Είναι αειθαλές δέντρο ή θάμνος που αυτοφύεται στις περιοχές της μεσογείου αλλά η ακριβής καταγωγή του δεν είναι γνωστή. Η ελιά εκτός από τη Μεσόγειο καλλιεργείται πλέον και σε άλλες περιοχές του κόσμου αρκεί να της εξασφαλίζονται οι κατάλληλες θερμοκρασίες. Η ελιά χρειάζεται υψηλές θερμοκρασίες την άνοιξη και το καλοκαίρι και μία περίοδο, η διάρκεια της οποίας εξαρτάται από την ποικιλία, χαμηλών θερμοκρασιών (7-16οC) το χειμώνα, για να διαφοροποιήσει τους οφθαλμούς της. Παρόλα αυτά, οι πολύ υψηλές καλοκαιρινές θερμοκρασίες και οι ξηροί άνεμοι παρεμποδίζουν την ανάπτυξη της νέας βλάστησης και την καρπόδεση. Αντίστοιχα και οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα (από -5οC και κάτω) μπορούν να καταστρέψουν την ελιά.
Η ελιά είναι δέντρο αιωνόβιο και έχει μεγάλη ικανότητα να δημιουργεί νέα βλάστηση όταν καταστρέφεται το υπέργειο τμήμα του. Παράγει άνθη και καρπούς σε βλαστούς του προηγούμενου έτους και ανθίζει, ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες της περιοχής και την ποικιλία, από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο.
Η ελιά είναι δέντρο αιωνόβιο και έχει μεγάλη ικανότητα να δημιουργεί νέα βλάστηση όταν καταστρέφεται το υπέργειο τμήμα του. Παράγει άνθη και καρπούς σε βλαστούς του προηγούμενου έτους και ανθίζει, ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες της περιοχής και την ποικιλία, από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο.
Η γονιμοποίηση της ελιάς μπορεί να γίνει με γύρη της ίδια ποικιλίας (αυτοεπικονίαση) και με γύρη από άλλη ποικιλία (σταυροεπικονίαση). Κάποιες ποικιλίες δίνουν μικρή παραγωγή όταν αυτοεπικονιάζονται και για αυτό καλλιεργούνται μαζί με άλλες ποικιλίες που θεωρούνται επικονιάστριες.
Καρποί χωρίς κουκούτσι! Είναι καρποί που εμφανίζονται σε κάποιες ποικιλίες και είναι αποτέλεσμα παρθενοκαρπίας. φυσικά σπάνια φτάνουν στο στάδιο της ωρίμανσης. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται σχινοκαρπία.
Η ελιά μπορεί να αναπτυχθεί ακόμα και σε πετρώδη, άγονα εδάφη. Ωστόσο προτιμά τα γόνιμα εδάφη που διατηρούν την υγρασία τους, χωρίς να κρατάνε υπερβολικές ποσότητες νερού. Είναι φυτό ανθεκτικό στην αλατότητα του εδάφους.
Η παρενιαυτοφορία της ελιάς:
Παρενιαυτοφορία είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μία χρονιά υψηλής παραγωγής ακολουθείται από μία χρονιά ιδιαίτερα μειωμένης παραγωγής. Η ελιά είναι από τα δέντρα που, ανάλογα με την ποικιλία, έχει έντονη τάση παρενιαυτοφορίας, ιδιαίτερα αν καλλιεργείται σε άγονα εδάφη. Η αιτία και ο τρόπος που προκαλείται η παρενιαυτοφορία δεν είναι απολύτως γνωστά. Γενικά πιστεύεται ότι τη χρονιά τηνς έντονης παραγωγής το δέντρο εξαντλεί όλα τα αποθέματά του για την ανάπτυξη των καρπών, με αποτέλεσμα η βλάστηση αυτής της χρονιάς, που θα δώσει τους καρπούς την επόμενη, δεν είναι αρκετή για μία εξίσου μεγάλη παραγωγή.
Παρενιαυτοφορία είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μία χρονιά υψηλής παραγωγής ακολουθείται από μία χρονιά ιδιαίτερα μειωμένης παραγωγής. Η ελιά είναι από τα δέντρα που, ανάλογα με την ποικιλία, έχει έντονη τάση παρενιαυτοφορίας, ιδιαίτερα αν καλλιεργείται σε άγονα εδάφη. Η αιτία και ο τρόπος που προκαλείται η παρενιαυτοφορία δεν είναι απολύτως γνωστά. Γενικά πιστεύεται ότι τη χρονιά τηνς έντονης παραγωγής το δέντρο εξαντλεί όλα τα αποθέματά του για την ανάπτυξη των καρπών, με αποτέλεσμα η βλάστηση αυτής της χρονιάς, που θα δώσει τους καρπούς την επόμενη, δεν είναι αρκετή για μία εξίσου μεγάλη παραγωγή.
ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ της ελιάς
Στην Ελλάδα, αλλά και παγκοσμίως, υπάρχουν πολλές ποικιλίες ελιάς που κατατάσσονται σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με τη χρήση (για επιτραπέζια κατανάλωση , για παραγωγή λαδιού ή και για τις δύο χρήσεις) και το βάρος των καρπών (μικρόκαρπες: 1,2-2,6 gr, μεσόκαρπες 2,7-4,2 gr, αδρόκαρπες >4,3 gr). Η ποικιλία της ελιάς έχει μεγάλη σημασία τόσο για την παραγωγικότητα της καλλιέργειας όσο και για την ποιότητα των προϊόντων. Επιπλέον δεν είναι όλες οι ποικιλίες κατάλληλες για όλες τις περιοχές. Έτσι στην επιλογή της ποικιλίας που θα καλλιεργηθεί πρέπει να ληφθεί υπόψη από τον παραγωγό, τόσο το προϊόν που θέλει να παράξει (λάδι, επιτραπέζια ελιά ή και τα δύο), όσο και η αντοχή και η παραγωγικότητα των ποικιλιών στις συνθήκες και τα εδάφη κάθε περιοχής. Συνήθως, για την εγκατάσταση νέων ελαιώνων, δεν επιλέγεται μόνο μία αλλά περισσότερες ποικιλίες.
Στην Ελλάδα, αλλά και παγκοσμίως, υπάρχουν πολλές ποικιλίες ελιάς που κατατάσσονται σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με τη χρήση (για επιτραπέζια κατανάλωση , για παραγωγή λαδιού ή και για τις δύο χρήσεις) και το βάρος των καρπών (μικρόκαρπες: 1,2-2,6 gr, μεσόκαρπες 2,7-4,2 gr, αδρόκαρπες >4,3 gr). Η ποικιλία της ελιάς έχει μεγάλη σημασία τόσο για την παραγωγικότητα της καλλιέργειας όσο και για την ποιότητα των προϊόντων. Επιπλέον δεν είναι όλες οι ποικιλίες κατάλληλες για όλες τις περιοχές. Έτσι στην επιλογή της ποικιλίας που θα καλλιεργηθεί πρέπει να ληφθεί υπόψη από τον παραγωγό, τόσο το προϊόν που θέλει να παράξει (λάδι, επιτραπέζια ελιά ή και τα δύο), όσο και η αντοχή και η παραγωγικότητα των ποικιλιών στις συνθήκες και τα εδάφη κάθε περιοχής. Συνήθως, για την εγκατάσταση νέων ελαιώνων, δεν επιλέγεται μόνο μία αλλά περισσότερες ποικιλίες.
ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΕΛΙΑΣ
Πότισμα: Η ελιά είναι δέντρο ανθεκτικό στην ξηρασία και στις συνθήκες της χώρας μας και μπορεί να είναι παραγωγική όταν δεν αρδεύεται. Το γεγονός αυτό δε σημαίνει ότι δεν καταπονείται από την έλλειψη υγρασίας με αποτέλεσμα τη μείωση της άνθισης, της καρπόδεσης και της ανάπτυξης των καρπών. Το πότισμα επιδρά θετικά στην άνθιση, βελτιώνει την καρπόδεση, ενισχύει την ανάπτυξη των καρπών και συντελεί στη μείωση της παρενιαυτοφορίας. Για την παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς, το πότισμα είναι απαραίτητο ώστε να φτάσει ο καρπός το επιθυμητό μέγεθος. Για την παραγωγή ελαιολάδου υπάρχει η άποψη ότι το πότισμα υποβαθμίζει την ποιότητά του. Η αλήθεια είναι ότι όταν η άρδευση γίνεται σωστά αυξάνεται η παραγωγή χωρίς να μειώνεται η ποιότητα του λαδιού. Η ποιότητα του ελαιολάδου μειώνεται όταν το πότισμα είναι υπερβολικό. Σε τέτοιες συνθήκες παρατηρείται στην ελιά βλαστομανία (υπερβολική ανάπτυξη βλαστών και ελάχιστη καρποφορία), ενώ ευνοείται και η ανάπτυξη διάφορων ασθενειών.
Η άρδευση της ελιάς ξεκινάει την άνοιξη όταν το χώμα έχει αρχίσει να στεγνώνει από τις βροχές του χειμώνα. Η ποσότητα και η συχνότητα των ποτισμάτων εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες όπως οι καιρικές συνθήκες και ιδιαίτερα οι βροχοπτώσεις, ο τύπος του εδάφους (τα αμμώδη εδάφη συγκρατούν λίγη υγρασία, αντίθετα τα βαριά αργιλώδη συγκρατούν υπερβολική υγρασία), η ανάπτυξη των δέντρων, το σύστημα φύτευσης και το παραγόμενο προϊόν (επιτραπέζιες ελιές ή λάδι). Οι καλλιέργειες με πυκνή και υπέρπυκνη φύτευση χρειάζονται περισσότερο νερό/στρέμμα σε σχέση με τις πιο αραιοφυτεμένες. Επιπλέον οι καλλιέργειες για παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς απαιτούν περισσότερο νερό σε σχέση με εκείνες που παράγουν λάδι. Γενικά θεωρείται ότι οι καλλιέργειες επιτραπέζιας ελιάς χρειάζονται από την άνοιξη έως το φθινόπωρο 300-350 m3 νερό/ στρέμμα, ενώ για παραγωγή ελαιολάδου 200-250 m3 νερό/ στρέμμα. Η δόση του ποτίσματος πρέπει να είναι τόση ώστε το νερό να φτάνει στο βάθος που βρίσκεται το ενεργό ριζικό σύστημα των δέντρων (20-70 cm).
Η άρδευση της ελιάς ξεκινάει την άνοιξη όταν το χώμα έχει αρχίσει να στεγνώνει από τις βροχές του χειμώνα. Η ποσότητα και η συχνότητα των ποτισμάτων εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες όπως οι καιρικές συνθήκες και ιδιαίτερα οι βροχοπτώσεις, ο τύπος του εδάφους (τα αμμώδη εδάφη συγκρατούν λίγη υγρασία, αντίθετα τα βαριά αργιλώδη συγκρατούν υπερβολική υγρασία), η ανάπτυξη των δέντρων, το σύστημα φύτευσης και το παραγόμενο προϊόν (επιτραπέζιες ελιές ή λάδι). Οι καλλιέργειες με πυκνή και υπέρπυκνη φύτευση χρειάζονται περισσότερο νερό/στρέμμα σε σχέση με τις πιο αραιοφυτεμένες. Επιπλέον οι καλλιέργειες για παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς απαιτούν περισσότερο νερό σε σχέση με εκείνες που παράγουν λάδι. Γενικά θεωρείται ότι οι καλλιέργειες επιτραπέζιας ελιάς χρειάζονται από την άνοιξη έως το φθινόπωρο 300-350 m3 νερό/ στρέμμα, ενώ για παραγωγή ελαιολάδου 200-250 m3 νερό/ στρέμμα. Η δόση του ποτίσματος πρέπει να είναι τόση ώστε το νερό να φτάνει στο βάθος που βρίσκεται το ενεργό ριζικό σύστημα των δέντρων (20-70 cm).
Σε αρκετές περιοχές της χώρας μας, δεν υπάρχει πολύ διαθέσιμο νερό ή είναι πολύ ακριβό. Σε αυτές τις περιπτώσεις συνιστάται, αν είναι δυνατόν, η εφαρμογή μίας άρδευση την άνοιξη πριν την άνθιση και μίας λίγο μετά την άνθιση, στις αρχές του καλοκαιριού.
Λίπανση: Η ελιά είναι δέντρο που μπορεί να καλλιεργηθεί και σε άγονα εδάφη, ωστόσο τα θρεπτικά στοιχεία και ιδιαίτερα το άζωτο είναι απολύτως απαραίτητα για μία παραγωγική καλλιέργεια. Η έλλειψη του αζώτου παρεμποδίζει την ανάπτυξη της βλάστησης της ελιάς και την παραγωγή καρπών. Από τις αρχές της άνοιξης έως τις αρχές του καλοκαιριού η ελιά έχει τις μεγαλύτερες απαιτήσεις σε άζωτο. Έτσι οι λιπάνσεις με αζωτούχα λιπάσματα πρέπει να γίνονται το χειμώνα (Δεκέμβριο- Φεβρουάριο) ώστε τα στοιχεία να είναι διαθέσιμα την κατάλληλη περίοδο. Σημαντικά για την καλλιέργεια της ελιάς είναι και ο φώσφορος και το κάλιο, καθώς και ιχνοστοιχεία όπως το βόριο, το ασβέστιο, το μαγνήσιο και ο σίδηρος. Υπάρχουν πολλά συνθετικά λιπάσματα που εκτός από άζωτο- φώσφορο- κάλιο (Ν-Ρ-Κ) περιέχουν και ιχνοστοιχεία και μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες κάθε καλλιέργειας. Στη βιολογική καλλιέργεια της ελιάς, χρησιμοποιείται για τη λίπανση κοπριά ή κομπόστ . Ανάλογα με το έδαφος κάθε ελαιώνα, χρειάζονται 2-4 τόνοι κοπριάς ανά στρέμμα ή 1,5-3 τόνοι κομπόστ ανά στρέμμα.
Υπερβολική αζωτούχος λίπανση πριν από την καρπόδεση, οδηγεί σε παραγωγή πολλών καρπών, οι οποίοι δεν μπορούν να μεγαλώσουν αρκετά και παραμένουν μικροί. Ιδικά για τις επιτραπέζιες ποικιλίες χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διαφορετικά οι ελιές θα έχουν μη εμπορεύσιμο μέγεθος.Στις μη αρδευόμενες καλλιέργειες ελιάς το άζωτο που απορροφάται από τις ρίζες των δέντρων είναι ελάχιστο. Σε αυτές τις περιπτώσεις συνιστάται η εφαρμογή διαφυλλικής λίπανσης.
Κλάδεμα: Στα ελαιόδεντρα εφαρμόζονται τρία κλαδέματα: Μόρφωσης, για να αποκτήσουν τα νεαρά δέντρα το κατάλληλο σχήμα που τα διατηρήσει παραγωγικά και εύρωστα, καρποφορίας, για να ενισχυθεί η παραγωγικότητα και η ποιότητα της καλλιέργειας και ανανέωσης, όταν μεγαλώνουν τα ελαιόδεντρα, για να αποκτήσουν ξανά το σχήμα τους και να ενισχύσουν την παραγωγικότητά τους.
Κλάδεμα μόρφωσης: Τα ελαιόδεντρα συνήθως μορφώνονται σε ελεύθερα κύπελλα. Τα νεαρά δενδρύλλια μεταφυτεύονται στο χωράφι χωρίς να κλαδευτούν. Μετά την πρώτη περίοδο βλάστησης (μετά το πρώτη φθινόπωρο), αφαιρούνται τα κλαδιά που έχουν αναπτυχθεί σε ύψος 60-80 cm από το έδαφος. Επιπλέον αφαιρούνται τυχών βλαστοί που διασταυρώνονται με άλλους, ή έχουν κακή ανάπτυξη και θέση. Τις επόμενες δύο βλαστικές περιόδους το κλάδεμα περιορίζεται στην αφαίρεση των λαίμαργων βλαστών και των παραφυάδων που αναπτύσσονται στη βάση του δεντριλίου. Μετά την τέταρτη βλαστική περίοδο και ενώ τα δέντρα έχουν μπει σε καρποφορία, είναι ο καιρός να δημιουργηθούν οι βραχίονες. Επιλέγονται 3-5 δυνατά κλαδιά γύρω από τον βασικό βλαστό (που θα αποτελέσει τον κορμό). Τα κλαδιά αυτά πρέπει να είναι εύρωστα, με σωστή κατεύθυνση προς το εξωτερικό της κόμης του δέντρου και να έχουν σχεδόν ίσες αποστάσεις το ένα από το άλλον στην περίμετρο του κορμού (να μην είναι δίπλα-δίπλα). Όλα τα υπόλοιπα κλαδιά αφαιρούνται. Την ίδια ή την επόμενη χρονιά μπορεί να αφαιρεθεί και η κορυφή του δέντρου (πάνω από τον τελευταίο βραχίονα). Εκτός από το κυπελλοειδές υπάρχουν κι άλλα σχήματα μόρφωσης ανάλογα με το σύστημα φύτευσης και τη μέθοδο συγκομιδής.
Κλάδεμα καρποφορίας: Είναι ελαφρύ κλάδεμα που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο. Αποσκοπεί στο αραίωμα της κόμης ώστε να μπαίνει περισσότερος ήλιος και αέρας στο εσωτερικό της. Σε αυτό το κλάδεμα αφαιρούνται τα ξερά κλαδιά και αραιώνεται το εσωτερικό της κόμης. Αφαιρούνται κλαδιά που έχουν κατεύθυνση προς το εσωτερικό της κόμης και διασταυρώνονται με άλλα. Επιπλέον αφαιρούνται τυχών παραφυάδες και λαίμαργοι βλαστοί. Το κλάδεμα καρποφορίας γίνεται την άνοιξη αφού έχει περάσει ο κίνδυνος για παγετό.
Κλάδεμα μόρφωσης: Τα ελαιόδεντρα συνήθως μορφώνονται σε ελεύθερα κύπελλα. Τα νεαρά δενδρύλλια μεταφυτεύονται στο χωράφι χωρίς να κλαδευτούν. Μετά την πρώτη περίοδο βλάστησης (μετά το πρώτη φθινόπωρο), αφαιρούνται τα κλαδιά που έχουν αναπτυχθεί σε ύψος 60-80 cm από το έδαφος. Επιπλέον αφαιρούνται τυχών βλαστοί που διασταυρώνονται με άλλους, ή έχουν κακή ανάπτυξη και θέση. Τις επόμενες δύο βλαστικές περιόδους το κλάδεμα περιορίζεται στην αφαίρεση των λαίμαργων βλαστών και των παραφυάδων που αναπτύσσονται στη βάση του δεντριλίου. Μετά την τέταρτη βλαστική περίοδο και ενώ τα δέντρα έχουν μπει σε καρποφορία, είναι ο καιρός να δημιουργηθούν οι βραχίονες. Επιλέγονται 3-5 δυνατά κλαδιά γύρω από τον βασικό βλαστό (που θα αποτελέσει τον κορμό). Τα κλαδιά αυτά πρέπει να είναι εύρωστα, με σωστή κατεύθυνση προς το εξωτερικό της κόμης του δέντρου και να έχουν σχεδόν ίσες αποστάσεις το ένα από το άλλον στην περίμετρο του κορμού (να μην είναι δίπλα-δίπλα). Όλα τα υπόλοιπα κλαδιά αφαιρούνται. Την ίδια ή την επόμενη χρονιά μπορεί να αφαιρεθεί και η κορυφή του δέντρου (πάνω από τον τελευταίο βραχίονα). Εκτός από το κυπελλοειδές υπάρχουν κι άλλα σχήματα μόρφωσης ανάλογα με το σύστημα φύτευσης και τη μέθοδο συγκομιδής.
Κλάδεμα καρποφορίας: Είναι ελαφρύ κλάδεμα που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο. Αποσκοπεί στο αραίωμα της κόμης ώστε να μπαίνει περισσότερος ήλιος και αέρας στο εσωτερικό της. Σε αυτό το κλάδεμα αφαιρούνται τα ξερά κλαδιά και αραιώνεται το εσωτερικό της κόμης. Αφαιρούνται κλαδιά που έχουν κατεύθυνση προς το εσωτερικό της κόμης και διασταυρώνονται με άλλα. Επιπλέον αφαιρούνται τυχών παραφυάδες και λαίμαργοι βλαστοί. Το κλάδεμα καρποφορίας γίνεται την άνοιξη αφού έχει περάσει ο κίνδυνος για παγετό.
Καλλιεργητική πρακτική: Αρκετές φορές το ετήσιο κλάδεμα της ελιάς γίνεται μαζί με τη συγκομιδή. Σαν πρακτική μπορεί να εξυπηρετεί τη συγκομιδή αλλά δεν συνιστάται και είναι απαγορευτική για τις επιτραπέζιες ποικιλίες. Το φθινόπωρο τα ελαιόδεντρα προετοιμάζονται για το χειμώνα και μετακινούν τις ουσίες που παράγουν στα φύλλα προς το ριζικό τους σύστημα. Κλαδεύοντας αυτή την εποχή, τα δέντρα γίνονται πιο ευαίσθητα στο κρύο. Παρόλα αυτά, όταν εφαρμόζεται κλάδεμα μαζί με τη συγκομιδή, την άνοιξη και το καλοκαίρι που θα ακολουθήσουν, χρειάζεται αραίωση της κόμης για να μην μειωθεί η παραγωγή.
Στα ελαιόδεντρα που καλλιεργούνται σε άγονα εδάφη, συνιστάται η εφαρμογή πιο αυστηρού κλαδέματος καρποφορίας. Με αυτό τον τρόπο δεν αναπτύσσονται πολλά φύλλα και τα θρεπτικά στοιχεία χρησιμοποιούνται για την παραγωγή καρπών.
Κλάδεμα ανανέωσης:Εφαρμόζεται σε δέντρα μεγάλης ηλικίας (30 ετών και πάνω) ή πολύ παραμελημένα δέντρα που έχουν χάσει το σχήμα τους και έχει μειωθεί η καρποφορία. Το ανανέωσης γίνεται το χειμώνα και όλοι οι βραχίονες κόβονται σε ύψος 50-60 cm από τη βάση τους. Την άνοιξη αφήνεται η ελιά να βλαστήσει και από την επόμενη άνοιξη αρχίζει για κάθε βραχίονα η επιλογή των κατάλληλων κλαδιών, που θα αποτελέσουν νέους βραχίονες, όπως στο κλάδεμα μόρφωσης.
Μετά το κλάδεμα ανανέωσης οι πληγές του κλαδέματος πρέπει να προστατεύονται με ειδική πάστα-αλοιφή δεντροκομίας. Ο κορμός και οι βραχίονες, καλό είναι να ασβεστώνονται την άνοιξη γιατί θα εκτεθούν απότομα και άμεσα στον ήλιο.
Έφη Νυδριώτη – Γεωπόνος, Αρχιτέκτων Τοπίου M.Sc. ΓΠΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου