ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Πασχαλινές ιστορίες



Τι είναι η θυσία;

Τι είναι η θυσία γιαγιά; Ρώτησε η μικρή Μαρία τη γιαγιά της. Η γιαγιά αφού κοίταξε για λίγο μέσα στο χρονοντούλαπο που έχει καλά κλειδωμένο μέσα της γεμάτο με θύμισες σαν θησαυρό, γύρισε και κοίταξε την μικρή Μαρία και σχεδόν δακρύζοντας είπε:
Η θυσία μικρή μου είναι σαν αυτό το κούτσουρο που βλέπεις να καίγεται στο τζάκι. Αυτό που μας φωτίζει, μας ζεσταίνει, ενώ την ίδια στιγμή αυτό αργοπεθαίνει. Το κάνει όμως με χαρά χωρίς να παραπονιέται, χωρίς να πονά, χωρίς να δακρύζει. Γίνεται στάχτη και απλά χάνεται μέσα στον χρόνο, χωρίς ποτέ να κοιτάξει ποιους φώτισε, ποιους ζέστανε αλλά κυρίως δεν περίμενε κανένα ευχαριστώ από κανέναν.
Συγκινημένη η μικρή Μαρία ρώτησε την γιαγιά: Γιαγιά αν καούν όλα τα κούτσουρα τότε ποιος θα μας φωτίζει και θα μας ζεσταίνει; Αυτή τη φορά η γιαγιά χαμογέλασε και αφού της χάιδεψε στοργικά το όμορφα ξανθά της μαλλιά, είπε: αυτό δεν μπορεί ποτέ να γίνει παιδί μου γιατί ο Θεός δεν θα άφηνε ποτέ τον άνθρωπο στο σκοτάδι και στην παγωνιά!
Να δες, φυτρώνουν συνέχεια νέα δέντρα, αρκεί εμείς οι άνθρωποι να τα χρησιμοποιούμε με σύνεση και όχι να φτιάχνουμε σταυρούς επάνω στους οποίους να καρφώνουμε εκείνους που διάλεξε η θεϊκή δύναμη να μας προστατεύουν, χωρίς ποτέ να ζητούν κάποιο αντάλλαγμα. Αυτοί που έρχονται και που όταν φύγουν ευωδιάζουν σαν άρωμα λουλουδιών και δίνουν κουράγιο στις ψυχές των ανθρώπων. Σαν την ευωδία του επιταφίου της Μεγάλης Παρασκευής.

Ο άνθρωπος πρώτα σκοτώνει ό,τι νέο γενιέται και μετά το προσκυνά από τύψεις

Γιατί σταύρωσαν τον Χριστό δάσκαλε, ρώτησαν οι μαθητές τον Maktoub; Εκείνος αφού παρέμεινε σιωπηλός για αρκετή ώρα, κοίταξε για αρκετή ώρα τους μαθητές σκεπτικός, είπε σχεδόν μονολεκτικά, «έτσι κάνουν»! Και γιατί το κάνουν ρώτησε ο Καζάρ απορημένος; Οι άνθρωποι, συνέχισε ο δάσκαλος, έχουν μια μεγάλη ασθένεια που λέγεται εγωισμός. Που σε συνδυασμό με τον φόβο του καινούργιου και της αλλαγής, αντιδρούν περίεργα και σκοτώνουν ό,τι νέο γεννιέται, άσχετα αν μετά το πιστεύουν και το προσκυνούν από τύψεις.
Όταν ήρθε ο Ιησούς από την Ναζαρέτ, εκείνοι ακόμα πίστευαν στα ξύλα, στην φωτιά και σε αγάλματα και έκαναν πολέμους μεταξύ τους για να αποδείξουν ποιος είχε το καλύτερο άγαλμα. Κάποιοι ελάχιστοι πίστευαν αόριστα σε κάποιον Θεό πνεύμα που όμως δεν ερχόταν ποτέ. Ο Εμμανουήλ αν και αμόρφωτος γιος μαραγκού, τόλμησε να τους δείξει έναν άλλο Θεό. Πιο μεγάλο, με αγάπη και πρόνοια, σοφό. Τους είπε ότι ζει μέσα στις καρδιές τους, και που σε κάθε ευλογία ή δυσκολία θα μπορούσαν να του ζητήσουν βοήθεια και εκείνος αν αποφάσιζε ότι τους είναι χρήσιμο θα τους έκανε την Χάρη.
Αυτό θα παραμέριζε τον ρόλο εκείνων που μέχρι εκείνη την στιγμή έπαιζαν τον ρόλο του ενδιάμεσου, με ανταμοιβή κοσμικά πλούτη και εξουσία. Οι απλοί λόγοι γεμάτοι αγάπη του Ιησού, μίλησαν αμέσως στις καρδιές των ανθρώπων. Πήγαιναν να τον ακούσουν με δάκρυα στα μάτια, ακόμα και όσοι δεν γνώριζαν την Αραμαϊκή γλώσσα. Οι λόγοι του είχαν τόση δύναμη, που αμέσως αρκετοί γιατρεύονταν την ίδια στιγμή από ασθένειες που προκαλούσε η ψυχή τους στο σώμα. Η φήμη του διαδόθηκε σαν αστραπή στον τόπο της Γαλιλαίας και συνέρρεαν πλήθη στο άκουσμα, ότι ο γιος του μαραγκού θα μιλούσε σε κάποιο λόφο της Ιουδαίας.
Σύντομα όλο αυτό ενόχλησε τον εγωισμό των ψευτοδιδασκάλων με τα χρυσά ράσα και έβαλαν σχέδιο δόλιο να σκοτώσουν τον μικρό που τόλμησε να μιλήσει για έναν άλλο Θεό. Πιο ανθρώπινο και καθόλου κοσμικό. Έναν Θεό ελεύθερο που έβλεπε όλους το ίδιο σαν παιδιά του. Έναν Θεό που δεν ξεχώριζε δίκαιους και αμαρτωλούς, έναν Θεό που δεν ξεχώρισε χρώμα, ράτσα, φυλή. Έναν Θεό που δεν ζητούσε θυσίες και δώρα, παρά μόνο αγάπη και όλα αυτά μέσα από το στόμα και τον απλό λόγο του Ιησού.
Τελικά τον σκότωσαν, μα εκείνος αναστήθηκε μέσα από τους λόγους του, για να τους αποδείξει ότι η αλήθεια και η αγάπη δεν σκοτώνονται, δεν κρύβονται, δεν εξαφανίζονται. Κάποια στιγμή λάμπουν και βασιλεύουν σαν τον ήλιο μέσα στους αιώνες. Ο δάσκαλος ολοκληρώνοντας, γύρισε και κοίταξε τον ήλιο κατάματα και θαρρείς ένα δάκρυ κύλισε από τα μάτια του, για την αλήθεια της Μεγάλης Παρασκευής που κρύβει μέσα του ο επιτάφιος, το Epitaph!

Η Χαρμολύπη της Ανάστασης

Ήρθα, δεν με κάλεσες. Ήρθα να σε τιμήσω και να σε υπηρετήσω. Το έκανα απλά, ταπεινά. Σου έδωσα άρτο και ψάρι, κρασί και μύρο και στο τέλος σου έπλυνα τα πόδια. Σου γιάτρεψα τις πληγές και συνεχίζω να το κάνω. Εσύ με έφτυσες. Με μαστίγωσες, με σταύρωσες και σαν σήμερα με κηδεύεις και σαν αύριο με ανασταίνεις.
Μα έτσι είστε εσείς οι άνθρωποι. Δεν εκτιμάτε ποτέ κάτι όταν το έχετε και μετά τρέχετε και το αποζητάτε όταν το χάσετε, είπε ο Θεός. Μα σας λυπήθηκα και σας άφησα πίσω τον υιό μου τον μονογενή. Ζήτα από εκείνον ό,τι χρειάζεσαι και αργά ή γρήγορα θα στο δώσει. Μην βιάζεσαι, έχε υπομονή. Αργεί μα έρχεται, πάντα έρχεται. Από εσένα, ένα θέλει μοναχά. Να μην τον ξεχνάς και τον θυμάσαι μόνο κάθε Μεγάλη Πέμπτη, Παρασκευή και Πάσχα.
Είναι σαν την ανάσα σου. Αν την σταματήσεις για μερικά δευτερόλεπτα, θα παρέλθεις. Είναι σαν το οξυγόνο που σου δίνει η θάλασσα. Είναι σαν το χάδι, που αποζητά το μωρό για να σταματήσει να κλαίει. Σαν το ηλιοβασίλεμα που δεν δύει ποτέ. Σαν το φεγγάρι που δεν κρύβεται. Να είσαι δίπλα του, κοντά του. Μπορεί να μην τον αγγίζεις, μα εκείνος σε νιώθει. Μπορεί να του μιλάς, μα εκείνος σε ακούει. Είναι στο χέρι σου αν θα τον κρατήσεις ζωντανό μέσα σου και αν αύριο θα τον αναστήσεις. Κάτι σαν ένα νοερό βάλς μέσα στην ψυχή!
Παρασκευή η Μεγάλη, στιγμή η μεγάλη όταν η ψυχή αναπαύεται εκεί που ανήκει. Στον θάνατο! Κείται επί του τάφου αλλά όχι μέσα γιατί είναι ελεύθερη. Και αύριο θα πετάξει στον ουρανό, θα αναστηθεί. Δεν θα το κάνει από μόνη της. Εσύ θα το κάνεις. Θα πεις και θα νιώσεις Ιησούς Ανέστη από τον τάφο. Την ίδια στιγμή θα νιώσεις χαρά και λύπη. Χαρά που αναστήθηκε και λύπη που έφυγε. Χαρμολύπη το ονομάζει η εκκλησία.

Αυτό το αστέρι ήρθε για να μείνει

Πώς εκείνο το άστρο της Bηθλεέμ έδυσε επάνω στον σταυρό; Δεν έδυσε, αντίθετα πήρε φως και ενέργεια από εκείνον που έφευγε και θα ξανάρθει. Κάθε φως που έρχεται φεύγει πάντα μεγαλύτερο. Εδώ μεγαλώνει, ωριμάζει και κάποια στιγμή εκπέμπει. Εκπέμπει αγάπη, ηρεμία, φως, αλήθεια και ανοιξιάτικες ευωδίες που μένουν για πάντα.
Είχε πει: «εγώ θα παρέλθω μα οι λόγοι μου ποτέ. Θα μείνουν σαν φάροι μέσα στον χρόνο για να παρηγορούν πονεμένες ψυχές». Πράγματι οι λόγοι του Κυρίου είναι αυτοί εδώ και χιλιάδες χρόνια. Αυτό το αστέρι ήρθε για να μείνει, όπου και μένει σήμερα και φωτίζει τις ψυχές εκατομμυρίων ανθρώπων.
Αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν είναι ένας θάνατος μα μια υπενθύμιση της φλόγας της πίστης που καίει μέσα σε εκείνους που το έχουν ανάγκη. Το ζητούν, το αποζητούν και επιλέγουν να ζουν μακριά από το σκοτάδι. Το σκοτάδι φοβάται το φως του άστρου της Bηθλεέμ και προσπαθεί με κάθε τρόπο να το σιγήσει. Εκείνο παραμένει άσβεστο, δυνατό, φωτεινό και σήμερα απλά χαίρεται που του δίνουμε μια μέρα δόξας. Δικής του δόξας.
Δεν έδυσε. Σε λίγο, απόψε θα νυχτώσει και θα βγει σαν βασιλιάς στους δρόμους και στα στενά της πόλης, όπου θα υποκλιθούν ταπεινά, θα το αρωματίσουν και απέναντί του θα αναφωνήσουν, «Αι γενεαί πάσαι», τον ύμνο του Epitaph.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου