Είναι από τα δέντρα εκείνα που, όπως αποδεικνύει η μακρά πορεία τους ανά τους αιώνες, έρχονται στη γαστρονομική επικαιρότητα μόνο σε περιόδους πολέμων, λιμών και σιτοδειών, όπου η τροφή είναι πάντοτε λίγη και δυσεύρετη.
Η ευχή του Γαληνού να μην μεταφερθεί στη χώρα μας ποτέ το δέντρο εκείνο που ονομάζεται χαρουπιά και παράγει αυτούς τους δύσπεπτους καρπούς έπιασε τόπο - ευτυχώς με κάποιες εξαιρέσεις! Πραγματικά χαρουπιές δεν συναντάμε σχεδόν πουθενά στην Ελλάδα, εκτός από την Κρήτη, τη Ρόδο και την Κύπρο, όπου —ιδιαίτερα στην πρώτη— φύονται σε απίστευτα μεγάλες ποσότητες.
Η κερώνια (ceratoni a sliqua) ή "κεραθιά" ή "χαρουπιά" ή "τσικιρντέκια" πήρε το όνομα της από το "κέρατον", που υποδηλώνει και τη μορφή που έχει ο καρπός της.
Κατά την αρχαιότητα φαίνεται ότι τα δέντρα της δεν καλλιεργήθηκαν και δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ για τις βρώσιμες ιδιότητες των καρπών τους. Αντίθετα από την παραβολή του Ασώτου (Λουκά 15,16) συμπεραίνουμε ότι το δέντρο ήταν πολύ γνωστό στη Συρία και την Ιουδαία την εποχή του Χριστού και οι καρποί του ιδιαίτερα, σε περιόδους σιτοδειών, καταναλώνονταν ως τροφή από τους φτωχούς.
Είναι πολλοί εκείνοι που ισχυρίζονται ότι το δέντρο έφεραν στην Κρήτη οι Άραβες, αλλά οι βοτανολόγοι και γεωπόνοι υποστηρίζουν ότι, επειδή το φυτό αναπτύσσεται χωρίς φύτεμα, ήταν ανέκαθεν αυτοφυές στο νησί.
Η ευχή του Γαληνού να μην μεταφερθεί στη χώρα μας ποτέ το δέντρο εκείνο που ονομάζεται χαρουπιά και παράγει αυτούς τους δύσπεπτους καρπούς έπιασε τόπο - ευτυχώς με κάποιες εξαιρέσεις! Πραγματικά χαρουπιές δεν συναντάμε σχεδόν πουθενά στην Ελλάδα, εκτός από την Κρήτη, τη Ρόδο και την Κύπρο, όπου —ιδιαίτερα στην πρώτη— φύονται σε απίστευτα μεγάλες ποσότητες.
Η κερώνια (ceratoni a sliqua) ή "κεραθιά" ή "χαρουπιά" ή "τσικιρντέκια" πήρε το όνομα της από το "κέρατον", που υποδηλώνει και τη μορφή που έχει ο καρπός της.
Κατά την αρχαιότητα φαίνεται ότι τα δέντρα της δεν καλλιεργήθηκαν και δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ για τις βρώσιμες ιδιότητες των καρπών τους. Αντίθετα από την παραβολή του Ασώτου (Λουκά 15,16) συμπεραίνουμε ότι το δέντρο ήταν πολύ γνωστό στη Συρία και την Ιουδαία την εποχή του Χριστού και οι καρποί του ιδιαίτερα, σε περιόδους σιτοδειών, καταναλώνονταν ως τροφή από τους φτωχούς.
Είναι πολλοί εκείνοι που ισχυρίζονται ότι το δέντρο έφεραν στην Κρήτη οι Άραβες, αλλά οι βοτανολόγοι και γεωπόνοι υποστηρίζουν ότι, επειδή το φυτό αναπτύσσεται χωρίς φύτεμα, ήταν ανέκαθεν αυτοφυές στο νησί.
Οι ξεροί σπόροι του χρησίμευαν στο παρελθόν στην Αφρική σαν βαρίδια για το ζύγισμα των μπαχαρικών και στις Ινδίες για το ζύγισμα των πετραδιών. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο λόγος που η μονάδα βάρους των κοσμημάτων πήρε το όνομα "καράτι". Το βάρος του σπόρου της χαρουπιάς κυμαίνεται ομοιόμορφα μεταξύ 189 και 205 χιλιοστών του γραμμαρίου, ενώ το καράτι έχει επίσημα καθοριστεί στα 200 χιλιοστά του γραμμαρίου.
Παρά του ότι είναι ένα από τα μακροβιότερα δέντρα, ποτέ δεν κατατάχθηκαν οι καρποί του (οι οποίοι ωριμάζουν στα μέσα του καλοκαιριού) στα βρώσιμα "φρούτα". Δυστυχώς, επικράτησε η άποψη του Πλίνιου, που θεωρεί τα γλυκά φασόλια της χαρουπιάς σαν τροφή κατάλληλη για τα γουρούνια. Έτσι, ακόμα και σήμερα τα χαρούπια καλλιεργούνται και πωλούνται κυρίως ως ζωοτροφή.
Μάλλον όμως τόσο ο Πλίνιος όσο και ο Γαληνός φαίνεται ότι έκαναν λάθος για τις διαιτολογικές ιδιότητες και τη γαστρονομική αξία αυτού του καρπού, καθώς τα "φτωχά" χαρούπια κατάφεραν να θρέψουν όχι μόνο τον Ιωάννη το Βαπτιστή στην έρημο αλλά και χιλιάδες παιδιά κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου στην Κρήτη. Κι αυτό διότι στην άσχημη και ζαρωμένη σάρκα τους περιέχουν τα δέκα σπουδαιότερα άλατα και ιχνοστοιχεία και περίπου 8% πρωτεΐνη, ασβέστιο, φώσφορο, σίδηρο και βιταμίνες.
Βράζοντας τα χαρούπια, οι χωρικοί παρασκεύαζαν από το μέλι που υπάρχει στο εσωτερικό τους ένα απλό, υδατώδες εκχύλισμα, την "χαρουπιά", την οποία και χρησιμοποιούσαν ως κύρια γλυκαντική ουσία. Πολλοί, την ίδια ακριβώς περίοδο τα φούρνιζαν, τα άλεθαν και ανακάτευαν τη σκόνη τους με το λιγοστό αλεύρι για την παρασκευή του απαραίτητου για την οικογένεια ψωμιού.
Οι κρητικοί παρασκεύαζαν το καλοκαίρι από το "μέλι" των χαρουπιών ένα δροσιστικό σερμπέτι που σέρβιραν με χιόνι και ονόμαζαν "χαρουπάδα" ή "χαρουπία". Επίσης, ο σπόρος της χαρουπιάς αντικατέστησε στην Κρήτη ακόμα και τον καφέ, καβουρντιζόμενος με αμύγδαλα και ρεβίθια. Εάν κάποιος κόψει στα δύο τον καρπό του ωρίμου χαρουπιού, θα διαπιστώσει ότι στάζει μέλι, το οποίο μάλιστα θυμίζει έντονα τη γεύση σοκολάτας. Το χαρούπι περιέχει λιγότερες θερμίδες από τη σοκολάτα και καθόλου θειοβρωμίνη, μια ουσία που υπάρχει στη σοκολάτα και θεωρεί¬ται ότι μπορεί να προκαλέσει πονοκεφάλους.
Έτσι, το χαρουπόμελο χρησιμοποιείται σε σοκολάτες, καραμέλες, παστέλια και σιρόπια. Η εξαγωγή της γλυκαντικής ουσίας από τα χαρούπια είναι πολύ εύκολη (περιγράφεται παρακάτω), αρκεί να συλλέξετε άφθονους καρπούς την κατάλληλη εποχή!
Με το χαρουπόμελο μπορείτε να φτιάξετε θαυμάσια και υγιεινά δροσιστικά ποτά, μπισκότα, πίτες και κουλουράκια. Η ήπια γεύση του, που θυμίζει σοκολάτα γάλακτος, ταιριάζει ωραία σε κέικ με μέλι και ξηρούς καρπούς ακόμα και σε παγωτά!
Το αφέψημα, τέλος, από κοπανισμένα χαρούπια είναι ιδανικό για τα παιδιά που πάσχουν από βρογχίτιδα και κοκίτη. Βρασμένα, επίσης, μαζί με ξερά σύκα και σταφίδες χρησιμοποιούνται ως άριστο αντιβηχικό φάρμακο.
Παρά του ότι είναι ένα από τα μακροβιότερα δέντρα, ποτέ δεν κατατάχθηκαν οι καρποί του (οι οποίοι ωριμάζουν στα μέσα του καλοκαιριού) στα βρώσιμα "φρούτα". Δυστυχώς, επικράτησε η άποψη του Πλίνιου, που θεωρεί τα γλυκά φασόλια της χαρουπιάς σαν τροφή κατάλληλη για τα γουρούνια. Έτσι, ακόμα και σήμερα τα χαρούπια καλλιεργούνται και πωλούνται κυρίως ως ζωοτροφή.
Μάλλον όμως τόσο ο Πλίνιος όσο και ο Γαληνός φαίνεται ότι έκαναν λάθος για τις διαιτολογικές ιδιότητες και τη γαστρονομική αξία αυτού του καρπού, καθώς τα "φτωχά" χαρούπια κατάφεραν να θρέψουν όχι μόνο τον Ιωάννη το Βαπτιστή στην έρημο αλλά και χιλιάδες παιδιά κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου στην Κρήτη. Κι αυτό διότι στην άσχημη και ζαρωμένη σάρκα τους περιέχουν τα δέκα σπουδαιότερα άλατα και ιχνοστοιχεία και περίπου 8% πρωτεΐνη, ασβέστιο, φώσφορο, σίδηρο και βιταμίνες.
Βράζοντας τα χαρούπια, οι χωρικοί παρασκεύαζαν από το μέλι που υπάρχει στο εσωτερικό τους ένα απλό, υδατώδες εκχύλισμα, την "χαρουπιά", την οποία και χρησιμοποιούσαν ως κύρια γλυκαντική ουσία. Πολλοί, την ίδια ακριβώς περίοδο τα φούρνιζαν, τα άλεθαν και ανακάτευαν τη σκόνη τους με το λιγοστό αλεύρι για την παρασκευή του απαραίτητου για την οικογένεια ψωμιού.
Οι κρητικοί παρασκεύαζαν το καλοκαίρι από το "μέλι" των χαρουπιών ένα δροσιστικό σερμπέτι που σέρβιραν με χιόνι και ονόμαζαν "χαρουπάδα" ή "χαρουπία". Επίσης, ο σπόρος της χαρουπιάς αντικατέστησε στην Κρήτη ακόμα και τον καφέ, καβουρντιζόμενος με αμύγδαλα και ρεβίθια. Εάν κάποιος κόψει στα δύο τον καρπό του ωρίμου χαρουπιού, θα διαπιστώσει ότι στάζει μέλι, το οποίο μάλιστα θυμίζει έντονα τη γεύση σοκολάτας. Το χαρούπι περιέχει λιγότερες θερμίδες από τη σοκολάτα και καθόλου θειοβρωμίνη, μια ουσία που υπάρχει στη σοκολάτα και θεωρεί¬ται ότι μπορεί να προκαλέσει πονοκεφάλους.
Έτσι, το χαρουπόμελο χρησιμοποιείται σε σοκολάτες, καραμέλες, παστέλια και σιρόπια. Η εξαγωγή της γλυκαντικής ουσίας από τα χαρούπια είναι πολύ εύκολη (περιγράφεται παρακάτω), αρκεί να συλλέξετε άφθονους καρπούς την κατάλληλη εποχή!
Με το χαρουπόμελο μπορείτε να φτιάξετε θαυμάσια και υγιεινά δροσιστικά ποτά, μπισκότα, πίτες και κουλουράκια. Η ήπια γεύση του, που θυμίζει σοκολάτα γάλακτος, ταιριάζει ωραία σε κέικ με μέλι και ξηρούς καρπούς ακόμα και σε παγωτά!
Το αφέψημα, τέλος, από κοπανισμένα χαρούπια είναι ιδανικό για τα παιδιά που πάσχουν από βρογχίτιδα και κοκίτη. Βρασμένα, επίσης, μαζί με ξερά σύκα και σταφίδες χρησιμοποιούνται ως άριστο αντιβηχικό φάρμακο.
Πηγή> mirsini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου