Το παιχνίδι είναι και ήταν πάντα, αν όχι ο μοναδικός, ο κυριότερος ίσως και ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος διαπαιδαγώγησης και διαμόρφωσης της παιδικής ψυχής, ώστε να ρέπει και να εμπνέεται από τις υψηλές αξίες της ευγενούς άμιλλας, της δικαιοσύνης, της πειθαρχίας στους κανόνες...
Το παιχνίδι είναι και ήταν πάντα, ο πιο κατάλληλος τρόπος για να αναπτυχθεί η οξύνοια, η εφευρετικότητα, η κοινωνικότητα, καθώς η σωματική ρώμη και η επιδεξιότητα του κάθε παιδιού, μέσα από τις ανάγκες και τις απλές κινήσεις που απαιτούσαν οι κανόνες του κάθε παιχνιδιού ανάλογα......
Το παιχνίδι είναι και ήταν πάντα, ο πιο κατάλληλος τρόπος για να αναπτυχθεί η οξύνοια, η εφευρετικότητα, η κοινωνικότητα, καθώς η σωματική ρώμη και η επιδεξιότητα του κάθε παιδιού, μέσα από τις ανάγκες και τις απλές κινήσεις που απαιτούσαν οι κανόνες του κάθε παιχνιδιού ανάλογα......
Τα παιχνίδια
α) Βασιλιά, βασιλιά....
Ένα παιδί κάθεται κάπου ψηλά και κάνει το βασιλιά. Τα υπόλοιπα κάνουν μία ομάδα μπροστά του και ρωτούν:
-Βασιλιά, βασιλιά με τα δώδεκα σπαθιά, τι δουλειά;
-Τεμπελιά! Απαντά ο βασιλιάς.
Κατόπιν τα παιδιά συνεννοούνται μεταξύ τους κρυφά από το βασιλιά και παριστάνουν όλα χωρίς να μιλούν, ότι κάνουν μία δουλειά (παντομίμα) π.χ. ότι θερίζουν, ότι πατούν τα σταφύλια, ότι ζυμώνουν, ότι φουρνίζουν το ψωμί, ότι μαγειρεύουν.... Ταυτόχρονα ρωτούν πάλι:
-Βασιλιά, βασιλιά με τα δώδεκα σπαθιά, τι δουλειά;
Ο βασιλιάς πρέπει να μαντέψει τι δουλειά κάνουν τα παιδιά.
Αν δεν το μαντέψει, τα παιδιά φωνάζουν "όχι!" και συνεχίζουν μέχρι να το βρει. Όταν τελικά ο βασιλιάς μαντέψει, τι δουλειά κάνουν, τότε τα παιδιά φωνάζουν "ναι" και σκορπίζουν τρέχοντας. Ο βασιλιάς τότε πρέπει να πιάσει ένα παιδί κυνηγώντας το, για να τα φυλάξει βασιλιάς. Έτσι το παιχνίδι συνεχίζεται.
β) Το τυφλοπάνι.
Ένα παιδί τα φυλάει δένοντας τα μάτια του με ένα μαντίλι. Τα υπόλοιπα κινούνται γύρω του αγγίζοντάς το και το παιδί που τα φυλάει προσπαθεί να πιάσει κάποιο. Όταν το καταφέρει, ψηλαφώντας με τα δάχτυλά του θα πρέπει να μαντέψει ποιο παιδί έχει πιάσει φωνάζοντας το όνομά του. Αν δεν το καταφέρει, τα υπόλοιπα φωνάζουν "όχι" και το παιδί που πιάστηκε ελευθερώνεται και το παιχνίδι συνεχίζεται. Αν το παιδί που πιάστηκε αναγνωριστεί, τότε τα υπόλοιπα παιδιά φωνάζουν "ναι" και το παιδί που αναγνωρίστηκε δένει τα μάτια του και τα φυλάει και το παιχνίδι ξαναρχίζει.
γ) Γιάντες
Οι γιάντες παίζονταν με ένα κόκαλο από το στήθος της κότας, τη λεγόμενη θηλιά, που μοιάζει με διχάλα. Πριν αρχίσει το παιχνίδι οι δύο παίχτες έταζαν ο ένας στον άλλον κάτι. Κατόπιν έπιανε ο κάθε ένας από μία άκρη της θηλιάς και την τραβούσαν μέχρι να κοπεί. Από αυτή τη στιγμή άρχιζε το παιχνίδι, το οποίο θα μπορούσε να διαρκέσει και ολόκληρη ημέρα. Κάθε παίχτης έχανε ή του έκανε ο άλλος "γιάντες" αν έπαιρνε κάτι από το χέρι του άλλου χωρίς να του πει "το ξέρω". Αν έλεγε "το ξέρω" το παιχνίδι συνεχιζόταν. Αν του έκανε "γιάντες" τότε έπρεπε να δώσει το τάξιμο που του είχε κάνει πριν αρχίσουν το παιχνίδι.
δ) Οι αμάδες
Το παιχνίδι αυτό παιζόταν από τους μεγάλους κυρίως, τις Αποκριές. Στήνανε μία πέτρα σ' ένα σημείο, την οποία λέγανε πίτσι. Κατόπιν παίρνανε ο καθένας από μία πέτρα λεία και πλακουτσή και από μία απόσταση πέντε έως δέκα μέτρα πετώντας την, προσπαθούσαν να τη ρίξουν όσο το δυνατόν πιο κοντά γινόταν στο πίτσι. Αυτός που πλησίαζε πιο κοντά ήταν ο νικητής. Το νικητή τον πήγαιναν οι άλλοι ζαλούκα, καβάλα.
ε) Μέλισσα μέλισσα
Κατ' εξοχήν κοριτσίστικο παιχνίδι, παιζόταν από ομάδα παιδιών. Κατ' αρχήν δύο παιδιά έβγαιναν στην άκρη και συμφωνούσαν δύο λέξεις που η κάθε μία θα αντιπροσώπευε το κάθε ένα αντίστοιχα. Κατόπιν στέκονταν το ένα απέναντι από το άλλο και χτυπώντας τα χέρια τους έλεγαν τραγουδιστά:
με τα μελισσόπουλα
Περνά περνά η μέλισσα
και με τα κλωσόπουλα
και το επαναλάμβαναν συνέχεια, ενώ κάτω από τα χέρια τους περνούσαν τα υπόλοιπα παιδιά ένα ένα. Κάθε φόρά τα δύο παιδιά που τα φύλαγαν, κατέβαζαν τα χέρια και εγκλώβιζαν ένα παιδί και το ρωτούσαν σιγά στ' αυτί, τι προτιμάει από τις δύο λέξεις που είχαν βάλει απ' την αρχή λ.χ λεμόνι ή πορτοκάλι. Το παιδί διάλεγε και αμέσως πήγαινε πίσω σ' αυτόν στον οποίο αντιστοιχούσε η λέξη, πιάνοντας τον από τη μέση. Έτσι αφού ρωτούσαν όλα τα παιδιά με τον ίδιο τρόπο δημιουργούνταν δύο ομάδες. Τότε οι δύο πρώτοι πιάνονταν από τα χέρια και οι υπόλοιποι τραβούσαν από τη μέση ο ένας τον άλλον προσπαθώντας η μία ομάδα να παρασύρει την άλλη. Οποια ομάδα το κατάφερνε, κέρδιζε.
στ) Ο βεζίρης
Βεζίρη λέγανε ένα κόκαλο από το γόνατο ζώου, κυρίως χρησιμοποιούσαν το βεζίρη του γουρουνιού. Το κόκαλο αυτό είχε τέσσερις έδρες και κάθε έδρα είχε και μία συγκεκριμένη ονομασία π.χ. ψωμάς, κλέφτης, ραβδάς, βασιλιάς.
Το κάθε παιδί έπαιρνε το βεζίρη και τον έριχνε. Ανάλογα με το που θα στεκόταν, έπαιρνε τον ανάλογο τίτλο, βασιλιάς, κλέφτης, ψωμάς, ραβδάς. Αν το επόμενο που θα έριχνε του τύχαινε ο ίδιος τίτλος τον έπαιρνε αυτό.
Ο βασιλιάς είχε το δικαίωμα να επιβάλλει ποινή στον κλέφτη και να την εκτελέσει ο ραβδάς.
Οι ποινές ήταν ξυλιές ξιδάτες ή λαδάτες ανάλογα με το κέφι του βασιλιά και τις συμπάθειές του. Ξιδάτες ήταν οι δυνατές ξυλιές και λαδάτες χάδια. Όταν επιβαλλόταν η ποινή, το παιχνίδι ξανάρχιζε πάλι από την αρχή. Στην πορεία το παιχνίδι άναβε, γιατί πέφτανε κάποιες γερές ξυλιές και αυτός που τις έτρωγε προσπαθούσε να γίνει βασιλιάς για να τις ανταποδώσει.
ζ) Ο καλόγερος.
Ο καλόγερος ή κουτσό ήταν κοριτσίστικο παιχνίδι αλλά αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι δεν το έπαιζαν και τ' αγόρια.
Σ' έναν άξονα που χάραζαν στο χώμα, έφτιαχναν τρία ή πέντε ημικύκλια διαδοχικά και εναλλάξ.
Τα παιδιά ένα - ένα κινούνταν όπως δείχνουν τα βέλη, στο ένα πόδι (κουτσό) σπρώχνοντας και μία πετρούλα από το ένα ημικύκλιο στο άλλο χωρίς να πατήσουν τη διαχωριστική γραμμή ή να βγουν από το ημικύκλιο είτε αυτοί είτε η πέτρούλα που έσπρωχναν, γιατί τότε έχαναν και συνέχιζε το άλλο παιδί.
Αφού περνούσε με επιτυχία όλα τα ημικύκλια άρχιζε από το δεύτερο, μετά από το τρίτο, μετά από το τέταρτο και τέλος έριχνε την πέτρα στο πέμπτο. Αφού περνούσε με επιτυχία από όλα, τότε κέρδιζε μία ντάλια. Κέρδιζε εκείνος που θα έκανε πρώτος τις προσυμφωνημένες ντάλιες.
Ένα παιδί κάθεται κάπου ψηλά και κάνει το βασιλιά. Τα υπόλοιπα κάνουν μία ομάδα μπροστά του και ρωτούν:
-Βασιλιά, βασιλιά με τα δώδεκα σπαθιά, τι δουλειά;
-Τεμπελιά! Απαντά ο βασιλιάς.
Κατόπιν τα παιδιά συνεννοούνται μεταξύ τους κρυφά από το βασιλιά και παριστάνουν όλα χωρίς να μιλούν, ότι κάνουν μία δουλειά (παντομίμα) π.χ. ότι θερίζουν, ότι πατούν τα σταφύλια, ότι ζυμώνουν, ότι φουρνίζουν το ψωμί, ότι μαγειρεύουν.... Ταυτόχρονα ρωτούν πάλι:
-Βασιλιά, βασιλιά με τα δώδεκα σπαθιά, τι δουλειά;
Ο βασιλιάς πρέπει να μαντέψει τι δουλειά κάνουν τα παιδιά.
Αν δεν το μαντέψει, τα παιδιά φωνάζουν "όχι!" και συνεχίζουν μέχρι να το βρει. Όταν τελικά ο βασιλιάς μαντέψει, τι δουλειά κάνουν, τότε τα παιδιά φωνάζουν "ναι" και σκορπίζουν τρέχοντας. Ο βασιλιάς τότε πρέπει να πιάσει ένα παιδί κυνηγώντας το, για να τα φυλάξει βασιλιάς. Έτσι το παιχνίδι συνεχίζεται.
β) Το τυφλοπάνι.
Ένα παιδί τα φυλάει δένοντας τα μάτια του με ένα μαντίλι. Τα υπόλοιπα κινούνται γύρω του αγγίζοντάς το και το παιδί που τα φυλάει προσπαθεί να πιάσει κάποιο. Όταν το καταφέρει, ψηλαφώντας με τα δάχτυλά του θα πρέπει να μαντέψει ποιο παιδί έχει πιάσει φωνάζοντας το όνομά του. Αν δεν το καταφέρει, τα υπόλοιπα φωνάζουν "όχι" και το παιδί που πιάστηκε ελευθερώνεται και το παιχνίδι συνεχίζεται. Αν το παιδί που πιάστηκε αναγνωριστεί, τότε τα υπόλοιπα παιδιά φωνάζουν "ναι" και το παιδί που αναγνωρίστηκε δένει τα μάτια του και τα φυλάει και το παιχνίδι ξαναρχίζει.
γ) Γιάντες
Οι γιάντες παίζονταν με ένα κόκαλο από το στήθος της κότας, τη λεγόμενη θηλιά, που μοιάζει με διχάλα. Πριν αρχίσει το παιχνίδι οι δύο παίχτες έταζαν ο ένας στον άλλον κάτι. Κατόπιν έπιανε ο κάθε ένας από μία άκρη της θηλιάς και την τραβούσαν μέχρι να κοπεί. Από αυτή τη στιγμή άρχιζε το παιχνίδι, το οποίο θα μπορούσε να διαρκέσει και ολόκληρη ημέρα. Κάθε παίχτης έχανε ή του έκανε ο άλλος "γιάντες" αν έπαιρνε κάτι από το χέρι του άλλου χωρίς να του πει "το ξέρω". Αν έλεγε "το ξέρω" το παιχνίδι συνεχιζόταν. Αν του έκανε "γιάντες" τότε έπρεπε να δώσει το τάξιμο που του είχε κάνει πριν αρχίσουν το παιχνίδι.
δ) Οι αμάδες
Το παιχνίδι αυτό παιζόταν από τους μεγάλους κυρίως, τις Αποκριές. Στήνανε μία πέτρα σ' ένα σημείο, την οποία λέγανε πίτσι. Κατόπιν παίρνανε ο καθένας από μία πέτρα λεία και πλακουτσή και από μία απόσταση πέντε έως δέκα μέτρα πετώντας την, προσπαθούσαν να τη ρίξουν όσο το δυνατόν πιο κοντά γινόταν στο πίτσι. Αυτός που πλησίαζε πιο κοντά ήταν ο νικητής. Το νικητή τον πήγαιναν οι άλλοι ζαλούκα, καβάλα.
ε) Μέλισσα μέλισσα
Κατ' εξοχήν κοριτσίστικο παιχνίδι, παιζόταν από ομάδα παιδιών. Κατ' αρχήν δύο παιδιά έβγαιναν στην άκρη και συμφωνούσαν δύο λέξεις που η κάθε μία θα αντιπροσώπευε το κάθε ένα αντίστοιχα. Κατόπιν στέκονταν το ένα απέναντι από το άλλο και χτυπώντας τα χέρια τους έλεγαν τραγουδιστά:
με τα μελισσόπουλα
Περνά περνά η μέλισσα
και με τα κλωσόπουλα
και το επαναλάμβαναν συνέχεια, ενώ κάτω από τα χέρια τους περνούσαν τα υπόλοιπα παιδιά ένα ένα. Κάθε φόρά τα δύο παιδιά που τα φύλαγαν, κατέβαζαν τα χέρια και εγκλώβιζαν ένα παιδί και το ρωτούσαν σιγά στ' αυτί, τι προτιμάει από τις δύο λέξεις που είχαν βάλει απ' την αρχή λ.χ λεμόνι ή πορτοκάλι. Το παιδί διάλεγε και αμέσως πήγαινε πίσω σ' αυτόν στον οποίο αντιστοιχούσε η λέξη, πιάνοντας τον από τη μέση. Έτσι αφού ρωτούσαν όλα τα παιδιά με τον ίδιο τρόπο δημιουργούνταν δύο ομάδες. Τότε οι δύο πρώτοι πιάνονταν από τα χέρια και οι υπόλοιποι τραβούσαν από τη μέση ο ένας τον άλλον προσπαθώντας η μία ομάδα να παρασύρει την άλλη. Οποια ομάδα το κατάφερνε, κέρδιζε.
στ) Ο βεζίρης
Βεζίρη λέγανε ένα κόκαλο από το γόνατο ζώου, κυρίως χρησιμοποιούσαν το βεζίρη του γουρουνιού. Το κόκαλο αυτό είχε τέσσερις έδρες και κάθε έδρα είχε και μία συγκεκριμένη ονομασία π.χ. ψωμάς, κλέφτης, ραβδάς, βασιλιάς.
Το κάθε παιδί έπαιρνε το βεζίρη και τον έριχνε. Ανάλογα με το που θα στεκόταν, έπαιρνε τον ανάλογο τίτλο, βασιλιάς, κλέφτης, ψωμάς, ραβδάς. Αν το επόμενο που θα έριχνε του τύχαινε ο ίδιος τίτλος τον έπαιρνε αυτό.
Ο βασιλιάς είχε το δικαίωμα να επιβάλλει ποινή στον κλέφτη και να την εκτελέσει ο ραβδάς.
Οι ποινές ήταν ξυλιές ξιδάτες ή λαδάτες ανάλογα με το κέφι του βασιλιά και τις συμπάθειές του. Ξιδάτες ήταν οι δυνατές ξυλιές και λαδάτες χάδια. Όταν επιβαλλόταν η ποινή, το παιχνίδι ξανάρχιζε πάλι από την αρχή. Στην πορεία το παιχνίδι άναβε, γιατί πέφτανε κάποιες γερές ξυλιές και αυτός που τις έτρωγε προσπαθούσε να γίνει βασιλιάς για να τις ανταποδώσει.
ζ) Ο καλόγερος.
Ο καλόγερος ή κουτσό ήταν κοριτσίστικο παιχνίδι αλλά αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι δεν το έπαιζαν και τ' αγόρια.
Σ' έναν άξονα που χάραζαν στο χώμα, έφτιαχναν τρία ή πέντε ημικύκλια διαδοχικά και εναλλάξ.
Τα παιδιά ένα - ένα κινούνταν όπως δείχνουν τα βέλη, στο ένα πόδι (κουτσό) σπρώχνοντας και μία πετρούλα από το ένα ημικύκλιο στο άλλο χωρίς να πατήσουν τη διαχωριστική γραμμή ή να βγουν από το ημικύκλιο είτε αυτοί είτε η πέτρούλα που έσπρωχναν, γιατί τότε έχαναν και συνέχιζε το άλλο παιδί.
Αφού περνούσε με επιτυχία όλα τα ημικύκλια άρχιζε από το δεύτερο, μετά από το τρίτο, μετά από το τέταρτο και τέλος έριχνε την πέτρα στο πέμπτο. Αφού περνούσε με επιτυχία από όλα, τότε κέρδιζε μία ντάλια. Κέρδιζε εκείνος που θα έκανε πρώτος τις προσυμφωνημένες ντάλιες.
η) Πινακωτή
Το παιχνίδι αυτό παιζόταν από δύο ομάδες παιδιών. Η μία ομάδα ήταν μία μάνα και τα τρία της παιδιά. Η άλλη ομάδα ήταν ο βασιλιάς με όλο το επιτελείο του και τον στρατό του. Έστελνε λοιπόν ο βασιλιάς έναν αξιωματικό στην μάνα και της έλεγε:
-Πινακωτή Πινακωτή!!
Η μάνα απαντούσε:
-Από το άλλο μου τ' αυτί, γιατ' είμαι μάνα και κουφή.
Ο αξιωματικός πήγαινε στο άλλο αυτί και ξαναφώναζε
-Πινακωτή πινακωτή!!
-Τι θέλεις; ρωτούσε η μάννα.
-Ο βασιλιάς θέλει το ένα παιδί σου.
-Μπές μέσα και διάλεξε, έλεγε η μάνα.
Έμπαινε και διάλεγε ένα παιδί. Μετά ξαναπήγαινε και επαναλαμβανόταν η ίδια διαδικασία για το δεύτερο. Όταν όμως πήγαινε για το τρίτο, η μάνα αντιδρούσε και τότε ο αξιωματικός έμπαινε με τους στρατιώτες και το έπαιρναν με τη βία.
Το παιχνίδι αυτό παιζόταν από δύο ομάδες παιδιών. Η μία ομάδα ήταν μία μάνα και τα τρία της παιδιά. Η άλλη ομάδα ήταν ο βασιλιάς με όλο το επιτελείο του και τον στρατό του. Έστελνε λοιπόν ο βασιλιάς έναν αξιωματικό στην μάνα και της έλεγε:
-Πινακωτή Πινακωτή!!
Η μάνα απαντούσε:
-Από το άλλο μου τ' αυτί, γιατ' είμαι μάνα και κουφή.
Ο αξιωματικός πήγαινε στο άλλο αυτί και ξαναφώναζε
-Πινακωτή πινακωτή!!
-Τι θέλεις; ρωτούσε η μάννα.
-Ο βασιλιάς θέλει το ένα παιδί σου.
-Μπές μέσα και διάλεξε, έλεγε η μάνα.
Έμπαινε και διάλεγε ένα παιδί. Μετά ξαναπήγαινε και επαναλαμβανόταν η ίδια διαδικασία για το δεύτερο. Όταν όμως πήγαινε για το τρίτο, η μάνα αντιδρούσε και τότε ο αξιωματικός έμπαινε με τους στρατιώτες και το έπαιρναν με τη βία.
θ) Τα πεντόβολα
Τα πεντόβολα ήταν πέντε πετραδάκια λεία, πέντε βόλοι. Τα έπιανε ο παίχτης στα χέρια του και τα έριχνε στο έδαφος. Κατόπιν διάλεγε κάποιο και το έπαιρνε στο χέρι του. Αυτό ήταν η μάνα. Κατόπιν πέταγε τη μάνα στον αέρα και με το άλλο χέρι έπιανε ένα πετραδάκι από κάτω. Αυτό επαναλαμβανόταν μέχρι να πιάσει όλα τα πετραδάκια. Κατόπιν με την ίδια διαδικασία τα έπιανε δύο δύο, μετά έπιανε τα τρία και μετά το ένα και τέλος και τα τέσσερα μαζί. Πάντα είχε δικαίωμα μίας βοηθητικής κίνησης.
Αν κάποιο του έπεφτε ή άλλαζε χέρι, έχανε και συνέχιζε ο άλλος.
Κατόπιν ο παίχτης ξανάριχνε τα πεντόβολα, διάλεγε τη μάνα και κάνοντας καμάρα με τα δυο του δάχτυλα στο έδαφος, προσπαθούσε κάθε φορά που πέταγε τη μάνα στον αέρα να περάσει από την καμάρα τα πετραδάκια. Πρώτα ένα ένα, μετά δύο δύο, μετά τρία και ένα, και τέλος και τα τέσσερα μαζί.
ι) Πετάει, πετάει.
Ακουμπούσαν όλη η ομάδα το δείχτη του χεριού τους σ' ένα σημείο. Ένα παιδί έκανε τη μάνα και προσπαθούσε να παρασύρει τους συμπαίκτες του και να τους ξεγελάσει.
Έλεγε λοιπόν π.χ. Πετάει, πετάει το χελιδόνι. Τότε έπρεπε όλοι να σηκώσουν το χέρι ψηλά. Στη συνέχεια έλεγε : Πετάει το χελιδόνι, το χελιδόνι το παγώνι. Πάλι έπρεπε να το σηκώσουν όλοι. Αν κάποιος δεν το σήκωνε, τότε οι υπόλοιποι του έριχναν πάνω χέρι κάτω χέρι και η μάνα συνέχιζε: Το παγώνι, το παγώνι, το μπαλκόνι. Εδώ δεν έπρεπε να σηκώσουν το χέρι, γιατί το μπαλκόνι δεν πετάει. Αν κάποιος παρασυρμένος το σήκωνε, τότε είχε πάλι πάνω χέρι κάτω χέρι για όποιον το έκανε.
Φυσικά υπήρχαν και μία σειρά άλλα παιχνίδια λίγο πολύ γνωστά σε όλους, όπως το κρυφτό, του λύκου τα πουλιά, ο κλίτσικας, η κολοκυθιά, γύρω γύρω όλοι.
Ακόμα τα παιδιά πάντα μόνα έφτιαχναν τα παιχνίδια τους χρησιμοποιώντας υλικά από το περιβάλλον. Ένα άχρηστο αντικείμενο για τους μεγάλους μπορεί να έπαιρνε διαστάσεις και να ήταν το καλύτερο παιχνίδι στα χέρια ενός παιδιού. Όπως τα άχρηστα στεφάνια από τα πεταμένα βαρέλια που με την ανάλογη διχάλα γινόταν τσέρκι, τα άχρηστα κουρέλια γίνονταν κουτσούνες και μπάλες, τα πεταμένα κονσερβοκούτια και τα καπάκια από τις πορτοκαλάδες, γίνονταν βαγόνια και καρότσες, οι ξερές μπουλουμιές από τις καλοκαίρες γίνονταν ανεμόμυλοι και πλακοπαϊδες, τα κυπαρισσόμηλα γκαζιές, τα άχρηστα λάστιχα από τα εσώρουχα γίνονταν αυτοσχέδια τόξα ή σφεντόνες.
Τα πεντόβολα ήταν πέντε πετραδάκια λεία, πέντε βόλοι. Τα έπιανε ο παίχτης στα χέρια του και τα έριχνε στο έδαφος. Κατόπιν διάλεγε κάποιο και το έπαιρνε στο χέρι του. Αυτό ήταν η μάνα. Κατόπιν πέταγε τη μάνα στον αέρα και με το άλλο χέρι έπιανε ένα πετραδάκι από κάτω. Αυτό επαναλαμβανόταν μέχρι να πιάσει όλα τα πετραδάκια. Κατόπιν με την ίδια διαδικασία τα έπιανε δύο δύο, μετά έπιανε τα τρία και μετά το ένα και τέλος και τα τέσσερα μαζί. Πάντα είχε δικαίωμα μίας βοηθητικής κίνησης.
Αν κάποιο του έπεφτε ή άλλαζε χέρι, έχανε και συνέχιζε ο άλλος.
Κατόπιν ο παίχτης ξανάριχνε τα πεντόβολα, διάλεγε τη μάνα και κάνοντας καμάρα με τα δυο του δάχτυλα στο έδαφος, προσπαθούσε κάθε φορά που πέταγε τη μάνα στον αέρα να περάσει από την καμάρα τα πετραδάκια. Πρώτα ένα ένα, μετά δύο δύο, μετά τρία και ένα, και τέλος και τα τέσσερα μαζί.
ι) Πετάει, πετάει.
Ακουμπούσαν όλη η ομάδα το δείχτη του χεριού τους σ' ένα σημείο. Ένα παιδί έκανε τη μάνα και προσπαθούσε να παρασύρει τους συμπαίκτες του και να τους ξεγελάσει.
Έλεγε λοιπόν π.χ. Πετάει, πετάει το χελιδόνι. Τότε έπρεπε όλοι να σηκώσουν το χέρι ψηλά. Στη συνέχεια έλεγε : Πετάει το χελιδόνι, το χελιδόνι το παγώνι. Πάλι έπρεπε να το σηκώσουν όλοι. Αν κάποιος δεν το σήκωνε, τότε οι υπόλοιποι του έριχναν πάνω χέρι κάτω χέρι και η μάνα συνέχιζε: Το παγώνι, το παγώνι, το μπαλκόνι. Εδώ δεν έπρεπε να σηκώσουν το χέρι, γιατί το μπαλκόνι δεν πετάει. Αν κάποιος παρασυρμένος το σήκωνε, τότε είχε πάλι πάνω χέρι κάτω χέρι για όποιον το έκανε.
Φυσικά υπήρχαν και μία σειρά άλλα παιχνίδια λίγο πολύ γνωστά σε όλους, όπως το κρυφτό, του λύκου τα πουλιά, ο κλίτσικας, η κολοκυθιά, γύρω γύρω όλοι.
Ακόμα τα παιδιά πάντα μόνα έφτιαχναν τα παιχνίδια τους χρησιμοποιώντας υλικά από το περιβάλλον. Ένα άχρηστο αντικείμενο για τους μεγάλους μπορεί να έπαιρνε διαστάσεις και να ήταν το καλύτερο παιχνίδι στα χέρια ενός παιδιού. Όπως τα άχρηστα στεφάνια από τα πεταμένα βαρέλια που με την ανάλογη διχάλα γινόταν τσέρκι, τα άχρηστα κουρέλια γίνονταν κουτσούνες και μπάλες, τα πεταμένα κονσερβοκούτια και τα καπάκια από τις πορτοκαλάδες, γίνονταν βαγόνια και καρότσες, οι ξερές μπουλουμιές από τις καλοκαίρες γίνονταν ανεμόμυλοι και πλακοπαϊδες, τα κυπαρισσόμηλα γκαζιές, τα άχρηστα λάστιχα από τα εσώρουχα γίνονταν αυτοσχέδια τόξα ή σφεντόνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου