Ζουσε λοιπόν ο γέρος με τη γρά του σε ένα σπιτάκι στο χωριό,μα ήτoνε γκρινιάρης...
Οτι καιρό και να,κανε,κρύωνε ο κακομοίρης.
Αυγουστο μήνα,η πέτρα έλιωνε μα αυτός έτρεμε σαν το κομπρεσέρι.
"Φέρε όλα τα σκεπάσματα"φώναζε τση γράς του το βράδυ που δεν ενταγιαντούσε την κρυγιάδα.
Το χειμώνα,άκουε όλο το χωριό τσι φωνές του να παραπονάται πως εκρύωνε.
Στο καφενείο τον εσκεπάζανε με την κουβέρτα για να μη σπάσει την καρέκλα απο το τρέμουλο.
Περάσανε τα χρόνια κι ο γέρος επόθανε. Καλός άνθρωπος καθώς ήταν,επήγε τσουρί στον παράδεισο.
Εκεί,τον υποδέχεται ο Αγιος Πέτρος και τον οδηγεί σε ένα τόπο με πράσινα λιβάδια,δροσερές πηγές και ποταμάκια,γεμάτο με λουλούδια.Τον έπιασε αμέσως το γέρο το σύγκρυο!Δεν εμπόργιε να νταγιαντίσει το ρίγος!Αρχιξε λοιπόν τα παρακάλια τον Αγιο να τονε πάει σε ένα μέρος πιό ζεστό,να ζεσταθεί το κοκαλάκι του."Δείξε μου Αγιε μου το πιό ζεστό μέρος απού,χεις κι εγώ εκεί θα παω αμέσως!!"έλεγε και ξανάλεγε...
Τι να σου πώ, του λέει ο Αγιος Πέτρος.Το μόνο μέρος που είναι τόσο ζεστό όσο θέλεις εσύ,είναι ...η κόλαση!!
Δεν με νοιάζει, του απαντά ο γέρος αρκεί να μην κρυώνω!!
Ξεκλειδώνει λοιπόν ο Αγιος την πόρτα τση κόλασης και τονε ρίχνει μέσα.
Φωτιές ανάφτανε παντού,πίσσα έτρεχε μέσα απο μεγάλα βαρέλια που χοχλάζανε γεμάτα με ψυχές ανθρώπων,καυτός αέρας φύσαε γύρου γύρου,γεμάτος καψαλίθρες και φλογίτσες,μεγάλα κομμάτια σίδερα λιώνανε απο τη φωθιά και τη λαύρα.
Μα ο γέρος ακόμα εκρύωνε.
Τονε θωρεί ο διάολος απου ήτρεμε σα ντο κακό κουλούκι σε μιά γωνιά στην κόλαση και τον ελυπήθηκε.
"Ιντα μπορώ μωρέ γέρο να κάνω για σένα"?τον ερώτηξε...
-Πήγαινέ με ανε μπορείς στο πιό ζεστό μέρος απού χεις διότι εξεπάγιασα!!! του απαντά ο γέρος.
Τον οδηγεί λοιπόν ο διάολος σε ένα μεγάλο φούρνο,όπου ανάφτανε χιλιάδες φλόγες και φωτιές!!
Του σιδερά τ,αμόνι να,ριχνες μέσα,το έλιωνε ο φούρνος σε δευτερόλεπτα!
Ανοίγει ο διάολος την πόρτα και τονε πετά μέσα...
Πέρασε καιρός πολύς και μιαν ημέρα θυμήθηκε ο διάολος το γέρο.
"Να πάω να δώ"σκέφτηκε,"αυτός τώρα θα έχει λιώσει σίγουρα και δε θά,χει πομείνει θρούνι..."
Ανοίγει λοιπόν την πόρτα σιγά σιγά και βάνει μέσα την κεφαλή να δεί,ιντα απόγινε ο γέρος.Δεν επρόλαβε να καλοσυνηθίσει το σκοτίδι κι ακούει απο μέσα μέσα μιά φωνή:
ΚΛΕΙΣΕ ΔΙΑΟΛΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ,ΜΠΑΖΕΙ ΚΑΙ ΚΡΥΩΝΩ!!!
Μενέλαος
Οτι καιρό και να,κανε,κρύωνε ο κακομοίρης.
Αυγουστο μήνα,η πέτρα έλιωνε μα αυτός έτρεμε σαν το κομπρεσέρι.
"Φέρε όλα τα σκεπάσματα"φώναζε τση γράς του το βράδυ που δεν ενταγιαντούσε την κρυγιάδα.
Το χειμώνα,άκουε όλο το χωριό τσι φωνές του να παραπονάται πως εκρύωνε.
Στο καφενείο τον εσκεπάζανε με την κουβέρτα για να μη σπάσει την καρέκλα απο το τρέμουλο.
Περάσανε τα χρόνια κι ο γέρος επόθανε. Καλός άνθρωπος καθώς ήταν,επήγε τσουρί στον παράδεισο.
Εκεί,τον υποδέχεται ο Αγιος Πέτρος και τον οδηγεί σε ένα τόπο με πράσινα λιβάδια,δροσερές πηγές και ποταμάκια,γεμάτο με λουλούδια.Τον έπιασε αμέσως το γέρο το σύγκρυο!Δεν εμπόργιε να νταγιαντίσει το ρίγος!Αρχιξε λοιπόν τα παρακάλια τον Αγιο να τονε πάει σε ένα μέρος πιό ζεστό,να ζεσταθεί το κοκαλάκι του."Δείξε μου Αγιε μου το πιό ζεστό μέρος απού,χεις κι εγώ εκεί θα παω αμέσως!!"έλεγε και ξανάλεγε...
Τι να σου πώ, του λέει ο Αγιος Πέτρος.Το μόνο μέρος που είναι τόσο ζεστό όσο θέλεις εσύ,είναι ...η κόλαση!!
Δεν με νοιάζει, του απαντά ο γέρος αρκεί να μην κρυώνω!!
Ξεκλειδώνει λοιπόν ο Αγιος την πόρτα τση κόλασης και τονε ρίχνει μέσα.
Φωτιές ανάφτανε παντού,πίσσα έτρεχε μέσα απο μεγάλα βαρέλια που χοχλάζανε γεμάτα με ψυχές ανθρώπων,καυτός αέρας φύσαε γύρου γύρου,γεμάτος καψαλίθρες και φλογίτσες,μεγάλα κομμάτια σίδερα λιώνανε απο τη φωθιά και τη λαύρα.
Μα ο γέρος ακόμα εκρύωνε.
Τονε θωρεί ο διάολος απου ήτρεμε σα ντο κακό κουλούκι σε μιά γωνιά στην κόλαση και τον ελυπήθηκε.
"Ιντα μπορώ μωρέ γέρο να κάνω για σένα"?τον ερώτηξε...
-Πήγαινέ με ανε μπορείς στο πιό ζεστό μέρος απού χεις διότι εξεπάγιασα!!! του απαντά ο γέρος.
Τον οδηγεί λοιπόν ο διάολος σε ένα μεγάλο φούρνο,όπου ανάφτανε χιλιάδες φλόγες και φωτιές!!
Του σιδερά τ,αμόνι να,ριχνες μέσα,το έλιωνε ο φούρνος σε δευτερόλεπτα!
Ανοίγει ο διάολος την πόρτα και τονε πετά μέσα...
Πέρασε καιρός πολύς και μιαν ημέρα θυμήθηκε ο διάολος το γέρο.
"Να πάω να δώ"σκέφτηκε,"αυτός τώρα θα έχει λιώσει σίγουρα και δε θά,χει πομείνει θρούνι..."
Ανοίγει λοιπόν την πόρτα σιγά σιγά και βάνει μέσα την κεφαλή να δεί,ιντα απόγινε ο γέρος.Δεν επρόλαβε να καλοσυνηθίσει το σκοτίδι κι ακούει απο μέσα μέσα μιά φωνή:
ΚΛΕΙΣΕ ΔΙΑΟΛΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ,ΜΠΑΖΕΙ ΚΑΙ ΚΡΥΩΝΩ!!!
Μενέλαος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου