Το λιομάζωμα και το άλεσμα της ελιάς
Η σπουδαιότερη δουλειά που έκλεινε τον ετήσιο κύκλο εργασιών του γεωργού ήταν το λιομάζωμα, η σοδειά του λαδιού.
Η ελιά η ευλογημένη και από το Χριστό, παράγει τούτο το εισόδημα.
Παλιά δεν υπήρχαν φυτώρια για την παραγωγή δενδρυλλίων και τον εύκολο και γρήγορο πολλαπλασιασμό της ελιάς.
Τότε φύτευαν άγριες ελιές (αγρουλίδους), που τις έφερναν από τα βουνά.
Άνοιγαν λάκκους, γύρω στο ένα μέτρο, τις φύτευαν και τις εμβολίαζαν, κυρίως χοντρολιές.
Ως τόσο ο Μιλτιάδης (ή Μιχαήλ) Χουρμούζης Βυζάντιος στο βιβλίο του Κρητικά (Αθήνα 1842, 10, σημ. 1) αναφέρει πως οι ελιές της Κρήτης είναι κυρίως τριών ειδών: οι χοντρολιές, οι κορωνέικες και οι τσουνάτες.
Η αφετηρία της συστηματικής καλλιέργειας των μεγαλύτερων από τα ελαιόδεντρα αυτά τοποθετείται στον 16ο και τις αρχές του 17ου αιώνα.
Τα μνημονεύουν οι ταξιδιώτες εκείνης της περιόδου και το βεβαιώνουν οι βενετικές πηγές. Οι οθωμανικές πηγές επιβεβαιώνουν την επέκταση της καλλιέργειας της ελιάς και μετά την τουρκική κατάκτηση (πρακτικά Συμποσίου »ελιά και το λάδι στο χώρο και τον χρόνο», Αθήνα 2003, 95 κ.ε.).
Πολλά από αυτά τα ελαιόδενδρα έχουν καταστεί σήμερα μνημειακά ως προς τα μορφολογικά και πολιτισμικά στοιχεία τους, το ανάγλυφο του κορμού, το μέγεθος, την ηλικία, τη σύνδεση της παρουσίας και της ζωής τους με τη μυθολογία, την ιστορία, την παράδοση, τη θρησκεία και γενικά τον πολιτισμό του τόπου (Νίκος και Μαρία Ψιλάκη – Ηλίας Καστανάς, Ο Πολιτισμός της ελιάς, Καρμάνωρ, Ηράκλειο 1999 και Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου »Η ελιά και το λάδι από την αρχαιότητα έως σήμερα», Αθήνα 2003, 221 κ.ε.).
Ως τόσο η ελιά ήταν γνωστή στην Κρήτη από την Νεολιθική εποχή και μεγάλη πηγή πλούτου κατά τους μινωικούς χρόνους.
Ο Ιπποκράτης, ο μεγάλος γιατρός της αρχαιότητας, αναφέρει περίπου 70 φαρμακευτικές ιδιότητες του λαδιού.
Το ελαιόλαδο χάρη στα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα του, σε ποσοστό 83%, στις βιταμίνες Α και Ε, στα μεταλλικά στοιχεία, όπως το σελήνιο, και τις πολυφαινολικές ουσίες θεωρείται το ιδανικότερο συστατικό μιας ισορροπημένης και υγιεινής διατροφής.
Η συγκομιδή του λαδιού ξεκινούσε τον Σεπτέμβριο και κρατούσε μέχρι τον Ιανουάριο, ανάλογα με τη χρονιά.
Οι χοντρολιές ωρίμαζαν σιγά-σιγά και έπεφταν από μόνες τους ή τις ράβδιζαν με τις ντέμπλες, αφού είχαν λαδώσει καλά.
Λένε πως το λάδι αρχίζει να ανεβαίνει στην ελιά από τις 20 Ιουλίου’ από εκεί και η παροιμία » όντεν έρθει τ’ Άη Λια, βγαίνει το λάδι στην ελιά».
Οι ντέμπλες ήταν ραβδιά από ίσιο ξύλο με μήκος από ένα μέχρι τρία μέτρα.
Τις ελιές τις έβαζαν στα καλάθια που χωρούσαν 8-10 οκάδες.
Μια γρήγορη μαζώχτρα μάζευε την ημέρα με τα χέρια από το έδαφος περίπου ένα φορτίο, δηλαδή 100 οκάδες.
Οι ελιές έπρεπε να είναι πεντακάθαρες, χωρίς φύλλα και χόρτα, γιατί τότε οι φάμπρικες ούτε τις καθάριζαν ούτε τις έπλεναν.
Το βράδυ, φόρτωναν τα γεμάτα σακιά, τα πήγαιναν στο σπίτι και τα άδειαζαν στα πατητήρια.
Οι ελιές έμεναν στα πατητήρια 10-15 μέρες, μέχρι να πάρει ο γεωργός σειρά για να τις πάει στη φάμπρικα να αλεστούν.
Παλιά δεν υπήρχαν φυτώρια για την παραγωγή δενδρυλλίων και τον εύκολο και γρήγορο πολλαπλασιασμό της ελιάς.
Τότε φύτευαν άγριες ελιές (αγρουλίδους), που τις έφερναν από τα βουνά.
Άνοιγαν λάκκους, γύρω στο ένα μέτρο, τις φύτευαν και τις εμβολίαζαν, κυρίως χοντρολιές.
Ως τόσο ο Μιλτιάδης (ή Μιχαήλ) Χουρμούζης Βυζάντιος στο βιβλίο του Κρητικά (Αθήνα 1842, 10, σημ. 1) αναφέρει πως οι ελιές της Κρήτης είναι κυρίως τριών ειδών: οι χοντρολιές, οι κορωνέικες και οι τσουνάτες.
Η αφετηρία της συστηματικής καλλιέργειας των μεγαλύτερων από τα ελαιόδεντρα αυτά τοποθετείται στον 16ο και τις αρχές του 17ου αιώνα.
Τα μνημονεύουν οι ταξιδιώτες εκείνης της περιόδου και το βεβαιώνουν οι βενετικές πηγές. Οι οθωμανικές πηγές επιβεβαιώνουν την επέκταση της καλλιέργειας της ελιάς και μετά την τουρκική κατάκτηση (πρακτικά Συμποσίου »ελιά και το λάδι στο χώρο και τον χρόνο», Αθήνα 2003, 95 κ.ε.).
Πολλά από αυτά τα ελαιόδενδρα έχουν καταστεί σήμερα μνημειακά ως προς τα μορφολογικά και πολιτισμικά στοιχεία τους, το ανάγλυφο του κορμού, το μέγεθος, την ηλικία, τη σύνδεση της παρουσίας και της ζωής τους με τη μυθολογία, την ιστορία, την παράδοση, τη θρησκεία και γενικά τον πολιτισμό του τόπου (Νίκος και Μαρία Ψιλάκη – Ηλίας Καστανάς, Ο Πολιτισμός της ελιάς, Καρμάνωρ, Ηράκλειο 1999 και Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου »Η ελιά και το λάδι από την αρχαιότητα έως σήμερα», Αθήνα 2003, 221 κ.ε.).
Ως τόσο η ελιά ήταν γνωστή στην Κρήτη από την Νεολιθική εποχή και μεγάλη πηγή πλούτου κατά τους μινωικούς χρόνους.
Ο Ιπποκράτης, ο μεγάλος γιατρός της αρχαιότητας, αναφέρει περίπου 70 φαρμακευτικές ιδιότητες του λαδιού.
Το ελαιόλαδο χάρη στα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα του, σε ποσοστό 83%, στις βιταμίνες Α και Ε, στα μεταλλικά στοιχεία, όπως το σελήνιο, και τις πολυφαινολικές ουσίες θεωρείται το ιδανικότερο συστατικό μιας ισορροπημένης και υγιεινής διατροφής.
Η συγκομιδή του λαδιού ξεκινούσε τον Σεπτέμβριο και κρατούσε μέχρι τον Ιανουάριο, ανάλογα με τη χρονιά.
Οι χοντρολιές ωρίμαζαν σιγά-σιγά και έπεφταν από μόνες τους ή τις ράβδιζαν με τις ντέμπλες, αφού είχαν λαδώσει καλά.
Λένε πως το λάδι αρχίζει να ανεβαίνει στην ελιά από τις 20 Ιουλίου’ από εκεί και η παροιμία » όντεν έρθει τ’ Άη Λια, βγαίνει το λάδι στην ελιά».
Οι ντέμπλες ήταν ραβδιά από ίσιο ξύλο με μήκος από ένα μέχρι τρία μέτρα.
Τις ελιές τις έβαζαν στα καλάθια που χωρούσαν 8-10 οκάδες.
Μια γρήγορη μαζώχτρα μάζευε την ημέρα με τα χέρια από το έδαφος περίπου ένα φορτίο, δηλαδή 100 οκάδες.
Οι ελιές έπρεπε να είναι πεντακάθαρες, χωρίς φύλλα και χόρτα, γιατί τότε οι φάμπρικες ούτε τις καθάριζαν ούτε τις έπλεναν.
Το βράδυ, φόρτωναν τα γεμάτα σακιά, τα πήγαιναν στο σπίτι και τα άδειαζαν στα πατητήρια.
Οι ελιές έμεναν στα πατητήρια 10-15 μέρες, μέχρι να πάρει ο γεωργός σειρά για να τις πάει στη φάμπρικα να αλεστούν.
Το συγκρότημα που άλεθε τις ελιές περιλάμβανε ένα κυλινδρικό κτίσμα, ύψους ενός μέτρου που κατέληγε σε μια κυκλική λεκάνη διαμέτρου περίπου τριών μέτρων.
Είχε το κατωμύλι, στο οποίο έριχναν τις ελιές για να τις αλέσουν οι τρεις ή τέσσερις μυλόπετρες.
Οι μυλόπετρες ήταν κυλινδρικές, είχαν πάχος περίπου τριάντα εκατοστά και διάμετρο από ένα ως ενάμισι μέτρο.
Στο κέντρο τους είχαν μια τρύπα για να στερεώνεται ο οριζόντιος μοχλός που τις συνέδεε με τον κεντρικό άξονα, τον εργάτη. Αυτός ήταν ένας περιστρεφόμενος ξύλινος άξονας, το ένα άκρο του οποίου στηριζόταν στο κέντρο της λεκάνης και το άλλο ψηλά, στα μεσοδόκια της στέγης.
Καθώς περιστρεφόταν αυτός ο άξονας, οδηγούσε σε περιστροφή και τις όρθιες μυλόπετρες στη λεκάνη και αλέθονταν οι ελιές.
Είχε το κατωμύλι, στο οποίο έριχναν τις ελιές για να τις αλέσουν οι τρεις ή τέσσερις μυλόπετρες.
Οι μυλόπετρες ήταν κυλινδρικές, είχαν πάχος περίπου τριάντα εκατοστά και διάμετρο από ένα ως ενάμισι μέτρο.
Στο κέντρο τους είχαν μια τρύπα για να στερεώνεται ο οριζόντιος μοχλός που τις συνέδεε με τον κεντρικό άξονα, τον εργάτη. Αυτός ήταν ένας περιστρεφόμενος ξύλινος άξονας, το ένα άκρο του οποίου στηριζόταν στο κέντρο της λεκάνης και το άλλο ψηλά, στα μεσοδόκια της στέγης.
Καθώς περιστρεφόταν αυτός ο άξονας, οδηγούσε σε περιστροφή και τις όρθιες μυλόπετρες στη λεκάνη και αλέθονταν οι ελιές.
Τρία ξύλα, τα σταβάρια, τα οποία στηρίζονταν στον κεντρικό στύλο, κρατούσαν τις μυλόπετρες στη θέση τους.
Εδώ ήταν δεμένο το μουλάρι στο ένα και από το επόμενο τραβούσε με λουριά και γύριζαν οι μυλόπετρες.
Στο μουλάρι έβαζαν προσωπίδα, γιατί αλλιώς τραβούσε να φύγει και δεν γύριζε γύρω γύρω.
Τα σίδερα που συγκρατούσαν τις μυλόπετρες μεταξύ τους και με τα σταβάρια, τα λέγανε κοντομοιριά.
Το δεύτερο συγκρότημα αποτελούνταν από δύο τμήματα: το μάγκανο (πιεστήριο) και τον μποτζοργάτη.
Το μάγκανο το συγκρατούσαν οι δύο κουτσούρες, δυο πολύ χοντροί κορμοί δένδρου, συνήθως από δρυ που είναι σκληρό ξύλο, μορφοποιημένοι σε σχήμα κυβόσχημης κασέλας.
Η μια ήταν στερεωμένη στο έδαφος και η άλλη ψηλά, σε ένα χοντρό μεσοδόκι της στέγης.
Τη στερέωναν, όμως, πιο πολύ και τέσσερις μεταλλικές στρογκυλές κολόνες, βιδωμένες στις τέσσερις γωνίες τους, ώστε να τις συγκρατούν ακίνητες και στην ίδια απόσταση.
Στο κέντρο τους ήταν στερεωμένο το αρδάχτι, ένας μεταλλικός κυλινδρικός άξονας με κοχλιώσεις, σαν μία μεγάλη βίδα, στο οποίο ανεβοκατέβαινε βιδωτά το πλακωτάρι, μια ορθογώνια μεταλλική πλάκα, η οποία, καθώς την κατέβαζαν, πλάκωνε και πίεζε τις ελιές.
Το πλακωτάρι στηριζόταν και στις τέσσερις μεταλλικές κολονίτσες που συγκρατούν τις κουτσούρες.
Στο πάνω μέρος της κάτω κουτσούρας βρισκόταν μια λεκάνη από τζίγκο, η τσιμινιέρα ή τζιβέρα, για να υποδέχεται το λάδι και να το χύνει με ένα κουτσουνάρι (κρουνό) στη γούρνα, μια μεγάλη και βαθιά πέτρινη λεκάνη.
Όταν αλέθονταν οι ελιές, και γινόνταν ψίχα, τις τοποθετούσαν στα μποξάδια ή ντορμπάδια. Αυτά ήταν τετράγωνα, χοντρά, τρίχινα πανιά που τα διπλωναν διαγώνια, και τα περιτύλιγαν με ένα κορδόνι για να μην ανοίγουν.
Στη συνέχεια, τα έχτιζαν όμορφα στο κέντρο της τζίγκινης λεκάνης και κατέβαζαν το βιδωτό πλακωτάρι, με τα χέρια τους και αυτό.
Καθώς βιδωνόταν, έσφιγγε τα μποξάδια, τα πίεζε και το ευλογημένο λάδι άρχιζε να τρέχει στη γούρνα. Έριχναν και καυτό νερό για να βγαίνει το λάδι καλύτερα.
Εδώ ήταν δεμένο το μουλάρι στο ένα και από το επόμενο τραβούσε με λουριά και γύριζαν οι μυλόπετρες.
Στο μουλάρι έβαζαν προσωπίδα, γιατί αλλιώς τραβούσε να φύγει και δεν γύριζε γύρω γύρω.
Τα σίδερα που συγκρατούσαν τις μυλόπετρες μεταξύ τους και με τα σταβάρια, τα λέγανε κοντομοιριά.
Το δεύτερο συγκρότημα αποτελούνταν από δύο τμήματα: το μάγκανο (πιεστήριο) και τον μποτζοργάτη.
Το μάγκανο το συγκρατούσαν οι δύο κουτσούρες, δυο πολύ χοντροί κορμοί δένδρου, συνήθως από δρυ που είναι σκληρό ξύλο, μορφοποιημένοι σε σχήμα κυβόσχημης κασέλας.
Η μια ήταν στερεωμένη στο έδαφος και η άλλη ψηλά, σε ένα χοντρό μεσοδόκι της στέγης.
Τη στερέωναν, όμως, πιο πολύ και τέσσερις μεταλλικές στρογκυλές κολόνες, βιδωμένες στις τέσσερις γωνίες τους, ώστε να τις συγκρατούν ακίνητες και στην ίδια απόσταση.
Στο κέντρο τους ήταν στερεωμένο το αρδάχτι, ένας μεταλλικός κυλινδρικός άξονας με κοχλιώσεις, σαν μία μεγάλη βίδα, στο οποίο ανεβοκατέβαινε βιδωτά το πλακωτάρι, μια ορθογώνια μεταλλική πλάκα, η οποία, καθώς την κατέβαζαν, πλάκωνε και πίεζε τις ελιές.
Το πλακωτάρι στηριζόταν και στις τέσσερις μεταλλικές κολονίτσες που συγκρατούν τις κουτσούρες.
Στο πάνω μέρος της κάτω κουτσούρας βρισκόταν μια λεκάνη από τζίγκο, η τσιμινιέρα ή τζιβέρα, για να υποδέχεται το λάδι και να το χύνει με ένα κουτσουνάρι (κρουνό) στη γούρνα, μια μεγάλη και βαθιά πέτρινη λεκάνη.
Όταν αλέθονταν οι ελιές, και γινόνταν ψίχα, τις τοποθετούσαν στα μποξάδια ή ντορμπάδια. Αυτά ήταν τετράγωνα, χοντρά, τρίχινα πανιά που τα διπλωναν διαγώνια, και τα περιτύλιγαν με ένα κορδόνι για να μην ανοίγουν.
Στη συνέχεια, τα έχτιζαν όμορφα στο κέντρο της τζίγκινης λεκάνης και κατέβαζαν το βιδωτό πλακωτάρι, με τα χέρια τους και αυτό.
Καθώς βιδωνόταν, έσφιγγε τα μποξάδια, τα πίεζε και το ευλογημένο λάδι άρχιζε να τρέχει στη γούρνα. Έριχναν και καυτό νερό για να βγαίνει το λάδι καλύτερα.
Όταν τα χέρια του φαμπρικάρη δεν μπορούσαν να σφίξουν άλλο, χρησιμοποιούσαν το άλλο, τον μποτζοργάτη.
Αυτός ήταν ένας χοντρός κορμός δέντρου, τοποθετημένος κάθετα, σε απόσταση τριών με πέντε μέτρων. Το κάτω άκρο στηριζόταν σε ειδική υποδοχή στο έδαφος και το πάνω σ’ ένα μεγάλο μεσοδόκι.Κάτω χαμηλά, στο ενάμισι μέτρο από το έδαφος, είχε δύο χοντρές τρύπες σταυρωτά. Σ’ αυτές έμπαιναν δύο οριζόντιοι ξύλινοι μοχλοί, τους οποίους μπορούσαν να σπρώχνουν με τον ώμο ή το στήθος τους έως έξι άνθρωποι και να τον περιστρέφουν. Συνδεόταν με έναν άλλο μοχλό πιο χοντρό, που έμπαινε οριζόντια στο πλακωτάρι. Καθώς περιστρεφόταν ο μποτζοργάτης, τυλιγόταν πάνω του ένα χοντρό σχοινί και το πλακωτάρι του πιεστηρίου κατέβαινε και πίεζε δυνατά τα μποξάδια και έτσι στράγγιζαν καλά οι ελιές το λάδι.
Ύστερα ξέσφιγγαν τα μποξάδια και ξεμποξάδιαζαν, δηλαδή έβγαζαν και σώριαζαν σε μία γωνία, σαν μεγάλες τετράγωνες πίτες, την πυρήνα και περίμεναν την άλλη αλεσά που ήταν, ωστόσο, έτοιμη.
Τελικά, το λάδι καταστάλαζε. Όλα τα άχρηστα και ο κατσίγαρος βρίσκονταν στον πάτο της γούρνας και το ευλογημένο λάδι απάνω, έτοιμο να σακιαστεί.
Με ένα τσίγκινο δοχείο, τον αέρα, που είχε επίπεδη βάση, ο φαμπρικάρης έπαιρνε πάνω πάνω το λάδι και με ένα χωνί, την πίργια, και το σάκιαζε στο λαδάσκι.
Το ασκί γινόταν από δέρμα αίγας και έβαζε 30-40 οκάδες λάδι.
Μετά από λίγο, τα ασκιά γέμιζαν τα πυθάρια του νοικοκύρη με χίλιες ευχές: καλοξόδιαστο, όξ’ από γιατρούς και αρρώστιες, και του χρόνου κ.α.
Στην εποχή μας οι φάμπρικες αντικαταστάθηκαν από τα υπερσύγχρονα ηλεκτροκίνητα ελαιοτριβεία, ενώ βλέπουμε σε κάθε χωριό ερειπωμένες φάμπρικες και τμήματά τους πεταμένα εδώ και κει.
Αυτός ήταν ένας χοντρός κορμός δέντρου, τοποθετημένος κάθετα, σε απόσταση τριών με πέντε μέτρων. Το κάτω άκρο στηριζόταν σε ειδική υποδοχή στο έδαφος και το πάνω σ’ ένα μεγάλο μεσοδόκι.Κάτω χαμηλά, στο ενάμισι μέτρο από το έδαφος, είχε δύο χοντρές τρύπες σταυρωτά. Σ’ αυτές έμπαιναν δύο οριζόντιοι ξύλινοι μοχλοί, τους οποίους μπορούσαν να σπρώχνουν με τον ώμο ή το στήθος τους έως έξι άνθρωποι και να τον περιστρέφουν. Συνδεόταν με έναν άλλο μοχλό πιο χοντρό, που έμπαινε οριζόντια στο πλακωτάρι. Καθώς περιστρεφόταν ο μποτζοργάτης, τυλιγόταν πάνω του ένα χοντρό σχοινί και το πλακωτάρι του πιεστηρίου κατέβαινε και πίεζε δυνατά τα μποξάδια και έτσι στράγγιζαν καλά οι ελιές το λάδι.
Ύστερα ξέσφιγγαν τα μποξάδια και ξεμποξάδιαζαν, δηλαδή έβγαζαν και σώριαζαν σε μία γωνία, σαν μεγάλες τετράγωνες πίτες, την πυρήνα και περίμεναν την άλλη αλεσά που ήταν, ωστόσο, έτοιμη.
Τελικά, το λάδι καταστάλαζε. Όλα τα άχρηστα και ο κατσίγαρος βρίσκονταν στον πάτο της γούρνας και το ευλογημένο λάδι απάνω, έτοιμο να σακιαστεί.
Με ένα τσίγκινο δοχείο, τον αέρα, που είχε επίπεδη βάση, ο φαμπρικάρης έπαιρνε πάνω πάνω το λάδι και με ένα χωνί, την πίργια, και το σάκιαζε στο λαδάσκι.
Το ασκί γινόταν από δέρμα αίγας και έβαζε 30-40 οκάδες λάδι.
Μετά από λίγο, τα ασκιά γέμιζαν τα πυθάρια του νοικοκύρη με χίλιες ευχές: καλοξόδιαστο, όξ’ από γιατρούς και αρρώστιες, και του χρόνου κ.α.
Στην εποχή μας οι φάμπρικες αντικαταστάθηκαν από τα υπερσύγχρονα ηλεκτροκίνητα ελαιοτριβεία, ενώ βλέπουμε σε κάθε χωριό ερειπωμένες φάμπρικες και τμήματά τους πεταμένα εδώ και κει.
Λαογραφικά για την ελιά και το λάδι
Ο θυμόσοφος κρητικός λαός που ασχολήθηκε με κάθε μορφή γεωργικής ζωής, μας άφησε πλήθος από τραγούδια, παροιμίες, μαντινάδες, αινίγματα, για το λάδι και την ελιά.
Κατά τον κατακλυσμό του Νώε, το περιστέρι έφερε κλαδί ελιάς ως σημάδι ζωής, γαλήνης και συμφιλίωσης.
Ο Χριστός, πριν από τη σταύρωση, πήγε στο Όρος των Ελαιών. Λάδι καίει και στο καντήλι της Παναγιάς.
Το λάδι χρησιμοποιείται κατά το Μυστήριο της βάφτισης. Λάδι δίνουν για τον έρανο, λάδι δίνουν στο διακονιάρη που περνά. Λάδι βάζουν στις πληγές. Με στεφάνια ελιάς στεφάνωναν τους Ολυμπιονίκες.
Ο θυμόσοφος κρητικός λαός που ασχολήθηκε με κάθε μορφή γεωργικής ζωής, μας άφησε πλήθος από τραγούδια, παροιμίες, μαντινάδες, αινίγματα, για το λάδι και την ελιά.
Κατά τον κατακλυσμό του Νώε, το περιστέρι έφερε κλαδί ελιάς ως σημάδι ζωής, γαλήνης και συμφιλίωσης.
Ο Χριστός, πριν από τη σταύρωση, πήγε στο Όρος των Ελαιών. Λάδι καίει και στο καντήλι της Παναγιάς.
Το λάδι χρησιμοποιείται κατά το Μυστήριο της βάφτισης. Λάδι δίνουν για τον έρανο, λάδι δίνουν στο διακονιάρη που περνά. Λάδι βάζουν στις πληγές. Με στεφάνια ελιάς στεφάνωναν τους Ολυμπιονίκες.
Ο Κ. Παλαμάς αφιέρωσε ένα ποίημά του για την ελιά:
Είμαι του ήλιου θυγατέρα
η πιο απ’ όλες χαϊδευτή…
Είμαι του ήλιου θυγατέρα
η πιο απ’ όλες χαϊδευτή…
Όταν κάποιος αθωώνεται λένε ότι την έβγαλε λάδι. Για λανθασμένους λογαριασμούς λένε ήπιε η φακή το λάδι. Επίσης έκαμες τη λαδιά σου, αλλά και τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, και έξι στο λαδόξιδο.
Όταν οξύνεται μια κατάσταση λένε πως (ο τάδε) έριξε λάδι στη φωτιά.
Για να δηλώσουμε την ταλαιπωρία μας λέμε μας βγήκε το λάδι.
Τέλος, κάποιος μπορεί να παρομοιαστεί με λαδωμένο ποντικό.
Όταν οξύνεται μια κατάσταση λένε πως (ο τάδε) έριξε λάδι στη φωτιά.
Για να δηλώσουμε την ταλαιπωρία μας λέμε μας βγήκε το λάδι.
Τέλος, κάποιος μπορεί να παρομοιαστεί με λαδωμένο ποντικό.
Μαντινάδες σχετικές με το λάδι και την ελιά.
Είναι δεντρά πολλά στη γη, σαν την ελιά δεν είναι,
βρέχει, χιονίζει, λιάζεται μα πάντα δροσερή ‘ναι
Είναι δεντρά πολλά στη γη, σαν την ελιά δεν είναι,
βρέχει, χιονίζει, λιάζεται μα πάντα δροσερή ‘ναι
Φτίλι στο λύχνο θα γενώ, γίνου και συ το λάδι,
σταλιά σταλιά να σε ρουφώ, ν’ αποκαούμε ομάδι.
σταλιά σταλιά να σε ρουφώ, ν’ αποκαούμε ομάδι.
Παροιμίες σχετικές με το λάδι και την ελιά
* ‘Οντεν έρθει τ’ Άη Λια βγαίνει το λάδι στην ελιά.
* Βάλε ελιά για τα παιδιά σου και μηλιά για την κοιλιά σου.
* Μουδ’ ελιά χωρίς ξεράδι κι άνθρωπος δίχως ψεγάδι.
* Το κρασί να ‘ναι παλιό και το λάδι φετινό.
* Τρούλα λαδιού, μέση κρασιού, πάτος μελιού.
* Ελιές απ’ του παππού σου κι αμπέλι από λόγου σου.
* ‘Οντεν έρθει τ’ Άη Λια βγαίνει το λάδι στην ελιά.
* Βάλε ελιά για τα παιδιά σου και μηλιά για την κοιλιά σου.
* Μουδ’ ελιά χωρίς ξεράδι κι άνθρωπος δίχως ψεγάδι.
* Το κρασί να ‘ναι παλιό και το λάδι φετινό.
* Τρούλα λαδιού, μέση κρασιού, πάτος μελιού.
* Ελιές απ’ του παππού σου κι αμπέλι από λόγου σου.
Αίνιγμα
* Πράσινη είν’ η νιότη μου, μαύρα τα γεραθιά μου,
όλο χαρές η λύπη μου, φαϊ τα δακριά μου. (η ελιά).
Πηγή: Παραδοσιακά επαγγέλματα που χάνονται
Αν. Β. Δαφέρμος
Φάμπρικα: Μονής Οδηγήτριας
Το λιομάζωμα στη Γαλιά.
* Πράσινη είν’ η νιότη μου, μαύρα τα γεραθιά μου,
όλο χαρές η λύπη μου, φαϊ τα δακριά μου. (η ελιά).
Πηγή: Παραδοσιακά επαγγέλματα που χάνονται
Αν. Β. Δαφέρμος
Φάμπρικα: Μονής Οδηγήτριας
Το λιομάζωμα στη Γαλιά.
Φανούριος Ζαχαριουδάκης.
Πηγή: www.cretanmagazine.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου