του Σταύρου Σ. Φωτίου*
Ο Χριστός βασανίζεται και σταυρώνεται ύστερα από τη θρησκευτική καταδίκη του από το Μέγα Συνέδριο των Ιουδαίων και την πολιτική καταδίκη του από τον Ρωμαίο Επίτροπο της Ιουδαίας Πόντιο Πιλάτο. Ο λόγος της καταδίκης του είναι η σύγκρουσή του με τις δυνάμεις που αντιμάχονται τη βασιλεία του Θεού, τον κόσμο της ελευθερίας και της αγάπης.
Ο ίδιος ο Χριστός αποτελεί την κρίση των ανθρώπων. Επειδή ενσαρκώνει και φανερώνει την αλήθεια σε κάθε πτυχή της ζωής, η παρουσία του και μόνο κρίνει κάθε ψεύδος και αλλοτρίωση. Στη συνάντησή του με τον Χριστό κάθε άνθρωπος κρίνεται, κατανοεί σε ποια βαθμίδα βρίσκεται στην κλίμακα της αλήθειας. Ο άνθρωπος βλέπει τι είναι αληθινό και έτσι αντιλαμβάνεται πόσο απέχει από αυτό.
Η αλήθεια όμως δεν είναι αρεστή σε όλους, ιδιαίτερα σε όσους επέλεξαν να συμμαχήσουν με τις δαιμονικές δυνάμεις. Έτσι ο Χριστός προκαλεί την αντίδραση των θρησκευτικών ηγετών του Ιουδαϊσμού. Τον καταδικάζουν για βλασφημία, αφού δεν τον αναγνωρίζουν ως Θεό, ως τον αναμενόμενο μεσσία. Και τούτο γιατί ο Χριστός καταδικάζει το νομικισμό και την τυπολατρία, το φαρισαϊσμό και την ψευδοευσέβεια, προβάλλει ένα Θεό που αγαπά τον άνθρωπο και τον καλεί στην ελευθερία.
Επιπλέον ο Χριστός σκανδαλίζει γιατί κάνει παρέα με πόρνες, τελώνες και άλλους αμαρτωλούς, που οι Γραμματείς και Φαρισαίοι περιφρονούν και θεωρούν ότι δεν αξίζουν σωτηρίας. Για τον Χριστό, όμως, κάθε άνθρωπος είναι παιδί του Θεού, κεκλημένο στη βασιλεία του. Σε αυτή δε τη βασιλεία του Θεού ο Χριστός προσκαλεί όχι μόνο τους Ισραηλίτες αλλά όλους τους ανθρώπους, χωρίς καμμία εξαίρεση. Το οικουμενικό αυτό μήνυμά του συγκρούεται με την αντίληψη των συμπατριωτών του ότι ο Θεός νοιάζεται μόνο γι᾽ αυτούς.
Ακόμη, ο Χριστός συγκρούεται με τους Ρωμαίους, αφού καταδικάζει κάθε εξουσία που δυναστεύει και υποτάσσει τους ανθρώπους στις άνομές της επιδιώξεις. Για τον Χριστό μόνη επιτρεπτή μορφή εξουσίας είναι η διακονία των άλλων. Άλλωστε ο ίδιος είναι φτωχός, δεν επιδιώκει να κερδίσει κάποια επίζηλη θέση, δεν περιμένει ανταλλάγματα από αυτούς που βοηθά, δεν συγκινείται από όσους κατέχουν αξιώματα. Γι᾽ αυτόν κάθε άνθρωπος μπορεί να βιώσει την αλήθεια, ανεξάρτητα από την καταγωγή ή την κοινωνική του κατάσταση.
Περαιτέρω ο Χριστός απογοητεύει το πλήθος που τον θέλει πολιτικό μεσσία και στρατιωτικό αρχηγό, που θα νικήσει τους Ρωμαίους και θα τους αντικαταστήσει στην παγκόσμια ηγεμονία. Η βασιλεία του Χριστού είναι άλλης τάξης: πρόκειται για τη συναδέλφωση των ανθρώπων και την αρμονική τους συνύπαρξη. Ο Χριστός ζητά από κάθε άνθρωπο να αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί για τα δρώμενα στον κόσμο, να συνεισφέρει όσο μπορεί στη μεταμόρφωσή του. Γι᾽ αυτό και απορρίπτει κάθε από μηχανής Θεό, κάθε μαγική αντίληψη για οποιαδήποτε αλλαγή.
Κατά συνέπεια, Ιερείς, Φαρισαίοι, Γραμματείς, Ρωμαίοι και πλήθος συμφωνούν σε ένα: ο Χριστός πρέπει να πεθάνει. Ο Χριστός πρέπει να πεθάνει για να μην ενοχλεί τη συνείδησή τους, να μην ταράσσει την υπαρξιακή τους ύπνωση, να μην αναμοχλεύει τα άδικα και παράνομα της ζωής τους.
Παρά ταύτα ο θάνατος του Χριστού δεν είναι ένας θάνατος που δέχθηκε να τον υποστεί γιατί υπήρξε πολιτικός επαναστάτης ή κοινωνικός αναμορφωτής. Ο Χριστός δέχθηκε εκούσια να πεθάνει πάνω στο σταυρό, γιατί ως Θεός που θέλει να σώσει τον άνθρωπο έπρεπε να αντιμετωπίσει και τον μέγιστο εχθρό του ανθρώπου, τον θάνατο. Με τον θάνατο και την ανάστασή του ο Χριστός νικά τον θάνατο και απελευθερώνει τους ανθρώπους από την κυριαρχία του.
Τούτο σημαίνει ότι στην παρούσα ζωή η αγάπη είναι συνώνυμη της θυσίας, γι᾽ αυτό και είναι σταυρωμένη. Για να μπορέσει ο άνθρωπος να αγαπήσει πρέπει να σταυρώσει τα πάθη του, να νικήσει τη φιλαυτία. Η πορεία προς την ανάσταση διέρχεται διά του σταυρού, τον οποίο ο πιστός όταν συναντήσει δεν πρέπει να φοβηθεί γιατί γνωρίζει ότι ακολουθεί η ανάσταση.
Η ορθόδοξη εικόνα της Σταυρώσεως του Χριστού δεν τον παρουσιάζει πάνω στο σταυρό σε άθλια σωματική κατάσταση ―όπως κάνει η δυτική απεικόνιση― αλλά τον παρουσιάζει ως το βασιλέα της δόξας, εκείνον που νικά τη φθορά και τον θάνατο.
(Κεφάλαιο από το βιβλίο του συγγραφέα: Η ορθόδοξη πίστη)
*Ο Σταύρος Σ. Φωτίου είναι καθηγητής στο Τμήμα Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου