Tην επιμέλεια αυτής της ενότητας έχει ο Γιώργος Π. Δημακόγιαννης, ιδιοκτήτης του Βιβλιοπωλείου-Εκδόσεις "ΑΔΟΥΛΩΤΗ ΜΑΝΗ", στην Αρεόπολη και συνεκδότης του νέου περιοδικού «ΜΑΝΗ, χθες, σήμερα, αύριο».
Με τη φιλοδοξία να γίνει δημοφιλής, να μεγαλώσει σύντομα και να προκαλέσει την καθολική συμμετοχή των Συμπατριωτών μας όπου γης, ξεκινάει η μόνιμη αυτή σελίδα μας. Περιμένουμε, λοιπόν, και τις δικές σας ιστορίες, ιστορίες που ζήσατε ή ακούσατε και πιστεύετε ότι ψηλαφίζουν γνωστές και άγνωστες πτυχές της ψυχοσύνθεσης των Μανιατών και της ζωής τους. Μια παράκληση: ό,τι μας στέλνετε να ‘ναι λακωνικά γραμμένο και σε καμία περίπτωση να μη θίγει πρόσωπα υπαρκτά ή μνήμες προγόνων (μπορεί αν χρειάζεται να χρησιμοποιείτε υποθετικά ονόματα). Σας ευχαριστούμε και περιμένουμε.
Πόνος αγοραστός!Την διδακτική ιστορία που ακολουθεί τη διηγείται τακτικά ο πατέρας μου Πέτρος και του λόγου μου τη θυμάμαι κάθε φορά που παθαίνω κάποια μικρή ή μεγάλη υλική ζημιά.
Ήταν φθινόπωρο του 1970 όταν είχε αγοράσει ο ίδιος τέσσερα πουλάρια (μικρά μουλάρια ή άλογα), με δάνειο από την Αγροτική Τράπεζα, με σκοπό να τα μεγαλώσει και να τα πουλήσει στα παζάρια (Μυστρά, Τεγέας ή αλλού) - από την διαφορά «έβγαινε» ένα κάποιο εισόδημα, απαραίτητο για την φαμίλια του (είχε ήδη τα τρία από τα τέσσερα παιδιά). Μιλάμε φυσικά για εποχές μεγάλης φτώχειας για τους αγρότες της Μάνης...
Τα ζώα τα είχε ανεβάσει στο Σαγγιά - το βουνό, συνέχεια του Ταΰγετου, ως το Ταίναρο - και πήγε μια καλή μέρα να τα δει. Έψαξε παντού αλλά πουθενά! Τυχαία πέρασε και από μια λουρίτσα (μικρό οροπέδιο) και τι να δει: μέσα σ' αυτό, ξαπλωμένα και φουσκωμένα τα τέσσερα ζώα... Νεκρά! Έχασε το φως του ο άνθρωπος, τα 'χε σκοτώσει αστροπελέκι (κεραυνός), από τις νεροποντές των προηγούμενων ημερών...
Για καλή του τύχη περνούσε από εκεί ένας Μανιάτης γέροντας από τον Δρυμό (Δρυαλί), ο μπάρμπα Γιώργης Τζεφεράκος (του Λέκκα) κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί, χτύπησε τον 36χρονο πατέρα μου στην πλάτη και του είπε:
«Άκουσε παιδί μου, μη στεναχωριέσαι, έχεις οικογένεια και σε χρειάζεται. Νέος είσαι και εργατικός και στη ζωή σου θα κάνεις περιουσία, μη φοβάσαι! Μία κουβέντα να θυμάσαι από μένα: Πόνος αγοραστός, πόνος δεν είναι! Αλίμονο μόνο, αν πάθει κάτι κακό, κάποιος δικός σου...», αυτά είπε ο μπάρμπα-Γιώργης κι απομακρύνθηκε. Η Μάνα μου όταν έμαθε την ζημιά ήταν απαρηγόρητη για εβδομάδες - μαζί όμως με τον πατέρα μου τελικά δεν χάθηκαν, όπως δεν πρέπει να χάνεται κανείς από... πόνο αγοραστό, κι έτσι δικαιώθηκαν οι εκτιμήσεις του αείμνηστου Μανιάτη. Δεν θα 'κανε άσχημα βέβαια ο καθένας μας, όταν παθαίνει κάτι που... διορθώνεται, να θυμάται αυτά τα σοφά λόγια, τα βγαλμένα μέσα απ' το μεδούλι της ζωής...
Ήπιε ο γάιδαρος...καφέ;Και βέβαια ουδείς δοκίμασε αν το συμπαθές τετράποδο πίνει... καφέ. Απλά η παλαιότερη Μανιάτισσα ρωτά τον αδελφό της («καφός») αν ήπιε (νερό) ο γάιδαρος! Την κουβέντα την άκουσαν βέβαια, στη Μέσα Μάνη, κάποιοι μη γνωρίζοντες τα μανιάτικα και (δικαίως) τους έμεινε...
Ζ' αγαπού μωρή...Ο φίλος Γ. Χασανάκος (Γύθειο - καταγόμενος απ' την Κοίτα) ακούγοντας το παλαιότερο λαϊκό άσμα με τίτλο «Σ' αγαπάω μ' ακούς» αναρωτιέται φωναχτά πως θα το ‘λεγε ένας βέρος Μανιάτης στην καλή του: «Ζ' αγαπού μωρή, μ' αγροικάς;»
Μανιάτικο ξούρισμαΈνας μικροκαμωμένος άντρας, σχεδόν δείγμα άντρα δηλαδή, μπήκε πριν χρόνια για να ξουριστεί σ' ένα κουρείο της Σπάρτης. Του 'βαλε ο κουρέας την πετσέτα και τον ερωτά:
- Από πού τα φέρνεις αδερφέ;
- Από τη Μάνη, είπε με ψιλή φωνούλα ο τζιτζιφιόγκος. Απομακρύνθηκε λίγο ο κουρέας και κύτταζε το ανθρωπάκι... ερεθισμένος. Ήξερε πως οι Μανιάτες δεν ήταν... ακριβώς έτσι!
- Θα θες, λοιπόν, «μανιάτικο» ξούρισμα, τόνε ρώτησε πονηρά!
- Και βέβαια, είπε το αντράκι της ιστορίας μας και κορδώθηκε λίγο στην καρέκλα!
- Θα σε ξουρίσω, λοιπόν, χωρίς σαπουνάδα! είπε ο κουρέας πιάνοντας το ξουράφι κι αρχίζοντας... Σφιγγότανε ο άλλος μα τι να κάνει, ο πόνος αφόρητος! Δεν άντεξε και στο τέλος έβαλε τη φωνή στον... διαολομπαρμπέρη.
- Είπαμε αδερφέ μου πως είμαι από τη Μάνη αλλά όχι κι από τη Μέσα-Μέσα Μάνη
- Από πού τα φέρνεις αδερφέ;
- Από τη Μάνη, είπε με ψιλή φωνούλα ο τζιτζιφιόγκος. Απομακρύνθηκε λίγο ο κουρέας και κύτταζε το ανθρωπάκι... ερεθισμένος. Ήξερε πως οι Μανιάτες δεν ήταν... ακριβώς έτσι!
- Θα θες, λοιπόν, «μανιάτικο» ξούρισμα, τόνε ρώτησε πονηρά!
- Και βέβαια, είπε το αντράκι της ιστορίας μας και κορδώθηκε λίγο στην καρέκλα!
- Θα σε ξουρίσω, λοιπόν, χωρίς σαπουνάδα! είπε ο κουρέας πιάνοντας το ξουράφι κι αρχίζοντας... Σφιγγότανε ο άλλος μα τι να κάνει, ο πόνος αφόρητος! Δεν άντεξε και στο τέλος έβαλε τη φωνή στον... διαολομπαρμπέρη.
- Είπαμε αδερφέ μου πως είμαι από τη Μάνη αλλά όχι κι από τη Μέσα-Μέσα Μάνη
Τα κλασσικά της ΜάνηςΕίναι γνωστά σε πολλούς, κλασσικά πια, για τη Μάνη και τους Μανιάτες. Με πρώτη την εικόνα:
1. Ο άντρας στο γάιδαρο καβάλα κι η γυναίκα του πίσω μ' ένα γουμάρι (φόρτωμα) ξύλα στην πλάτη! Μετά τον πόλεμο είχαμε... εξελίξεις: ίδια σκηνή, αλλά η γυναίκα πέρασε μπροστά απ' το γάιδαρο - ήταν λένε ο φόβος απ' τις ξεχασμένες νάρκες...
Ή τα άλλα:
2. Πόσα παιδιά έχεις, ρωτά ο Αθηναίος το Μανιάτη κι αυτός απαντά: -Τρία...
- Μα εδώ βλέπω κι άλλα!
- Α, έχου και δύο κορίτσια!
- Δηλαδή τρία παιδιά (αγόρια) και δυο κορίτσια...
- Μα εδώ βλέπω κι άλλα!
- Α, έχου και δύο κορίτσια!
- Δηλαδή τρία παιδιά (αγόρια) και δυο κορίτσια...
3. Ο γερο-πατέρας Μανιάτης περιμένει με αγωνία εγγονάκι και εύχεται στο γιο του:
- Γερό παιδί να' ναι γιε μου και να κατουρά όρθιο!
- Γερό παιδί να' ναι γιε μου και να κατουρά όρθιο!
4. - Ο γέρο-Μανιάτης λέει, επίσης, το εξής στον γιο του, περιμένοντας το εγγονάκι : "Έχε βόδια κι ας σπάνε αλέτρια"
(Από το Σταύρο Γερακάρη, μέσω internet).
(Από το Σταύρο Γερακάρη, μέσω internet).
Η πόρτα και το λείψανο!Έφτασε στο καφενείο του χωριού του ο τετραπέρατος γέροντας - είχε ξεχάσει όμως να κουμπώσει το παντελόνι του. Το παρατήρησε αμέσως ένα μεγαλωμένο σχολιαρόπαιδο και του.... την έριξε, κοιτάζοντας το επίμαχο μέρος:
- Πάππο, η πόρτα είναι ανοιχτή! Έσκυψε ο γέροντας, κατάλαβε, αλλά έβαλε αμέσως στη θέση του... τον μικρό:
- Έχεις δει ποτέ ρε εγγόνα, σπίτι μέσα να ‘χει...λείψανο και να 'χει κλειστή την πόρτα;
- Πάππο, η πόρτα είναι ανοιχτή! Έσκυψε ο γέροντας, κατάλαβε, αλλά έβαλε αμέσως στη θέση του... τον μικρό:
- Έχεις δει ποτέ ρε εγγόνα, σπίτι μέσα να ‘χει...λείψανο και να 'χει κλειστή την πόρτα;
Για φαντάσου...Μόλις είχε γίνει η πρώτη διάνοιξη του δρόμου που έφτανε στο μανιάτικο χωριό της ιστορίας μας και μια γριά Μανιάτισσα είχε δει μόνο την μπουλντόζα και ένα φορτηγό που είχαν φτάσει στο χωριό. Μέρες αργότερα έφτασε και μια κούρσα (ένα Ι.Χ.) της εποχής βέβαια, και η γερόντισσα δεν έχασε την... ευκαιρία να ρωτήσει τον οδηγό, που κατέβηκε να ξαποστάσει λίγο στο καφενείο:
- Ποσού χρόνου είναι αφέντη μου το αμάξι ζου;
- Να μην είναι τριών-τεσσάρων χρόνων γιαγιά, της αποκρίθηκε εκείνος, κι αυτή αμέσως κουνώντας το κεφάλι:
- Ορέ, για φαντάσου πόσο θα γενεί άμα θα φτάσει δέκα και δεκαπέντε!
(Για όσους δεν κατάλαβαν η γιαγιά πίστευε ότι τα αυτοκίνητα αναπτύσσονται όπως τους ζωντανούς οργανισμούς).
- Ποσού χρόνου είναι αφέντη μου το αμάξι ζου;
- Να μην είναι τριών-τεσσάρων χρόνων γιαγιά, της αποκρίθηκε εκείνος, κι αυτή αμέσως κουνώντας το κεφάλι:
- Ορέ, για φαντάσου πόσο θα γενεί άμα θα φτάσει δέκα και δεκαπέντε!
(Για όσους δεν κατάλαβαν η γιαγιά πίστευε ότι τα αυτοκίνητα αναπτύσσονται όπως τους ζωντανούς οργανισμούς).
Περί παντρειάςΆντε και για... επιδόρπιο τρεις παροιμίες της Μάνης που αφορούν το γάμο! «Το τσουκάλι κι η παντρεία δε σηκώνουσι αστεία» (ο γάμος και η επί των προς το ζην εξοικονόμησις αγαθών δεν σηκώνουν καλαμπούρια, καθ' ότι υποθέσεις σοβαρότατοι...). «Εγώ καλά παντρεύτηκα - είπε μία - κι ας κλαίει όποιος με πήρε» (...κι ας μην ήτο κανείς μας στη θέση του!). Και μια τελευταία: «Ταίρι μου καλό και σ' έρημο βουνό» (με τον άνθρωπο που αγαπάς μαζί και στην άκρη της γης).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου