---- Ελα πίσω...έλα...έλα...παρ το λίγο δεξιά, ακόμα
λίγο..έλα...έλα.. οοοοπα!!! καλά είσαι.
Κόφτο όλο αριστερά τώρα και τράβα μπροστά.
---- Δεν παει άλλο, είναι ο πλάτανος.
---- Ελα πίσω ...έλα...έλα...ελα...ελα.
---- Με παίρνει λίγο ακόμα?
---- Ναι. Ελα όπως είσαι ..έλα...έλα...ελα...οοοπα!!!.
Ίσιωσε το τώρα και φύγε. Είσαι ελεύθερος.
Πολλοί θα θυμούνται αυτά τα λόγια. Τα έχουν ακούσει πολλές φορές.
Είναι ο διάλογος του οδηγού με τον εισπράκτορα όταν του έκανε "κουμάντο" να πάρει στροφή το λεωφορείο στην πλατεία. Θυμάστε εκείνα τα μικρά λεωφορεία με την μακριά μούρη, όχι τα πούλμαν. Αυτά δεν έφταναν στην πλατεία. Έμεναν στην άκρη του χωριού, στο σχολείο, εκεί που ο δρόμος πλάταινε και ήταν εύκολο να πάρουν στροφή.
Μερικοί οδηγοί υπέφεραν να γυρίσουν το τιμόνι που τότε ήταν "μηχανικό" κι όχι υδραυλικό όπως είναι σήμερα που το γυρίζουμε άνετα με ένα δαχτυλάκι. Πολλές φορές αγανακτούσαν τα ''έβαζαν'' με αυτούς που φύτεψαν τον πλάτανο στη μέση της πλατείας και τους εμπόδιζε να πάρουν στροφή.
Εκείνα τα χρόνια είχε ένα δρομολόγιο την ημέρα το ΚΤΕΛ από τη Σπάρτη στις 6 η ώρα το βράδυ. Το λεωφορείο έμενε στο χωριό και έφευγε την άλλη μέρα το πρωί στις 6 η ώρα.
Το χειμώνα με το κρύο και τους πάγους, η μηχανή πάγωνε και δεν έπαιρνε εμπρός. Μαζεύονταν τότε οι άντρες και το έσπρωχναν μπρος πίσω, άλλοτε βάζανε φωτιά κάτω από τη μηχανή του λεωφορείου να ζεσταθεί μήπως και ξεκινήσει, αλλά ...τίποτα.
Κάποτε βέβαια έπαιρνε εμπρός και με ένα παρατεταμένο κορνάρισμα καλούσε τους επιβάτες - που στο μεταξύ είχαν φύγει για τα σπίτια τους - να έρθουν στην πλατεία για να ταξιδέψουν.
Μερικές φορές κάποιο καινούργιο λεωφορείο - πούλμαν το λέγανε - ερχόταν στο χωριό και τρέχαμε όλοι να το δούμε. Αυτό ήταν ωραίο, μεγάλο, όμορφο, πλουμιστό. Ήταν γεμάτο στολίδια. Εικονίτσες, αυτοκόλλητα, φωτογραφίες, λουλούδια αληθινά και πλαστικά.
Μας έλεγαν οι οδηγοί οτι θα μας δώσουν ένα δίφραγκο εάν τους φέρουμε λουλούδια. Τρέχαμε όλα τα πιτσιρίκια στις αυλές και ταράζαμε τις γλάστρες. Όταν μας έπαιρνε χαμπάρι η νοικοκυρά, έβγαινε έξω με τη σκούπα στο χέρι, αλλά εμείς είχαμε.. σκαπετίσει μακριά. Ακούγαμε τις φωνές και τις κατάρες της, ( μπα που να ρέψει το χέρι σου κακό χρόνο νάχεις ) αλλά δε δίναμε σημασία τι έλεγε. Εμείς το δίφραγκο σκεφτόμαστε και τίποτα άλλο.
Μια μέρα περνούσα τυχαία από το σπίτι που το προηγούμενο βράδυ είχα κάνει την "επιδρομή", η νοικοκυρά τακτοποιούσε τις γλάστρες και κουβέντιαζε με μια γειτόνισσα.
--- Κοίτα μωρή!!! κοίτα τι μου έκανε ενα σκ.......παιδο χτες το βράδυ. Μου χάλασε τις πιο ωραίες γλάστρες.
--- Μωρή φτούνες είναι ξεκολλομένες από τη ρίζα.
--- Και είχαν κάτι ωριαία λουλούδια.
--- Καλά, ποιο ήταν δεν το είδες.
--- Βγήκα έξω αλλά δεν το πρόκανα. Λάκισε. Αν το πρόκανα θα το κοψωμέσιαζα το αχρόνιαγο, που να μην τόβρει τ'αγιωργιού, να μην τόβρει.
--- Καλά μη κάνεις έτσι. Θα σου δώσω εγώ να φυτέψεις κάτι μολόχες και λίγα σκυλάκια που έχω.
Είχε δίκιο γιατί κάναμε καταστροφή στα λουλούδια. Λες και έπεφτε ακρίδα.
Εγώ άκουσα τον διάλογο, χαιρέτησα τις κυρίες, συνέχισα το δρόμο μου και όταν απομακρύνθηκα λίγο άκουσα τη μια να λέει στην άλλη.
--- Μωρή, τούτο το παιδί της Χρυσούλας είναι καλό και ήσυχο.
Ασυναίσθητα έσφιγγα το δίφραγκο που είχα στην τσέπη μου. Φοβήθηκα πως θα με αναγνωρίσουν και θα μου το πάρουν.
Κάποιοι οδηγοί μας κορόιδευαν και μας έδιναν φράγκο αντί για δίφραγκο η και τίποτα μερικές φορές. Τότε εμείς για να τους εκδικηθούμε, πηγαίναμε το βράδυ και κόβαμε κάτι πολύχρωμα πλαστικά λουράκια σαν φούντες που κρέμονταν από τους καθρέφτες του λεωφορείου. Έτσι να μη μας περνάνε και για... χωριάτες!!!
Όσοι επιθυμούσαν να ταξιδέψουν "έβγαζαν" το εισιτήριο από την προηγούμενη ημέρα . Εάν έκοβαν το εισιτήριο ενωρίς έπαιρναν και καλή θέση. Πρακτορείο ήταν το καφενείο του Μπάρμπα-Αλέξη, ο οποίος είχε μια κατάσταση και έγραφε τα ονόματα. Αν ήσουν πρώτος για παράδειγμα, έπαιρνες την θέση στο πρώτο κάθισμα, ο δεύτερος τη θέση με το νούμερο δυο κ.λ.π.
Το καφενείο το άνοιγε πρωί-πρωί και σιγά-σιγά κατέφθαναν οι ταξιδιώτες. Κάθονταν μέσα στο καφενείο, οι μεγάλοι έπαιρναν το καφεδάκι τους και οι γυναίκες με τα παιδιά...τίποτα να μην τους ζαλίσει το λεωφορείο.
Σε λίγο έφταναν ο εισπράκτορας με τον οδηγό κι αφού πίνανε και αυτοί το καφεδάκι τους, άρχιζε η φόρτωση των αποσκευών. Στη σκεπή του λεωφορείου υπήρχε μια σκάρα σχεδόν σε όλο το μήκος του. Ο εισπράκτορας ήταν πάνω, ο οδηγός στη μέση της σκάλας και εμείς από κάτω του δίναμε τα σακούλα και τα κοφίνια. Όταν τελείωνε η φόρτωση, ο εισπράκτορας σκέπαζε την ...πραμάτεια με έναν μουσαμά, την έδενε με ένα σκοινί και ο Μπάρμπα-Αλέξης με την κατάσταση στο χέρι, φώναζε τα ονόματα και ο καθένας καθόταν στη θέση του.
Να σημειώσουμε εδώ οτι τα σακούλια και τα κοφίνια ήταν γεμάτα με πλυμένα ρούχα, ένα καρβέλι ψωμί, τραχανά, χυλοπίτες, τυρί κι ότι άλλο είχε η Μάνα να στείλει στον γιο, και στην κόρη που πήγαιναν στο γυμνάσιο στη Σπάρτη. Τα περισσότερα ήταν ασυνόδευτα. Ταξίδευαν δηλαδή μόνα τους με μια ταμπελίτσα με το όνομα του παραλήπτη ο οποίος περίμενε στο πρακτορείο της Σπάρτης και το έπαιρνε.
Τη στιγμή που δίναμε τα σακούλια και τα κοφίνια στον εισπράκτορα να τα φορτώσει, του δίναμε και ένα δίφραγκο η τάλιρο ανάλογα με το μέγεθος και το βάρος που είχε το κάθε σακούλι. Αυτά τα λεφτά ο εισπράκτορας τα έβαζε στην τσέπη του χωρίς να μας δίνει απόδειξη όπως έκανε με τα εισιτήρια. Εκείνα τα χρόνια ήταν άγνωστη λέξη, αλλά τώρα που το σκέφτομαι λέω... μήπως είχε αρχίσει από τότε η "φοροδιαφυγή".
Ο εισπράκτορας, εκτός από την φορτοεκφόρτωση των αποσκευών, είχε κι άλλες υπηρεσίες και υποχρεώσεις. Έπρεπε να κρατάει το λεωφορείο καθαρό και να τα βγάζει πέρα με τις ζαλάδες και τις λιγούρες των επιβατών οι οποίοι ασυνήθιστοι στο "ταρακούνημα" του λεωφορείου ( χωματόδρομος, πέτρες, λακκούβες και στροφές ), δεν άντεχαν και τους "έπιανε" το στομάχι τους. Πολλοί δεν έτρωγαν τίποτα από το βράδυ για να είναι άδειο το στομάχι τους, άλλοι έτρωγαν κάτι στεγνό.
Υπήρχε και ένα χαπάκι για την περίπτωση το οποίο βοηθούσε λίγο χωρίς όμως να λύνει το πρόβλημα.
Θυμάστε το...εισπράκτωρ...σακούλα.. Στο άκουσμα αυτών των λέξεων,ο εισπράκτορας πεταγόταν σαν ελατήριο να φέρει τη σακούλα και να προλάβει το... κακό.
Ένα ταξείδι στη Σπάρτη τα χρόνια εκείνα δεν γινόταν για χάρη γούστου, αλλά μόνο όταν υπήρχε ανάγκη. Για εμάς τα παιδιά το να μπούμε στο λεωφορείο, ήταν ...όνειρο.
Εμείς όμως είχαμε βρει τον τρόπο να ταξιδεύουμε. Πηγαίναμε με το πόδια στην Αγόριανη, μπαίναμε στο λεωφορείο και ερχόμαστε στο χωριό. Δυόμιση δραχμές έκανε το εισιτήριο από την Αγόριανη στον Λογκανίκο.
Κάναμε και το "κομμάτι" μας στους φίλους που μας έβλεπαν να κατεβαίνουνε από το λεωφορείο.
Ε.!! όπως και να το κάνεις το κάθισμα του λεωφορείου ήταν πιο αναπαυτικό από το κάθισμα του δικού μας μεταφορικού μέσου που είχαμε στο... κατώι.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΑΤΡΟΥ
ΒΟΣΤΩΝΗ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
Πηγή:http://www.loganikos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου