Νωρίς το απόγεμα η θειά Τάσαινα μπήκε στην αυλή της γειτόνισσας. Πόρτα με πόρτα ήτανε τα σπίτια τους. «Μόι Σταματίνα… Σταματίνα… Είναι ο Βαγγελάκης εδώ; Το Βαγγελάκη θέλω…», φώναξε. Η μάνα κι ο γιος ακούσανε τις φωνές και βγήκανε έξω. «Τι κάνεις Σταματίνα; Είσαι καλά; Να, θέλω να μου κάνει μια δουλειά ο Βαγγελάκης», είπε η θειά Τάσαινα. «Να σου κάνει, γιατί να μη σου κάνει; Πολύ ευχαρίστως…», απάντησε η γειτόνισσα. Η θειά Τάσαινα γύρισε τώρα στον Βαγγελάκη: «Χάιντε, ρε πουλάκι μου, στο μπακάλικο να μου πάρεις λίγο μπελντέ, γιατί εγώ έχω το τσουκάλι πάνω στη φωτιά και πρέπει να το ανακατεύω. Σήμερα έχουμε εργάτες και μόλις βραδιάσει θα ’ρθούνε να τους βάλουμε να φάνε…». Ο Βαγγελάκης έκανε τον δύσκολο: «Ουφ, τώρα, μωρέ θειά Τάσαινα, βαριέμαι…». «Χάιντε, ρε πουλάκι μου, κι όταν γυρίσεις, εγώ θα σε αφήσω ν’ ανεβείς στη μουριά, να φας όσα μούρα θέλεις». «Δε θέλω μούρα, απάντησε αυτός, έφαγα προχτές. Θέλω να μου πεις την ιστορία με τον Αργύρη που έπεσε στο πηγάδι». «Ρε πουλάκι μου, εκατό φορές σου την έχω πει, πάλι θέλεις;». «Ναι, πάλι θέλω, γιατί μ’ αρέσει». «Ε, χάιντε στο μπακάλικο κι άμα γυρίσεις θα σου την πω». Έδωσε στον μικρό ένα φράγκο, κι αυτός έτρεξε να της κάνει το θέλημα. Σε λίγο γύρισε και μπήκε στην αυλή της θειάς, κρατώντας το μικρό χάρτινο δεματάκι με το μπελντέ. Αυτή τον περίμενε στην πόρτα του δωματίου. «Κάτσε, του είπε, στο σκαμνάκι κάτω από το πεύκο κι εγώ μόλις ρίξω τον μπελντέ στο φαΐ, θα ‘ρθω να σου πω την ιστορία». Κάθισε ο μικρός στο σκαμνάκι και περίμενε τη θειά. Βγήκε εκείνη σε λίγο, πλησίασε τον μικρό και κάθισε κατάχαμα, δίπλα στη ρίζα του πεύκου, πάνω στο χώμα. Το μισοφόρι της σκέπαζε εντελώς τα πόδια κι απλώθηκε γύρω της. «Γιατί, μωρέ θειά Τάσαινα, κάθεσαι στο χώμα και δεν κάθεσαι στο άλλο σκαμνάκι;», παρατήρησε ο μικρός. «Δεν ξέρω, ρε πουλάκι μου… Έτσι μ’ αρέσει καλύτερα, πάνω στο χώμα», απάντησε αυτή και ετοιμάστηκε να πει την ιστορία. Σκούπισε με την ανάστροφη τα χείλια της, σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε ψηλά, λες και περίμενε από τον ουρανό την έμπνευση, χτύπησε με δύναμη τα γόνατα με τις παλάμες της κι ύστερα τις ακούμπησε πάνω στο χώμα. Οι κινήσεις αυτές της δώσανε τη δύναμη ν’ αρχίσει την ιστορία:
«Που λες, Βαγγελάκη, πριν από πολλά χρόνια, τον καιρό που εγώ ήμουνα ακόμα μικρή, η θειάκα – Δημητρούλα, η γριά, που μέναμε στην ίδια γειτονιά, καθότανε μια μέρα έξω στον ήλιο κι έγνεθε τη τουλούπα με το μαλλί. Ήτανε μόνη της, με το εγγονάκι της τον Αργύρη, γιατί όλοι οι άλλοι λείπανε από το πρωί στα χωράφια. Ο Αργύρης έπαιζε με μια γειτονοπούλα, την Πετρούλα, που ‘χανε την ίδια ηλικία, ήντουσαν – δεν ήντουσαν στα τέσσερα χρόνια. Τα παιδιά παίζανε και η Δημητρούλα έγνεθε καλά κι ωραία. Κοντά στην αυλόπορτα είχανε ένα πηγάδι, που δεν είχε, να ειπούμε, γύρω – γύρω τοίχο. Το πηγάδι ήτανε κρυμμένο πίσω από ένα τοίχο και τα παιδιά πήγανε να παίξουνε εκεί κοντά. Και η Δημητρούλα δεν τα έβλεπε από κει που καθότανε, να ειπούμε. Κι εκεί που παίζανε, να, Παναΐα μου!, γλιστράει ο Αργύρης και πέφτει μέσα στο πηγάδι. Και η Δημητρούλα έγνεθε του καλού καιρού. Το κοριτσάκι είδε που έπεσε ο φίλος της στο πηγάδι, έβαλε τις φωνές και έτρεξε από κει που ήτανε η Δημητρούλα. «Γιαγιά… Γιαγιά… Αλύλη μπλούμ νε πους… Γιαγιά… Γιαγιά… Αλύλη μπλουμ νε πους…». Και τα ‘λεγε έτσι τα λόγια, γιατί τότες τα μικρά παιδιά μιλάγανε τα μισά ελληνικά και τα μισά αρβανίτικα… Αμή άμα η Δημητρούλα άκουσε τις φωνές, πέταξε μακριά την τουλούπα και το σφοντύλι κι έτρεξε στο πηγάδι. Έτρεχε και τα πόδια της φτάσανε στο κεφάλι της. Και η Πετρούλα όλο φώναζε και της έδειχνε το πηγάδι…».
Εδώ η θειά Τάσαινα σταμάτησε. Υπόφερε σα να ζούσε στην πραγματικότητα τη φοβερή σκηνή. Χοντρές σταγόνες από ιδρώτα είχανε πλημμυρίσει το μέτωπό της και κυλούσανε πάνω στα κατακόκκινα μάγουλά της. Έσκαγε, δεν μπορούσε ν’ ανασάνει. Έπιασε την ποδιά της από τις άκρες, την έφερε στο πρόσωπό της και σκούπισε τον ιδρώτα. Με γρήγορες κινήσεις ανέμιζε τις άκρες του κεφαλομάντηλου, που πέφτανε μπροστά στο πλούσιο στήθος της, κι έκανε αέρα για να δροσιστεί. Μετά φώναξε «ουφ!» με ανακούφιση, χτύπησε με τα χέρια τα γόνατά της, ακούμπησε ξανά τις παλάμες της πάνω στο χώμα και συνέχισε τη διήγηση:
«Και που λες, Βαγγελάκη, η Δημητρούλα έσκυψε και κοίταξε μέσα στο πηγάδι. Μόνο τα χέρια του παιδιού φαινόντουσαν, το κεφάλι του ήτανε μέσα στο νερό και έκανε μπουρμπουλήθρες. «Παναΐα μου, το παιδί πινίγεται!», φώναξε. Και τότες έβγαλε μια πιο μεγάλη φωνή: «Βοήθεια γειτόνοι!» κι αμέσως «μπλούμ» έπεσε μέσα στο πηγάδι να τραβήξει το παιδί». «Και ήξερε η Δημητρούλα να κολυμπάει;», ρώτησε τότε ο Βαγγελάκης. «Δεν ήξερε, πού να ήξερε; Μήπως είχε ιδεί και ποτές της θάλασσα;». «Και δεν πνίγηκε;». «Όχι, δεν πνίγηκε». «Και γιατί δεν πνίγηκε; Δεν έπεσε μέσα στο νερό;». «Αμή μέσα στο νερό έπεσε, αλλά δε πνίγηκε». Ο Βαγγελάκης επίμενε: «Και γιατί δεν πνίγηκε;», ξαναρώτησε. «Δεν ξέρω, ρε πουλάκι μου, είπε η θειά, μπορεί να ‘τανε και θάμα, μπορεί να ‘τανε κι από το μισοφόρι της, που όταν έπεσε στο νερό, άνοιξε σαν ομπρέλα και τήνε κράτησε απάνω στον αφρό». «Καλά, και πώς δεν πήγε η γιαγιά στον πάτο, όταν μούσκεψε το μισοφόρι της;» ρώτησε πάλι ο μικρός. «Αμή δε μούσκεψε, ρε πουλάκι μου, γιατί ήτανε χοντρό από μαλλί της κατσίκας. Που από την πολλή τη βρόμα και τη λίγδα, είχε κοκαλιάσει κι είχε γίνει σαν τομάρι και δε πέρναγε μέσα το νερό. Τι σου έλεγα τώρα;» «Έλεγες που φώναξε «Βοήθεια γειτόνοι» κι έπεσε στο πηγάδι», της ξαναθύμισε ο μικρός. «Α, ναι, συνέχισε η θειά, φώναξε «Βοήθεια γειτόνοι» κι έπεσε στο πηγάδι. Όταν η Πετρούλα είδε που έπεσε και η Δημητρούλα στο πηγάδι, φοβήθηκε κι έτρεξε και βγήκε όξω στο δρόμο. Θυμήθηκε που φώναξε η γριά «Βοήθεια γειτόνοι» κι άρχισε να φωνάζει κι αυτή το ίδιο: «Βοήθεια τζειτόνοι!… Βοήθεια τζειτόνοι!» και δε σταμάταγε καθόλου. Και φώναζε τόσο δυνατά, που ακούστηκε σ’ όλο το χωριό: «Βοήθεια τζειτόνοι!… Βοήθεια τζειτόνοι!». Πού την έβρισκε τόση φωνή, μικρό κορίτσι, δεν ξέρω. Πεταχτήκανε όλοι από τα σπίτια τους, άντρες και γυναίκες, και βγήκανε στον δρόμο να ιδούνε ποιος φώναζε βοήθεια. Είδανε το μικρό κορίτσι και το ρωτήσανε. Κι αυτό φώναζε και τους έλεγε: «Γιαγιά, Αλύλη, μπλούμ νε πους… Γιαγιά, Αλύλη, μπλουμ νε πους!» Τρέξανε στο πηγάδι και τι να ιδούνε: Παναΐα μου! Η Δημητρούλα ήτανε μέσα στο νερό και είχε σηκώσει στα χέρια τον Αργύρη, που φαινότανε σα πνιχμένο. «Γλήγορα, φέρτε ένα σκοινί κι ένα καλάθι, να το ρίξουμε στο πηγάδι», είπανε. Φέρανε το σκοινί, δέσανε το καλάθι και το ρίξανε μέσα. «Βάλε το παιδί μέσα στο καλάθι, να το τραβήξουμε απάνω», φωνάξανε στο Δημητρούλα. Αυτή το έριξε μέσα στο καλάθι και οι άλλοι το τραβήξανε απάνω. Ρίξανε κι άλλο ένα σκοινί να κρατιέται και η Δημητρούλα, γιατί είχε φόβο να πνιχτεί κι εκείνη. Άμα βγάλανε το παιδί όξω, αυτό είχε μελανιάσει, να, σαν ετούτο το μισοφόρι μου είχε το χρώμα, και φαινότανε σα πεθαμένο. Παναΐα μου! Τότες ένας άντρας το ‘πιασε από το ένα πόδι και το σήκωσε ψηλά. Και το παιδί κρεμότανε ανάποδα, όπως το αρνί στο τσιγκέλι. Ο άντρας του τίναξε κανά δυο φορές το πόδι του και τότες έγινε το θάμα! Το νερό πετάχτηκε με δύναμη από το στόμα του κι έτρεχε σαν το ποτάμι. Το παιδί πήρε αναπνοή κι άρχισε να κλαίει. Μετά το αφήσανε κάτω και του βγάλανε όλα τα ρούχα, γιατί ήντουσαν βρεμένα, και το αφήσανε, να ειπούμε, τσιτσίδι. Του ρίξανε και μια κλοτσά στον πισινό του κι αυτό έκλαιγε κι έτρεξε μακριά. Και η Δημητρούλα ήτανε ακόμα μέσα στο πηγάδι και κρατιότανε από το σκοινί. «Πέρασε το σκοινί κάτω από τις μασκάλες σου, φέρ’ το ένα γύρω, και δες’ το κόμπο να σε τραβήξουμε και σένα», της φωνάξανε. Δέθηκε και η Δημητρούλα και όλοι οι άντρες από πάνω τραβάγανε το σκοινί. Κι εκεί που την τραβάγανε όλο φώναζε στους από πάνω και τους ρώταγε: «Ζει το παιδί;» «Ναι, ζει!», της λέγανε αυτοί. Και χάιντε πάλι τους ρώταγε: «Μόι ζει το παιδί; Μου λέτε αλήθεια;» «Ναι, ζει! Αλήθεια σου λέμε», της λέγανε πάλι αυτοί. Κι όλο αυτό γινότανε. Αλλά η γριά ήτανε βαριά, ίσαμε εκατό οκάδες, και το σκοινί δεν ήτανε γερό. Κι εκεί που κόντευε να φτάσει μέχρι απάνω, σπάει το σκοινί και η Δημητρούλα, μπλουουουμ!, πέφτει πάλι μέσα στο πηγάδι… Βαγγελίστρα μου!»
Ιδρώτας και δάκρυα πλημμυρίσανε και πάλι το πρόσωπο της θειά – Τάσαινας. Της είχε ανέβει η πίεση, δεν μπορούσε να συνεχίσει. «Ουφ! Θα σκάσω, είπε στον Βαγγελάκη. Περίμενε λίγο, ρε πουλάκι μου, να πάω να ρίξω λίγο νερό στα μούτρα μου». Σηκώθηκε από χάμω, περπάτησε μέχρι το χαγιάτι της, πήρε τη στάμνα στα χέρια της, τη σήκωσε ψηλά και άδειασε μπόλικο νερό στο πρόσωπό της. Με τις άκρες του μαντιλιού της έκανε αέρα για να δροσιστεί και ξαναγύρισε στη θέση της, για να συνεχίσει την ιστορία.
«Και που λες Βαγγελάκη, είπε, άμα έσπασε το σκοινί, η Δημητρούλα ξαναέπεσε στο πηγάδι. Και πάλι το νερό τήνε κράτησε απάνω. «Ρίχτε μου ένα γερό σκοινί, μια φορτσάδα!», φώναξε. Τρέξανε οι άλλοι, βρήκανε ένα πιο γερό σκοινί, της το ρίξανε κάτω, να ειπούμε, κι αυτή δέθηκε και πάλι. Οι από πάνω τήνε τραβάγανε κι αυτή όλο φώναζε: «Το παιδί ζει;» και χάιντε πάλι: «Μόι το παιδί ζει;». Κι αυτοί της λέγανε: «Ναι, ζει, μη ανησυχείς». Τήνε τραβήξανε καμιά φορά και τήνε βγάλανε όξω. Και η Δημητρούλα ήτανε καλά, δεν είχε πάθει τίποτις. Μόνο που ήτανε βρεμένη και έσταζε νερά. Και ήθελε να ιδεί το παιδί. «Πού είναι το παιδί;», φώναζε. Της το δείξανε που περπάταγε στην αυλή ολοτσίτσιδο, σα να μην είχε γίνει τίποτα. Και είχε αρχίσει να παίζει και πάλι με την Πετρούλα. Τότες η γριά ησύχασε, έκανε τον σταυρό της και είπε: «Ο Χριστός κι η Παναΐα μας λυπήθηκε». Και μετά αγκάλιασε το παιδί, το φίλησε, του ‘ριξε κι ένα χέρι ξύλο και του είπε: «Για να μάθεις να μη παίζεις άλλη φορά κοντά στο πηγάδι. Και πάμε τώρα μέσα να σου φορέσω ρούχα, γιατί σε βλέπει ο κόσμος τσίτιδο και είναι ντροπής». Μετά γύρισε στους άλλους που κοιτάζανε και τους είπε: «Χάιντε τώρα και σεις στα σπίτια σας, εδώ θα κάτσετε;»
Δεν είχε προφτάσει να τελειώσει η θειά Τάσαινα τα λόγια της κι ο Βαγγελάκης τη διέκοψε: «Κάτι μυρίζει, μωρέ θειά Τάσαινα, κάτι σαν κάψιμο. Τι να είναι;» της είπε. Τινάχτηκε αυτή όρθια: « Αχ, το φαΐ μου κόλλησε! Τι θα φάνε οι εργάτες;» φώναξε κι έτρεξε στο δωμάτιο να κατεβάσει το τσουκάλι της από τη φωτιά. Σε λίγο ξαναβγήκε έξαλλη από θυμό: «Και συ, ρε δαίμων, είπε στον Βαγγελάκη, μη μου πεις άλλη φορά να σου πω αυτή την ιστορία. Κάθε φορά με κάνεις και κλαίω, τώρα μου ‘καψες και το φαΐ!…».
Γιάννης Πρόφης
Λαογράφος
Λαογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου