείπουν το φυτό. Η μύγα της ρίζας του λάχανου έχει 3 γενιές κατ’ έτος. Τα αυγά της 2ης και 3ης γενιάς εναποτίθενται σε φύλλα και οι κάμπιες θρέφονται με τα κεντρικά τους νεύρα.
 Αντιμετώπιση:
-          διαδοχικές καλλιέργειες
-          άμεση καταστροφή των υπολειμμάτων καλλιεργειών (αμέσως μετά τη συγκομιδή)
-          απομόνωση της καλλιέργειας από αυτές των προηγουμένων ετών
-          χρήση φρέσκιας ζωικής κοπριάς πρόσφατο όργωμα με πράσινα λιπάσματα μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο μόλυνσης,
-          κάλυψη μικρών καλλιεργειών με λευκό ύφασμα για να εμποδιστεί η πρόσβαση των εντόμων,
-          κατάλληλο πότισμα και λίπανση,
-          χρήση εντομοκτόνων.
Ψείρα λάχανου
Ψείρα λάχανου (Brevicoryne brassicae)
Φάσμα προσβαλλομένων:
Διαφορα καλλιεργούμενα αλλά και άγρια Σταυρανθή.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Η ψείρα του λάχανου είναι σύνηθες έντομο αλλά προκαλεί σοβαρές απώλειες στην παραγωγή σε λίγα μόνο χρόνια. Ωστόσο μπορεί να υπάρξουν προβλήματα όταν τα μολυσμένα προϊόντα πωλούνται, κυρίως το κουνουπίδι και το μπρόκολο, γιατί οι ψείρες δύσκολα φεύγουν από τα άνθη με το πλύσιμο. Επιπλέον, η ψείρα του λαχανου μεταδίδει ιούς  (TuMV και CaMV). Στις καλλιέργειες λάχανου η ψείρα προκαλεί ποσοτικές και ποιοτικές απώλειες.
Συμπτώματα:
Τα προσβεβλημένα φύλλα τυλίγονται και κιτρινίζουν ή κοκκινίζουν. Οι ψείρες μπορούν να σχηματίσουν μεγάλες αποικίες, περίπτωση κατά την οποία τα φύλλα καλύπτονται από σκόνη σα στάχτη. Τα σοβαρά μολυσμένα φυτά παθαίνουν νανισμό και τα αναλώσιμα μέρη τους υποαναπτύσσονται. Στη σποροπαραγωγή, οι σοβαρά μολυσμένοι μίσχοι μαραίνονται και πεθαίνουν. Οι ψείρες παράγουν μελίτωμα που αργότερα εποικίζεται από σκουρόχρωμους μύκητες καπνού.  Τα συμπτώματα είναι συνήθως  εξειδικευμένα, και δύσκολα συγχέονται μ’ εκείνα άλλων ασθενειών.
Περιγραφή του εντόμου:
Η άπτερη ψείρα φτάνει τα  2 χιλ. σε μήκος, το χρώμα της είναι γκριζωπό με δύο σειρές μαύρων κηλίδων στην πλάτη. Οι ψείρες με φτερά είναι λίγο μακρύτερες (2,5 χιλ.), έχουν μαύρο κεφάλι, σκούρο θώρακα και κιτρινωπό ή πράσινο υπογάστριο με μαύρες κηλίδες. Η ψείρα φτιάχνει μεγάλες αποικίες με πυκνότητα εντόμων.
Κύκλος ζωής:
Διαχειμάζει ως μαύρο αυγό μήκους 0,5 χιλ. στα χειμερινά σταυρανθή (κυρίως χειμερινή ελαιοκράμβη) ή στα ζιζάνια. Στην αρχή της άνοιξης εκκολάπτεται η άπτερη ψείρα. Οι πρώτες ψείρες με φτερά εμφανίζονται στην αρχή του Μάη και κινούνται προς άλλους ξενιστές. Το καλοκαίρι οι ψείρες αναπαράγονται με παρθενογένεση. Ξηρός και πολύ ζεστός καιρός ενισχύει την αύξηση του πληθυσμού τους και τη δράση τους στις καλλιέργειες. Μέχρι και δέκα γενιές αναπτύσσονται στη διάρκεια του καλοκαιριού. Η μεγαλύτερη αφθονία σε ψείρες καταγράφεται στη διάρκεια του Μαϊου και του Ιουνίου. Ύστερα οι αποικίες αποδυναμώνονται από παρασιτοειδείς και μυκητησιακές ασθένειες. Στο τέλος της βλάστησης οι ψείρες αφήνουν τα αυγά τους σε ξενιστές.
Αντιμετώπιση:
-          καταστροφή υπολειμμάτων φυτών αμέσως μετά την συγκομιδή για την παρεμπόδιση της διάδοσης της ψείρας σε διπλανά φυτά και την παρεμπόδιση της ανεύρεσης ξενιστή.
-          ψειροκτονία. Εντατικό επίπεδο θεραπείας: μπρόκολο και κουνουπίδι:  100    ψείρες/φυτό πριν τη δημιουργία κεφαλής, 5 ψείρες/φυτό μετά. Λάχανο:1 - 2 % των φυτών μολυσμένο από μία ή περισσότερες ψείρες.
Μεγάλη λευκή   πεταλούδα, μικρή    λευκή πεταλούδα
Μεγάλη λευκή πεταλούδα, μικρή λευκή πεταλούδα (Pieris brassicae, P. rapae)
Φάσμα προσβαλλομένων:
Όλα τα λαχανοκομικά και στυρανθή ζιζάνια μπορούν να λειτουργήσουν ως ξενιστές των πεταλούυδων.
 Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Οι κάμπιες και των δύο ειδών, μεγάλης και μικρής λευκής πεταλούδας εμφανίζονται μάλλον συχνά σε καλλιέργειες λαχανοκομικών και μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές ζημιές τόσο τρώγοντας τα φύλλα όσο και αφήνοντας τα περιττώματά τους επάνω ή μέσα στα εδώδιμα μέρη των φυτών.
Συμπτώματα:
Οι κάμπιες τρέφονται με φύλλα και σταδιακά προκαλούν σημαντικές βλάβες στην επιφάνεια των φύλλων. Στο τέλος, μένουν μόνο τα κεντρικά νεύρα των φύλλων. Στο υπόλοιπο φύλλωμα εναποθέτουν πράσινες μπάλες περιττωμάτων. Οι κάμπιες συνήθως είναι ορατές στα κατεστραμμένα φύλλα. Στους κατεστραμμένους ιστούς μπορεί να αναπτυχθεί δευτερεύουσα σήψη –συμβαίνει στα άνθη του κουνουπιδιού και τις κεφαλές του λάχανου. Τα συμπτώματα μοιάζουν πολύ μ’ εκείνα που προκαλούνται από την κάμπια της πεταλουδίτσας, σ’ αυτή όμως την περίπτωση οι κάμπιες συνήθως δεν είναι ορατές στα φύλλα.

Περιγραφή του εντόμου:
Και οι δύο πεταλούδες έχουν λευκά φτερά με μαύρες κηλίδες. Τα δύο είδη διαφοροποιούνται ανάλογα μ’ αυτές τις κηλίδες, από πρακτική σκοπιά όμως δεν έχει μεγάλη σημασία. Η μεγάλη λευκή πεταλούδα έχει άνοιγμα φτερών μέχρι 6 εκ. ενώ η μικρή 4,5 εκ. Το σώμα είναι γκρίζο. Τα αυγά είναι κίτρινα, με μήκος κάπου 2 χιλ. Οι κάμπιες έχουν μήκος 4 εκ., είναι γκριζοπράσινες με μαύρους σπίλους ή αχνοπράσινες με κίτρινες μακριές λωρίδες αντίστοιχα για τη μικρή και τη μεγάλη λευκή πεταλούδα. Η χρυσαλλίδα της μεγάλης περνά τα 3 εκ. σε μήκος, πρασινοκίτρινη έως γκριζοπράσινη με μαύρες βούλες και σπίλους. Η χρυσαλλίδα της μικρής είναι κιτρινοπράσινη ή γκριζοπράσινη ή καφέ, με μήκος περίπου 2,5 εκ.


Κύκλος ζωής:
Και στις δύο περιπτώσεις, στάδιο διαχείμανσης είναι το κουκούλι. Οι πεταλούδες εκκολάπτονται το Μάη. Τρέφονται μόνο με το νέκταρ των ανθέων. Οι θηλυκές αφήνουν τα αυγά τους στην κάτω πλευρά του φύλλου, η μικρή ένα ένα και η μεγάλη σε ομάδες. Οι κάμπιες εκκολάπτονται ύστερα από αρκετές ημένες και τρέφονται με τα φύλλα ή μέσα στο κεφάλι του λάχανου (η μικρή λευκή πεταλούδα). Η διαδικασία μπορεί να γίνει και επί των ξενιστών (1ηγενιά μικρής λευκής πεταλούδας) ή σε σχετικά μακρινές αποστάσεις π.χ. σε δέντρα (2η γενιά μικρής λευκής πεταλούδας, μεγάλη λευκή πεταλούδα). Και οι δύο έχουν 2 γενιές κατ’ έτος, τις ζεστές χρονιές η μεγάλη μπορεί να έχει και 3 γενιές. Η 1η γενιά δεν είναι τόσο πολυάριθμη και αναπτύσσεται μόνο στα ζιζάνια. Η δεύτερη γενιά εμφανίζεται τον Ιούλιο-Αύγουστο και καταστρέφει τις καλλιέργειες λαχανοκομικών.
Αντιμετώπιση:
Εφαρμογή εντομοκτόνων για την καταπολέμηση της νεαρής  κάμπιας, όταν ενσκήψει μόλυνση σε ποσοστό φυτών άνω του 10%.
Πεταλουδίτσες
Πεταλουδίτσες (σκόροι) (πεταλουδίτσα λάχανου moth Mamestra brassicae, gamma moth M. gamma, πεταλουδίτσα τομάτας Lacanobia oleracea)
Φάσμα προσβαλλομένων:
Το φάσμα προσβαλλομένων από την  gamma moth είναι ευρύτατο, συμπεριλαμβανομένων λαχανικών, χειμερινής ελαιοκράμβης, πατάτας, ζαχαρότευτλου, καλαμποκιού κλπ. Τα προσβαλλόμενα από την πεταλουδίτσα του λάχανου και της τομάτας είναι λιγότερα –σταυρανθή και/ή άλλα λαχανικά.
 Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Οι κάμπιες όλων των πεταλούδων εμφανίζονται μάλλον συχνά στα λαχανοκομικά και προκαλούν σημαντικές βλάβες επειδή θρέφονται με τα φύλλα και εναποθέτουν περιττώματα στα βρώσιμα μέρη των φυτών.
Συμπτώματα:
Οι κάμπιες θρέφονται με τα φύλλα και βαθμιαία προκαλούν σημαντική ζημιά στην επιφάνειά τους. Στο τέλος επιζούν μόνο τα κεντρικά νεύρα. Στο υπολοιπο φύλλωμα εναποτίθενται πράσινες μπάλες από περιττώματα. Στη διάρκεια της ημέρας οι κάμπιες δεν είναι ορατές στα κατεστραμμένα φύλλα γιατί κρύβονται σε σκιερά μέρη ή ακόμα και μέσα στο χώμα.
Δευτερεύουσα σήψη μπορεί να αναπτυχθεί σε κατεστραμμένους ιστούς όπως στα άνθη του κουνουπιδιού ή το κεφάλι του λάχανου. Τα συμπτώματα είναι συναφέστατα με τα προκαλούμενα από τις κάμπιες της λευκής πεταλούδας αλλά σ’ εκείνη την περίπτωση οι κάμπιες είναι ορατές στη διάρκεια της ημέρας.
Περιγραφή του εντόμου:Όλες αυτές οι πεταλούδες είναι γκρι-καφέ. Η μεγάλη ποικιλία δεν διαφοροποιεί μόνο το ένα είδος από το άλλο, αλλά και το αρσεντικό από το θηλυκό. Τα είδη διακρίνονται ανάλογα με την παρουσία τυπικών ανοιχτόχρωμων κηλίδων στα φτερά κι έχουν μέγεθος ανοίγματος φτερών κάπου 4,5 εκ. Τα αυγά είναι γκρίζα. Το χρώμα της κάμπιας ποικίλει, από πράσινο και πρασινο –καφέ μέχρι σχεδόν μαύρο (λάχανο). Το μήκος της κάμπιας μπορεί να φτάσει τα 5 εκ. Η χρυσαλλίδα είναι γύρω στα 2 εκ. κιτρινοπράσινη (πεταλουδίτσα λάχανου στην αρχή) έως σκούρα καφέ ή ακόμα και μαύρη.
Κύκλος ζωής:
Το έντομο διαχειμάζει στο κουκούλι (λαχανο και τομάτα) αλλά η gamma moth μπορεί και να μεταναστεύσει για τη Νότια Ευρώπη όπου περνά το χειμώνα σε όποια φάση ανάπτυξης κι αν βρίσκεται. Οι πεταλουδίτσες εμφανίζονται το Μάη, και θρέφονται από το νέκταρ των ανθέων. Είναι δραστήριες τα βράδια και τις νύχτες και μόνο τότε. Τα θηλυκά εναποθέτουν τα αυγά τους μονά ή ομαδικά στο κάτω μέρος των φύλλων. Η κάμπια τρώει τα φύλλα ή το εσωτερικό του κουνουπιδιού ή του λάχανου. Η ανάπτυξή της διαρκεί δύο μήνες. Εκκολάπτονται στο χώμα ή σε φυτά  (gamma moth). Η δεύτερη και τρίτη γενιά εμφανίζεται τον Ιούλιο ή Αύγουστο.
Αντιμετώπιση:
Εφαρμογή εντομοκτόνων εναντίον της νεαρής κάμπιας όταν έχει μολυνθεί περισσότερο από το 10% των φυτών. Η εφαρμογή πρέπει να γίνεται μετά τη δύση του ήλιου, όταν οι κάμπιες αρχίζουν να τρώνε.
Θυσανόπτερα του    κρεμμυδιού
Θυσανόπτερα του κρεμμυδιού (Thrips tabaci)
Φάσμα προσβαλλομένων:
Το φάσμα είναι μάλλον ευρύ, συμπεριλαμβάνει το κρεμμύδι, αγγούρι, τομάτα, πιπεριά κ.α.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Τα λαχανοκομικά είναι ελκυστικά για τα θυσανόπτερα. Προκαλούν βλάβες, ειδικά στο λευκό λάχανο. Τα φυτά που προσβάλλονται δεν είναι προς διάθεση.
Συμπτώματα:
Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται με τη μορφή μικρών ασημένιων κηλίδων που αργότερα ενώνονται. Οι ιστοί κιτρινίζουν και νεκρώνονται. Σ’ όλο το κεφάλι του λάχανου τα φύλλα γίνονται καφέ. Τυπικά, όταν τα θυσανόπτερα εμφανίζονται στα φυτά, εκτός από τιs ασημιές κηλίδες, είναι καλά ορατά πάνω στα φύλλα τα περιττώματά τους σαν μικρά  (0,5 χιλ.) μαύρα σημαδάκια
Περιγραφή του εντόμου:
Τα Θυσανόπτερα είναι πολύ μικρά έντομα, με μήκος 1 χιλ. και πλάτος 0,2. Τα ενήλικα έχουν φτερά και είναι κίτρινα ή ανοιχτά καφέ. Οι νύμφες είναι παρόμοιες, αλλά χωρίς φτερά. Άτομα χωρίς σχετική εμπειρία είναι αδύνατο να ξεχωρίσουν τα διάφορα είδη θυσσανοπτέρων.
Κύκλος ζωής:
Τα Θυσανόπτερα κινούνται προς τις καλλιέργειες λαχανοκομικών από άλλους ξενιστές, στο τέλος Ιουνίου. Τα θηλυκά εναποθέτουν τα αυγά τους σε νεαρούς, μαλακούς ιστούς των φυτών (στο κεφάλι του λάχανου κάτω από αρκετά φύλλα). Οι κάμπιες των δύο πρώτων φάσεων τρέφονται μόνο απομυζώντας τους ιστούς. Οι κάμπιες της τρίτης και τέταρτης φάσης δεν τρώνε, και ζουν καλυμμένες από μπουμπούκια, άνθη κλπ. Σ’ ένα χρόνο αναπτύσσονται 5-6 γενιές. Ο ξηρός και πολύ ζεστός καιρός ευνοεί τη βαριά μόλυνση από τα θυσανόπτερα.
Αντιμετώπιση:
-          ανθεκτικές ποικιλίες,
-          απομόνωση από τις πηγές των θυσανόπτερων (κρεμμύδι, αποθήκες),
-          καταστροφή υπολειμμάτων φυτών,
-          κανονική θρέψη και πότισμα (τα ταλαιπωρημένα φυτά είναι ελκυστικότερα για τα θυσανόπτερα, το πότισμα απευθείας από πάνω μειώνει τον αριθμό των εντόμων).
-          κάλυψη των μικρών καλλιεργειών με λευκό ύφασμα,
-          χρήση εντομοκτόνων.
Ψείρα σταριού
Ψείρα σταριού (Ceutorhynchus quadridens, C. pleurostigma, C. napi)
Φάσμα προσβαλλομένων:Όλα αυτά τα είδη αναπτύσσονται στα σταυρανθή φυτά, ειδικά στη χειμερινή ελαιοκράμβη και τα λαχανοκομικά, ξενιστές τους όμως είναι και διάφορα ζιζάνια.
 Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Υπάρχουν ζημιές σε ορισμένους αγρούς, συνήθως όμως προσβάλλονται μόνο μεμονωμένα φυτά.
Συμπτώματα:
Οι κάμπιες τρέφονται με τους μίσχους, τα νεύρα ή το υποκοτύλιο δημιουργώντας σήραγγες και επιφέροντας τη νέκρωση. Στους κατεστραμμένους ιστούς μπορεί να αναπτυχθεί δευτερεύουσα σήψη. Το  C. pleurostigma προκαλεί στρογγυλές φυσαλίδες στο υποκοτύλιο και την κύρια ρίζα με διάφορες κάμπιες και σήραγγες εντός. Το προσβεβλημένο φυτό δεν αναπτύσσεται επαρκώς, μερικές φορές όμως οι φυσαλλίδες δεν επηρεάζουν την ανάπτυξη. Τόσο η κάμπια όσο και ο ενήλικας του C. napi και C. quadridens μπορούν να προκαλέσουν διάσπαση στο kohlrabi και να καταστρέψουν την κορυφή του φυτού, που είναι και το βρώσιμο μέρος του. Τα μολυσμένα φυτά υπαναπτύσσονται και κιτρινίζουν.
Η έλλειψη κορυφής στα φυτά του κουνουπιδιού ενδέχεται να οφείλεται στην έλλειψη μολυβδαινίου, σ’ αυτή την περίπτωση όμως οι άκρες των φύλλων είναι κακοσχηματισμένες και στενότερες. Το ίδιο σύμπτωμα μπορεί να προκληθεί σε όλα τα λαχανικά από τη μύγα του γογγυλιού. Σ’ αυτή την περίπτωση οι μίσχοι είναι φαγωμένοι.
Περιγραφή του εντόμου:Όλες οι ψείρες σταριού είναι σκαθάρια με μήκος  3 – 4 χιλ.,συνήθως γκρίζα έως μαύρα, καλυμένα με τρίχωμα. Τυπικό τους χαρακτηριστικό είναι η μακριά, κυρτή προβοσκίδα. Τα αυγά τους είναι λευκά, μήκους 1 χιλ. Οι κάμπιες είναι λευκοκίτρινες με καφέ κάψουλα για κεφάλι, χωρίς πόδια, μήκους περίπου 5 χιλ. Το κουκούλι είναι λευκό.
Κύκλος ζωής:
Οι ενήλικες διαχειμάζουν σε κουκούλια μες στο χώμα. Μόλις η θερμοκρασία στα 10 εκ. εντός του εδάφους φτάσει τους 5 – 6 °C (δηλ. μέση ημερήσια θερμοκρασία αέρα γύρω στους 10 – 12 °C), τα σκαθάρια εγκαταλείπουν το χώμα και πετούν σε χειμερινούς ξενιστές ή σε αγρούς σπαρμένους με λαχανοκομικά. Ύστερα από μερικές ημέρες ωρίμανσης αφήνουν τα αυγά τους σε κατάλληλα μέρη (μίσχους, κεντρικά νεύρα φύλλων, υποκοτύλιο). Οι κάμπιες τρέφονται με ιστούς και αφού ολοκληρώσουν την ανάπτυξή τους, εισέρχονται στο έδαφος. Τα σκαθάρια εκκολάπτονται στα μέσα του καλοκαιριού, σχεδόν αμέσως όμως πρέπει να περάσουν ένα μήνα σε διάπαυση, έτσι ώστε να επανεμφανιστούν στο τέλος του καλοκαιριού. Κάθε χρόνο εμφανίζεται μία γενεά.
Αντιμετώπιση:
-          Απομόνωση των λαχανοκομικών καλλιεργειών από αγρούς όπου τον προηγούμενο χρόνο είχαν καλλιεργηθεί χειμερινοί ξενιστές.
-          χρήση εντομοκτόνων  (C. quadridens, C. napi),
-          θεραπεία σπόρων (C. pleurostigma).
Κηλιδόμυγα
Swede midge (Contarinia nasturtii)
Φάσμα προσβαλλομένων:
Το φάσμα που προσβάλλει το swede midge συμπεριλαμβάνει τα λαχανοκομικά και κάποια σταυρανθή ζιζάνια.
 Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Εμφανίζεται σχετικά συχνά στις καλλιέργειες, συνήθως όμως μόνο σε μεμονωμένα φυτά. Οι απώλειες είναι σημαντικές κυρίως σε μικρές καλλιέργειες.
Συμπτώματα:
Η βάση των μίσχων καταστρέφεται από τις κάμπιες που τους απομυζούν. Τα μπουμπούκια σταματούν ν’ αναπτύσσονται και μερικές φορές ξεραίνονται, ενώ αργότερα ενδέχεται να εμφανιστεί δευτερεύουσα σήψη. Τα μικρότερα μπουμπούκια πολλαπλασιάζονται και το φυτό έχει περισσότερες κεφαλές. Τα βρώσιμα μέρη είτε δεν αναπτύσσονται καθόλου, είτε αναπτύσσονται αλλά είναι κακής ποιότητας.
Περιγραφή του εντόμου:
Το Swede midge είναι έντομο μικροσκοπικό (μήκος 1,5 χιλ. ). Το σώμα του έχει χρώμα κιτρινοπράσινο ή καφεκίτρινο, τα φτερά είναι διαφανή. Είναι αδύνατο να το ξεχωρίσει ο μη ειδικός από άλλα παρεμφερή είδη. Οι κάμπιες έχουν μήκος 3-4 χιλ., χωρίς πόδια και εμφανές κεφάλι, χρώμα λαμπερό κίτρινο. 
Κύκλος ζωής:
Η κάμπια διαχειμάζει στο κουκούλι, μέσα στο χώμα. Η πρώτη γενιά ενηλίκων εκκολάπτεται το Μάη. Δεν τρέφονται καθόλου και ζουν ελάχιστα. Το θηλυκό εναποθέτει τα αυγά του στις άκρες των φύλλων ή τους μίσχους τους. Οι κάμπιες θρέφονται στη βάση του μίσχου. Κάθε γενιά χρειάζεται 6-7 εβδομάδες για να ολοκληρωθεί η ανάπτυξή της, ενώ στη διάρκεια ενός έτους εμφανίζονται 4-5 γενιές.
Αντιμετώπιση:
Κάλυψη μικρών καλλιεργειών με λευκό ύφασμα.
Σκαθάρι Λάχανου
Turnip sawfly (Athalia rosae)
Φάσμα προσβαλλομένων:
Τα σταυρανθή εξυπηρετούν ως ξενιστές, ενώ κύρια προσβαλλόμενο φυτό είναι το Κινέζικο λάχανο.
 Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Το Turnip sawfly εμφανίζεται κατά τόπους στις καλλιέργειες λαχανοκομικών. Η μόλυνση συνήθως περιορίζεται σε μερικές καρδιές.
Συμπτώματα:
Η κάμπια τρέφεται με τα φύλλα, δημιουργώντας οπές αλλά αν η μόλυνση προχωρήσει πολύ, στο τέλος δε μένουν παρά τα κεντρικά νεύρα των φύλλων. Τα συμπτώματα είναι παρόμοια μ’ αυτά που προκαλούν οι κάμπιες των λευκών πεταλούδων και της πεταλουδίτσας. Οι κάμπιες του turnip sawfly βρίσκονται στα φύλλα και εύκολα μπορούμε να τις ξεχωρίσουμε από τα προαναφερθέντα είδη.
Περιγραφή του εντόμου:
Τα ενήλικα έχουν μήκος 6 -10 χιλ., με γυαλιστερό μαύρο κεφάλι, κιτρινοκόκκινο θώρακα με μαύρα στίγματα στην πλάτη και κιτρινοκόκκινο πίσω μέρος. Τα φτερά έχουν χρώμα καπνού με  μαύρο πλαίσιο. Η κάμπια έχει μήκος περίπου 18 χιλ., γκρίζο με γκριζοπράσινο χρώμα στην αρχή και σχεδόν μαύρο αργότερα, με δύο κιτρινωπές επιμήκεις λωρίδες στις πλευρές. Η χρυσαλλίδα έχει μήκος 7-11 χιλ., και βρίσκεται κρυμένη μέσα στο κουκούλι, εντός του εδάφους.
Κύκλος ζωής:
Η πλήρως ανεπτυγμένη κάμπια ή χρυσαλλίδα μπορεί να διαχειμάσει στο χώμα. Οι ενήλικες εκκολάπτονται το Μάη. Οι θηλυκές εναποθέτουν τα αυγά τους  (200 – 300/θηλυκό) ανάμεσα στους ιστούς των φύλλων των σταυρανθών. Οι κάμπιες τρέφονται με τα φύλλα. Κάθε χρόνο εμφανίζονται 2-3 γενιές. Η 1η και η 3ηκαταστρέφουν τα εαρινά και φθινοπωρινά λαχανικά αντίστοιχα.
Αντιμετώπιση:Εφαρμογή εντομοκτόνων (στις μολυσμένες καρδιές, μόνο αν ο καιρός είναι θερμός και ξηρός).
Φυτοπροστασία και αναπτυξιακές φάσεις των λαχανοειδών (επειδή τα λαχανοειδή καλλιέργούνται σε όλη τη βλαστική περίοδο, οι θεραπείες δεν σχετίζονται με συγκεκριμένο χρονικο πλαίσιο, αλλά με την αναπτυξιακή φάση του φυτού ή τη λειτουργία)

Μήνας
Ιαν.
Φεβρ.
Μαρ.
Απρ.
Μάης
Ιουν.
Ιουλ.
Αυγ.
Σεπτ.
Οκτ.
Νοε.
Δεκ.
Δεκαήμερα
1. 2. 3.
1. 2. 3.
1. 2. 3.
1. 2. 3.
1. 2. 3.
1. 2. 3.
1. 2. 3.
1. 2. 3.
1. 2. 3.
1. 2. 3.
1. 2. 3.
1. 2. 3.
Αναπτυξιακές φάσεις:
Σπόρος
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  * 
*  *  *
*  *





Σπορά

    *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *





Βλάστηση

    *  *
*  *  *       
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *





Εμφάνιση

        *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *





Αναφύτευση


*  *  *
*








Μεταφύτευση


         *
*  *  *
*  *  *
*  *  * 
*  *  *





Συγκομιδή




         *
*  *   *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *


Προτεινόμενες θεραπείες

Αριθμός θεραπείας 1.1....2...3...45........6
7.........8
      

Σημαντικότερες παθήσεις

Σάπισμα ριζών

    *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*




Club root





   *  *
*  *  * 
*  *  *
*  *  *
*  *


Σημαντικότεροι βλαπτικοί ζωικοί παράγοντες

Ψύλλοι σκαθάρια


         *
*   *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*



Μύγα ρίζας λάχανου



         *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *




Ψείρα λάχανου




*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *




Λευκή πεταλούδα






*  *  *
*  *  *
*  *  *



πεταλουδίτσα





    *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *


θυσανόπτερα κρεμμυδιού





        *
*  *  *
*  *  *
*  *



Ζιζάνια

Tύπος T1
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *


Tύπος T2

        *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *


Tύπος T3



*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *


Tύπος T4




*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *


Tύπος G1


         *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *




Tύπος G3




*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *  *
*  *



Eπεξήγηση της ταξινόμησης των ζιζανίων:
‘T’ σημαίνει Θηρόφυτα (μονοετή)
  • T1: Εμφανίζονται το φθινόπωρο, διαχειμάζουν και αναπτύσσουν τα αναπαραγωγικά τους όργανα στις αρχές της άνοιξης (π.χ. Stellaria media)
  • T2: Αυτό το ζιζάνιο εμφανίζεται το φθινόπωρο (κυρίως) ή καμιά φορά την άνοιξη (π.χ. Galium aparine)
  • T3:  Εμφανίζεται την άνοιξη και αναπτύσσει το σπόρο του στις αρχές του καλοκαιριού. (π.χ. Avena fatua)
  • T4: Εμφανίζεται την άνοιξη ή στην αρχή του καλοκαιριού και ο κύκλος της ζωής του ολοκληρώνεται στο τέλος του καλοκαιριού(π.χ. Amaranthus retroflexus)

‘G’ means Γεώφυτα (πολυετή, που διαχειμάζουν μέσα στο έδαφος)
  • G1: ρίζωμα (π.χ. Agropyron repens)
  • G2: κόνδυλοι, ριζώματα (π.χ. Mentha arvensis)
  • G3: ρίζες για αναπαραγωγή και διαχείμανση, που αναπτύσσονται κυρίως οριζόντια (π.χ. Convolvulus arvensis)
  • G4: βολβοί, κορμοί (π.χ. Colchicum autumnale

ΖΙΖΑΝΙΑ

Χηνοπόδιο
Όνομα του ζιζανίου:  Fat hen syn. common lambsquarter (Chenopodium album)
Οικογένεια: Chenopodiaceae
Βιολογία: 
Ζιζάνιο μονοετές,  ερμαφρόδιτο, αναπαράγεται με σπόρο, έχει ισχυρό ρίζωμα. Τα νεαρά μέρη του φυτού είναι αμυλώδη. Βρίσκεται σε όλα τα είδη εδάφους, προτιμά ωστόσο το λεπτοκαμωμένο, πλούσιο σε άζωτο, σε κοπριά και άργιλο ή αμμώδες έδαφος.
Περίοδος ανάπαραγωγής: τέλος άνοιξης - φθινόπωρο
Κοτυληδόνες:
 μακριές, λεπτές, στρογγυλεμένες μπροστά, κοκκινωπές στο κάτω μέρος, αμυλώδεις.
Φύλλωμα-φύλλα: ωοειδή ή τριγωνικά, μακρόστενα, με μακρύ μίσχο, που λεπταίνει προς τον κορμό, απαλό μπλε-πράσινο χρώμα, ακανόνιστα οδοντωτό, αλλά το πρώτο ζεύγος φύλλων είναι λογχοειδές.
Μίσχος: με αμβλείες άκρες, ορθές διακλαδώσεις, ύψος έως 150 εκ.
Άνθος: μικροσκοπικό, πρασινωπό, πυκνές ταξιανθίες.
Περίοδος ανθοφορίας:
 μέσο καλοκαιριού-φθινόπωρο
Καρποί και σπόροι: οι καρποί είναι μικροί (1.4 χιλ., στρογγυλοί, σε σχήμα φακού. Οι σπόροι είναι μικροσκοπικοί (0.8 χιλ.), μαύροι, αλλά κάποτε και καφέ ή κιτρινωποί.
Σπόροι ανά φυτό:
 3.000 (200 – 20.000).
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Πρόκειται για τυπικό ζιζάνιο των περιοχών της Ευρώπης με ηπειρωτικό κλίμα. Αν το χώμα είναι αρκετά πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά, το σώμα του ζιζανίου μπορεί να μεγαλώσει πολύ και να ξεπεράσει το ίδιο το καλλιεργούμενο φυτό. Αυτός ο κίνδυνος αυξάνεται όταν η ποικιλία του καλλιεργούμενου φυτού έχει σχετικά μικρή περίοδο βλάστησης. Η μεγάλη πράσινη βιομάζα αυτού του ζιζανίου μπορεί να προκαλέσει προβλήματα και στη συγκομιδή.



Αντιμετώπιση:
Αγροτεχνική Αντιμετώπιση: Συνιστώνται προληπτικά μέτρα: λιγότερες καλλιέργειες σε πλατειές σειρές στα πλαίσια των διαδοχικών καλλιεργειών, οργανικό λίπασμα χωρίς ορατούς σπόρους. Η κάλυψη με οργανικό υλικό όπως π.χ. το άχυρο ή με φύλλα πλαστικού, μπορεί να είναι ευνοϊκή αλλά ταυτόχρονα και πολυδάπανη επιλογή.
 Μηχανική Αντιμετώπιση: Μηχανικός έλεγχος ζιζανίων – το σκάψιμο (σκάλισμα) ανάμεσα στις σειρές με αξίνα (σκαλιστήρι) είναι δυνατό.
 Χημική ΑντιμετώπισηΤα συνιστώμενα ζιζανιοκτόνα για χρήση πριν τη σπορά (φύτεμα) και πριν ή μετά τη βλάστηση των λαχανοκομικών, περιέχουν metazachlor, napropamide, pendimethaline, trifluarine, ή pyridate  ως ενεργά συστατικά.
Λαπάτσα
Όνομα ζιζανίουPale persicaria, syn. curlytop knotweed (Persicaria lapathifoliasyn. Polygonum lapathifolium)
Οικογένεια: Polygonaceae
Σύνοψη:
Η P. lapathifolia υπάρχει σ’ όλο τον κόσμο. Μόνο στη Ν.Αμερική σπανίζει. Στην Κεντρική Ευρώπη εμφανίζεται από τις πεδιάδες μέχρι τα βουνά, ειδικά όπου υπάρχει υγρασία, κοντά σε λίμνες, όχθες ποταμών, σε χέρσα χωράφια, πλαγίως των δρόμων, και σε αρόσιμους αγρούς. Είναι ζιζάνιο καταστροφικό για τα λαχανικά και άλλες καλλιέργειες σε φαρδιές σειρές, ειδικά σε αρδευόμενους αγρούς. Σ’ αυτά τα είδη περιβάλλοντος αναπτύσσεται ραγδαία και παράγει πυκνά καλύματα που σκεπάζουν την καλλιέργεια. Το είδος αυτό βρίσκεται και στα δημητριακά.

Βιολογία: 
Μονοετές εξαιρετικά ευμετάβλητο ζιζάνιο.
Περίοδος ανάπαραγωγής: Στη διάρκεια της άνοιξης, όταν η θερμοκρασία του εδάφους είναι υψηλότερη, εμφανίζεται η μαζική αναπαραγωγή, από βάθος περίπου 3 εκ. 
Θέση και έδαφος: Η P. lapathifolia εμφανίζεται ειδικά σε υγρές περιοχές, κοντά σε λίμνες, όχθες ποταμών, αγρούς χέρσους, πλευρικά στους δρόμους και σε αρόσιμους αγρούς.
Φύλλωμα-φύλλα: Τα φύλλα είναι εναλλασσόμενα, με πτεροειδή νεύρα, μέγιστο πλάτος στην κατώτερη επιφάνεια 1/3 του φύλλου, ξιφοειδή, λεπτότερα προς το μίσχο. 
Φυτό: Οι μίσχοι διακλαδώνονται και φθάνουν μ’ αυτό τον τρόπο σε ύψος τα (10 -) 20 – 80 (- 180) εκ. 
Άνθη: Τα άνθη είναι πρασινόλευκα ή ροζέ σε μακρόστενες ταξιανθίες. 6 στήμονες και 2 ύπεροι χωρίζονται στη βάση αντικριστά. 
Περίοδος ανθοφορίας: Τα φυτά ανθίζουν από Ιούνιο μέχρι Οκτώβρη.
Καρποί και σπόροι: Οι καρποί έχουν διάμετρο 2-3 χιλ., είναι σχεδόν στρογγυλοί και αμφίκοιλοι, λείοι, λαμπεροί, επιπεδοποιημένοι.
Σπόροι ανά φυτό:Κάθε φυτό μπορεί να παραγάγει 800 – 850 αχαίνια, που παρουσιάζουν χαμηλό επίπεδο βλάστησης μετά την ωρίμανση.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Η P. lapathifolia υπάρχει σ’ όλο τον κόσμο. Σπανίζει μόνο στη Νότιο Αμερική. Στην Κεντρική Ευρώπη εμφανίζεται από τις πεδιάδες μέχρι τα βουνά, ειδικά όπου υπάρχει υγρασία, κοντά σε λίμνες, όχθες ποταμών, σε χέρσα χωράφια, πλαγίως των δρόμων, και σε αρόσιμους αγρούς.
Αντιμετώπιση: Είναι ζιζάνιο καταστροφικό για τα λαχανικά και άλλες καλλιέργειες σε φαρδιές σειρές, ειδικά σε αρδευόμενους αγρούς. Το είδος αυτό βρίσκεται και στα δημητριακά.
Αγροτεχνική Αντιμετώπιση: Η προστασία από τα ζιζάνια βασίζεται στην αποφυγή της μόλυνσης σπόρων, λιπασμάτων κλπ.
Μηχανική Αντιμετώπιση: Η μηχανική αντιμετώπιση των ζιζανίων επιτυγχάνεται με σκάψιμο, μηχανικό ή με το χέρι. 
Χημική ΑντιμετώπισηΤα συνιστώμενα ζιζανιοκτόνα για χρήση πριν τη σπορά (φύτεμα) και πριν ή μετά τη βλάστηση των λαχανοκομικών, περιέχουν metazachlor, napropamide, pendimethaline, trifluarine, ή pyridate  ως ενεργά συστατικά.
Αγριάδα
Όνομα ζιζανίουKnotgrass syn. doorweed, prostrate knotweed (Polygonum aviculare)
Οικογένεια: Polygonaceae
Σύνοψη:
   Το P. aviculare απαντάται σ’ όλο τον κόσμο, σπάνια όμως σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές. Στην Κεντρική Ευρώπη βρίσκεται από πεδιάδες μέχρι βουνά, ειδικά σε anthropic τοποθεσίες. Προτιμά τις υγρές περιοχές με αέρα, πλούσιες σε άζωτο. Είναι συνήθης η παρουσία του σε χέρσα χωράφια, λιπάσματα, φρεσκοσκαμένο χώμα, αρόσιμους αγρούς, και σε κήπους, λιβάδια, πλευρές δρόμων κλπ. Στους αγρούς εντοπίζεται σε όλους τους τύπους καλλιεργειών των χαμηλότερων στρωμάτων. Δεν είναι πολύ βλαβερό.
Βιολογία: 
Μονοετές ζιζάνιο.
Περίοδος ανάπαραγωγής:αρχές άνοιξης, κάποια φυτά που βλασταίνουν το φθινόπωρο μπορούν να επιβιώσουν σε μαλακό χειμώνα, δε βλασταίνουν μετά την ωρίμανση.
Θέση και έδαφος:Προτιμά υγρασία και αέρα, εδάφη πλούσια σε άζωτο. 
Φύλλωμα-φύλλα:τα φύλλα είναι στενόμακρα, ελλειπτικά-λογχοειδή,και αντικριστά, με μια μεμβράνη ως περίβλημα στην κορυφή. 
Φυτό: Τα κοτσάνια είναι στραβά, λεπτά, πολυάριθμα, συχνά απλωμένα, κιτρινοπράσινα.
Άνθη:Τα άνθη είναι λευκά, ροζέ ή κόκκινα, μικροσκοπικά, χωρίς μίσχο, απομονωμένα ή ανά 2-4 στις μασχάλες των φύλλων. 
Περίοδος ανθοφορίας:Ιούνιος μέχρι τέλος φθινοπώρου.
Καρποί και σπόροι:Οι καρποί (αχαίνια) είναι τριγωνικοί, καφέ, θαμποί, επιμήκεις, ριγωτοί,  και όταν η ωρίμανση δεν υπερβαίνει τον κάλυκα, περίπου 2.5 χιλ. σε μήκος.
Σπόροι ανά φυτό:Κάθε φυτό παράγει κατά μέσο όρο 125 – 200 αχαίνια (ενδέχεται να φθάσει και τα  2 000)
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Το P. aviculare έχει παγκόσμια εμβέλεια, σπάνια βρίσκεται σε τροπικές και ημιτροπικές περιοχές. Στην Κεντρική Ευρώπη βρίσκεται από πεδιάδες μέχρι βουνά, ειδικά σε anthropic τοποθεσίες.
Αντιμετώπιση: 
Στους αγρούς εντοπίζεται σε όλους τους τύπους καλλιεργειών των χαμηλότερων στρωμάτων. Δεν είναι πολύ βλαβερό.
Αγροτεχνική Αντιμετώπιση: Η προστασία από τα ζιζάνια βασίζεται στην αποφυγή της μόλυνσης σπόρων, λιπασμάτων κλπ.
Μηχανική Αντιμετώπιση: Η μηχανική αντιμετώπιση των ζιζανίων επιτυγχάνεται με σκάψιμο, μηχανικό ή με το χέρι. 
Χημική Αντιμετώπιση:  Τα συνιστώμενα ζιζανιοκτόνα για χρήση πριν τη σπορά (φύτεμα) και πριν ή μετά τη βλάστηση των λαχανοκομικών, περιέχουν metazachlor, napropamide, pendimethaline, trifluarine, ή pyridate  ως ενεργά συστατικά
γενναίος στρατιώτης
Όνομα ζιζανίου: Gallant soldier (Galinsoga parviflora) (ΣτΜ: γενναίος στρατιώτης)
Οικογένεια: Asteraceae
Βιολογία: 
Το Gallant soldier είναι μονοετές ζιζάνιο, με πλούσιο ριζικό σύστημα, εξαρτώμενο από τη θερμότητα και το φως, και ευαίσθητο στον παγετό.
Περίοδος ανάπαραγωγής:από το τέλος της άνοιξης και καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου βλάστησης.
Θέση και έδαφος:οι καλά λιπαινόμενοι και αρδευόμενοι αγροί, τα εδάφη πλούσια σε κοπριά και άζωτο. 
Κοτυληδόνες: σπαθοειδείς, λογχοειδεις, ωοειδείς, μυτερές, με επίπεδες άκρες. Φύλλωμα-φύλλα:αντικριστά, ωοειδή, μυτερά, ανοιχτοπράσινα, με οδοντωτές άκρες, τα χαμηλότερα φύλλα με μίσχο, τα υψηλότερα σχεδόν χωρίς κοτσάνι. 
Φυτό: στητό, με αρκετά παρακλάδια και ύψος 10 - 80 εκ.
Άνθη: Τα άνθη έχουν μικρή κεφαλή, μοιάζουν σαν κουμπιά με κίτρινα σωληνοειδή ανθύλλια και μια στεφάνη από λευκά γλωσσοειδή ανθύλλια.
Περίοδος ανθοφορίας: Από το Μάιο μέχρι τα πρώτα κρύα του φθινοπώρου
Καρποί και σπόροι: μικρά αχαίνια (1 – 1.5 χιλ.) με κάλυμμα.
Σπόροι ανά φυτό:5 000 – 10 000
Συχνότητα και σπουδαιότητα
Το είδος αυτό εντοπίζεται σ’ όλο τον κόσμο. Προτιμά χέρσα εδάφη, ή καλά λιπασμένους και αρδευόμενους αγρούς και κήπους σε πεδιάδες αλλά και ψηλότερα. Είναι σημαντικό ζιζάνιο για τις καλλιέργειες λαχανικών.



Αντιμετώπιση:Aγροτεχνική Αντιμετώπιση: Συνιστώνται προληπτικά μέτρα αντιμετώπισης: μικρότερο ποσοστό καλλιεργειών σε φαρδιές σειρές στην εναλλαγή καλλιεργειών, οργανικό λίπασμα χωρίς ορατούς σπόρους. Η κάλυψη με οργανικές ύλες όπως το άχυρο ή με φύλλα πλαστικού, συνιστά ευνοϊκή μενα αλλά ταυτόχρονα και πολυδάπανη επιλογή.
Mηχανική Αντιμετώπιση: Η μηχανική αντιμετώπιση των ζιζανίων επιτυγχάνεται με σκάψιμο, μηχανικό ή με το χέρι. 
Χημική Αντιμετώπιση:  Τα συνιστώμενα ζιζανιοκτόνα για χρήση πριν τη σπορά (φύτεμα) και πριν ή μετά τη βλάστηση των λαχανοκομικών, περιέχουν metazachlor, napropamide, pendimethaline, trifluarine, ή pyridate  ως ενεργά συστατικά.
Σκαρόχορτο
Όνομα ζιζανίου: Annual mercury syn. dog's mercury (Mercurialis annua)
Οικογένεια: Euphorbiaceae
Βιολογία: ζιζάνιο μονοετές, μη ερμαφρόδιτο, αναπαραγόμενο με σπόρους, με ριζίδια, δηλητηριώδες, με δυσάρεστη οσμή.
Περίοδος ανάπαραγωγής: τέλος άνοιξης με αρχές καλοκαιριού.
Θέση και έδαφος:λιπασμένα εδάφη με θρεπτικά συστατικά, αμμώδες ή λασπώδες σε θερμές περιοχές. 
Κοτυληδόνες: πλατιές, στρογγυλές ή ωοειδεις, επίπεδες άκρες. ανοιχτοπράσινες με λευκά νεύρα. 
Φύλλωμα-φύλλα:
 
αντικριστά, με μίσχους, λογχοειδή, ωοειδή, μυτερά, με ακανόνιστη περιφέρεια. 
Φυτό:κυρίως όρθιο ή απλωτό, διακλαδίζεται, κόμποι παχείς, ύψος 10 -50 εκ. 
Άνθη:πρασινοκίτρινο, τα αρσενικά άνθη σε μακριές, μισχοειδείς ταξιανθίες, τα θηλυκά άνθη χωρίς κοτσάνι και μασχαλικά.
Περίοδος ανθοφορίας:από αρχή καλοκαιριού έως φθινόπωρο
Καρποί και σπόροι:ο καρπός είναι χνουδωτή κάψουλα με δύο λοβούς. Οι σπόροι είναι μικροί (μήκος 1.5 – 2 χιλ.), κιτρινο-καφέ, ελαφρώς λαμπεροί. 
Σπόροι ανά φυτό:1000 – 2000.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Συναντάται σε αμμώδη εδάφη με πλούσια λίπανση, στις πεδιάδες, ειδικά αν αρδεύονται. Συχνά βρίσκεται σε καλλιέργειες όψιμες σε αραιές σειρές, ή στα λαχανικά. Ειδικότερα σε θερμοκήπια.



Αντιμετώπιση: Aγροτεχνική Αντιμετώπιση: Συνιστώνται προληπτικά μέτρα αντιμετώπισης: μικρότερο ποσοστό καλλιεργειών σε φαρδιές σειρές στην εναλλαγή καλλιεργειών, οργανικό λίπασμα χωρίς ορατούς σπόρους. Κάλυψη με οργανικές ύλες όπως το άχυρο ή με φύλλα πλαστικού, μπορεί να είναι ευνοϊκή αλλά ταυτόχρονα και πολυδάπανη επιλογή.
Mηχανική Αντιμετώπιση: Η μηχανική αντιμετώπιση των ζιζανίων επιτυγχάνεται με σκάψιμο, μηχανικό ή με το χέρι. 
Χημική Αντιμετώπιση:  Τα συνιστώμενα ζιζανιοκτόνα για χρήση πριν τη σπορά (φύτεμα) και πριν ή μετά τη βλάστηση των λαχανοκομικών, περιέχουν metazachlor, napropamide, pendimethaline, trifluarine, ή pyridate  ως ενεργά συστατικά.
Κοινό βλήτο
Όνομα ζιζανίου: Common amarant, syn. redroot pigweed (Amaranthus retroflexus) 
Οικογένεια: Amaranthaceae
Βιολογία: 
Μονοετές ζιζάνιο, αναπαραγόμενο με σπόρους, με ριζίδια και πολλές πλάγιες ρίζες. 
Περίοδος ανάπαραγωγής: τέλος άνοιξης και ειδικά καλοκαίρι.
Θέση και έδαφος: διαπερατά εδάφη με λίπανση και θρεπτικά συστατικά, σε πεδιάδες.
Κοτυληδόνες: στενόμακρες προς ωοειδείς, κόκκινο εσωτερικό.
Φύλλωμα-φύλλα:ωοειδή, με μακρύ μίσχο, γαλαζοπράσινα, μυτερές άκρες, κοκκινωπό κάτω μέρος. 
Φυτό: ορθό, συνήθως ελάχιστα διακλαδιζόμενο, πράσινο έως κοκκινωπό, με κοντό χνούδι και ύψος μέχρι 100 εκ. 
Άνθη: μικροσκοπικό, σε ταξιανθίες από πρασινωπές πυκνές δέσμες στο μίσχο ή σε παρακλάδια, αγκαθωτό. 
Περίοδος ανθοφορίας:καλοκαίρι με αρχές φθινοπώρου.
Καρποί και σπόροι: Ο καρπός είναι κάψουλα με ένα σπόρο μόνο. Οι σπόροι είναι μικροί  (1 – 1.2 χιλ), φακοειδείς, μαύροι, λείοι, πολύ λαμπεροί. 
Σπόροι ανά φυτό:1000 – 5000.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Ο κοινός αμάρανθος είναι πολύ επικίνδυνο ζιζάνιο, με αντίσταση σε κάποια ζιζανιοκτόνα. Συχνά απαντάται σε πεδιάδες και κήπους, αγρούς, χέρσες περιοχές, κλπ. Προτιμά χώμα με υψηλό επίπεδο αζώτου.
Αντιμετώπιση: Aγροτεχνική Αντιμετώπιση: Συνιστώνται προληπτικά μέτρα αντιμετώπισης: μικρότερο ποσοστό καλλιεργειών σε φαρδιές σειρές στην εναλλαγή καλλιεργειών, οργανικό λίπασμα χωρίς ορατούς σπόρους. Κάλυψη με οργανικές ύλες όπως το άχυρο ή με φύλλα πλαστικού, μπορεί να είναι ευνοϊκή αλλά ταυτόχρονα είναι και πολυδάπανη επιλογή.
Mηχανική Αντιμετώπιση: Η μηχανική αντιμετώπιση των ζιζανίων επιτυγχάνεται με σκάψιμο, μηχανικό ή με το χέρι. 
Χημική Αντιμετώπιση:  Τα συνιστώμενα ζιζανιοκτόνα για χρήση πριν τη σπορά (φύτεμα) και πριν ή μετά τη βλάστηση των λαχανοκομικών, περιέχουν metazachlor, napropamide, pendimethaline, trifluarine, ή pyridate  ως ενεργά συστατικά.
Στελλάρια
Όνομα ζιζανίου:Common chickweed (Stellaria media)
Οικογένεια: Caryophyllaceae
Βιολογία: 
Μονοετές, ανθεκτικό, αναπαραγόμενο με σπόρους ζιζάνιο που συχνά σχηματίζει παχύ εξωτερικό κάλυμμα.  
Περίοδος ανάπαραγωγής: όλος ο χρόνος. 
Θέση και έδαφος:καλό, λεπτό, πλούσιο σε υγρασία και θρεπτικά συστατικά έδαφος. 
Κοτυληδόνες: δαντελωτές, ανοιχτοπράσινες, λεπταίνουν στο μίσχο.
Φύλλωμα-φύλλα:αντικριστά, μικρά, αιχμηρά-ωοειδή, με μίσχο. 
Φυτό:πρηνές, με μήκος 5 – 30 εκ., ριζώνει στους κόμπους. 
Άνθη: μικρό, λευκό, με σχήμα αστεριού στις άκρες και στις διακλαδώσεις. 
Περίοδος ανθοφορίας: σχεδόν όλο το χρόνο. 
Καρποί και σπόροι:ο καρπός είναι σε περικάρπιο, οι σπόροι μικροί (περ. 1 χιλ.), σε σχήμα φασολιού, ανοιχτοκάστανοι. 
Σπόροι ανά φυτό:10 000 – 20 000.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Το Common chickweed είναι ένα από τα συνηθέστερα ζιζάνια των κήπων, πολύ επικίνδυνο στα θερμοκήπια και φυτώρια, καθώς και για τις περισσότερες υπαίθριες καλλιέργειες.
Αντιμετώπιση: 
Aγροτεχνική Αντιμετώπιση: Συνιστώνται προληπτικά μέτρα αντιμετώπισης: μικρότερο ποσοστό καλλιεργειών σε φαρδιές σειρές στην εναλλαγή καλλιεργειών, οργανικό λίπασμα χωρίς ορατούς σπόρους. Κάλυψη με οργανικές ύλες όπως το άχυρο ή με φύλλα πλαστικού, μπορεί να είναι ευνοϊκή αλλά ταυτόχρονα είναι και πολυδάπανη επιλογή.
Mηχανική Αντιμετώπιση: Η μηχανική αντιμετώπιση των ζιζανίων επιτυγχάνεται με σκάψιμο, μηχανικό ή με το χέρι. 
Χημική Αντιμετώπιση:  Τα συνιστώμενα ζιζανιοκτόνα για χρήση πριν τη σπορά (φύτεμα) και πριν ή μετά τη βλάστηση των λαχανοκομικών, περιέχουν metazachlor, napropamide, pendimethaline, trifluarine, ή pyridate  ως ενεργά συστατικά.

Περικοκλάδα
Όνομα ζιζανίου: Lesser bindweed (Convolvulus arvensis)
Οικογένεια: ConvolvulaceaeΤο Convolvulus arvensis είναι ένα από τα συχνότερα απαντώμενα ζιζάνια σε όλων των ειδών τις καλλιέργειες. Ένας από τους λόγους της ευρύτατης διάδοσής του μπορεί να είναι η εξαιρετική του βλαστική ικανότητα. Χρειάζεται πολλή ηλιοφάνεια και δεν αντέχει τη διαρκή σκίαση.
Βιολογία: Το έλασσον bindweed είναι πολυετής δικοτυλήδονη καταβολάδα, με τύπο ζωής  G3.
Περίοδος ανάπαραγωγής: Στις αρχές του καλοκαιριού το σπορίδιο αναπτύσσει μίσχους και ρίζες που εκτείνονται κάθετα προς τα κάτω στο έδαφος ακόμα και σε βάθος 2-3 μέτρων. Τα κύρια και πλευρικά βλαστάρια και ρίζες καλύπτονται με βοηθητικούς βλαστούς. Από τους βλαστούς της κύριας ρίζας και των πλευρικών ριζών προβάλλουν καταβολάδες και πρώιμα ριζώματα προς τα πλάγια και προς τα πάνω.
Φύλλωμα-φύλλα:Τα φύλλα βρίσκονται στο μίσχο κι έχουν μήκος 2-5 εκ. Είναι ωοειδή και ωόσχημα ή θυμίζουν λόγχη. Οι άκρες των φύλλων είναι στρογγυλές, πιθανώς αιχμηρές.
Φυτό: Ο μίσχος πάνω από το έδαφος είναι λεπτός και κυλινδρικός. Μπορεί να φτάσει τα 2 μ. σε ύψος. Ο μίσχος ακουμπά στο έδαφος ή συστρέφεται γύρω από άλλα φυτά. Καλύπτεται από φύλλα. 
Άνθη: Τα λευκά ή ροζέ, αρωματισμένα κωνοειδή στεφάνια ανθέων εμφανίζονται στις αρχές Ιουνίου. Τα άνθη είναι είτε μόνα είτε σε ζεύγη σ’ ένα μακρύ μίσχο. Τα άνθη έχουν οριζόντιες πτυχώσεις και η άνθιση διαρκεί μέχρι το Σεπτέμβρη. Τα λευκά ή ροζέ, αρωματισμένα κωνοειδή στεφάνια ανθέων εμφανίζονται στις αρχές Ιουνίου. Τα άνθη είναι είτε μόνα είτε σε ζεύγη σ’ ένα μακρύ μίσχο. Τα άνθη έχουν οριζόντιες πτυχώσεις και η άνθιση διαρκεί μέχρι το Σεπτέμβρη. 

Καρπός: η γκρίζα του κάψουλα έχει δύο οπές όπου βρίσκονται 4-6 καφέ ή μαύρα σπόρια, με μήκος 3-5 χιλ. Οι παραγωγικοί μίσχοι λυγίζουν.
Σπόροι:
 οι σπόροι είναι καφέ ή μαύροι κι έχουν μια ειδική μορφή «αντι-αυγού». Το κέλυφός τους είναι σκληρό κι έτσι κατορθώνουν να διατηρούν για χρόνια εντός του εδάφους τη βλαστική τους ικανότητα.
Σπόροι ανά φυτό:
 περίπου 500-600.
Σύνοψη:
Η αξιοσημείωτη διάδοση του ζιζανίου δεν οφείλεται στον πολλαπλασιασμό των σπόρων του, αλλά στα υπεδάφια πολλαπλασιαστικά του όργανα. Παρ’ όλ’ αυτά, στη διάρκεια της βλαστικής περιόδου μπορούμε πάντοτε να εντοπίσουμε τους βλασταίνοντες σπόρους του ζιζανίου –κυρίως όταν το έδαφος είναι ζεστό.


Συχνότητα και σπουδαιότητα:Πρόκειται για πολύ διαδεδομένο ζιζάνιο, βρίσκεται σ’ όλο τον κόσμο. Συχνότερα θα το δούμε σε αγρούς, κήπους και περιβόλια, σε αμπέλια και οπωροφόρα, και σε ανθόκηπους. Η καταστροφή που προκαλεί είναι και σοβαρή και περίπλοκη, γιατί όχι μόνο εξαντλεί τα θρεπτικά συστατικά από τα καλλιεργημένα φυτά και παίρνει τη θέση τους, αλλά και το φύλλωμά του σκιάζει όλη την καλλιέργεια. Από την άλλη πλευρά, το ζιζάνιο συστρέφεται γύρω από τα φυτά και εμποδίζει την ανάπτυξή τους. Η βαθιά του ρίζα ξεραίνει τα κατώτερα στρώματα του εδάφους αφού απορροφά τα θρεπτικά συστατικά και τα αποθηκεύει στη ρίζα του και στο μίσχο. Προτιμά και χρειάζεται την ηλιοφάνεια αλλά ο βλαστός του πάνω από το έδαφος είναι πολύ ευαίσθητος στην παγωνιά. Ανθίζει σε κάθε τύπο γόνιμου εδάφους (εκτός από την κινούμενη άμμο) και αναπτύσσεται ταχύτατα σε μικτά εδάφη.
Αντιμετώπιση:Στην περίπτωση των νέων καλλιεργειών, πιθανολογείται να εμφανιστούν τα μονοετή μονοκοτυλήδονα και δικοτυλήδονα, αλλά καθώς ενηλικιώνεται η καλλιέργεια, πολλαπλασιάζονται και οι πολυετείς μονοκοτυλήδονες και δικοτυλήδονες καταβολάδες. Οι συχνά χρησιμοποιούμενες μηχανικές μέθοδοι για την αντιμετώπισή του αδυνατίζουν ή και καταστρέφουν ολοκληρωτικά το ζιζάνιο. Κι επειδή είναι διαδεδομένο σε όλων των ειδών τις καλλιέργειες, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην καταστροφή του. Αν είναι δυνατό, πρέπει να εξαλειφθεί η παρουσία του πριν τη σπορά.
 Aγροτεχνική Αντιμετώπιση: το ζιζάνιο δεν αγαπά τη σκιά γιατί χωρίς ηλιοφάνεια μαραίνεται. Μπορούμε σαν μέσο αντιμετώπισης να σκεπάσουμε το έδαφος, π.χ. με μαύρο πλαστικό κάλυμμα ή άχυρο ή λίπασμα από σάπια φύλλα. Η έγκαιρη σπορά (που μπορεί  να επιταχυνθεί με την εφαρμογή ανόργανων λιπασμάτων) στις αρχές της άνοιξης, μπορεί να καταστείλει τη μετέπειτα ανάπτυξή του.
Μηχανική Αντιμετώπιση: Η συχνή χρήση των μηχανικών μεθόδων αντιμετώπισης των ζιζανίων που επιτυγχάνεται με σκάψιμο, μηχανικό ή με το χέρι, σκάλισμα ή όργωμα, μπορεί να αδυνατίσει ή να εξαφανίσει το ζιζάνιο. 
Χημική Αντιμετώπιση:  Το  lesser bindweed δεν αντιμετωπίζεται χημικά στις καλλιέργειες λαχανοκομικών, γι’ αυτό πρέπει απαραιτήτως να αντιμετωπιστεί στις προηγούμενες καλλιέργειες.
Μουχρίτσα
Όνομα ζιζανίου: Cockspur (barnyard grass) (Echinochloa crus-galli)
Οικογένεια: Poaceae
Σύνοψη:
Tο είδος εντοπίζεται σ’ όλο τον κόσμο. Ιδιαίτερα σε χέρσα χωράφια και σταροχώραφα σιτς πεδιάδες, αλλά και σε μεγαλύτερο υψόμετρο.Το ζιζάνιο προτιμά τα υγρά αμμώδη εδάφη με υψηλή περιεκτικότητα σε θρεπτικές ουσίες,σήμερα όμως το βρίσκουμε ακόμα και σε βαρύτερα εδάφη. Αναπτύσσεται καλά σε αρόσιμους αγρούς, κήπους, και στα πλάγια των δρόμων. Αυτό το είδος είναι πολύ βλαβερό για τις αραιές καλλιέργειες, τα λαχανικά, το καλαμπόκι.


Βιολογία: 
Ετήσιο, μονοκοτυλήδονο χόρτο.
Περίοδος ανάπαραγωγής: Τέλος άνοιξης
Θέση και έδαφος:Η Echinochloa προτιμά τα υγρά αμμώδη εδάφη με υψηλή περιεκτικότητα σε θρεπτικές ουσίες. σήμερα όμως το βρίσκουμε ακόμα και σε βαρύτερα εδάφη. 
Φύλλωμα-φύλλα: Τα φύλλα είναι λεία, χνουδωτά.  
Φυτό: Ύψος 30 – 70 (10 – 100) εκ. 
Άνθη: Ταξιανθία πράσινη έως κοκκινο-καφέ, συχνά κρεμαστή, σχηματίζεται από μικρά στάχια μήκους  3 – 4 χιλ. 
Περίοδος ανθοφορίας: Τα φυτά ανθίζουν από τον Ιούνιο μέχρι το φθινόπωρο.
Καρποί και σπόροι: Ο καρπός είναι σαν σπόρος σταχιού με μήκος 2 χιλ. και πλάτος 1,5 χιλ., πλατύς, κίτρινος ή καφέ, απαλός. 
Σπόροι ανά φυτό:Παράγει χιλιάδες καρπούς που εύκολα αποσπώνται από τις ταξιανθίες.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:Το ζιζάνιο απαντάται σ’ όλο τον κόσμο. Ιδιαίτερα όμως σε σταροχώραφα ή χέρσα χωράφια, σε πεδιάδες ή και σε μεγαλύτερο υψόμετρο.
Αντιμετώπιση:  Βλάπτει τις αραιές καλλιέργειες όπως τα λαχανικά και το καλαμπόκι. Αναπτύσσεται καλά σε αρόσιμους αγρούς, κήπους, και στα πλάγια των δρόμων.
 Aγροτεχνική Αντιμετώπιση: Συνιστώνται προληπτικά μέτρα αντιμετώπισης: μικρότερο ποσοστό καλλιεργειών σε φαρδιές σειρές στην εναλλαγή καλλιεργειών, οργανικό λίπασμα χωρίς ορατούς σπόρους.
Mηχανική Αντιμετώπιση: Η μηχανική αντιμετώπιση των ζιζανίων επιτυγχάνεται με σκάψιμο, μηχανικό ή με το χέρι. 
Χημική Αντιμετώπιση:  Τα συνιστώμενα ζιζανιοκτόνα για χρήση πριν τη σπορά (φύτεμα) και πριν ή μετά τη βλάστηση των λαχανοκομικών, περιέχουν metazachlor, napropamide, pendimethaline, trifluarine, pyridate ή alachlore  ως ενεργά συστατικά.
Σετάρια – Αλεπονουρά
Όνομα ζιζανίου: Setaria spp.
Setaria glauca (Yellow bristle-grass)
Setaria viridis (Green bristle-grass)
Setaria verticullata (Rough bristle-grass)
Setaria decipiens
Setaria italica (Italian millet)
Οικογένεια: Poaceae
Τα ζιζάνια Setaria είναι μονοετή και παγκόσμιας διασποράς. Κάτω από ευνοϊκές συνθήκες (ειδικά το κατάλληλο  pH του εδάφους) τα διάφορα είδη απαντώνται σε διάφορες ποσότητες, ιδιαίτερα αν το έδαφος καλλιεργείται αδιάκοπα. 
Βιολογία: 
Τα Setaria είναι μονοετή, μονοκοτυλήδονα. Είναι φυτά του τέλους καλοκαιριού. Ο τύπος ζωής τους είναι T4.
Περίοδος ανάπαραγωγής: Για την ανάπτυξη των Setaria, απαιτείται ηλιοφάνεια και ζεστό έδαφος. Το μεγαλύτερο μέρος της εμφάνισης πραγματοποιείται στις αρχές του Μάη. Απ’ εκεί και πέρα η ανάπτυξη επιταχύνεται κάτω από ευνοϊκές συνθήκες. 
Φυτό:Τα Setaria φθάνουν σε ύψος τα 10-100 εκ., ανάλογα με τις συνθήκες. Είναι τύποι χόρτου με ισχυρό, ινώδες ριζικό σύστημα. Αναπτύσσονται εντατικά σε έδαφος αμμώδες, λασπώδες. 
Φύλλωμα-φύλλα: Τα φύλλα είναι γκριζοπράσινα, κολλώδη και αιχμηρά. Η προς το μίσχο επιφάνειά τους, είναι τραχιά. Τα φύλλα της Setaria verticillata είναι πιο πλατιά. Η προς το μίσχο επιφάνειά τους, τραχύτερη, όπως και οι άκρες. Η επιφάνεια των χαμηλότερων φύλλων είναι συνήθως κοκκινωπή.
Άνθη: Στενόμακρα, κυλινδρικά, με μήκος 4-6 εκ., με πυκνές ταξιανθίες με πολλά μικρά στεφάνια. Το άγανό τους προεξέχει από τα στάχια, είναι το διακριτικό τους γνώρισμα, όπως στην περίπτωση της Setaria glauca και το αντιλαμβάνεται κανείς όταν επιχειρήσει να το  ισιώσει προς τα κάτω,ενώ στα άλλα είδη της Setaria, όταν τα ισιώσει προς τα πάνω. Το άγανο της Setaria verticillata είναι κι αυτό οδοντωτό, κι έτσι εύκολα κολλά στα ρούχα όσων το αγγίζουν.  
Περίοδος ανθοφορίας: ανθίζουν από Ιούνιο έως Νοέμβριο. Τα άνθη και τα πράσινα μέρη καταστρέφονται και από την ελάχιστη παγωνιά. 
Καρποί και σπόροι:το σχήμα των σπόρων από την πίσω μεριά θυμίζει αυγό πατημένο. Το χρώμα τους είναι γκρι ή κιτρινο-καφέ. Έχουν μήκος 2-3 χιλ.
Σπόροι ανά φυτό:Ο αριθμός τους εξαρτάται από το στάδιο ανάπτυξης και το μέγεθος του ζιζανίου. Κυμαίνεται μεταξύ 200 και 1500.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Πρόκειται για ζιζάνια διαδεδομένα στην Ευρώπη, την Ασία και τη Βόρειο Αμερική. Ιδιαίτερα συναντώνται σε αγρούς αλλά προκαλούν σημαντικές βλάβες και στα οπωροφόρα, τα λαχανικά και τους ανθόκηπους, ειδικά στις καλά λιπαινόμενες περιοχές. Σε περιοχές που καλλιεργούνται με σκάψιμο, οι σπόροι βλασταίνουν νωρίς λόγω του ζεστού και υγρού εδάφους. Η διαδικασία αυτή επιταχύνεται με την καλλιέργεια. Η Setaria glauca προτιμά το όξινο έδαφος ενώ η Setaria viridis πολλαπλασιάζεται μαζικά στο ασβεστούχο. Όλα τα είδη της Setaria πολλαπλασιάζονται σε ουδέτερα εδάφη. Η Setaria decipiens εμφανίζεται σποραδικά σε έδαφος λασπώδες. Τα ζιζάνια παρεμποδίζουν την ανάπτυξη των νεαρών φυτών, εξατμίζοντας μεγάλη ποσότητα νερού, έτσι ώστε ελαχιστοποιείται το υδάτινο απόθεμα του εδάφους, με αποτέλεσμα μεγάλες απώλειες, ειδικά την ξηρή, καλοκαιρινή περίοδο.

Αντιμετώπιση: Aγροτεχνική Αντιμετώπιση: Μπορούμε να εμποδίσουμε αποτελεσματικά την εξάπλωση των ζιζανίων στη γεωργία με εντατική εκμετάλλευση των αγρών (δηλ., διαδοχικές παραγωγες) και κανονική καλλιέργεια.  
Mηχανική Αντιμετώπιση:  Τα φυτά του τέλους καλοκαιριού (T4) εμφανίζονται στις καλλιέργειες λαχανικών, αλλά τα συγκεκριμένα ζιζάνια είναι δυνατό να εξαλειφθουν με κανονική, τακτική καλλιέργεια, ή τουλάχιστον έτσι δεν θα ωριμάσουν οι σπόροι τους.
Χημική Αντιμετώπιση: Τα συνιστώμενα ζιζανιοκτόνα για χρήση πριν τη σπορά (φύτεμα) και πριν ή μετά τη βλάστηση των λαχανοκομικών, περιέχουν napropamide, ή trifluarine ως ενεργά συστατικά.
Κοινή Αγριάδα
Όνομα ζιζανίου: Common couch-grass, syn. quack grass (Agropyron  repens)
Οικογένεια: Poaceae Ζιζάνιο πολυετές, με στάχια και εξαπλωνόμενα, υπόγεια, λευκά ριζώματα. Σε όλα σχεδόν τα εδάφη, ιδιαίτερα στα καλύτερα λιπαινόμενα και πλούσια σε θρεπτική αξία εδάφη.
Βιολογία: 
Πολυετές, μονοκοτυλήδονο ζιζάνιο, με τύπο ζωής G1.
Περίοδος ανάπαραγωγής: διαρκώς, όλο το χρόνο, από βάθος μέχρι 5 εκ. 
Κοτυληδόνα: μικρή, τυλιγμένη από την άκρη, συχνά κοκκινωπή στη βάση.
Φύλλωμα-φύλλα: φάρδος μέχρι περίπου  5 χιλ., συχνά σαν τυλιγμένα, ριγωτά. Η επιφάνεια του φύλλου είναι λεία, χωρίς χνούδι, λοβοί γαμψοί. Γλώσσες (ligule) πολύ κοντές, στις άκρες οδοντωτές.
Φυτό:όρθιο, λείο, στρογγυλό, με ύψος από 20 έως 100 εκ. 
Άνθη:Λεπτές ταξιανθίες με στάχια των 4-8 ανθέων σε δύο σειρές σε επαφή με τον κορμό, κενά βράκτια. 
Περίοδος ανθοφορίας:καλοκαίρι, σπανίως μέχρι το φθινόπωρο.
Καρποί και σπόροι:λευκο-γκρίζα έως κιτρινωπά σπορίδια μήκους περίπου 7 χιλ.
Σπόροι ανά φυτό: 50 σπόροι ανά στάχυ.
Σύνοψη:
Το agropyron είναι πολυετές χόρτο με στάχυα, με εξαπλωνόμενα υπόγεια λευκά ριζώματα.
Σχνότητα και σπουδαιότητα:
Το κοινό couch-grass εντοπίζεται σε καλλιεργημένους και ακαλλιέργητους αγρούς σε όλο τον κόσμο, εκτός από τα τελείως βόρεια και τελείως νότια. Προτιμά το ελαφρώς οργανικό και αμμώδες έδαφος, αναπτύσσεται όμως σε όλους τους τύπους εδάφους με την εξαίρεση της κινούμενης άμμου και έλη. Το couch grass εμφανίζεται ως ζιζάνιο στις περισσότερες καλλιέργειες σε αγρούς αλλά και κήπους, και πρόκειται για ένα από τα πλέον ολέθρια για τις αρόσιμες καλλιέργειες ζιζάνια.



Αντιμετώπιση: Το Couch grass δε θα πρέπει να υπάρχει σε αγρούς όπου καλλιεγούνται λαχανικά. Αν είναι δυνατό, πρέπει να εξαφανιστεί πριν τη σπορά αυτών των ειδών.
 Μέθοδοι πρόληψης Αυτές οι μέθοδοι ελέγχου στοχεύουν στη μείωση της εξάπλωσης του ζιζανίου με την παρεμπόδιση της ωρίμανσής τους και την αποβολή των σπόρων από το αρόσιμο έδαφος, τα ζωικά περιττώματα, λιπάσματα κλπ. Η παρεμπόδιση της εξάπλωσης μέσω σπόρων: το Couch grass εύκολα διαδίδεται από το σπόρο του χόρτου, που συνήθως καθαρίζεται ανάλογα με τις προδιαγραφές Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε από ορισμένους συγγραφείς, μερικοί σπόροι του ζιζανίου εντοπίζονται στους σπόρους των δημητριακών, γιατί οι ανώριμοι αλλά ζωντανοί σπόροι βρίσκονται κλεισμένοι στα μικρά στάχυα, που έχουν μέγεθος καρπού σταριού.  
 Mηχανικές μέθοδοιΗ καλλιέργεια καλαμιού μετά την τελευταία συγκομιδή και το σβάρνισμα, μπορούν να αποδώσουν μείωση του πληθυσμού του couch grass.
 Χημικές μέθοδοι:Το couch grass αντιμετωπίζεται χημικά στο λάχανο μόνο με ζιζανιοκτόνα που περιέχουν fluazifop-P-butyl ή propaquiazafop ως ενεργά συστατικά. Είναι προτιμότερ να προλάβουμε το πρόβλημα στις προηγούμενες καλλιέργειες.

πηγή>http://www.plantprotection.hu/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου