Πριν την εγκατάσταση των φυτών στο χωράφι, γίνεται προετοιμασία εδάφους. Απομακρύνονται τα υπολείμματα της προηγούμενης καλλιέργειας και γίνεται φρεζάρισμα του χώρου με προσθήκη βασικής λίπανσης. Δεν έγινε απολύμανση του εδάφους διότι είχε εφαρμοστεί στην προηγούμενη καλλιέργεια απολύμανση με ατμό. Για την άρδευση των φυτών χρησιμοποιούνται σωλήνες PΕ διατομής 20mm που φέρουν σταλακτήρες ανά 50cm. Μετά την τελική ισοπέδωση του εδάφους, ακολουθεί η εγκατάσταση των φυτών.[1]
Σπορά
Το βάθος σποράς πρέπει να είναι 0,5cm και η πυκνότητα φύτευσης όταν πρόκειται για αλία, 1 - 2gr σπόρου / m2 σπορείου. Όταν χρησιμοποιείται αλία, τα φυτάπαραμένουν στην ίδια θέση μέχρι την φύτευση στο θερμοκήπιο . Όταν γίνεται χρήση κιβωτίου σποράς, η φύτευση γίνεται πιο πυκνή, γιατί τα νεαρά φυτάρια φυτεύονται σε ατομικά γλαστράκια στο στάδιο των κοτυληδόνων, μόλις εμφανιστεί το πρώτο πραγματικό φύλλο. Τα ακατάλληλα φυτάρια απορρίπτονται. Αναφέρεται ότι εμβάπτιση του σπόρου σε νερό πριν τη φύτευση δεν φαίνεται να έχει κανένα πλεονέκτημα στην ταχύτητα ή στην ομοιομορφία της βλάστησης, αλλά μπορεί να γίνει κάποια προβλάστηση σε υγρή άμμο ή τύρφη και σπορά, μόλις αρχίσει η βλάστηση. Επίσης ωσμωβελτίωση των σπόρων με 0,4 - 0,5Μ μανιτόλη για 4 - 6 ημέρες προκαλεί αύξηση στο ρυθμό βλάστησης των σπόρων και ανάδυσης των φυταρίων. Η υπεροχή του ωσμωβελτιωμένου σπόρου είναι εμφανής όταν η βλάστηση γίνεται σε χαμηλές θερμοκρασίες.[2]
Φύτευση
Όταν το φυτό αποκτήσει το επιθυμητό μέγεθος (4 περίπου πραγματικά φύλλα ύψους 15cm το καθένα) και καλό ριζικό σύστημα 4 - 8 εβδομάδες μετά τη σπορά, ανάλογα με τις συνθήκες, μεταφέρεται στο θερμοκήπιο για φύτευση. Ο αριθμός και η διάταξη των φυτών είναι ανάλογος με το σύστημα φύτευσης και διαμόρφωσης του φυτού που θα ακολουθηθεί. Συνιστώνται αποστάσεις φύτευσης 100 - 120cm, μεταξύ των γραμμών και 60 - 75cm επί των γραμμών, όταν στο φυτό αφεθούν να αναπτυχθούν 3 - 4 βλαστοί. Η υιοθέτηση της διπλής γραμμής φύτευσης (50cm μεταξύ των διπλών γραμμών, 100cm μεταξύ των ζευγών γραμμών και 50cm επί των γραμμών φύτευσης), εξασφαλίζει πολλά πλεονεκτήματα.
Όσο μεγαλύτερο αριθμό βλαστών αφήσουμε πάνω στο φυτό τόσο πιο αργή θα είναι η ανάπτυξη των βλαστών αυτών και θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος να φθάσουν τα φυτά στο οριζόντιο σύρμα. Η τακτική να αφήνονται πολλοί βλαστοί ανά φυτό είναι καλή στην περίπτωση που η φυτεία θα παραμείνει στην παραγωγή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αντίθετα, για φυτείες που διαρκούν μικρό διάστημα, έχει βρεθεί ότι πυκνή φύτευση και λίγοι βλαστοί ανά φυτό (2 βλαστοί) δίνουν πιο υψηλή παραγωγή και μεγαλύτερους καρπούς. Γενικά, έχει παρατηρηθεί ότι όσο πιο μεγάλος είναι ο αριθμός των βλαστών ανά φυτό, τόσο πιο μεγάλος είναι και ο αριθμός των καρπών που παράγονται ανά φυτό, αλλά οι καρποί έχουν μικρότερο μέγεθος. Αυτή η συμπεριφορά στην πυκνή βλάστηση, μπορεί να έχει οικονομικά πλεονεκτήματα, γιατί συχνά υπάρχει ζήτηση στο μέσο και μικρό μέγεθος καρπού, που πληρώνεται πιο ακριβά. Στον αριθμό των βλαστών που θα πρέπει να κρατηθούν ανά φυτό, η εποχή φύτευσης παίζει ρόλο. Όταν η φύτευση γίνεται το φθινόπωρο, τότε ο αριθμός βλαστών / φυτό πρέπει να είναι μικρός (2 - 3) γιατί τα φυτά θα περάσουν τον χειμώνα, όπου οι συνθήκες φωτισμού και υγρασίας δεν είναι άριστες. Αντίθετα την άνοιξη μπορούν οι βλαστοί να είναι περισσότεροι από 3. Τελευταία εφαρμόζεται και το μονοστέλεχος σύστημα διαμόρφωσης των φυτών, με ανάλογη βέβαια αύξηση του πληθυσμού φυτών/στρέμμα.[2]
Καταπολέμηση ζιζανίων
Πολλά ζιζάνια μπορούν να ληφθούν υπόψη ως δείκτες σχετικά με την κατάσταση του εδάφους και έτσι να επέμβουν ανάλογα. Έτσι το ζιζάνιο Fumaria officinalis (καπνόχορτο) σχετίζεται με έδαφος με μεγάλη υγρασία, το Erodium cicutarium (χτενάκι) σχετίζεται με ξηρό και πετρώδες έδαφος, το Urtica urens (μικρή τσουκνίδα) σχετίζεται με ελαφρό και χουμώδες έδαφος, το Chenopodium album (λουβουδιά) σχετίζεται με έδαφος πλούσιο σε άζωτο, το Sinapis arvensis (βρούβα) σχετίζεται με αλκαλικό έδαφος (pH>7) και το Veronica officinalis (γαλαζάκι) σχετίζεται με όξινο έδαφος (pH<7). Ο κύριος στόχος είναι να κρατηθούν τα ζιζάνια σε τέτοιο επίπεδο που δεν θα δημιουργούν ανταγωνισμό στα φυτά. Τα κυριότερα καλλιεργητικά, μηχανικά, φυσικά και βιολογικά μέτρα, αναλύονται εκτενώς στην ντομάτα θερμοκηπίου.[3]
Άρδευση
Άρδευση στο σπορείο: Η ποσότητα του νερού και η συχνότητα εφαρμογής του δίνονται ανάλογα με το υπόστρωμα και το ρυθμό ανάπτυξης του φυτού. Σαν γενικός κανόνας θα μπορούσε να εφαρμοστεί η αρχή ότι το υπόστρωμα δεν θα πρέπει να αφήνεται να ξηραίνεται τελείως, αλλά ούτε και να είναι τελείως υγρό για μεγάλο διάστημα. Όταν τα φυτά είναι μικρά, είναι φυσικό να θέλουν λίγο νερό και αυτό εφαρμόζεται κατά αραιά διαστήματα. Όταν όμως τα φυτά μεγαλώσουν και οι συνθήκες στο σπορείο είναι καλές, τότε θα χρειάζονται πιο πολύ νερό και συχνά ποτίσματα. Στέρηση νερού στα φυτά νεαρής ηλικίας προκαλεί σκλήρυνση (ανάσχεση της κανονικής ανάπτυξης), γεγονός που επηρεάζει αρνητικά τη μελλοντική ανάπτυξη και παραγωγή των φυτών αυτών. Εκτός από το πότισμα στο σπορείο, μπορεί να χρειαστεί και ψεκασμός του φυλλώματος με νερό όταν έχει μεγάλη ηλιοφάνεια, για να αυξηθεί η υγρασία στο σπορείο και να βοηθηθεί η ανάπτυξη. Θα πρέπει το φύλλωμα να διατηρείται στεγνό κατά τις νυχτερινές ώρες.
Άρδευση στο θερμοκήπιο: Οι ανάγκες σε νερό μιας φυτείας μελιτζάνας ποικίλλουν ανάλογα με την ανάπτυξη των φυτών, τον τύπο του εδάφους και τις κλιματολογικές συνθήκες. Το ριζόστρωμα δεν πρέπει να ξηραίνεται, αλλά ούτε και να είναι συνέχεια πολύ υγρό. Εάν διαπιστωθεί βλαστομανία, θα πρέπει να μειωθεί η ποσότητα και η συχνότητα του ποτίσματος. Εάν η περιεκτικότητα του εδάφους σε υγρασία είναι χαμηλή, τότε μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά το χρώμα των καρπών. Η μέθοδος ποτίσματος θα πρέπει να δίνει την ακριβή ποσότητα νερού σε συνδυασμό με υγρή λίπανση. Το πότισμα στάγδην είναι το πιο κατάλληλο. Έχει υπολογιστεί ότι οι ανάγκες σε νερό μιας καλλιέργειας μελιτζάνας, μια καλλιεργητική περίοδο κυμαίνονται από 400 - 500m3 / στρέμμα, όταν το πότισμα γίνεται με τη μέθοδο στάγδην. Η ολική περιεκτικότητα σε άλατα είναι ECe 1,7 dS * m-1 και η περιεκτικότητα σε βόριο 1 - 2mg/l τότε δεν υπάρχει μείωση στην απόδοση της μελιτζάνας.[2]
Λίπανση
Βασική λίπανση: Μία καλή φόρμουλα βασικής λίπανσης για ικανοποιητική παραγωγή περιλαμβάνει κοπριά χωνεμένη (3 - 4 τόνους/στρέμμα), 50 - 75 kg/στρέμμα λίπασμα 0-20-0 (δόση φωσφόρου) και 30 - 40 kg/στρέμμα λίπασμα 0-0-50 (δόση καλίου). Η κοπριά και τα φωσφοροκαλιούχα λιπάσματα δίνονται ως βασική λίπανση και ενσωματώνονται πριν από τη φύτευση με μια άροση βάθους 30 - 40cm.
Επιφανειακή λίπανση: Η επιφανειακή λίπανση σε δόσεις και σε αναλογία Ν:Κ2O = 1:1 (χορήγηση 120gr KNO3 και 110gr NH4NO3 σε 1lt νερό και αυτό αραιώνεται 200 φορές κατά το πότισμα). Αν παρατηρηθεί βλαστομανία, τότε γίνεται προσωρινή μείωση του αζώτου και άυξηση του καλίου με την διάλυση σε αναλογία Ν:Κ2O = 1:2 (χορήγηση 160gr KNO3 και 50gr NH4NO3 σε 1lt νερό και αυτό αραιώνεται 200 φορές κατά το πότισμα). Έαν η βλάστηση είναι φτωχή, τότε δίνεται αυξημένη ποσότητα αζώτου με την διάλυση σε αναλογία Ν:Κ2O = 2:1 (χορήγηση 70gr KNO3 και 140gr NH4NO3 σε 1lt νερό και αυτό αραιώνεται 200 φορές κατά το πότισμα). Συνήθως δεν παρίσταται ανάγκη για προσθήκη φωσφόρου στην επιφανειακή λίπανση, γιατί τα φυτά της μελιτζάνας έχουν εκτεταμένο ριζικό σύστημα και εκμεταλλεύονται μεγάλο όγκο εδάφους, αλλά συχνά τα φυτά υποφέρουν από έλλειψη μαγνησίου και θα ήταν φρόνιμο να προστίθεται με την υγρή λίπανση ποσότητα 35 - 50gr MgSO4 στο λίτρο νερού, για την παρασκευή του βασικού διαλύματος και αυτό αραιώνεται 200 φορές, για να ποτιστεί το φυτό.[2]
Κλάδεμα
Αφαίρεση και κορυφολόγημα βλαστών: Η αφαίρεση των βλαστών 2ης τάξης στις κορυφές των κρατηθέντων βλαστών επαναλαμβάνεται μία φορά την εβδομάδα και ταυτόχρονα γίνεται περιέλιξη των βλαστών που κρατήθηκαν γύρω από τους σπάγκους. Επίσης, την ίδια στιγμή αφαιρούνται και 1 - 2 μικρά φύλλα που βρίσκονται πολύ κοντά στη αναπτυσσόμενη κορυφή του κάθε βλαστού, ώστε να μειωθεί αργότερα η πυκνότητα των φύλλων και να διευκολύνεται ο φωτισμός και ο εξαερισμός.
Αφαίρεση δευτερευόντων ανθέων και ξηράς στεφάνης: Άλλη εργασία που γίνεται κατά την εβδομαδιαία περιποίηση των φυτών, είναι η αφαίρεση των δευτερευόντων ανθέων, σε κάθε θέση καρποφορίας. Επίσης, αφαιρείται η ξηρά στεφάνη από τους καρπούς που βρίσκονται σε εξέλιξη, για να μειωθεί ο κίνδυνος προσβολής του καρπού από βοτρύτη, γιατί η ξηρά στεφάνη συγκρατεί νερό.
Αποφύλλωση: Είναι αναγκαία επίσης η αποφύλλωση, που ξεκινά 3-4 εβδομάδες μετά τη μεταφύτευση και επαναλαμβάνεται κάθε 2 περίπου εβδομάδες. Ο σκοπός της αποφύλλωσης είναι η μείωση της πυκνότητας των φύλλων, ώστε να φθάνει ικανοποιητικό φως στα αναπτυσσόμενα άνθη. Η συγκομιδή των καρπών γίνεται επίσης πιο εύκολα, και ο αερισμός γίνεται πιο αποτελεσματικά και αποτρέπεται ο κίνδυνος προσβολής από βοτρύτη. Όταν γίνεται η αποφύλλωση, κάθε πλάγιος βλαστός που εμφανίζεται χαμηλά στη βάση του φυτού πρέπει να αφαιρείται, εκτός των περιπτώσεων όπου τα φυτά έχουν αναπτυχθεί αρκετά και οι κορυφές τους έχουν φτάσει το οριζόντιο σύρμα και οι βάσεις του φυτού είναι άδειες, τότε μπορεί να αφεθούν μερικοί πλάγιοι βλαστοί στο κάτω μέρος για να παράγουν καρπούς.[1]
Υποστύλωση
Όταν τα φυτά φτάσουν το ύψος των 30cm, δένεται το κεντρικό στέλεχος με σπάγκο. Όταν το πρώτο άνθος εμφανιστεί, εμφανίζονται και οι πρώτοι δυνατοί πλευρικοί βλαστοί. Ανάλογα με το πόσους βλαστούς θα κρατήσουμε τους δένουμε κάθε ένα χωριστά από τα οριζόντια σύρματα. Τους υπόλοιπους τους αφαιρούμε, όταν ακόμη είναι μικροί. Σε ανοιξιάτικη φύτευση, αν κρατήσουμε πάνω από 3 βλαστούς ανά φυτό, έχουμε οψίμηση της παραγωγής, μικρότερους καρπούς, αλλά μεγαλύτερη συνολική παραγωγή. Αν εφαρμόσουμε το μονοστέλεχος σύστημα, έχουμε τα αντίθετα αποτελέσματα και βέβαια φυτεύουμε περισσότερα φυτά / στρέμμα.[1]
Ωρίμανση
Ο χρόνος που μεσολαβεί από την σπορά μέχρι την έναρξη της συγκομιδής ποικίλλει από 3,5 - 5 μήνες, ενώ από την άνθιση μέχρι την συγκομιδή του καρπούποικίλλει ανάλογα με την ποικιλία και τις συνθήκες που επικρατούν στο θερμοκήπιο την περίοδο αυτή. Πρώιμες ποικιλίες χρειάζονται μόνο 15 - 20 ημέρες (άνθιση - συγκομιδή), μέσης πρωιμότητας 25 - 30 ημέρες και όψιμες 35 - 40 ημέρες. Οι καρποί συγκομίζονται όταν αναπτυχθούν σχεδόν σε πλήρες μέγεθος και προτού ωριμάσουν οι σπόροι. Ο καρπός αρχικά, όταν είναι άγουρος έχει σκούρο ιώδες χρωματισμό, ενώ όταν ωριμάσει πλήρως παίρνει ωχρό χρωματισμό και στο εσωτερικό τα σπέρματα ωριμάζουν και σκληραίνουν. Σε κάποια ενδιάμεση κατάσταση βρίσκεται το στάδιο που πρέπει να συγκομισθεί. Ο καρπός αρχίζει να «ξεθωριάζει» από τη μύτη (έναντι του μίσχου) και σταδιακά συνεχίζει το ξεθώριασμα προς τον κάλυκα. Η συγκομιδή πρέπει να γίνεται μόλις εμφανιστεί η αλλαγή του χρώματος στη μύτη του καρπού, αν και η καθυστέρηση μέχρι μια εβδομάδα δεν συνεπάγεται απώλεια στην ποιότητα του καρπού.
Ο έλεγχος της ωριμότητας του καρπού της μελιτζάνας μπορεί να γίνεται με πίεση του αντίχειρα στο πλευρό του καρπού. Εάν το αποτύπωμα της πίεσης επιστρέψει στην πρωτέρα του θέση, τότε ο καρπός είναι άγουρος. Με την πρόοδο της ωρίμανσης η σάρκα του καρπού γίνεται πιο μαλακή, ώστε με την πίεση του αντίχειρα να αφήνει αποτύπωμα επί της επιφάνειας του καρπού. Συγκομιδή του καρπού όταν είναι άγουρος, έχει σαν αποτέλεσμα τη γρήγορη μάρανσή του, γίνεται μαλακός, μειώνεται σημαντικά η διάρκεια διατήρησής του και μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σολανίνης (αυτό μπορεί να συμβεί και με υπερώριμους καρπούς).
Οι καρποί από τους οποίους θα ληφθεί σπόρος, συγκομίζονται τελείως ώριμοι, όταν έχουν αποκτήσει κίτρινο ή κίτρινο – καφέ χρώμα στις συνηθισμένες ποικιλίες. Στη συνέχεια κόβονται κατά μήκος ή τεμαχίζονται μηχανικά και αφαιρείται ο σπόρος με τα χέρια (μέσα σε νερό), ο οποίος κατόπιν ξηραίνεται υπό σκιά και διατηρείται σε χώρο ξηρό και αεριζόμενο. Εφόσον είναι ανάγκη, μπορεί να γίνει συγκομιδή και μη τελείως ώριμων καρπών, αυτοί όμως διατηρούνται επί μερικές ημέρες για να ωριμάσει ο σπόρος. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο σπόρος είναι δυνατό να βλαστήσει μέσα στον ώριμο καρπό, εάν ο τελευταίος διατηρηθεί επί πολύ είτε επί του φυτού είτε και μετά τη συγκομιδή.[1]
Συγκομιδή
Η συγκομιδή αρχίζει ανάλογα με την εποχή σποράς από το τέλος Δεκεμβρίου (σπορά Αύγουστο-Σεπτέμβριο στη Ν. Ελλάδα) ή αργότερα την άνοιξη (σπορά Δεκεμβρίου, Β. Ελλάδα) και συνεχίζεται μέχρι το καλοκαίρι (Ιούνιο). Συνιστάται να γίνεται μία φορά / εβδομάδα ή μία φορά / 2 εβδομάδες, όταν η θερμοκρασίαείναι χαμηλή. Η αφαίρεση του καρπού γίνεται με μαχαίρι ή ψαλίδι, και μέρος του μίσχου κόβεται μαζί με τον καρπό. Ο μίσχος είναι αρκετά σκληρός (ξυλοποιημένος) και φέρει, όπως και ο κάλυκας, άκανθες. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή κατά τη συγκομιδή και τοποθέτηση των καρπών σε δοχεία, καλάθια ή κιβώτια, ώστε να μην τραυματίζει ο ένας καρπός τον άλλον. Σε περιπτώσεις εξαγωγής γίνεται περιέλιξη του κάθε φρούτου, αμέσως μετά την κοπή, πριν τοποθετηθεί στο κιβώτιο. Στην Κρήτη οι καρποί αμέσως μετά την κοπή τους, τοποθετούνται στο διάδρομο του θερμοκηπίου και στη συνέχεια μεταφέρονται εκτός θερμοκηπίου στο χώρο της διαλογής για να συσκευαστούν και να προωθηθούν στην αγορά. Οι αποδόσεις στο θερμοκήπιο κυμαίνονται από 7 - 8 τόνοι/στρέμμα μέχρι 10 - 15 τόνοι/στρέμμα, ανάλογα με τη διάρκεια της συγκομιδής, την ποικιλία που καλλιεργείται και τις συνθήκες που εξασφαλίζονται στην καλλιέργεια κατά την ανάπτυξη των φυτών.
Πηγή:http://www.gaiapedia.gr/
Πηγή:http://www.gaiapedia.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου