Ελάτε μαζί μου σε ένα ταξίδι στο βαρύ χειμώνα και στο χρόνο...
Ξημερώματα Δευτέρας,15 του Μάρτη, έτος 1971.
Το κουρντισμένο ρολόι χτυπά με εκείνο το χαρακτηριστικό τικ τακ της παλιάς εποχής και μας ειδοποιεί για το ξεκίνημα της μέρας.
Επτά και τριάντα το πρωί. Αχνοφέγγει το φώς του ήλιου στο παράθυρο καθώς προσπαθεί να διαπεράσει τον βαρύ συννεφιασμένο ουρανό, αλλά και το παγωμένο τζάμι.
Το βοριαδάκι που φυσά εκεί έξω,εξακολουθεί να μεταφέρει τις τελευταίες νιφάδες του χιονιού πάνω στο δρόμο, που τώρα έχει εξαφανιστεί!.
Η άσφαλτος,το πεζοδρόμιο,οι λακούβες, οι μαντρότοιχοι και τα φρεάτια,όλα έχουν χαθεί σκεπασμένα απο χιόνι που ξεπερνά στο μπόι, το γόνατο. Ανοίγω την πόρτα,ανοίγω τα μάτια και απολαμβάνω...
Βαρύ το άσπρο και μουντό που τα σκεπάζει όλα.Οι κρυσταλίδες κρέμουνται απο τις στέγες σαν γυάλινα σπαθιά,έτοιμες να πέσουν και να καρφωθούν με δύναμη στο χιόνι.
Είναι όμως το κρύο που τις συγκρατεί εκεί,κολλημένες στις απολήξεις των κεραμιδιών,να ξεπερνούν το μέτρο σε μήκος...
Τεντώνω τα αυτιά μου να ακούσω.
Μιά ησυχία απίστευτη,χαρακτηρίζει την απόλυτη ακινησία όλης της γειτονιάς.
Ακόμα και το σπουργίτι που ακούμπησε το καλώδιο της κολώνας προσπαθώντας κάπου να σταθεί,δεν έβγαλε κανένα ήχο.Ούτε όταν τίναξε μια τούφα απο χιόνι,καθώς έφευγε.
Κοιτάζω τα παράθυρα στα σπίτια απέναντι...
Το χιόνι κάθισε στα τζάμια και το τετράγωνο σχήμα τους άλλαξε...
Την ησυχία, ξάφνου,σπάει το αργό βήμα του γείτονα πάνω στο κοκαλιασμένο χιόνι.
Πατούν και βουλιάζουν οι μπότες του στην κρούστα του χιονιού,καθώς προχωρά και κάνει εκείνο τον υπόκωφο ήχο: Κρούπ...κρούπ...
Κτηνοτρόφος στο επάγγελμα ο κυρ Γιώργης,πρέπει να τρέξει όσο μπορεί,να πάει στα ζωντανά του...
Κι εγώ όμως πρέπει να βιαστώ γιατί η ώρα του σχολειού πλησιάζει.Κλείνω την πόρτα γρήγορα και τρέχω στην κουζίνα.
Βουίζει η φωτιά καθώς περνά απο τα σίδερα και τα μπουριά της ξυλόσομπας που ανάβει απο τις πέντε τα χαράματα.Ηταν η πρώτη δουλειά του πατέρα,όταν ξυπνούσε.Πρώτα να ανάψει τη σόμπα,κι ύστερα να φτιάξει τον καφέ του τοποθετώντας το μπρίκι στο πυρωμένο μαντέμι...
Στο μάτι της σόμπας τώρα,ακουμπά και κοχλάζει η χύτρα με το τσάι του βουνού,αυτό που είχαμε μαζέψει με τον αδερφό μου το καλοκαίρι!
Δίπλα,τυλιγμένα καλά στη λαδόκολα,είχε τοποθετήσει η μάννα(η ευλογημένη μάννα!)μερικά κομάτια τυρί κατσικίσιο,δικό μας,απο τον ντενεκέ και δυό τρία κομάτια λακέρδας που είχε αγοράσει απο τον μπακάλη.Τσιτσίριζε ο μεζές με τη φωτιά,και η μάννα έκοβε το πεντανόστιμο ζυμωτό ψωμί που η ίδια έφτιαχνε, σε φέτες,και το ακουμπούσε στο τραπέζι δίπλα απο το τσίγκινο πιατάκι με τις ελιές!
Σε λίγο,το πρωινό ήταν έτοιμο.Το τσάι,άχνιζε στις πήλινες κούπες και μας καλούσε την ώρα που το ραδιόφωνο μετέδιδε το πρωινό δελτίο ειδήσεων και το δελτίο καιρού με εκείνα τα μιλιμπάρ που δεν μπορούσα τότε να καταλάβω, τι ήταν.Συνέπαιρνε όμως το μυαλό μου η καθαρή φωνή της εκφωνήτριας όταν έλεγε το δελτίο καιρού για τους "Ελληνες ναυτιλομένους"..."Νότιο Αιγαίο"περιέγραφε,"Ανεμοι βόρειοι μέτριοι εως ισχυροί... Θάλασσα ταραγμένη". Κι εγώ στο μυαλό μου σχημάτιζα εικόνες απο μέρη εξωτικά με αγριεμένες θάλασσες και κύματα που ξεπερνούσαν στο μπόι τα βουνά του χωριού!
Ο χρόνος όμως έτρεχε γρήγορα,κι εμείς,λές και τον κυνηγούσαμε γιατί δεν θέλαμε να φύγει η στιγμή,φορούσαμε τα βαριά σακάκια μας,φορτωνόμαστε στο ένα χέρι την τσάντα με τα βιβλία και στο άλλο ενα ξύλο για τη σόμπα του σχολειού και βγαίνοντας με φούρια απ την εξώπορτα,ξεχυνόμασταν στη στιγμή, πάνω στο χιόνι και στο δρόμο για το σχολειό...
Παλιές οι θύμισες,στιγμές κι ώρες ευλοημένες...
Καλό χειμώνα!
Μενέλαος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου