ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

Ιστορίες του χωριού:Η πείνα.



Μία ιστορία απο τα παλιά,που διαβάσαμε σε ένα βιβλίο του λαογράφου  Γιώργου Βιτώρου.Το βιβλίο έχει τίτλο "Της Κρήτης μας τα σόρδινα" και κυκλοφόρησε το 1984,τριάντα ένα χρόνια πρίν απο την υπέρτατη ανάπτυξη που ζούμε σήμερα. Ο συγγραφέας,προλογίζει   την ιστορία(αλοίμονο,χωρίς να μπορεί να διανοηθεί τι θα συνέβαινε 31 χρόνια μετά)  και αναφέρει:

"Οι αθιβολές που ακολουθούν μπορούν άνετα να χαρακτηριστούν μαύρες.Γεγονότα του σχετικά κοντινού παρελθόντος,σκιαγραφούν μιά εποχή που πέρασε ολόκληρη η χώρα.Αθιβολές(αναφορές)πείνας,φτώχειας μιζέριας και κακομοιριάς ας τις ονομάσουμε και ας πούμε πως γελούμε με μιά εποχή που δεν πρόκειται να ξανάρθει...Με άλλα λόγια βρισκόμαστε στον αστερισμό της "οβομαλτίνης"της 'κρέμας καραμελέ"και του "καρνέισον".Φύγαμε ανεπιστρεπτί απο αυτόν του χαρουπιού,της πορτοκαλόφλουδας και του πληγουριού."
Εικόνες απο την αγροτική Ελλάδα του χθές...

"Βρισκόμαστε λίγο πρίν απο την κατοχή με ντεκόρ,ένα ανωγειανό σπίτι.
Το σπίτι του καλομοιρονικόλα,αν θέτε,καλύτερα.
Καμαρούλα μιά σταλιά με τζάκι αναμένο,ημόνη πλούσια γωνιά του σιτιού.
Οξω φυσά δαιμονισμένα.Ασκημος καιρός με το χιονόνερο να μαστιγώνει ζωντανά,σπίθια κι ανθρώπους.Και πείνα!! Φοβερή πείνα.Απ το πρωί έχει φύγει ο νοικοκύρης κι έχει πιάσει το Μαλεβύζι για να βρεί πράμα φαγώσιμο για τη φαμελιά.
Πίσω του άφησε γυναίκα και δέκα(!) κοπέλια.Το μεσημέρι,άλλο λίγο άλλο πολύ,χόρτασαν με υποψία λαδόξυδου.
Τώρα,καθισμένα στο τζάκι συδυό συν -τρία έχουν στήσει ζουρνά και ζητούν φαί.
Η απελπισμένη μάννα που δέν έχει φαγώσιμο στο σπίτι ούτε να ψακώσει ποντικό,κάνει κουμάντο πώς να τα κοιμίσει ξεγελώντας τα.
Παίρνει τα μικρότερα στην ποδιά της και ταχταρίζοντας τα,αρχίζει,ενώ όλα κρέμονται απο το στόμα της.
-Αυριο το πρωί,θα έρθει ο μπαμπάς απου τη χώρα και θα φέρει ρύζι, ροβύθια, φασόλια, πορτοκάλες μεγάλες,και μήλα,θε φέρει κριάς και χοιρινό να κάμουμε γλίνα και αρνί να σας το ψήσω με τσι πατάτες και θα βάλω και μπόλικη σάλτσα να βουτάτε μέσα φραντζόλες που θα φέρει,σκιάς ένα σακκί και θα κρατεί και τσάι να σασε βράσω στο μεγάλο ντενεκέ να πίνετε,και θα φέρει και βώτυρο και μέλι και γαλατομπούρεκα απου το ζαχαροπλαστείο.
Τα ποιό μικρά τα πήρε κιόλας ο ύπνος ενώ τα σάλια στα στόματα των μεγαλύτερων έτρεχαν ρυάκι.
Τα δυνατά της έβαλε η κακομοίρα η μάννα να τα κοιμίσει κι αυτά και συνέχισε:
Δεν σας είπα όμως πως θα φέρει και φουντούκια,συκοπιταρίδες,καρύδια και αμύγδαλα,στραγάλια,και αφράτα,καί απου τα άλλα,και θα κρατεί και γάλα,απο κιονέ το πηχτό να σασε βάζω στο χάσκο ψωμί να τρώτε να γλύφετε τα δάχτυλά σας!!
Συναλλήλως ακουμπώντας όπως ήταν καθισμένα τα κεφάλια τους,πήρε και τα μεγαλύτερα ο ύπνος.
Μόνο του Βασίλη τση τα βλέφαρα που δεν βάραιναν καθόλου και συνέχισε:
-Είπε μου,πως θα μασε φέρει και τέσσερα σακιά αλεύρι και θα σασε κάμω μαγκίρι,χυλόφτα,τηγανόπιτες,τηγανίτες και λαζάνια και θα σου κάμω Βασιλειό μου και σένα  ένα κουλούρι μεγάλο να μην μπορείς να το σηκώσεις,και θα είναι όλο δικό σου μόνο,άντε εδά αντράκι μου να κοιμηθείς κι εσύ,και αύριο θα δείς...
Με τα σάλια στο στόμα την κοίταξε το Βασιλειό,που φαίνεται πως κι άλλες φορές ταχε ακούσει αυτά ,μα κανένα πρωί δεν τα είδε,και τση κάνει ξεροκαταπίνοντας δυό τρείς φορές:
-Ξαναπέτα,μάννα απου την αρχή!!!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου