H αρχή του Τριωδίου γίνεται κυρίως αισθητή την Πέμπτη της Κρεατινής, τη λεγόμενη Τσικνοπέφτη. Είναι η ημέρα που καθένας, και ο πιο φτωχός, “θα τσικνώσει τη γωνιά του”, όπως λένε ‘ κάτι θα ψήσει στη φωτιά κι η τσίκνα απ’το ψημένο κρέας, χοιρινό ή άλλο, θα μοσχοβολήσει τον αέρα. Εκείνο το βράδυ, όπως και το Σάββατο βράδυ και την Κυριακή της Κρεατινής, οι συγγενείς τρώγουν όλοι μαζί. Κάθε οικογένεια ή μαγειρεύει σπίτι της κι έπειτα πηγαίνουν όλοι οι συγγενείς και τρώγουν στο ίδιο σπίτι, ή μαγειρεύουν σ’ένα σπίτι όλοι. Άμα φάγουν και πιουν, γίνονται μασκαράδες, χορεύουν και τραγουδούν. Και σαν μια οικογένεια, μαστόροι και καλφάδες διασκεδάζουν με τον ίδιο τρόπο την Τσικνοπέφτη στην Ήπειρο ‘ στο τραπέζι μάλιστα, που οι μαστόροι την ημέρα αυτή κάνουν στους μαθητές τους, μαστόροι και μαθητές θεωρούνται ίσοι.”
(Γ.Α.Μέγα, “Ήθη και έθιμα της λαϊκής λατρείας”)
“Στην κυριολεξία “αποκριά” σημαίνει το σταματημα της κρεωφαγίας (όπως και το λατινικό Καρναβάλι (carnem levare ή carnis levamem) και το Κυπριακό “Σήκωσες”, που σημαίνουν να σηκώσουμε το κρέας από το τραπέζι). Αυτό θα γίνει, με ο κλείσιμο της εβδομάδας το βράδυ της Κυριακής. Όλη τη βδομάδα αυτή η κρεωφαγία είναι στο αποκορύφωμά της, ιδιαίτερα το βράδυ της Πέμπτης, που γίνονται οι πρώτες οικογενειακές ή φιλικές συγκεντρώσεις και απαραίτητα τσικνίζεται και τσιγαρίζεται το κρέας και τα μεζεδάκια του σφαχτού για να αρχίσει το διαρκές γλέντι.
Η απαραίτητη αυτή ερεθιστική κουζίνα της Τσικνοπέφτης (που τη διαφημίζουν τώρα και οι ταβέρνες των εξωσπιτικών συγκεντρώσεων) έχει κι άλλες σημασίες, εκτός απ’τη γαστρονομική και εναρκτική: Αποβλέπει σε μία υπαρξιακή παρουσία του κάθε σπιτιού, που θα δώσει ένα “παρόν” λειτουργίας και ζωής, τόσο στην όλη κοινότητα ή γειτονιά (οικογενειακό γόητρο, στοιχειωδών δυνατοτήτων) όσο και στα υποτιθέμενα “κακά πνεύματα” (πολέμια της υγείας και της παραγωγής), που μπορεί να επιβουλεύονται την οικογένεια ή να τη θεωρήσουν φτωχή και ευάλωτη. Αυτό δεν είναι ίσως άσχετο με την απαραίτητη κνίσα των αρχαίων κρεατινών θυσιών, που έπρεπε να φτάσει -για ένα αντίδοτο- ως την αίσθηση των θεών.
Σήμερα, η Αποκριά και το Καρναβάλι έχουν χάσει την ετυμολογική έννοιά τους και σημαίνουν γενικότερα τη χρονική περίοδο των μεταμφιέσεων, του γλεντιού και των ελευθεριοτήτων, πριν απ’τη Σαρακοστή. Μασκαρέματα, χοροί, τραγούδια και σάτιρα ήταν παλιότερα δημιουργήματα και χαρές του λαού της υπαίθρου, αυθόρμητες και “ποιητικές”. Τώρα τα πήρε στα χέρια της 稔πολιτιστική”… Άρπυια και τα έκαμε “φεστιβάλ” αναπαραστάσεων, που νοθεύουν τις παραδοσιακές εμπνεύσεις.”
(Δημήτρη Λουκάτου, “Συμπληρωματικά του χειμώνα και της άνοιξης”)
Πέρα από το τσίκνισμα και το τρανό φαγοπότι, σε πολλές περιοχές της χώρας μας, διάφορα άλλα έθιμα πλαισίωναν τη μέρα τούτη.
Χαρακτηριστικά, στις Σέρρες, το βράδυ της Τσικνοπέμπτης ανάβαν μεγάλες φωτιές, κι αφού έψηναν και έτρωγαν, μετά πηδούσαν από πάνω. Όλη η γειτονιά μαζευόταν γύρω από τη φωτιά και ανταλλάσσανε πειράγματα και κάποιος, συνήθως ο γεροντότερος, έπαιρνε μια βέργα κι ανακατεύοντας τη φωτιά έκανε προξενιά. Φωτιές, μάλιστα, ανάβαν, είτε την Τσικνοπέμπτη, είτε, συνηθέστερα, την Κυριακή της Τυρινής, σε αρκετά μέρη της Ελλάδας και πηδούσαν από πάνω για να “καούν οι ψύλλοι”!
Έθιμα της Τσικνοπέμπτης
Την ημέρα της Τσικνοπέμπτης στη Θήβα αρχίζει ο “βλάχικος γάμος” που ξεκινά με το προξενιό δύο νέων, συνεχίζει με το γάμο και τελειώνει την Καθαρή Δευτέρα με την πορεία των προικιών της νύφης και το γλέντι των συμπεθέρων. Όλες αυτές οι διαδικασίες είναι γεμάτες από σατυρική αθυροστομία, κέφι, γλέντι και χορό. Ο “βλάχικος γάμος” είναι κατάλοιπο της πανάρχαιης λατρείας του θεού Διονύσου που διαιωνίζει την οργιαστική θρησκεία του γιου της Σεμέλης στη Θήβα. Το έθιμο αυτό, παραλλαγή ενός γάμου Βλάχων, φέρνει στο προσκήνιο και στο νου του θεατή ένα πλήθος από προβλήματα που ανάγονται στη σχέση του με τα πανάρχαια λατρευτικά έθιμα της Διονυσιακής θρησκείας, στην καταγωγή των «Βλάχων», στη μεταφορά του εθίμου από τις βουνοκορφές της Πίνδου στην πόλη του Κάδμου και πολλά άλλα.
Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο εορτασμός της στην Πάτρα κατά τη διάρκεια του Πατρινού καρναβαλιού, όπου εκατοντάδες Πατρινοί από το μεσημέρι της Τσικνοπέμπτης στήνουν ψησταριές σε κάθε σημείο της πόλης, ακόμα και έξω από τα καταστήματά τους. Τοπικά δρώμενα “ο γάμος της Γιαννούλας της κουλουρούς” και “τα Τριτάκεια του Λάζαρη”. Το επίκεντρο των εκδηλώσεων είναι η Άνω Πόλη, η παλιά συνοικία Τάσι και κυρίως η πλατεία 25ης Μαρτίου και οι δρόμοι γύρω από αυτή. Λαϊκά και καρναβαλικά δρώμενα, μουσικές κομπανίες συμπληρώνουν τη βραδιά της άφθονης κατανάλωσης ψητού κρέατος και οινοποσίας.
Η Γιαννούλα ήταν υπαρκτό πρόσωπο, επρόκειτο για μια φτωχή γυναίκα της Άνω πόλης που έζησε στην περίοδο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κύρια δραστηριότητά της ήταν η πώληση κουλουριών που της εξασφάλιζε τα προς το ζην. Ορισμένοι Πατρινοί εκμεταλλευόμενοι την αφέλειά της και το ευφάνταστο του χαρακτήρα της, της έταζαν πως θα την παντρέψουν με τον πρόεδρο της Αμερικής Ουίλσον. Η σχετική φάρσα περιλάμβανε άφιξη του Ουίλσον με πλοίο στο λιμάνι και άνοδό του στην Άνω πόλη όπου θα τελούνταν και ο γάμος με τη Γιαννούλα. Η εύπιστη κουλουρού υποδεχόταν τον υποτιθέμενο Ουίλσον, Ιούλσο όπως τον πρόφερε η ίδια, και που φρόντιζαν πάντα να τον ντύνουν με φράκο και ημίψηλο, αλλά ώσπου να αντιληφθεί την ειρωνεία της στιγμής, το πλήθος των συγκεντρωμένων για το γάμο είχε διασκεδάσει με την ψυχή του. Το θέαμα επαναλήφθηκε αρκετές χρονιές.
Στην παλαιά πόλη της Κέρκυρας τελούνται τα Κορφιάτικα Πετεγολέτσα ή Πετεγόλια ή πετέγολα. Η πετεγολέτσα, το πετεγουλιό όπως το λένε οι Κερκυραίοι, δεν είναι άλλο από το γνωστότατο κουτσομπολιό και αποτελεί μέρος του Κερκυραϊκού Καρναβαλιού. Είναι θεατρικό είδος που μοιάζει πάρα πολύ με την comedia dell’ arte. Τα πετεγολέτσα πραγματοποιούνται το βράδυ της Τσικνοπέμπτης στις κεντρικές πλατείες ή τα στενά δρομάκια των διαφόρων χωριών της Κέρκυρας, με αποκορύφωμα τα πετεγολέτσα που παίζονται στην Πίνια που είναι τo κέντρο της παλιάς πόλης, κοντά στην τοποθεσία “Κουκουνάρα”. Σ’ αυτήν συμμετέχουν και διάφορες νοικοκυρές από τα κοντινά σπίτια, στήνοντας ένα πραγματικό, πετεγουλιό – κουτσομπολιό, στα παράθυρα (φανέστρες) των σπιτιών τους με ξεκαρδιστικές ιστορίες βγαίνουν στη φόρα όλα τα άπλυτα των υποτιθεμένων πού έπεσαν σε διάφορα παραπτώματα, καυτηριάζοντας διαχρονικούς τύπους ανθρώπων και καταστάσεων.
Τσικνοπέμπτη στη Βόρεια Ελλάδα
Στην κεντρική πλατεία της Ξάνθης πραγματοποιούνται εκδηλώσεις όπως η «Βραδιά Παραδοσιακών Γεύσεων», όπου οι Λαογραφικοί Σύλλογοι της πόλης προσφέρουν εδέσματα, χορό και μουσική από διάφορες περιοχές της Ελλάδας.
Στο Ξινό Νερό Φλώρινας την Τσικνοπέμπτη γίνεται χορός μασκέ με ορχήστρα και παραδοσιακή μουσική.
Στις αλάνες των Σερρών ανάβονται μεγάλες φωτιές, στις οποίες αφού ψήσουν το κρέας, πηδούν από πάνω τους. Τέλος κάποιος από την παρέα με χιούμορ αναλαμβάνει τα «προξενιά», ανακατεύοντας ταυτόχρονα τα κάρβουνα με ένα ξύλο.
Στην Κομοτηνή καψαλίζουν μια κότα που πρόκειται να φαγωθεί την επόμενη Κυριακή (της Απόκρεω). Αυτήν την ημέρα τα αρραβωνιασμένα ζευγάρια ανταλλάσσουν δώρα φαγώσιμα. Ο αρραβωνιαστικός στέλνει στην αρραβωνιαστικιά του μια κότα, τον κούρκο, και εκείνη στέλνει μπακλαβά και μια κότα γεμιστή. Όλα αυτά πραγματοποιούν την παροιμία πως ο «έρωτας περνάει από το στομάχι».
Σε άλλα μέρη
– Στην Αμαλιάδα Η «Τσικνοπέφτη» ήταν η μέρα που ετοίμαζαν το «παστό». Έβραζαν το λίπος με λίγο νερό, ραντίζοντάς το συγχρόνως με νερό. Το σούρωναν στη συνέχεια.
Αυτή ήταν η «γουρναλοιφή». Φυλαγόταν σε δοχεία (πήλινα). Χρησιμοποιούνταν ως άρτυμα για όλη τη χρονιά. Στον πάτο του λεβετιού (καζανιού) έμεναν οι «τσιγαρίδες» που νοστίμιζαν τα φαγητά (με χόρτα, αυγά, όσπρια).
Αυτή ήταν η «γουρναλοιφή». Φυλαγόταν σε δοχεία (πήλινα). Χρησιμοποιούνταν ως άρτυμα για όλη τη χρονιά. Στον πάτο του λεβετιού (καζανιού) έμεναν οι «τσιγαρίδες» που νοστίμιζαν τα φαγητά (με χόρτα, αυγά, όσπρια).
Σε «λεβέτι» έβραζαν το κρέας με λίγο κρασί για να βγάλει λίπος, που με αυτό έβραζε. Έριχναν τα μπαχαρικά για νοστιμάδα και τα λουκάνικα, αφού τα καθάριζαν από την καπνιά. Πρόσεχαν μη «τσικνιστούν» γιατί θα χάλαγε όλο το «παστό».
Μετά το βράσιμο καθάριζαν το κρέας από τα κόκαλα, έκοβαν τα λουκάνικα και τα τοποθετούσαν σε «λαγήνες» (δοχεία πήλινα) και τα περιέχεαν με λίπος για να σκεπαστούν οι μεζέδες. Ήταν το φαγητό για όλο το χρόνο.
Μ’ αυτό φίλευαν και τους ξένους.
Μ’ αυτό φίλευαν και τους ξένους.
– -Στην Ιο Το βράδυ της Τσικνοπέμπτης μασκαράδες ζωσμένοι με κουδούνια προβάτων διασχίζουν με κέφι τη Χώρα, επισκεπτόμενοι σπίτια και καταστήματα. Χάρη στις προσπάθειες του Δήμου Ιητών και του Πολιτιστικού Συλλόγου Ίου «Η Φοινίκη», έχει αναβιώσει στην Ίο και το παραδοσιακό της Καρναβάλι, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, με ποικίλες εκδηλώσεις.
-Στον Πόρο Την Τσικνοπέμπτη «τσίκνιζαν» το ψητό κρέας για να μυρίσει στη γειτονιά γιορτάζοντας την «κρεατινή» Αποκριά, και μετά την «Τυρινή», οι νέοι έκλεβαν ένα μακαρόνι και το έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους για να ονειρευτούν ποια θα πάρουν. Εκείνες τις μέρες οι νέοι έφτιαχναν και αερόστατα. Ένα ελαφρύ στεφάνι μια κόλα λεπτό χρωματιστό χαρτί κι ένα στουπί ποτισμένο με πετρέλαιο μέσα σε ένα τενεκεδάκι και ήταν έτοιμα. Τα άφηναν να πάνε ψηλά, και συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο ποιος θα κάνει το μεγαλύτερο και ποιο θα πάει ψηλότερα.
-Στη Σκόπελο Στο χωριό Κλήμα της Σκοπέλου, οι κάτοικοι, αφού φάνε και τραγουδήσουν στα σπίτια τους, ξεχύνονται στις γειτονιές και χορεύοντας συγκεντρώνονται όλοι στο Πεύκο όπου και συνεχίζουν το γλέντι μέχρι το πρωί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου