ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

Βαμβάκι: τα μυστικά της καλλιέργειας…

Βαμβάκι: τα μυστικά της καλλιέργειας…



Baumwollpflüger
Το φυτό προσαρμόζεται γενικά σε περιοχές μεταξύ 37ο Β.Γ.Π. και 32ο Ν.Γ.Π., όπου η μέση θερμοκρασία του καλοκαιριού είναι υψηλότερη των 25oC, η ηλιοφάνεια υπερεπαρκής και οι βροχοπτώσεις μέτριες δηλαδή μεταξύ 600 και 1200 mm (24-48 ίντσες) το χρόνο.
Είναι ιδιαίτερα απαιτητικό σε μια μακρά περίοδο απαλλαγμένη από παγετούς που κυμαίνεται από 180-200 ημέρες και είναι ακόμα μεγαλύτερη για τα μακρόινα βαμβάκια, αφού το φυτό δεν ανέχεται τις χαμηλές θερμοκρασίες ούτε στο φύτρωμα, ούτε στη βλαστητική και αναπαραγωγική ανάπτυξη, ούτε στην ωρίμανση και το άνοιγματων καψών. Απαιτεί, επίσης περίοδο ελεύθερη από βροχοπτώσεις από το άνοιγματων καψών μέχρι και τη συγκομιδή.
Από πλευράς εδάφους δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις, αφού το επίπεδο των θρεπτικών στοιχείων δεν χρειάζεται να είναι υψηλό. Προτιμά εδάφη μέσης σύστασης ενώ δίνει ικανοποιητικές αποδόσεις και σε εδάφη ελαφρώς αλατούχα ή μετρίως ξηρά. Το τελευταίο, κάνει το βαμβάκι ελκυστική καλλιέργεια στις ξηρές (άγονες) και ημίξηρες περιοχές.
Γενικά, οι συνθήκες αυτές απαντιόνται στις ξηρές τροπικές και υποτροπικές περιοχές τόσο του βόρειου όσο και του νότιου ημισφαίριου, στις οποίες το μεγαλύτερο ποσοστό των καλλιεργούμενων με βαμβάκι εκτάσεων είναι αρδευόμενο και επομένως το φυτό δεν στηρίζει τις αποδόσεις του στο νερό των βροχοπτώσεων, όπως δηλαδή ακριβώς συμβαίνει και στη χώρα μας.
Η εποχή σποράς στο βόρειο ημισφαίριο κυμαίνεται από τις αρχές Φεβρουάριου μέχρι τις αρχές Ιουνίου (στην Ελλάδα συνήθως από 15 Απριλίου μέχρι 5 Μάίου, νωρίτερα στη νότια και αργότερα στη βόρεια χώρα).
Στις ΗΠΑ, η περιοχή που είναι γνωστή ως Νότιες Πεδιάδες αποτελεί τη μεγαλύτερη ενιαία, συνεχόμενη έκταση καλλιέργειας βαμβακιού στον κόσμο. Εκεί η καλλιέργεια του βαμβακιού διεξάγεται ως ξηρική, με πολύ μικρές ποσότητες νερού για άρδευση.
Το βαμβάκι μπορεί να καλλιεργηθεί και για την παραγωγή ινών με φυσικό χρώμα διαφορετικό από το συνηθισμένο, το τυπικό άσπρο χρώμα που έχουν οι περισσότερες καλλιεργούμενες εμπορικές ποικιλίες. Τα υπόλοιπα φυσικά χρώματα που μπορεί να έχουν οι ίνεςτου βαμβακιού είναιτο κόκκινο, το πράσινο και διάφορες αποχρώσεις του καφέ.
Στις τροπικές χώρες στις οποίες δεν συμβαίνει ποτέ παγετός το βαμβάκι είναι φυτό πολυετές και όχι ετήσιο. Στο γένος Gossypium της οικογένειας Malvaceae, στο οποίο ανήκει το βαμβάκι, έχουν ταυτοποιηθεί 36 διαφορετικά είδη, 32 αυτοφυή (άγρια) και 4 καλλιεργούμενα.
Τα καλλιεργούμενα είναι:
►► Gossypium hirsutum αμερικάνικο ή χνουδωτό ή upland. Ιθαγενές της κεντρικής Αμερικής (Μεξικό – Καραϊβική – Νότια Φλόριδα) αποτελεί το 90% της παγκόσμιας παραγωγής
►► Gossypium barbadense αιγυπτιακό ή βαρβαδινό ή μακρόινο. Ιθαγενές των τροπικών περιοχών της νότιας Αμερικής Αποτελεί το 8% τη ς παγκόσμιας παραγωγής
►► Gossypium arboretum δενδρώδες ή ινδικό. Ιθαγενείς των Ινδιών και του Πακιστάν, αποτελεί λιγότερο από 2% της παγκόσμιας παραγωγής και
►► Gossypium herbaceum ποώδες ή κινέζικο ή ανατολικό. Ιθαγενές της νότιας Αφρικής και της Αραβικής Χερσονήσου. Λιγότερο από το 2% της παγκόσμιας παραγωγής.
Τα δύο πρώτα, που αποτελούν το 98% της σύγχρονης παγκόσμιας παραγωγής βαμβακιού, είναι γνωστά ως βαμβάκια του νέου κόσμου, ενώ τα δύο τελευταία, που καλλιεργούνταν ευρέως πριν το 1900, είναι γνωστά ως βαμβάκια του παλαιού κόσμου.
Από πλευράς προσαρμοστικότητας η χώρα μας βρίσκεται στο βορειότερο σημείο της ζώνης καλλιέργειας του βαμβακιού και γι’αυτό η πρωιμότητα και ότι την ευνοεί είναι ο κυριότερος παράγοντας για τη επιτυχία της καλλιέργειας
Επειδή η γενετική πρωιμότητα (ποικιλίες βαμβακιού με μικρότερο βιολογικό κύκλο) είναι χαρακτηριστικό που συνδέεται με μικρού μήκους ίνα, χαρακτηριστικό ανεπιθύμητο για τις καλλιεργούμενες ποικιλίες βαμβακιού, αναζητούνται άλλοι παράγοντες σμίκρυνσηςτου βιολογικού κύκλου του φυτού σε χώρες με οριακή οικολογική προσαρμοστικότητα για το βαμβάκι, όπως τα ελαφριά εδάφη, η πρώιμη σπορά, η άριστη πυκνότητα σποράς η ορθολογική ανόργανη λίπανση και άρδευση.
Το γενετικά τροποποιημένο βαμβάκι
Το γενετικά τροποποιημένο βαμβάκι δημιουργήθηκε με στόχο τη μείωση της χρησιμοποίησης εντομοκτόνων στην καλλιέργεια. Το γενετικά τροποποιημένο βαμβάκι είναι ανθεκτικό στο glyphosate, που είναι ένα ζιζανιοκτόνο ευρέος φάσματος.
Από πλευράς καλλιεργουμένων εκτάσεων 250 εκατ. στρέμματα ή περίπου το 69% της συνολικής παγκόσμιας έκτασης, καλλιεργήθηκαν με ποικιλίες βαμβακιού γενετικά τροποποιημένες το 2011.
Πρώτη χώρα στον κόσμο στην καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένου βαμβακιού είναι η Ινδία (106 εκατ. στρέμματα ή το 88% της συνολικής της έκτασης) και ακολουθούν οι ΗΠΑ (40 εκατ. στρέμματα), η Κίνα (39 εκατ. στρέμματα) και το Πακιστάν (26 εκατ. στρέμματα).
Ποικιλίες βαμβακιού γενετικά τροποποιημένες καλλιεργούνται, επίσης, στην Αυστραλία, την Αργεντινή, τη Μιανμάρ, την Μπουργκίνα Φάσο, τη Βραζιλία, το Μεξικό, την Κολομβία, τη νότια Αφρική και την Κόστα Ρίκα. Σύμφωνα με μια μελέτη που έγινε στην Ινδία και διήρκεσε αρκετά χρόνια, η καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένου βαμβακιού, αύξησε τις αποδόσεις και το κέρδος και βελτίωσε το επίπεδο ζωής των μικρών παραγωγών.
Το οργανικό βαμβάκι
Ως οργανικό βαμβάκι θεωρείται εκείνο που παράγεται από συμβατικές ποικιλίες (χωρίς γενετική τροποποίηση) και χωρίς τη χρησιμοποίηση συνθετικών αγροχημικών, όπως ανόργανων λιπασμάτων και εντομοκτόνων. Το 2007 παράχθηκαν 265.000 μπάλες οργανικού βαμβακιού σε 24 χώρες, με την τάση παραγωγής να είναι σταθερά αυξητική από χρόνο σε χρόνο.

Η σημασία των προϊόντων του βαμβακιού


Cotton branch
Το βαμβάκι είναι φυτό που κατάγεται από θερμά κλίματα και θερμές περιοχές, καλλιεργείται, όμως, σήμερα σε περισσότερες από 90 χώρες. Για πολλές από τις χώρες αυτές, ιδίως τις πιο μικρές, αποτελεί κύρια πηγή εργασίας και συναλλάγματος, όπως π.χ. για αρκετές χώρες της Αφρικής (Ουγκάντα, Μοζαμβίκη, Σουδάν, Ζάμπια, Νιγηρία, Τανζανία, Ζιμπάμπουε, Ακτή του Ελεφαντοστού, Μπενίν, Μπουργκίνα Φάσο, Σενεγάλη, Τσαντ, Τόγκο, Μάλι κ.ά.). Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στη Ζάμπια π.χ. δραστηριοποιούνται 180.000 μικροί παραγωγοί βαμβακιού.
Αν και το βαμβάκι παράγει περισσότερο σπόρο από ίνες ανά μονάδα καλλιεργούμενης έκτασης, το φυτό καλλιεργείται για τις ίνες του, που είναι 8 έως και 10 φορές ακριβότερες από τον σπόρο. Ούτως ή άλλωςτο βαμβάκι ήταν, είναι και θα είναι το σπουδαιότερο κλωστικό φυτό στονκόσμο, με την παραγωγή του να απέχει τεράστια από την παραγωγή αντίστοιχων φυσικών (φυτικών) ινών άλλων κλωστικών φυτών, όπως το λινάρι και η κάνναβις.
Από την εμφάνιση στο παγκόσμιο εμπόριο των συνθετικών ινών, το 1936, από την εταιρεία Dupont, υπάρχει ένας συνεχής ανταγωνισμός μεταξύ φυσικών (βαμβάκι) και συνθετικών ινών, με τις πρώτες να επικρατούν σε περιόδους παγκόσμιας οικονομικής ευεξίας και να υποχωρούν σε περιόδους παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης. Τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει μια σχετική ισορροπία στην κατανάλωση μεταξύ φυσικών και συνθετικών ινών, με τις δύο κατηγορίες περίπου να μοιράζονται τις χρησιμοποιούμενες σε παγκόσμια κλίμακα ποσότητες ινών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ίνες του βαμβακιού και τα πολυποίκιλα προϊόντα που παράγονται από αυτές είναι πολύ πιο ανθεκτικά στο χρόνο από τα αντίστοιχα προϊόντα των συνθετικών ινών και πολύ πιο ακριβά όμως.
Η κατά κεφαλή κατανάλωση εκκοκκισμένου βαμβακιού ετησίως, αποτελεί ένα από τα κριτήρια ανάπτυξης μιας χώρας. Στις ΗΠΑ η κατανάλωση είναι 11 κιλά, στην Ασία 1,9 κιλά, στην Αφρική 1,1 κιλά και στη χώρα μας 4 κιλά. Ηχημική σύνθεση της ίναςτου βαμβακιού είναι: κυτταρίνη 91 %, νερό 7,85%, πηκτινικές ουσίες 0,55%, λιπαρές ουσίες 0,40% και μεταλλικά άλατα 0,20%.
Για να σχηματιστεί η ίνα διέρχεται δύο διακεκριμένα στάδια: το στάδιο της επιμήκυνσης, κατά το οποίο η ίνα αυξάνεται συνεχώς μέχρι να αποκτήσει το τελικό της μήκος και το οποίο διαρκεί 20 ημέρες (15-25) και το στάδιο της πάχυνσης των τοιχωμάτων της που διαρκεί ίδιο χρόνο περίπου. Η πάχυνση της ίνας γίνεται σε ομόκεντρους δακτύλιους και κάθε μέρα σχηματίζεται ένα στρώμα (κάθε ίνα είναι ένα επιδερμικό κύτταρο του βαμβακόσπορου που εσωτερικά μοιάζει με άδειο σωλήνα). Κατά την πάχυνση ζάχαρα, που είναι προϊόντα της φωτοσύνθεσης, μεταφέρονται στην ίνα. Τα ζάχαρα, στη συνέχεια, μετατρέπονται σε κυτταρίνη και το προϊόν εναποτίθεται στο εσωτερικό του αρχικού τοιχώματος.
Οι ίνες σε υγρό και θερμό καιρό γίνονται πιο μακριές και πιο χονδρές. Σε συνθήκες ξηρασίας και καλής ηλιοφάνειας γίνονται λεπτές, αλλά πιο κοντές. Τα πλούσια χωράφια δίνουν ίνεςλεπτές, ενώ στα φτωχά χωράφια περιορίζεται η ανάπτυξή τους.
Στο σπόρο του βαμβακιού, εκτός από τις ίνες, σχηματίζεται και λάδι. Το λάδι αρχίζει να σχηματίζεται στο σπόρο 15 η μέρες μετά τη γονιμοποίηση του άνθους και μέχρι τις 50 ημέρες. Η περιεκτικότητα του σπόρου σε λάδι κυμαίνεται από 18 – 25%, λιγότερο στο χνουδωτό ή αμερικάνικο βαμβάκι και περισσότερο στο βαμβάκι το αιγυπτιακό. Το βαμβακέλαιο, μετά το ραφινάρισμα που υφίσταται, είναι λάδι βρώσιμο από τον άνθρωπο, όπως και τα υπόλοιπα φυτικά λάδια.
Η βαμβακόπτττα, που προκύπτει ως υποπροϊόν της σπορελαιουργίας, μετά την αφαίρεση του λαδιού από το σπόρο, συνιστά μια καλή ζωοτροφή για τα μηρυκαστικά.
Στο σπόρο του βαμβακιού, αλλά και σε άλλα μέρη του φυτού, υπάρχει μια ουσία πολυφαινολικής φύσης, η γκοσσυπόλη, που είναι στερεά, κρυσταλλική, κίτρινη, διαλυτή σε αρκετούς οργανικούς διαλύτες και αδιάλυτη στο νερό. Η περιεκπκότητα του σπόρου σε γκοσσυπόλη κυμαίνεται από 0,57-2,41 % και διακρίνεται σε ελεύθερη και ενωμένη. Η ελεύθερη είναι τοξική και αντιθρεπτική για ορισμένα ζώα (πτηνά -γουρούνια – κουνέλια). Τα τελευταία χρόνια οι επιστήμονες έχουν καταφέρει να αδρανοποιήσουν το γονίδιο που παράγει την γκοσσυπόλη και έτσι η παραγόμενη ζωοτροφή είναι ακίνδυνη για όλα τα είδη των ζώων.

Το πολύτιμο Βαμβάκι, άλλοτε και τώρα…


Cotton flower
Το βαμβάκι ήταν, είναι και θα είναι το σπουδαιότερο κλωστικό φυτό στον κόσμο, με την παραγωγή του να απέχει τεράστια από την παραγωγή αντίστοιχων φυσικών (φυτικών) ινών άλλων κλωστικών φυτών, όπως το λινάρι και η κάνναβις
Το βαμβάκι ήταν γνωστό και καλ­λιεργούνταν από τους προϊστορικούς χρόνους. Σχετικές έρευνες δείχνουν πωςτο βαμβάκι πρωτοαναπτύχθηκε σε δύο περιοχές εντελώς ανεξάρτητες και πολύ μακριά η μία από την άλλη: την Ινδία και την Αμερική. Υπολείμματα ινών βαμβακιού, χρο­νολογούμενα το 5.800 π.Χ. βρέθηκαν σε μια σπηλιά, στο Τεχουνακάν του Μεξικού, ενώ από άλλες πηγές τεκμαίρεται, ότι το βαμβάκι πρωτοεγκαταστάθηκε στο Μεξικό μεταξύ 5.000 και 3.000 π.Χ. Οι Ελληνες και οι Άραβες δεν γνώριζαν το βαμβάκι μέχρι την εποχή των πο­λέμων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αφού ο σύγχρονός του Μεγασθένης αναφέρει ότι «υπήρχαν δένδρα, στα οποία αναπτύσσεται μαλλί» στην Ινδία. Η αναφορά αυτή, μάλλον, αφο­ρούσε το δενδρώδες βαμβάκι -Gossypium arboretum- που είναι είδος ιθαγενές των Ινδιών.
Στο Ιράν η καλλιέργεια του βαμβακιού πηγαίνει πίσω στον 5ο π.Χ. αιώνα, ενώ στο Περού ιθαγενές είναι το είδος Gossypium barbadense, το βαμβάκι το μακρόινο. Η μεγαλύτερη ποικιλομορφία άγριων ειδών βαμβακιού συναντάται στο Μεξικό και αμέσως μετά στην Αυστραλία και την Αφρική.
Η Ινδία καλλιέργησε πρώτη βαμβάκι, πέντε -τουλάχιστον- χιλιάδες χρόνια πριν. Σ’ ένα πανάρχαιο θρησκευτικό βιβλίο των Ινδών, το Rig Veda, που υποθέτουν πως γράφτηκε 1.500 χρόνια π.Χ., στον ύμνο 105 (στίχος 8) γί­νεται λόγος για «νήματα στον αργα­λειό» ενώ σε άλλο, νεότερο ιερό βιβλίο των Ινδών, τους Νόμους του Manu αναφέρεται το νήμα του βαμβακιού με το όνομα Kurpas ή Kupas, όπως είναι και σήμερα γνωστό το σύσπορο βαμβάκι στην Ινδία.
Στο πρώτο του ταξίδι στο Νέο Κόσμο ο Κολόμβος διασχίζοντας τον Ατ­λαντικό, αντίκρισετηνπρώτη στεριά, ένα νησί του συμπλέγματος Bahamas. «Όταν ήμασταν ακόμα στη βάρκα του καραβιού», γράφει στο ημερο­λόγιό του στις 12 Οκτωβρίου 1492, «οι ιθαγενείς ήρθαν προς το μέρος μας κολυμπώντας και μας έφεραν παπαγάλους, κουβάρια από βαμβα­κερό νήμα, ακόντια και πολλά άλλα πράγματα….».
Στην αρχαία Ελλάδα το έφεραν οι Φοίνικες τον 2ο αιώνα π.Χ. Η συστη­ματική παραγωγή άρχισε ουσιαστικά ένα είδος βραχύϊνο, το Gossypium herbaceum, το βαμβάκι το ποώδες με άσπρες ή κεραμόχροες ίνες απο­κλειστικά και μόνο γιατην ικανοποίηση οικιακών αναγκώντων καλλιεργητών. Η βαμβακοκαλλιέργεια έλαβε ώθηση στην Ελλάδα από το 1864 και μετά, οπότε εξ απίαςτου πολέμουτης Αμε­ρικής ανέβηκε η τιμή του, ενώ παράλληλα δόθηκε η ευκαιρία εισαγωγής σπόρου ποικιλιών ενός περισσότερο εμπορικού είδους του Gossypium hirsutum, με καλύτερη ανταπόκριση στο φυσικό μας περιβάλλον και επο­μένως με μεγαλύτερες αποδόσεις
Η παραγωγή στον κόσμο σήμερα
Η παγκόσμια καλλιεργούμενη έκταση, αυξημένη τατελευταία χρόνια, ανέρ­χεται σε 370-400 εκατομ­μύρια στρέμματα (37-40 εκατ. εκτάρια) και η παραγωγή σε εκκοκκισμένο βαμβάκι υπολο­γίζεται κάθε χρόνο σε πε­ρίπου 25 εκατ. τόνους ή 110 εκατ. μπάλες (1 μπάλα = 226,8 κιλά ή 500 pounds). Η παραγωγή σε σύσπορο βαμβάκι είναι περίπου τριπλάσια. Η παγκόσμια μέση στρεμματική απόδοση σε εκκοκκισμένο βαμβάκι είναι 60-65 κιλά και σε σύσπορο 180-195 κιλά.
Η χώρα μας στην οποία τα αντίστοιχα μεγέθη είναι 90-100 κιλά και 270-300 κιλά, κατατάσσεται πέμπτη στον κόσμο όσον αφορά τις μέσες στρεμματικές αποδόσεις, με πρώτη στον σχετικό πίνακα την Αυστραλία.
Οι δέκα κυριότερες χώρες παραγωγής βαμβα­κιού στον κόσμο είναι η Κίνα, η Ινδία, οι ΗΠΑ, το Πακιστάν, η Βραζιλία,το Ουζμπεκιστάν, η Τουρκία, η Αυστραλία, το Τουρκμενιστάν και η Αργεντινή. Οι πέντε σπουδαιότερες εξαγωγικές χώρες είναι οι ΗΠΑ, η Ινδία, η Βραζιλία, η Αυστραλία και το Ουζμπεκιστάν, ενώ οι κυριότερες χώρες εισαγωγής βαμβακιού είναι η Κορέα, η Ταϊβάν, η Ρωσία και η Ιαπωνία.
Το παγκόσμιο εξαγωγικό εμπόριο του βαμβακιού φτάνει κάθε χρόνο τα 12 δια δολάρια, από τα οποία 5 δια δολάρια προέρ­χονται από τις Η Π Α και 2 δις δολάρια από τις χώρες της Αφρικής. Στο πλαίσιο του παγκόσμιου εμπορίου βαμβακιού διακινούνται κάθε χρόνο 8,0-10 εκατ. τόνοι, με κύρια χώρα, που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις συνολικές ποσότητες την Κίνα. Κατά την περίοδο 2013-14 στο παγκόσμιο εμπόριο βαμβακιού διακινήθηκαν 8,5 εκατ. τόνοι, 1 εκατομμύριο τόνοι λιγότεροι από την προηγούμενη πε­ρίοδο, εξαιτίαςτων μειωμένων εισα­γωγών της Κίνας που, ειρήσθω εν παρόδω, είναι η μεγαλύτερη παρα­γωγός αλλά και η μεγαλύτερη σε ει­σαγωγές βαμβακιού χώρα στον κό­σμο.
Να σημειωθεί, ακόμα, ότι τα παγκόσμια αποθέματα βαμβακιού κινούνται κάθε χρόνο σε ποσότητες 18-20 εκατ. τόνων, με το 60% της ποσότητας αυτής να το κατέχει η Κίνα.
Η καλλιέργεια είναι πλήρως εκμηχανισμένη στην Αμερική, την Ευρώπη και την Αυστραλία, ενώ στην Ασία, σε ένα ποσοστό, έχει προχωρήσει η εκμηχάνιση, σε μεγάλο ποσοστό όμως οι καλλιεργητικές εργασίες συμπεριλαμβανομένης και της συγ­κομιδής γίνονται με το χέρι. Στην Αφρική και γενικά στις αναπτυσσό­μενες χώρες στο συντριπτικά μεγα­λύτερο ποσοστό των καλλιεργούμε­νων εκτάσεων, οι καλλιεργητικές φ ροντίδες στο σύνολό τους γίνονται χειρωνακτικά, συμπεριλαμβανομένης και της συγκομιδής Το τελευταίο, που συμβάλλει αποφασιστικά στο υψηλότερο κόστος παραγωγής του βαμβακιού, αντισταθμίζεται εν μέρει από την υψηλότερη ποιότητα του προϊόντος, αφού το βαμβάκι που συγκομίζεται με το χέρι είναι πολύ πιο καθαρό (μικρότερο ποσοστό ξέ­νων υλών).

Πηγή>http://www.pemptousia.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου