Η Χαρουπιά είναι το δέντρο εργοστάσιο, είναι ο χαμένος ελληνικός θησαυρός
Η χαρουπιά ή Κερωνία η έλλοβος, είναι δέντρο μεγάλο που μπορεί να φτάσει σε ύψος και τα 13 μέτρα. Βρίσκεται αυτοφυής σε πολλές περιοχές της Μεσογείου και στην Ελλάδα, αλλά και καλλιεργείται σε φυτώρια για τον καλλωπισμό δρόμων και πάρκων.
Τα χαρούπια, οι καρποί του δέντρου είναι μακριά και στριφτά«φασόλια» πράσινου χρώματος όταν είναι άγουρα, που γίνονται καφέ και ξυλώδη όταν είναι ώριμα. Το εσωτερικό τους έχει ευχάριστη γλυκιά γεύση και περιέχει πολλά σκληρά σπόρια.
Οι καλλιεργούμενες ποικιλίες κατατάσσονται σε δύο μεγάλες ομάδες: τα κοντοχάρουπα και τα μακροχάρουπα. Σημαντική όμως είναι η άγρια χαρουπιά (η κερωνία η έλλοβος), όπου οι καρποί της είναι πλούσιοι σε ζάχαρη.
Άλλες ονομασίες: Κερωνιά, Ξυλοκερατιά, Κουντουριδιά, Ψωμί του Άγιου Ιωάννη,κ.ά.
Λατινικό όνομα: Ceratonia siliqua.
Οικογένεια: Φαβίδες ή Χεδρωπά (Leguminosae).
Άνθιση-συλλογή-χρησιμοποιούμενα μέρη:
Τα άνθη βγαίνουν στα μέσα του φθινοπώρου όπου και συλλέγονται μαζί με τα φύλλα, και οι λοβοί στα τέλη Ιουλίου. Η συγκομιδή των καρπών της προηγούμενης χρονιάς στην αρχαιότητα ξεκινούσε με την εμφάνιση του αστερισμού του Κυνός, στα τέλη Ιουλίου. Το αλεσμένο περικάρπιο δίνει αλεύρι πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά για ζωοτροφές αλλά και τους ανθρώπους, ενώ το ξύλο της είναι σκληρό και βαρύ, κατάλληλο για πολλές χρήσεις.
Τα πλούσια σε σάκχαρα χαρούπια σήμερα χρησιμοποιούνται κυρίως σαν ζωοτροφή και στη βιομηχανία. Οι καρποί της όμως υπήρξαν κάποτε πολύτιμοι και για τη διατροφή των ανθρώπων.
Διατροφική αξία
Τα χαρούπια είναι γλυκά, εύγευστα και θρεπτικά, και τάισαν πολύ κόσμο κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Κι αυτό γιατί παρά την σκουρόχρωμη και ζαρωμένη σάρκα τους, περιέχουν πρωτεΐνες, βιταμίνες, μέταλλα όπως ασβέστιο και σίδηρο, κ.ά. Δέντρο εργοστάσιο, που θυμόμαστε σε περιόδους πολέμων και λιμών, που η τροφή είναι δυσεύρετη.
Περιέχουν σάκχαρο σε μεγάλη αναλογία (50%) από το οποίο το 30% είναι σταφυλοσάκχαρο, 10% πρωτεΐνη, και 6% λίπος. Επίσης περιέχουν βιταμίνες Α, και D,βιταμίνες της ομάδας Β και καροτίνη, κάλιο, μαγνήσιο, ασβέστιο, φώσφορο, σίδηρο, μαγγάνιο, χαλκό, χρώμιο, νικέλιο, λίγο ισοβουτυρικό οξύ (που ευθύνεται για την ελαφρώς δυσάρεστη μυρωδιά), ταννίνες, ινώδεις ουσίες όπως λιγνίνη (επιδρά κατασταλτικά στηχοληστερίνη, έχει θετικά αποτελέσματα κατά του διαβήτη και της παχυσαρκίας), βλέννα, κυτταρίνη και τουλάχιστον ακόμη 6 αντιοξειδωτικές ουσίες. Είναι εύπεπτα και δεν προκαλούν αλλεργίες.
Τα χαρούπια είναι και σήμερα χρήσιμα καθώς δεν περιέχουν γλουτένη, στην οποία πολλά άτομα είναι αλλεργικά. Επίσης μπορούν να αξιοποιηθούν για τη δημιουργία γλυκών.
χαρουπιά 659+89+56598
Άλλες χρήσεις:
Σαν σακχαρούχος καρπός μετά από ζύμωση και απόσταξη παρέχουν αλκοόλη σε ποσοστό 25%. Οι άγουροι λοβοί περιέχουν δεψικές και χρωστικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στη βαφή υφασμάτων. Οι σπόροι των χαρουπιών αποτελούν πολύτιμο βιομηχανικό υλικό. Από αυτούς εξάγεται κυτταρίνη που χρησιμοποιείται στην κατασκευή φωτογραφικών πλακών, στη χαρτοβιομηχανία και αλλού.
Επίσης εξάγεται κόμμι χρήσιμο και τη βιομηχανία τροφίμων, και τη φαρμακευτική. Το κόμμι κυκλοφορεί σαν πρόσθετη ουσία για τα τρόφιμα με την επισήμανση (Ε 410) και χρησιμεύει σαν μέσο πήξης. Από το δέντρο εξάγονται βαφικές και κολλητικές ουσίες κατάλληλες για την βυρσοδεψία, την υφαντουργία και τη βιομηχανία χαρτιού, το έλαιο των καρπών χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία. Η χαρουπιά είναι είδος δασικό, γεωργικό, βιομηχανικό και καλωπιστικό. Το ξύλο της χρησιμοποιείται σε ξύλινες διακοσμήσεις, το καρδιόξυλό της στην επιπλοποιεία, και τη βαρελοποιεία, δίνει ξυλάνθρακες αρίστης ποιότητας, ο φλοιός και τα φύλλα της χρησιμεύουν στη βαφική.
Στην Κύπρο που καλλιεργείται αδιάλειπτα, το 90% της παραγωγής εξάγεται σε διάφορες μορφές (χαρουπάλευρο, ολόκληρος καρπός, χαρουποπυρήνας, αλεσμένα, γόμα). Η χαρουπιά καλλιεργείται εύκολα και ευδοκιμεί σε όλα τα εδάφη εκτός από τα υγρά και τα άπορα, και μπορεί να αντέξει σε έκτακτες χαμηλές θερμοκρασίες 2o-3ο C κάτω από το μηδέν. Το δέντρο προτιμά τις ηλιόλουστες θέσεις γι’αυτό καλλιεργείται συχνότερα σε θερμές εύκρατες ζώνες. Οι σπόροι συγκομίζονται κατά τη θερινή περίοδο. Ένα ώριμο δέντρο που καλλιεργείται σε ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες και γόνιμο έδαφος μπορεί να αποδώσει έως και 400 κιλά φασόλια. Η καρποφορία της αρχίζει συνήθως το 6-7 έτος και συνεχίζεται για πολλά χρόνια.
Στην Κύπρο σήμερα κυριαρχούν τρεις ποικιλίες της χαρουπιάς, η Τηλλυρίας, τα κουντούρκα και τα κουμπωτά. Στην Ανώγυρα λειτουργεί Μουσείο Παστελιού, με στόχο την παρουσίαση του παραδοσιακού παστελιού με βασικό συστατικό του το χυμό των χαρουπιών.
Η Χαρουπιά ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες οι οποίοι την καλλιεργούσαν για τους καρπούς της. Από τη λέξη κεράτιον όπως ονομαζόταν από παλιά ο καρπός της καθιερώθηκε και η λέξη καράτι, όταν το βάρος του σπόρου των χαρουπιών ορίστηκε σαν η πιο μικρή μονάδα μέτρησης για το χρυσό και τους πολύτιμους λίθους.
χαρούπιαΣτη λαϊκή ιατρική χρησιμοποιούσαν το τσάι από κοπανισμένα χαρούπια για τα παιδιά που έπασχαν από βρογχίτιδα ή κοκκίτη. Στους δύσκολους καιρούς πολύς κόσμος φούρνιζε τους σπόρους, τους άλεθαν και ανακάτευαν τη σκόνη με το λιγοστό αλεύρι για την παρασκευή του απαραίτητου για την οικογένεια ψωμιού, και ακόμη μ’αυτό το αλεύρι αντικαθιστούσαν τον καφέ.
Βράζοντας τα χαρούπια παρασκεύαζαν “χαρουπόμελο” το οποίο και χρησιμοποιούσαν σαν κύρια γλυκαντική ουσία.
Ο φλοιός του δέντρου έχει ισχυρή στυπτική δράση, και χρησιμοποιήθηκε πολύ στο παρελθόν για την αντιμετώπιση πολλών παθήσεων του πεπτικού όπως διάρροια, δυσεντερία, στον ερεθισμό του στομάχου και στις αλλεργίες, τον επίμονο βήχα, τα κρυώματα και τον πονόλαιμο.
Οι χαρουπιές έχουν ιδιότητες που υποστηρίζουν με πολλούς τρόπους την υγεία.
Τα χαρούπια αποσπώνται με τα χέρια ή με ραβδισμό από τα δέντρα και συγκεντρώνονται σε υπόστεγα ή σε ειδικούς κλιβάνους για να ξεραθούν και αποθηκεύονται. Η χαρουπιά προσβάλλεται από πολλά φυτικά παράσιτα και έντομα που η καταπολέμησή τους είναι αρκετά δύσκολη.
Οφέλη για την υγεία:
Δρα ως στυπτικό, καταπραϋντικό, μαλακτικό και καθαρτικό. Βοηθά σε προβλήματα μειωμένης λίμπιντο και δρα κατά της μείωσης του αριθμού των σπερματοζωαρίων. Βοηθά σε προβλήματα βρογχικού άσθματος. Ο πολτός του φρέσκου λοβού είναι ελαφρά ευκοίλιος, ενώ το αλεύρι από τους λοβούς θεραπεύει τη διάρροια, και ανακουφίζει σε ερεθισμούς της κοιλιάς. Σαν τσάι είναι καταπραϋντικό και μαλακτικό, επίσης στυπτικό. Αυτές οι δράσεις μοιάζουν αντιφατικές. Είναι όμως κλασικό χαρακτηριστικό της δράσης των φυτών όπου, τα μέρη τους επιδρούν διαφορετικά ανάλογα με το σημείο του φυτού και τον τρόπο παρασκευής τους. Οι σπόροι είναι στυπτικοί και καθαρτικοί. Ο φλοιός είναι έντονα στυπτικός. Χρήσιμα ακόμη θεωρούνται τα φύλλα και τα άνθη του φυτού, σε παθήσεις του φάρυγγα. Το αλεύρι χρησιμοποιείται από τη βιομηχανία καλλυντικών για τη σύσφιξη και την ανάπλαση του δέρματος.
Ιδέες
Περιποίηση του δέρματος: Κάνει το δέρμα σφιχτό και στιλπνό, βοηθά στην ανόρθωση του γυναικείου στήθους. Βράζουμε ίση ποσότητα νερού και χαρουπιών (ποσότητα νερού που να σκεπάζει τα χαρούπια) για 30 λεπτά. Το φιλτράρουμε και κρατάμε το νερό. Πλενόμαστε, και λουζόμαστε με αυτό το νερό.
Χαρουπόμελο: Λέγεται το σιρόπι από χαρούπια. Χρησιμοποιείται εκτός από τα γλυκά, και σε προβλήματα του αναπνευστικού συστήματος. Οι διαβητικοί δεν πρέπει να το χρησιμοποιούν, αν και τα προϊόντα από το υπόλοιπο δέντρο τους ωφελούν.
Προοπτικές
χαρουπιά!Αναδασώσεις: Η χαρουπιά είναι σπουδαίο διακοσμητικό φυτό. Είναι όμως ακόμη σπουδαιότερη σαν δασικό δέντρο. Εμποδίζει την εξάπλωση της φωτιάς, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει με το πεύκο και είναι κατάλληλη για αναδασώσεις. Και όσο και αν ο εμπορικός ρόλος της χαρουπιάς στις μέρες μας έχει υποβαθμιστεί, ο περιβαλλοντικός της ρόλος είναι σπουδαίος γιατί μπορεί να επιβιώνει σε άγονα και ξηρικά ασβεστολιθικά εδάφη. Πολλές περιοχές οφείλουν στη χαρουπιά το πράσινο χρώμα τους, ενώ συγχρόνως το πλούσιο ριζικό της σύστημα συγκρατεί και προστατεύει το έδαφος από τη διάβρωση. Η χαρουπιά μπορεί να καλύψει εγκαταλελειμμένες ή άγονες και θαμνώδεις εκτάσεις, ακόμη και βραχώδη εδάφη. Οι αναδασώσεις στις εκτάσεις αυτές, μπορούν να σταματήσουν τις διαβρώσεις, να αλλάξουν τη φυσιογνωμία των περιοχών,να δώσουν νέες δυνατότητες και να κάνουν τα μέρη πιο ελκυστικά για τους επισκέπτες.
Το μεγαλύτερο μέρος της ψίχας των χαρουπιών που παράγονται σήμερα, χρησιμοποιείται για ζωοτροφή. Η αξία του σε αμυλαξία είναι μικρότερη όταν συγκριθεί με άλλες κτηνοτροφές (καλαμπόκι 780 μονάδες, κριθάρι 689 μονάδες και χαρούπι 500 μονάδες). Όμως η τιμή του το κάνει οικονομικότερη κτηνοτροφή, και όταν αναμιγνύεται με άλλες ζωοτροφές βελτιώνει τη γεύση τους με αποτέλεσμα να καταναλώνονται πιο ευχάριστα από τα ζώα.
Διάφορα Εθνικά και Ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδοτούν και προωθούν κατά καιρούς την επέκταση των φυτειών της χαρουπιάς.
Τα χαρούπια είναι τροφή ικανοποιητικά θρεπτική αφού περιέχει μεγάλο αριθμό μετάλλων, ιχνοστοιχείων, βιταμινών και πρωτεϊνών. Περιέχει ασβέστιο σε τριπλάσια αναλογία από τογάλα, (350 mg ανά 100 gr) σε σύγκριση με το γάλα (120 mg Ca ανά 100 gr), επίσης φώσφορο, σίδηρο, μαγνήσιο, κάλιο, πυρίτιο κ.ά.)
χαρούπι - παράγωγαΤο παραδοσιακό κρητικό χαρούπι αξιοποιείται ξανά από τη μονάδα *”Creta Carob” που αναπτύσσεται στην περιοχή του Ρεθύμνου. Η επιχείρηση παίρνει τα χαρούπια από τους παραγωγούς της περιοχής και παράγει μια μεγάλη σειρά προϊόντων για την ανθρώπινη διατροφή: Χαρουπάλευρο, σιρόπι χαρουπιού, αλεσμένο χαρούπι για τσάι, υποκατάστατο του καφέ και του κακάο από επεξεργασμένη σκόνη χαρουπιού, παξιμάδια από χαρουπάλευρο. Τα προϊόντα κυκλοφορούν τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Η τιμή τους για τον καταναλωτή είναι εξαιρετικά προσιτή.
Που τα βρίσκουμε;
Στο εμπόριο, θα βρούμε τα χαρούπια σε μορφή πλάκας, σκόνης ή σαν σιρόπι, και λόγω των χαμηλών θερμίδων, σε γλυκά να αντικαθιστούν τη σοκολάτα ή τη ζάχαρη. Τα τελευταία χρόνια στα καταστήματα με είδη φυσικής διατροφής έχουν κάνει ξανά την εμφάνισή τους παράγωγα του χαρουπιού όπως το χαρουπόμελο και το χαρουπάλευρο.
Ξεχασμένοι θησαυροί όπως το χαρούπι υπάρχουν πολλοί, αρκεί να ενδιαφερθούμε να τους ψάξουμε…
ΠΗΓΗ pentapostagma
Η Χαρουπιά ως δέντρο είναι γνωστότατο, φαίνεται να κατάγεται από τη Μικρά Ασίας και ίσως την Κυρηναία, τη σημερινή Βάρκα της Τρίπολης (παράλια της Βόρειας Αφρικής) απ’ όπου, κατά πάσα πιθανότητα μετανάστευσε, καλλιεργήθηκε και εγκλιματίστηκε και έγινε ιθαγενές πρώτα στα νησιά του Αιγαίου πελάγους και μετά στις λοιπές ελληνικές χώρες της Ευρώπης, όπου σε πάρα πολλές είναι αυτοφυές σήμερα. Αυτό το συμπεραίνουμε από το ότι ο Θεόφραστος, ο πρώτος που το αναφέρει λέει ρητά ότι επί της εποχής του φύτρωνε στην Συρία, την Ιωνία και στην Κνίδο και τη Ρόδο· και ότι οι μεν Ίωνες την αποκαλούσαν κερωνία, κάποιοι δε αιγυπτίαν συκήν «διημαρτηκότες» εσφαλμένως γιατί δεν φύτρωνε πουθενά στην Αίγυπτο. Εντούτοις αν και, κατά τη μαρτυρία του Θεόφραστου, δεν φύτρωνε τότε η ξυλοκερατέα στην Αίγυπτο, δεν είναι απίθανο τα ξυλοκέρατα να μεταφέρονταν μέσω αυτής από την Κυρηναία στην Ελλάδα, και γι’ αυτό να ονομάζονταν από κάποιους αιγύπτια σύκα.
Στην Ιταλία εισήχθη από τους Έλληνες, όπως αποδεικνύεται από τις ονομασίες που χρησιμοποίησαν οι Ρωμαίοι για το δέντρο και τον καρπό αυτό. Την ξυλοκερατέα την ονόμαζαν ceratonia, δηλαδή κερατωνίαν και τον καρπό siliqua graeca, δηλαδή ελληνικό λοβό.
Οπωσδήποτε το δέντρο αυτό πριν από τη γέννηση του Χριστού δε φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο, μέχρι σήμερα, στα ευρωπαϊκά παράλια της Μεσογείου και ιδίως στα νησιά του Αιγαίου πελάγους και την Ελλάδα. Τα ξυλοκέρατα αναφέρονται ως χρησιμοποιούμενα, όπως και σήμερα, για τη διατροφή των ζώων και ιδιαίτερα των χοίρων, και ακόμη και τότε τη θεωρούσαν μετριότατη τροφή για τον άνθρωπος όπως συμπεραίνεται από την παραβολή του ασώτου, όπου αναφέρεται ότι αυτός «επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων, ων ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ ». Όπως αναφέρει ο Θεοφύλακτος φύτρωναν πάμπολλες ξυλοκερατιές στη Συρία και την Ιουδαία.
Και τότε ονομαζόταν συνηθέστερα κερατέα, και όχι με το ιωνικό όνομά της κερωνία· μετά πήρε την σημερινή ονομασία ξυλοκερατέα και χαρουπιά. Η τελευταία είναι αραβική (Kharrub), επικράτησε δε σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, γιατί φαίνεται ότι κατά το Μεσαίωνα που οι Άραβες ήταν οι κύριοι σχεδόν όλης της Μεσογείου, ώθησαν και επέκτειναν στα παράλια αυτής της θάλασσας την καλλιέργεια αυτού του δέντρου και τη χρήση αυτού του καρπού.
Έτσι σήμερα οι Γάλλοι το δέντρο το αποκαλούν Caroubier και τον καρπό caroube, carobe ή caroyge (όπως και féce de Pythagore) · οι Ιταλοί το ονομάζουν catoba ή carruba και το δέντρο carobo, carrabo ή carrubio· οι Ισπανοί το λένε Algarrobo και οι Άγγλοι carob-tree και τον καρπό carob-bean.
Εκτός όμως από το αραβικό όνομα επικράτησε στους Ευρωπαίους και η περίεργη ονομασία δέντρο φέρον τον άρτο του Αγίου Ιωάννη (γαλλικά arbre àpain de Saint Jean, αγγλικά Saint John’s bread tree, γερμανικά Joannis Brodbaum), η οποία φαίνεται να προέκυψε από εσφαλμένη παράδοση, κατά την οποία οι αναφερόμενες ακρίδες που αναφέρονται από τους ευαγγελιστές Ματθαίο και Μάρκο, τις οποίες έτρωγε ο βαπτιστής Ιωάννης στην έρημο με μέλι άγριο, δεν ήταν παρά ξυλοκέρατα.
Σήμερα η ξυλοκερατιά συναντάται αυτοφυής ή καλλιεργούμενη σε όλα σχεδόν τα θερμά παράλια της Μεσογείου και ιδιαίτερα στη Συρία, την Κρήτη, τη Ρόδο, την Κύπρο και άλλα νησιά του Αιγαίου πελάγους, στη Λακωνία και άλλα μέρη της Ελλάδας, στη Σαρδηνία, την Σικελία, την Καλαβρία και άλλα μέρη της Ιταλίας, σε μερικά μέρη της μεσημβρινής Γαλλίας και την Κορσική, στην Ισπανία και την Πορτογαλία καθώς και σε όλα σχεδόν τα παράλια της Αφρικής, δηλαδή το Μαρόκο, την Αλγερία, την Τύνιδα, την Τρίπολη και την Αίγυπτο.. Από τους Ισπανούς μετανάστευσε και στο Μεξικό και σε μερικά μέρη της Νότιας Αμερικής.
Περιγραφή
Η ξυλοκερατέα ανήκει στην τάξη των Ελλοβοκάρπων, στην οικογένεια των Καισαλπινοειδών και στο γένος Κερωνία, του οποίου αποτελεί το μοναδικό είδος. Είναι δέντρο μακρόβιο, μετρίου μεγέθους, αειθαλές, αναπτυσσόμενο αργά, που φυτρώνει στα πιο άγονα, πετρώδη και ξηρά εδάφη και δεν αντέχει το κρύο πάνω από τους -7ο έως -8οC. κατά το δριμύ ψύχος του 1879-1880 σε πολλές ξυλοκερατιές στην Αθήνα διερράγη ο κορμός τους.
Έχει φύλλα σύνθετα από 4, 6, ή 8 φυλλαράκια, ωοειδή, ακέραια, λεία, σκυτώδη, βαθιά πράσινα, άνθη μικρά, κοκκινα σε μορφή βοτρύων, πολύγαμα, δηλαδή υπάρχουν δέντρα που έχουν μόνο αρσενικά άνθη και άλλα που έχουν μόνο θηλυκά και άλλα που έχουν αρσενικά και ερμαφρόδιτα (άνθη που έχουν τα αρσενικά και τα θηλυκά όργανα).
Πρέπει να δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή σ’ αυτό καθώς είναι η βάση της καλλιέργειας αυτού του δέντρου για την παραγωγή καρπού.
Ο καρπός της χαρουπιάς, δηλαδή το ξυλοκέρατο, είναι λοβός πεπλατυσμένος, μακρύς 10-20 και πλατύς 2-3 εκ., σκυτώδης, υπομέλας, και περισσότερο ή λιγότερο σε μορφή κέρατου (γι’ αυτό και ονομάστηκε κεράτιον από τους αρχαίους), γεμάτος από σάρκα σακχαρώδη που περιβάλλει τους σκληρούς, κεραμόχροους σπόρους που βρίσκονται μέσα του κατά μήκος και σε σειρά. Καλύπτει πάρα πολλές ανάγκες του ανθρώπου όπως θα δούμε.
Υπάρχουν ελάχιστες ποικιλίες της χαρουπιάς. Κατά τους καλλιεργητές είναι:
α) η άκαρπος, που στην πραγματικότητα δεν είναι ποικιλία αλλά απλά αυτή που έχει αρσενικά άνθη και χρησιμεύει ως υποκείμενο για μπόλιασμα·
β) η άγρια, που έχει ξυλοκέρατα, λεπτά, τοξοειδή, ξυλώδη, μακριά 10-15εκ., που ωριμάζουν πιο νωρίς από τις άλλες ποικιλίες και είναι σχεδόν άχρηστα· χρησιμεύει σαν καλλωπιστικό δέντρο (δεντροστοιχιών) και ως υποκείμενο για μπόλιασμα·
γ) η ημιάγρια (Ceratonia siliqua vulgaris – Risso), που έχει άφθονους αλλά ινώδεις καρπούς που είναι χρήσιμοι μόνο για διατροφή των ζώων και για απόσταξη·
δ) η ήμερη (Ceratonia siliqua lalissima-Risso) η κατά προτίμηση καλλιεργούμενη που έχει λιγότερους καρπούς από την προηγούμενη, αλλά μακρούς, πλατείς, παχείς, πολύ σακχαρώδεις, γι’ αυτό και αποσταζόμενους, που τρώγονται ευχάριστα όχι μόνο από τα ζώα αλλά και από τους ανθρώπους.
Φυσικό περιβάλλον - Καλλιέργεια
Η χαρουπιά ευδοκιμεί σε κλίματα που φυτρώνουν χωρίς πρόβλημα τα εσπεριδοειδή, αλλά συναντάται αυτοφυής και σε ψυχρότερες χώρες· ωστόσο δεν την βρίσκουμε πέρα από τη ζώνη που περιλαμβάνει την ελιά.
Προτιμά τα ασβεστούχα χώματα, φυτρώνει και στα πιο πετρώδη και ξερά εδάφη και είναι ευεργέτημα για τις χώρες που είναι άγονες, γιατί παρέχει σχετικά άφθονο και θρεπτικό καρπό κατάλληλο για τη διατροφή ζώων και ανθρώπων. Δεν αναπτύσσεται όμως τόσο καλά όπως στα γόνιμα και σχετικά δροσερά μέρη, όπου αυξάνεται πολύ γρήγορα.
«Είναι», λέγει ο πολύς Γασπαρίνος (*), «απίστευτη η ταχύτητα με την οποία αυξάνει αυτό το δέντρο με το σκληρότατο ξύλο στα εκλεκτά εδάφη. Οι ενός χρόνου χαρουπιές σ’ αυτά τα εδάφη αποκτούν κορμό ύψους 3 έως 4μ., διαμέτρου δε 22 εκ.». Την παρατήρηση αυτή, την οποία πήρε από την περιγραφή του Fisclier, τη βρίσκουμε πολύ υπερβολική, γιατί σε γόνιμα και αρδευόμενα καλά εδάφη στο εδώ Δενδροκομείου, είδαμε σπέρνοντας χαρουπιά ότι αυτές αναπτύσσονται με σχετική πράγματι ταχύτητα, αλλά ποτέ με τόση όση περιγράφει ο Fischer. Ούτε οι Αίλαντοι ή οι Ευκάλυπτοι μέσα σ’ ένα χρόνο δεν αποκτούν έστω και τρία μέτρα, αν και θεωρούνται από τα ταχύτατα αναπτυσσόμενα σε γόνιμα εδάφη.
Είναι βέβαιο ότι η χαρουπιά, που είναι δέντρο που αναπτύσσεται αργά, σε γόνιμο έδαφος αναπτύσσεται σχετικά γρηγορότερα, όπως συμβαίνει άλλωστε σε όλα σχεδόν τα φυτά. Δεν ευδοκιμεί στα ελώδη και υγρά εδάφη.
Πολλαπλασιασμός
Η χαρουπιά πολλαπλασιάζεται μόνο με τη σπορά και τον εμβολιασμό.
Η σπορά τους γίνεται κατά προτίμηση τον Απρίλιο όταν δεν υπάρχει πια φόβος να προσβληθούν από τους όψιμους παγετούς της άνοιξης.
Για το σκοπό αυτό οι σπόροι που έχουν εξαχθεί από τους λοβούς, μουλιάζονται για 3 ή 4 μέρες, σε νερό που ανανεώνεται καθημερινά. Σπέρνονται ή επί τόπου κάθε τρείς ή τέσσερις, ή πεταχτά σε σπορεία που έχουν προετοιμαστεί σε βαθιά σκάφη και με γενναία λίπανση.
Επειδή η χαρουπιά έχει ρίζα κάθετη και σε μεταφύτευση δύσκολα ριζώνει, η επί τόπου σπορά της είναι προτιμότερη, γιατί έτσι αποκτούν τη θέση στην οποία πρόκειται να μείνουν και να καρποφορήσουν τα δέντρα.
Στα ξερά κλίματα η διατήρηση της κάθετης ρίζας έχει μεγάλη σημασία, γιατί αυτή εισδύει νωρίτερα στα κατώτερα στρώματα του εδάφους και αντλεί το νερό από αυτά, το οποίοι δεν έχουν ή δεν είναι αρκετό στα επιπόλαια στρώματα, όπου, τουλάχιστο στα πρώτα χρόνια περιορίζονται οι ρίζες των μεταφυτευόμενων δέντρων. Μετά από μήνες ή ένα χρόνο από την επιτόπου σπορά αφαιρούνται τα φυτά που κρατιέται μόνο το πιο εύρωστο σε κάθε θέση σποράς.
Αυτές που έχουν σπαρθεί σε πρασιές αμέσως μόλις αποκτήσουν ύψους 4-5 εκ. βοτανίζονται και αραιώνονται, αφαιρούνται τα μικρότερα και τα ασθενέστερα, έτσι ώστε αυτές που θα απομείνουν στην πρασιά να έχουν μεταξύ τους απόσταση 5-10 εκ. Πριν και μετά την αραίωση οι πρασιές ποτίζονται και τα ποτίσματα, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, κάθε 15 μέρες τουλάχιστον. Τέσσερις ή πέντε μέρες μετά από κάθε πότισμα οι πρασιές πρέπει να βοτανίζονται για να μην πνίξουν τα νεαρά φυτά τα αναπτυσσόμενα παρασιτικά χόρτα. Τον Αύγουστο μονοβεργίζονται, δηλαδή αφαιρούνται με κοφτερό μαχαίρι οι αναφυόμενοι βλαστοί από τα πλάγια του κεντρικού άξονα έτσι ώστε να αναπτυχθεί γρήγορα ο κορμός του.
- See more at: http://www.ftiaxno.gr/2013/03/blog-post_3287.html#sthash.xzwvXDjU.dpuf
Ο μεγαλύτερος εχθρός της χαρουπιάς είναι η ποντίκα η οποία κατατρώγει τη φλούδα των βλαστών των δέντρων, με επακόλουθο την ξήρανση τους. Από τα διάφορα έντομα που την προσβάλλουν, ο Myelois ceratoniae Zell θεωρείται η μεγαλύτερη μάστιγα. Επίσης τα Τζιτζικάκια (leafhoppers), ο Αλευρώδης και το Λεκάνιο (Lecanius elongatuus), δυνατό να προκαλέσουν ζημιές στα δέντρα.
Ποντίκα
Η Ποντίκα αποτελεί ένα σημαντικό εχθρό στον γεωργοκτηνοτροφικό τομέα της Κύπρου, αφού προκαλεί πάμπολλες και ποικίλες ζημιές με σοβαρό οικονομικό αντίκτυπο. Μερικές από τις συνηθισμένες ζημιές που προκαλεί είναι: α) ξύνει και πληγώνει τους κορμούς και βλαστούς δέντρων, β) κατατρώγει τους καρπούς, καταναλώνει και καταστρέφει αποθηκευμένες ζωοτροφές, γ) τρέφεται με αυγά και νεογνά πουλερικών, δ) καταστρέφει συστήματα άρδευσης και πλαστικά θερμοκηπίου, μεταδίδει νόσους σε παραγωγικά ζώα κ.α. Οι ζημιές που προκαλεί η ποντίκα δεν περιορίζονται μόνο στη γεωργία και στην κτηνοτροφία, αλλά επεκτείνονται και σε άλλους τομείς, αφού μπορεί να καταστρέψει κτηριακές εγκαταστάσεις, ηλεκτρικά καλώδια, να τραφεί με αυγά νεοσσούς άγριων πτηνών και ζώων, να καταναλώσει τροφή ανθρώπινης κατανάλωσης, κ.α. Η δραστηριότητα της και οι ζημιές που προκαλεί μπορούν ακόμη να επεκταθούν σε νοικοκυριά , εστιατόρια και ξενοδοχειακές μονάδες. Επομένως, η έντονη παρουσία και δραστηριότητα της ποντίκας στο νησί καθώς και οι ποικίλες ζημιές που προκαλέι, δεν αποτελούν πρόβλημα μόνο στον γεωργοκτηνοτροφικό τομέα, αλλά επεκτείνονται ως ένα πρόβλημα που απασχολεί ολόκληρη την κυπριακή κοινωνία, ιδιαίτερα εάν ληφθεί υπόψη ότι είναι φορέας σοβαρών ανθρωπογενών νόσων και μπορεί να βλάψει τη δημόσια υγεία. Αυταπόδεικτα, ο αποτελεσματικός περιορισμός της έντονης δραστηριότητας της ποντίκας και των ζημιών που προκαλεί σε μια γεωγραφική περιοχή είναι μια επίπονη και συνεχής προσπάθεια. Ο πολύ γρήγορος πολλαπλασιασμός του ζώου και οι ιδιάζουσες κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν, σχεδόν ολόχρονα στο νησί, δεν επιτρέπουν εφησυχασμό, καθότι μερικοί μήνες αδράνειας αρκούν για να αυξηθούν σημαντικά οι πληθυσμοί του σε βαθμό που μπορεί να προκαλέσει έντονα προβλήματα και σοβαρές οικονομικές ζημιές. Από την άλλη, μια επιτυχημένη εκστρατεία περιορισμού του πολλαπλασιασμού και της δραστηριότητας της πόντικας και των ζημιών που προκαλεί απαιτεί μεθοδικότητα και οργάνωση που να στοχεύουν κατά κύριο λόγο σε προληπτικά μέτρα που να αποθαρρύνουν τον πολλαπλασιασμό και τη δραστηριότητα της και κατά δεύτερον σε μέτρα καταπολέμησης.
Προστασία χαρουπόδεντρων από την ποντίκα Η περιτύλιξη μέρους του κορμού με λαμαρίνα ή άλλο υλικό, παρεμποδίζει την αναρρίχηση της ποντίκας στα χαρουπόδεντρα και διασφαλίζει, σε ικανοποιητικό βαθμό, την προστασία της. Περιγραφή Τεχνικής (1) Κλαδέψτε το δέντρο κατά τρόπο ώστε οι κλάδοι να μην εφάπτονται ή να βρίσκονται πολύ κοντά στο έδαφος έτσι ώστε να μην αποτελούν σημεία αναρρίχησης της πόντικας πάνω στα δέντρα. (2) Περιτυλίξτε τον κορμό με λαμαρίνα, ξεκινώντας από ύψος γύρω στα 50-100εκ. από το επίπεδο του εδάφους έτσι ώστε να καλύπτεται πλήρως ο κορμός του δέντρου. Χρησιμοποιήστε πολύ λεπτό φύλλο λαμαρίνας, έτσι ώστε να κάμπτεται εύκολα. Το φύλλο της λαμαρίνας θα πρέπει να έχει ύψος, τουλάχιστον, 50 εκ. (3) Η λαμαρίνα στερεώνεται στον κορμό με μικρά καρφιά. Επιβεβαιωθείτε ότι η λαμαρίνα είναι καλά προσκολλημένη στον κορμό και δεν υπάρχουν χαραμάδες από τις οποίες μπορεί να περάσει το τρωκτικό. (4) Συνεχίστε να διατηρείται τα δέντρα της σε καλή κατάσταση και ελέγχετε τη λαμαρίνα.
Περιορισμός των πληθυσμών της ποντίκας σε περιοχές με χαρουπιές (α) Προστατέψτε τους φυσικούς εχθρούς της ποντίκας που είναι το ανθρωποπούλι, το σιαχίνι και τα αετόμορφα πουλιά. (β) Χρησιμοποιήστε τρωκτικοκτόνα δολώματα, τα οποία κυκλοφορούν στο εμπόριο σε διάφορες μορφές (κόκκοι σιτηρών, κύβοι παραφίνης, πάστες, ταμπλέτες κ.α.).
Περιγραφή Τεχνικής (1) Τοποθετήστε τα τρωκτικοκτόνα δολώματα, σε σταθμούς δολώσεως (είτε έτοιμους από το εμπόριο, είτε αυτοσχέδιους), με τρόπο ώστε να αποτρέπεται η πρόσβαση στα άγρια ή παραγωγικά ζώα. (2) Οι αποστάσεις μεταξύ των σταθμών δολώσεως, μπορεί να έχουν ακτίνα από 100-300m ανάλογα με τους πληθυσμούς της ποντίκας. (3) Οι σταθμοί δολώσεως μπορούν να τοποθετηθούν κάτω από θάμνους και άγρια βλάστηση, σε όχτους, πάνω στα δέντρα, κ.α. Σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να είναι σταθεροί και να μην κινούνται, καθότι αυτό μπορεί να εκφοβίσει το τρωκτικό να εισέλθει εντός του σταθμού. (4) Ελέγχει την κατανάλωση του τρωκτικοκτώνου δολώματος ανά τακτά χρονικά διαστήματα και προσθέστε νέα δολώματα αναλόγως. (5) Εάν σε κάποιο σταθμό ή σταθμούς δολώσεως δεν παρατηρείται κατανάλωση του δολώματος μετά από 2-3 ελέγχους, μετακινήστε τον/την σε άλλη τοποθεσία. (6) Η τοποθέτηση τρωκτικοκτόνων δολωμάτων στους σταθμούς σε μια τοποθεσία τερματίζεται όταν σταματήσει πλήρως ή μειωθεί δραστικά η κατανάλωση της, σε σχέση με τις πρώτες εφαρμογές. Παροτρύνονται οι χρήστες των βιοκτόνων της να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, να λαμβάνουν όλα τα προστατευτικά μέτρα κατά τη χρήση τους και να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες που αναγράφονται στις ετικέτες των σκευασμάτων.
Πηγή>http://www.gaiapedia.gr/