Η θρεπτική κατάσταση του φυτού
Συχνά αναρωτιόμαστε, για να γνωρίζουμε τη θρεπτική κατάσταση των φυτών μας, τι είναι καλύτερο να κάνουμε: ανάλυση φύλλων ή εδαφολογική ανάλυση;
Χρειάζονται και τα δύο ή μήπως όχι;
Ας δούμε για αρχή τι είναι το ένα και τι το άλλο...
Εδαφολογική ανάλυση: Είναι η εξέταση του εδάφους όπου μας δείχνει τα φυσικά χαρακτηριστικά του εδάφους, όπως είναι το ph, η περιεκτικότητα σε οργανική ουσία, τα θρεπτικά συστατικά του εδάφους, η ικανότητα κατακράτησης νερού, την υγρασία και άλλα.
Στην ουσία μας δείχνει το τι μπορεί να είναι διαθέσιμο στα φυτά μας και δίνει "οδηγίες" κατά κάποιο τρόπο ή κατευθυντήριες γραμμές για τη λίπανση.
Ανάλυση φύλλων: Είναι η άμεση μέτρηση της θρεπτικής κατάστασης του φυτού.
Τι είναι η φυλλοδιαγνωστική
Όταν χρησιμοποιούμε για ανάλυση τα φύλλα ενός φυτού για να βρούμε τις συγκεντρώσεις των ανόργανων θρεπτικών στοιχείων, κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου. Με τη φυλλοδιαγνωστική μπορούμε να προσδιορίσουμε την υπάρχουσα θρεπτική κατάσταση αλλά επίσης και να προλάβουμε τις τροφοπενίες. Είναι δυνατό να χρησιμοποιήσουμε και τους καρπούς ή τα στελέχη αλλά κατά κανόνα είναι τα φύλλα. Αυτό συμβαίνει διότι στα φύλλα συντελούνται βασικές λειτουργίες όπως είναι η φωτοσύνθεση και ο μεταβολισμός αλλά και επειδή στα φύλλα συγκεντρώνεται πάνω από το 50% του συνόλου των θρεπτικών συστατικών. Η περιεκτικότητα των φύλλων σε θρεπτικά στοιχεία σχετίζεται άμεσα με την ανάπτυξη των φυτών και για αυτό χρησιμοποιούνται ως δείκτης της θρεπτικής κατάστασης.
Συλλέγονται φύλλα και από υγιή φυτά αλλά και από φυτά που πάσχουν, έτσι ώστε να συγκρίνεται η περιεκτικότητα τους σε θρεπτικά στοιχεία. Αυτή η χρήση της φυλλοδιαγνωστικής συμβάλει αποτελεσματικά στη διάγνωση διαταραχών της ανόργανης θρέψης. Επομένως, η φυλλοδιαγνωστική επιτρέπει την εξακρίβωση του βαθμού εφοδιασμού μιας καλλιέργειας σε θρεπτικά στοιχεία και της αναμενόμενης αντίδρασής της στη χορήγηση ενός ή περισσοτέρων από αυτά. Το αποτέλεσμα αυτό έχει ιδιαίτερη πρακτική αξία γιατί σχετίζεται άμεσα με το είδος των λιπασμάτων που χρειάζεται η καλλιέργεια για να καλυφθούν οι πραγματικές ανάγκες της. Με την μέθοδο αυτή δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί η ποσότητα και η μορφή των λιπασμάτων, χωρίς όμως να υποτιμάται η αξία και η αποτελεσματικότητα της μεθόδου.
Το βασικό ερώτημα που απασχολεί κάθε καλλιεργητή είναι ποιά θρεπτικά στοιχεία είναι ενδεχόμενο να περιορίζουν την ανάπτυξη των φυτών που καλλιεργεί κάθε φορά. Η απάντηση που δίνεται στο ερώτημα αυτό με βάση τα δεδομένα της φυλλοδιαγνωστικής είναι η πιο αξιόπιστη που μπορούμε να επιτύχουμε σήμερα.
Η παραπέρα χρησιμοποίηση των δεδομένων αυτών για την βελτίωση της ανόργανης θρέψης της καλλιέργειας εξαρτάται και από άλλους παράγοντες και κυρίως τις ιδιότητες του εδάφους. Για τον λόγο αυτό η φυλλοδιαγνωστική αποδίδει και αξιοποιείται περισσότερο όταν συνδυάζεται με αναλύσεις εδάφους, οι οποίες παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες για την αιτιολογία των τροφοπενιών και την αποτελεσματική χορήγηση των θρεπτικών στοιχείων που χρειάζεται μία καλλιέργεια.
Πότε μπορούμε να κάνουμε φυλλοδιαγνωστική στις καλλιέργειες μας
Αμυγδαλιά: η καλύτερη εποχή δειγματοληψίας είναι τον Ιούλιο, μέσα στο πρώτο δεκαήμερο και τα φύλλα τα παίρνουμε από λεπτά κλαδιά.
Βερικοκιά: πραγματοποιείται τους μήνες Ιούνιο- Ιούλιο, τα φύλλα παίρνονται από βλαστούς που δεν έχουν καρπούς, χρειαζόμαστε 8-10 φύλλα/δένδρο και τα παίρνουμε κάθε 30-50 δένδρο. Το δείγμα μας συνολικά θα πρέπει να έχει 150-200 φύλλα.
Ελιά: περίπου 6 εβδομάδες μετά τη πλήρη άνθηση, π.χ. αν έχουμε άνθηση αρχές Μαΐου θα πάρουμε το δείγμα κατά τις 15 Ιουνίου. Προσέχουμε βέβαια τα δένδρα μας να μην έχουν κάποιο πρόβλημα, είτε ασθένεια είτε έντομο, παίρνουμε δείγμα κάθε 5 ή 10 δένδρα, 4-8 φύλλα με τους μίσχους/δένδρο είναι καλά και στη συνέχεια τα βάζουμε σε σακούλες νάιλον. Αν δεν έχετε τη δυνατότητα να τα πάτε την ίδια μέρα στο εργαστήριο, βάλτε τα στο ψυγείο και σε θερμοκρασία 3-5 βαθμούς Κελσίου, όχι όμως στη κατάψυξη.
Εσπεριδοειδή: στα εσπεριδοειδή η φυλλοδιαγνωστική γίνεται από τον Αύγουστο μέχρι τον Νοέμβριο, αλλά καλύτερα είναι μέσα στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου. Λαμβάνονται δείγματα ανά 5 ή 10 δένδρα, τα φύλλα πρέπει να έχουν τους μίσχους τους (το κοτσανάκι που συνδέει το φύλλο με τον βλαστό), τοποθετούνται σε σακούλες νάιλον και στο ψυγείο (όπως στην ελιά).
Κερασιά-Βυσσινιά: τα φύλλα τα μαζεύουμε όταν μαζεύουμε και τους καρπούς, από τη βάση βλαστών ενός έτους.
Μηλιά-Αχλαδιά: μετά τη πλήρη άνθηση, περίπου 8-12 εβδομάδες, από διάφορες πλευρές του δέντρου παίρνουμε τα φύλλα μαζί με τους μίσχους. Για εσάς που έχετε κήπο ή χωράφι, να προσέξετε τα φύλλα να είναι από δένδρα ίδιας ηλικίας, ποικιλίας και υποκειμένου. Το δείγμα μας είναι καλό όταν έχουμε μαζέψει 40-100 φύλλα, τα τοποθετούμε σε χάρτινες σακούλες και τα γνωστά… ψυγείο.
Ροδακινιά: όταν έχουμε πρώιμη ποικιλία παίρνουμε τα φύλλα μας πριν τη συλλογή των καρπών, ενώ αν έχουμε όψιμη ποικιλία παίρνουμε το δείγμα μας γύρω στις 8-12 εβδομάδες πριν τη πλήρη άνθηση. Και στις δύο περιπτώσεις, τα φύλλα τα κόβουμε είτε από τη βάση είτε από τη μέση των ετήσιων βλαστών που δίνουν καρπούς.
Φιστικιά: το δείγμα λαμβάνεται συνήθως από 20 Ιουλίου μέχρι αρχές Αυγούστου. Παίρνουμε 4 σύνθετα (όταν χωρίζεται σε δύο ή περισσότερα μικρότερα φύλλα, π.χ. τριανταφυλλιά, τριφύλλι, φασολιά) φύλλα από κάθε δένδρο και από ύψος 1,2 μέχρι 1,8 μέτρα περιφερειακά του δένδρου και τα φυλάμε σε σακούλες νάιλον μέχρι να τα πάμε στο εργαστήριο, το συντομότερο.
Καρότο: γίνεται ανάλυση στους μίσχους νέων φύλλων ή στο έλασμα παλαιότερων φύλλων.
Καρπούζι: όσοι έχετε τελοσπάντων, παίρνουμε το δείγμα στο στάδιο ανάπτυξης του πρώτου καρπού και παίρνουμε το 60 φύλλο (μαζί με τον μίσχο) από τη κορυφή.
Λάχανο: η κατάλληλη περίοδος είναι μόλις αρχίσουν να σχηματίζονται οι κεφαλές, παίρνουμε τα μεσαία φύλλα του περιτυλίγματος.
Σπαράγγι: η φυλλοδιαγνωστική γίνεται στο τέλος του Ιουνίου, όταν η βλάστηση έχει αναπτυχθεί πλήρως. Παίρνουμε κλαδόφυλλα (έχουν αραχνοειδή επιφάνεια και βοηθούν στη διαπνοή), μήκους 30 εκατοστών από ανεπτυγμένους βλαστούς αρσενικών φυτών.
Ντομάτα-Αγγούρι: κατάλληλα χρονικά διαστήματα για φυλλοδιαγνωστική: 8 εβδομάδες από τη μεταφύτευση, 13 και 21 εβδομάδες μετά. Παίρνουμε φύλλα, από τα ώριμα, συνήθως το 40 με 60 από τη κορυφή.
Φασόλια: το δείγμα λαμβάνεται κατά το στάδιο της καρπόδεσης και γίνεται ανάλυση στο μίσχο του 4ου φύλλου από τη κορυφή.
Ακτινίδιο: από Αύγουστο μέχρι αρχές Σεπτεμβρίου, το δείγμα παίρνεται από βλαστό που έχει τουλάχιστον 8 φύλλα μετά τον καρπό και επιλέγουμε το 4ο.
Αμπέλι: ανά 10-15 πρέμνα παίρνουμε 3-5 φύλλα, στην αρχή της άνθησης ή στο τέλος της ή στην αρχή της ρώγας ή κατά την ωρίμανση.
Βαμβάκι: για όσους επίσης έχετε, πριν ή κατά την άνθηση τα νεότερα αλλά πλήρως ώριμα φύλλα. Το κατάλληλο δείγμα είναι 30-40 φύλλα.
Οι μεταβολές στις συγκεντρώσεις των ανόργανων θρεπτικών στοιχείων στα φύλλα κατά την διάρκεια της βλαστικής περιόδου
Κατά την διάρκεια της βλαστικής περιόδου στα φυτά παρατηρούνται μεταβολές των θρεπτικών στοιχείων, που σχετίζονται με το στάδιο ανάπτυξης που βρίσκονται τα φυτά μας και τις οποίες μπορούμε να παρακολουθήσουμε με επαναλαμβανόμενες δειγματοληψίες. Αυτές οι μεταβολές οφείλονται στη κινητικότητα των θρεπτικών στα διάφορα μέρη του φυτού. Ανάλογα με την κινητικότητα αυτή τα ανόργανα θρεπτικά στοιχεία διακρίνονται σε:
- α) ευκίνητα που είναι τα άζωτο (N), φώσφορος (P), κάλιο (K), μαγνήσιο (Mg), νάτριο (Na), θείο (S) και χλώριο (Cl)
- β) μέτριας κινητικότητας: σίδηρος (Fe), μαγγάνιο (Mn), ψευδάργυρος (Zn), χαλκός (Cu) και το μολυβδαίνιο (Mo) και
- γ) δυσκίνητα: ασβέστιο (Ca) και βόριο (B)
Τα ευκίνητα στοιχεία μπορούν να μεταφερθούν από ένα όργανο σε άλλο, ενώ τα δυσκίνητα μεταφέρονται δύσκολα ή και καθόλου.
Η ποσότητα ενός θρεπτικού στοιχείου που προσδιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο μέρος (ιστό του φύλλου) μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή μπορεί να περιγραφεί ως εξής:
Συγκέντρωση (συσσώρευση) στοιχείου = είσοδος - έξοδος + παραγωγή - κατανάλωση
Ο ιστός δεν παράγει αλλά δεν καταναλώνει κιόλας θρεπτικά στοιχεία, επομένως, η συσσώρευση του θρεπτικού στοιχείου που προσδιορίζεται είναι στην ουσία το αποτέλεσμα της διαφοράς των ποσοτήτων που εισήλθαν και εξήλθαν.
Με βάση τη παραπάνω σχέση διακρίνονται οι εξής περιπτώσεις:
- Η ποσότητα του θρεπτικού στοιχείου που εισέρχεται στο φύλλο είναι μεγαλύτερη από την ποσότητα που εξέρχεται, οπότε σε αυτήν την περίπτωση αυξάνεται η ποσότητα του θρεπτικού στοιχείου στο φύλλο (θετική συσσώρευση). Κάτι τέτοιο παρατηρείται σε ένα νεαρό φύλλο.
- Η ποσότητα του θρεπτικού στοιχείου που εισέρχεται στο φύλλο είναι ίση προς την ποσότητα που εξέρχεται, οπότε σε αυτή την περίπτωση διατηρείται η ποσότητα του θρεπτικού στοιχείου φύλλο (μηδενική συσσώρευση). Κάτι τέτοιο παρατηρούμε σε ένα ώριμο φύλλο.
- Η ποσότητα του θρεπτικού στοιχείου που εισέρχεται στο φύλλο είναι μικρότερη από την ποσότητα που εξέρχεται, με συνέπεια να μειώνεται η ποσότητα του θρεπτικού στοιχείου στο φύλλο (αρνητική συσσώρευση). Αυτό το παρατηρούμε σε ένα γερασμένο φύλλο.
Οι διαταραχές της θρεπτικής κατάστασης του φυτού
Πάμε για αρχή να δούμε κάποιους ορισμούς έτσι για τη πληροφορία και για τη γνώση.
- Τροφοπενία: χαρακτηρίζεται η παθολογική κατάσταση που προκύπτει από τον ανεπαρκή εφοδιασμό του φυτού με θρεπτικά στοιχεία.
- Τοξικότητα: είναι η παθολογική κατάσταση που προκύπτει από τον υπερβολικό εφοδιασμό του φυτού με θρεπτικά στοιχεία. Οπότε, όπως θα καταλαβαίνετε με το να βάζουμε παραπανίσιες ποσότητες, γιατί έχουμε την εντύπωση ότι βοηθάμε, καταφέρνουμε ακριβώς το αντίθετο.
- Απλή τροφοπενία: οφείλεται σε ανεπάρκεια ενός θρεπτικού στοιχείου.
- Σύνθετη τροφοπενία: η ανεπάρκεια οφείλεται δύο ή περισσότερα θρεπτικά στοιχεία.
- Ορατή τροφοπενία: όταν βλέπουμε συμπτώματα σε διάφορα μέρη του φυτού.
- Κρυφή τροφοπενία: υπάρχει έλλειψη θρεπτικού στοιχείου χωρίς να υπάρχουν ορατά συμπτώματα. Αυτό σημαίνει τα εξής δύο: ή ότι η έλλειψη δεν είναι πολύ μεγάλη ή ότι η τροφοπενία είναι σε αρχικό στάδιο.
- Πραγματική τροφοπενία: οφείλεται σε πραγματική ανεπάρκεια ή και τέλεια έλλειψη του αντίστοιχου θρεπτικού στοιχείου στο έδαφος.
- Φαινομενική τροφοπενία: το στοιχείο υπάρχει ποσοτικά στο έδαφος αλλά δεν μπορεί να αξιοποιηθεί από τα φυτά είτε γιατί είναι δεσμευμένο είτε γιατί βρίσκεται σε μεγάλο βάθος.
Πως μπορούμε να διαγνώσουμε τροφοπενία;
Η τροφοπενία γενικά, δεν προκαλεί πολύ χαρακτηριστικά συμπτώματα και για αυτό θα ήταν καλύτερα κάθε φορά να χρησιμοποιούνται παραπάνω των μία διαγνωστικές μέθοδοι, ανάλογα βέβαια και με το είδος του φυτού. Οι μέθοδοι είναι οι εξής:
1. Μακροσκοπική μέθοδος
Στη περίπτωση αυτή, τα φυτά μας υποφέρουν από σχετικά μεγάλη έλλειψη ενός θρεπτικού στοιχείου και εκδηλώνουν ορατά συμπτώματα όχι μόνο στα φύλλα αλλά και σε άλλα όργανα του φυτού. Τα συμπτώματα αυτά ποικίλου, μπορεί να είναι χλωρώσεις, κηλίδες, νεκρώσεις φύλλων, κλαδιών ή και ολόκληρου του φυτού. Θεωρείται μια μέθοδος πολύ χρήσιμη γιατί με την παρατήρηση των συμπτωμάτων επιταχύνεται η τελική διάγνωση.
2. Συγκριτική μέθοδος
Τα συμπτώματα συγκρίνονται με έγχρωμες φωτογραφίες τροφοπενιών που έχουν προκληθεί τεχνητά.
3. Φυλλοδιαγνωστική μέθοδος
Αναλύθηκε παραπάνω.
4. Μέθοδος διαγνωστικής χορήγησης θρεπτικών στοιχείων
Με την μέθοδο αυτή ελέγχεται η αντίδραση των άρρωστων φυτών σε χωριστές χορηγήσεις θρεπτικών στοιχείων για τα οποία υπάρχει υπόνοια τροφοπενίας. Η εξαφάνιση των συμπτωμάτων και γενικά η βελτίωση της κατάστασης των φυτών από την χορήγηση ενός από τα στοιχεία αυτά αποκαλύπτει την συγκεκριμένη τροφοπενία. Η χορήγηση θρεπτικών στοιχείων για διαγνωστικούς σκοπούς στα φυτά γίνεται με κάποιον από τους επόμενους τρόπους: προσθήκη στο έδαφος, ψεκασμός του φυλλώματος, εμβάπτιση κλαδίσκων και επάλειψη φύλλων.
5. Μέθοδος εμβολιασμού
Με εμβολιασμό είναι δυνατόν να αποδειχθεί αν μία ασθένεια οφείλεται σε τροφοπενία ή σε ίωση. Ιστός από το φυτό που πάσχει εμβολιάζεται σε υγιές υποκείμενο. Αν η ασθένεια μεταδοθεί σε αυτό τότε πρόκειται για ίωση, ενώ σε αντίθετη περίπτωση οφείλεται μάλλον σε τροφοπενία.
Χαρακτηριστικά συμπτώματα των τροφοπενιών
Ανάλογα με την θέση που εμφανίζονται τα συμπτώματα μας στο φυτό οι τροφοπενίες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
1) Όταν τα συμπτώματα παρατηρούνται πρώτα στα φύλλα της βάσης του φυτού και με τον χρόνο προχωρούν προς τα πάνω, φτάνοντας ακόμα και στα φύλλα της κορυφής, τότε μιλάμε για τροφοπενία αζώτου, φωσφόρου, καλίου και μαγνησίου. Όταν θα αντικρίσουμε κάτι τέτοιο, τα νεαρά φύλλα του φυτού προσλαμβάνουν τα απαραίτητα στοιχεία από τα κατώτερα φύλλα, με αποτέλεσμα αρχικά την εμφάνιση των συμπτωμάτων και στην συνέχεια την ξήρανση αυτών των φύλλων της βάσης. Αν δεν θεραπευτεί το αίτιο, τα συμπτώματα αυτά προχωρούν προς τα παραπάνω φύλλα.
2) Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι τροφοπενίες που τα συμπτώματα τους παρατηρούνται πρώτα στα φύλλα της κορυφής (το αντίστροφο) και στη συνέχεια προχωρούν προς τα κάτω. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι τροφοπενίες που προκαλούνται από την έλλειψη ασβεστίου, βορίου, μαγγανίου, χαλκού και σιδήρου.
Έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενα άρθρα στις τροφοπενίες, οι οποίες όμως αφορούσαν τη συγκεκριμένη καλλιέργεια ξεχωριστά. Εδώ θα δούμε κάποια γενικά συμπτώματα που παρατηρούνται ανάλογα με την τροφοπενία που έχουμε... Και ξεκινάμε:
Τροφοπενία αζώτου, τροφοπενία φωσφόρου
1. Όταν τα κατώτερα ή πιο μεγάλης ηλικίας τμήματα του φυτού δείχνουν πρώτα ή πιο έντονα τα συμπτώματα και τα συμπτώματα γενικεύονται σε ολόκληρο το φυτό, τότε έχουμε τροφοπενία αζώτου-φωσφόρου.
Τροφοπενία αζώτου
Τα φύλλα μας αρχικά έχουν ανοιχτό πράσινο χρώμα, το οποίο μετά γίνεται κιτρινοπράσινο ή κίτρινο με νεκρώσεις στα κατώτερα φύλλα. Οι βλαστοί μας έχουν μικρή ανάπτυξη, είναι λεπτοί ενώ οι καρποί είναι μικρού μεγέθους.
Τροφοπενία φωσφόρου
Παρατηρείται αργός ρυθμός ανάπτυξης και έχουμε μεταχρωματισμό στους μίσχους αλλά και στη κάτω επιφάνεια των φύλλων.
Εικόνα 1. Τροφοπενία αζώτου σε φυτό κάνναβης.
Εικόνα 2. Τροφοπενία φωσφόρου σε καλαμπόκι.
Εικόνα 3. Τροφοπενία φωσφόρου σε φυτό ηλίανθου.
Τροφοπενία καλίου, τροφοπενία μαγνησίου, τροφοπενία μολυβδαινίου
2. Όταν τα συμπτώματα είναι συγκεντρωμένα κυρίως στα κατώτερα, πιο γερασμένα φύλλα, τότε έχουμε να αντιμετωπίσουμε τροφοπενία καλίου-μαγνησίου-μολυβδαινίου.
Τροφοπενία καλίου
Χαρακτηριστικό της τροφοπενίας αυτής είναι οι νεκρωτικές ή χλωρωτικές κηλίδες, χωρίς συγκεκριμένο σχήμα στη περιφέρεια του φύλλου. Αργότερα, τα φύλλα γίνονται κίτρινα, η χλώρωση επεκτείνεται στα νεύρα και τα κατώτερα φύλλα πέφτουν. Οι βλαστοί του φυτού γίνονται αδύνατοι αλλά ταυτόχρονα και σκληροί ενώ στους καρπούς παρατηρείται ανομοιόμορφη ωρίμανση.
Τροφοπενία μαγνησίου
Αρχικά παρατηρείται περιφερειακή χλώρωση μεταξύ των κύριων νεύρων του φύλλου, η οποία αργότερα μεταφέρεται. Ίσως, χωρίς να είναι σίγουρο, εμφανίζεται μεταχρωματισμός αντί για χλώρωση και να έχετε υπόψη ότι πολύ σπάνια έχουμε νέκρωση των φύλλων στην τροφοπενία μαγνησίου.
Τροφοπενία μολυβδαινίου
Κύρια χαρακτηριστικά: χλώρωση, νέκρωση και καρούλιασμα των φύλλων. Τα νεαρά φύλλα στην αρχή είναι πράσινα αλλά στη πορεία εμφανίζουν κηλίδες, όταν έχουν αναπτυχθεί πλήρως.
Εικόνα 4. Τροφοπενία καλίου σε καλαμπόκι.
Εικόνα 5. Τροφοπενία μαγνησίου σε αρχικό στάδιο.
Εικόνα 6. Τροφοπενία μαγνησίου σε προχωρημένο στάδιο, στο ίδιο φυτό με την προηγούμενη εικόνα.
Εικόνα 7. Στη παραπάνω φωτογραφία, στα δεξιά έχουμε τροφοπενία μαγγανίου και στα αριστερά τροφοπενία μαγνησίου.
Εικόνα 8. Στα αριστερά φυτό ντομάτας χωρίς ανεπάρκεια μολυβδαινίου, ενώ στα δεξιά φυτό με τροφοπενία.
Ανάλογα με την θέση που εμφανίζονται τα συμπτώματα μας στο φυτό οι τροφοπενίες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
1) Όταν τα συμπτώματα παρατηρούνται πρώτα στα φύλλα της βάσης του φυτού και με τον χρόνο προχωρούν προς τα πάνω, φτάνοντας ακόμα και στα φύλλα της κορυφής, τότε μιλάμε για τροφοπενία αζώτου, φωσφόρου, καλίου και μαγνησίου. Όταν θα αντικρίσουμε κάτι τέτοιο, τα νεαρά φύλλα του φυτού προσλαμβάνουν τα απαραίτητα στοιχεία από τα κατώτερα φύλλα, με αποτέλεσμα αρχικά την εμφάνιση των συμπτωμάτων και στην συνέχεια την ξήρανση αυτών των φύλλων της βάσης. Αν δεν θεραπευτεί το αίτιο, τα συμπτώματα αυτά προχωρούν προς τα παραπάνω φύλλα.
2) Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι τροφοπενίες που τα συμπτώματα τους παρατηρούνται πρώτα στα φύλλα της κορυφής (το αντίστροφο) και στη συνέχεια προχωρούν προς τα κάτω. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι τροφοπενίες που προκαλούνται από την έλλειψη ασβεστίου, βορίου, μαγγανίου, χαλκού και σιδήρου.
Τροφοπενία ασβεστίου, τροφοπενία βορίου
3. Όταν τα συμπτώματα εντοπίζονται ή είναι πιο έντονα στα νεαρά φύλλα και τμήματα των βλαστών και έχουμε νέκρωση των κορυφαίων οφθαλμών, τότε μιλάμε για τροφοπενία ασβεστίου και βορίου.
Τροφοπενία ασβεστίου
Παρατηρείται παραμόρφωση των νεαρών φύλλων, εμφανίζεται χλώρωση και νέκρωση είτε στη κορυφή είτε στη περιφέρεια. Οι άκρες των ριζών παρουσιάζουν μια ελαφρά διόγκωση και οι καρποί εμφανίζουν νεκρωτικές κηλίδες.
Τροφοπενία βορίου
Αλλάζει το χρώμα των φύλλων και από ανοιχτό πράσινο γίνεται κίτρινο. Παρατηρείται μικροφυλλία και παραμόρφωση. Το ριζικό σύστημα των φυτών έχει περιορισμένη ανάπτυξη και καστανή απόχρωση.
Εικόνα 9. Τροφοπενία ασβεστίου σε φύλλα ντομάτας.
Εικόνα 10. Τροφοπενία ασβεστίου σε καρπούς ντομάτας.
Εικόνα 11. Υγιές φυτό ντομάτας στα αριστερά και στα δεξιά με ανεπάρκεια βορίου.
Τροφοπενία σιδήρου, τροφοπενία μαγγανίου, τροφοπενία ψευδαργύρου
4. Όταν ο κορυφαίος οφθαλμός των βλαστών δεν νεκρώνεται, στη περίπτωση αυτή αντιμετωπίζουμε τροφοπενία σιδήρου, μαγγανίου και ψευδαργύρου.
Τροφοπενία σιδήρου
Στην αρχή έχουμε ένα δίκτυο πράσινων νευρώσεων αλλά σε προχωρημένη τροφοπενία το χρώμα του φύλλου γίνεται κίτρινο με κιτρινόλευκο. Σπάνια όμως θα προκύψει νέκρωση του φύλλου.
Τροφοπενία μαγγανίου
Παρατηρείται χλώρωση μεταξύ των νεύρων, η οποία όμως δεν είναι τόσο έντονη όσο στη τροφοπενία σιδήρου. Σε προχωρημένο στάδιο, οι χλωρωτικοί ιστοί αποκτούν καστανή απόχρωση και εμφανίζονται διάσπαρτες κηλίδες.
Τροφοπενία ψευδαργύρου
Μικροφυλλία και χλωρωτική κηλίδωση ή ομοιόμορφη ελάττωση του πράσινου χρώματος του φύλλου είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της τροφοπενίας και σπανιότερα οι νεκρώσεις του ελάσματος.
Εικόνα 12. Τροφοπενία σιδήρου.
Εικόνα 13. Τροφοπενία ψευδαργύρου σε καλαμπόκι.
Εικόνα 14. Τροφοπενία ψευδαργύρου σε σιτάρι.
Η θρέψη από τα φύλλα του φυτού
Η θρέψη των φυτών από τα φύλλα εξαρτάται:
- από το θρεπτικό στοιχείο και
- από το φύλλο
Η επιδερμίδα και η ηλικία του φύλλου καθορίζουν:
- α) τον ρυθμό πρόσληψης και
- β) τον ρυθμό μετακίνησης των ιόντων.
Η δομή και η χημική σύσταση της επιδερμίδας, το πάχος και η χημική σύσταση της εφυμενίδας.
Εφυμενίδα ονομάζεται η συνεχής μεμβράνη, η οποία βρίσκεται πάνω στα επιδερμικά κύτταρα των φύλλων και καλύπτει διάφορες κοιλότητες).
Πρόκειται για μία στοιβάδα που αποτελείται από υλικά του κυτταρικού τοιχώματος, πάνω από την οποία υπάρχουν δύο στοιβάδες, μία εσωτερική και μία εξωτερική.
Πάνω από την εφυμενίδα υπάρχει κηρώδης στοιβάδα και η υγρασία πάνω στην επιδερμίδα αποτελούν βασικούς παράγοντες για τον καθορισμό της ταχύτητας με την οποία προσλαμβάνονται τα στοιχεία.
Κύριος ρόλος της ύπαρξης της εφυμενίδας θεωρείται ο περιορισμός των απωλειών του νερού με την διαπνοή.
Σημαντικός είναι ο ρόλος τον οποίο παίζει η εφυμενίδα προστατεύοντας το φυτό από παθογόνους μικροοργανισμούς. Η εφυμενίδα εμφανίζεται ως φράγμα που εμποδίζει την είσοδο ιών, βακτηρίων, μυκήτων και μερικές φορές εντόμων.
Το περιβάλλον το οποίο προσφέρεται από την επιφάνεια του φύλλου για την ανάπτυξη οργανισμών ονομάστηκε φυλλόσφαιρα. Πάνω σε αυτήν αναπτύσσονται βακτήρια όπως είναι αυτά που δεσμεύουν το άζωτο αλλά και μύκητες.
Στη συνέχεια μπορούν να αναπτυχθούν αποικίες και άλλων οργανισμών με αποτέλεσμα μεταξύ αυτών να παρουσιάζεται ανταγωνισμός για τα θρεπτικά στοιχεία τα οποία εκκρίνει το φύλλο.
Αγροχημικά είναι όλες οι συνθετικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στη γεωργία.
Περιλαμβάνουν τα χημικά λιπάσματα, τα παρασιτοκτόνα, εντομοκτόνα, μυκητοκτόνα αλλά και οι ορμόνες. Γενικά, είναι κάθε ουσία που συμβάλει στην βελτίωση της φυτικής παραγωγής, όπως είναι αυτά που χρησιμοποιούνται για τη θρέψη των φυτών και τα οποία θα αναλύσουμε λίγο παρακάτω. Πιο συγκεκριμένα, αγροχημικά θρέψης ή λιπάσματα είναι η κατηγορία των αγροχημικών που εφοδιάζουν το φυτό με τα στοιχεία τα απαραίτητα για την θρέψη του.
Τα αγροχημικά θρέψης μπορούμε να τα διαχωρίσουμε ως εξής: στα συμβατικά, που είναι τα στερεά και τα υγρά, σταλιπάσματα αργής απόδοσης, στιςχηλικές ενώσεις και σε άλλα λιπάσματαπου είναι όμως σε ερευνητικό στάδιο.
Ο τρόπος που χορηγούμε στα φυτά μας τα αγροχημικά θρέψης είναι η γνωστή μας λίπανση, έχουμε μιλήσει πολύ τον τελευταίο καιρό για την λίπανση, δεν πιστεύω να έχετε παράπονο. Και γίνεται με δύο τρόπους: είτε από την ρίζα, οπότε μιλάμε για την εδαφική λίπανση είτε από τα φύλλα, οπότε έχουμε την διαφυλλική λίπανση.
Τα συμβατικά λιπάσματα
Είναι τα ανόργανα και οργανικά λιπάσματα. Για περισσότερες πληροφορίες, ανατρέξτε στο άρθρο: "Βιομηχανικά λιπάσματα και λίπανση με κοπριά, κομπόστ, τύρφη, χλωρή λίπανση, αμειψισπορά, χώματα".
Τα λιπάσματα αργής απόδοσης
Πολλές φορές ποσότητες λιπασμάτων, δεν είναι διαθέσιμες στα φυτά. Ενώ αρχικά απορροφούν άμεσα μεγάλη ποσότητα, η παροχή μειώνεται σταδιακά. Τότε λοιπόν, προέκυψε η ανάγκη για τα λιπάσματα αργής ή ελεγχόμενης απόδοσης, όπου έχουν συνεχή και σταθερή ροή. Η μετατροπή των συμβατικών λιπασμάτων σε αργής απόδοσης επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους και στοχεύει στα εξής: να μπορούμε να ελέγχουμε τη παροχή των θρεπτικών στοιχείων, να μην δίνουμε στα φυτά μας παραπάνω από όσο πρέπει, να αποφεύγεται το "ξέπλυμα" των θρεπτικών από το έδαφος αλλά και να βελτιώνεται το έδαφος.
Πως μπορείτε να μετατρέψετε ένα συμβατικό λίπασμα σε αργής απόδοσης; Εάν το επικαλύψετε με κάποιο υλικό ή μίγμα υλικών και έτσι τα θρεπτικά θα απελευθερώνονται σαφώς με μικρότερους ρυθμούς. Με αυτόν τον τρόπο, αυτό που παρασκευάζετε αποτελείται από λιπασματικά στοιχεία και από μη λιπασματικά στοιχεία. Τα λιπασματικά στοιχεία μας είναι γνωστό πως συμβάλουν, οπότε μας μένει να δούμε πως λειτουργούν τα μη λιπασματικά στοιχεία: μειώνουν τις απώλειες, βελτιώνουν τις φυσικές ιδιότητες των λιπασματικών στοιχείων και συντελούν στην βαθμιαία απόδοση τους στα φυτά. Βασική προϋπόθεση για να λειτουργήσουν τα μη λιπασματικά στοιχεία είναι να είναι μη τοξικά στο περιβάλλον. Έχουν χρησιμοποιηθεί μαστίχα, άσφαλτος, λιπαρά οξέα κ.α. Για παράδειγμα έχει χρησιμοποιηθεί λίπασμα ουρίας-αλδεΰδης, όπου προσφέρει άζωτο στις καλλιέργειες για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι χηλικές ενώσεις
Χηλικές ενώσεις είναι σύμπλοκες ενώσεις που αποτελούνται από οργανικό μόριο και μέταλλο, ιχνοστοιχείο και άλλα. Η ονομασία χηλικός προέρχεται από τη λέξη χηλή που σημαίνει δαγκάνα.
Για να χρησιμοποιηθεί μια χηλική ένωση ως αγροχημικό θρέψης χορηγούμενο από το έδαφος θα πρέπει να παρουσιάζει τις εξής ιδιότητες: η χηλική ένωση θα πρέπει να είναι υδατοδιαλυτή, το μέταλλο που περιέχει να μην αντικαθίσταται από άλλο στο έδαφος, να μην επηρεάζεται από μικροοργανισμούς του εδάφους και να μην είναι τοξική για τα φυτά.
Διάφορες χηλικές ενώσεις έχουν χρησιμοποιηθεί στην γεωργία, όπως αιθυλενο-διαμινο-τετραοξικό οξύ, διαιθύλενο-τριαμινο-πενταοξικό οξύ, κυκλοεξανο-διαμινο-τετραοξικό οξύ, κ.α.
Η αντιμετώπιση των τροφοπενιών με αγροχημικά θρέψης
Η αντιμετώπιση των τροφοπενιών επιτυγχάνεται όταν τα φυτά εφοδιαστούν επαρκώς με τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία. Για τον σκοπό αυτό τα θρεπτικά στοιχεία χορηγούνται στα άρρωστα φυτά με τον κατάλληλο όμως τρόπο. Η κατάχρηση θρεπτικών στοιχείων μπορεί να δημιουργήσει ανισορροπίες μέσα στο φυτό με συνέπεια την εκδήλωση άλλων τροφοπενιών ή ακόμα και τοξικοτήτων. Το όριο πέρα από το οποίο αρχίζει η αρνητική επίδραση διαφέρει από στοιχείο σε στοιχείο καθώς και από το είδος της καλλιέργειας. Οι χορηγούμενες ποσότητες θρεπτικών στοιχείων πρέπει να είναι αυξημένες όταν οι εδαφικές συνθήκες επιτρέπουν την δέσμευση τους. Σε περιπτώσεις που τα θρεπτικά στοιχεία αδρανοποιούνται σύντομα στο έδαφος ώστε να είναι αδύνατη η απορρόφηση της αναγκαίας ποσότητας από την ρίζα, επιβάλλεται η χορήγηση αυτών με ψεκασμό.
Επομένως η θεραπεία των φυτών δεν επιτυγχάνεται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις περιπτώσεις τροφοπενιών. Βασική προϋπόθεση για την αντιμετώπιση μιας τροφοπενίας είναι να μην υπάρχει ούτε ένας περιοριστικός παράγοντας που να επιδρά στην απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών, όπως π.χ. η ανεπάρκεια νερού ή ο κακός αερισμός. Ως πηγές θρεπτικών στοιχείων χρησιμεύουν συνήθως διάφορα ευδιάλυτα ανόργανα άλατα τα οποία ενσωματώνονται στο έδαφος ή διαλύονται στο νερό και με το διάλυμα ψεκάζονται στα ασθενή φυτά. Σε δένδρα μπορεί να γίνει έγχυση θρεπτικών στοιχείων στον κορμό, με την μέθοδο των ξηρών ή υγρών ενέσεων. Η μέθοδος αυτή είναι αποτελεσματική για την αντιμετώπιση τροφοπενιών ιχνοστοιχείων, αλλά δεν είναι πρακτική και μόνο σε ειδικές περιπτώσεις συνιστάται η εφαρμογή της.
Λίπανση με άζωτο, φωσφόρο και κάλιο
Τα στοιχεία δίνονται με την μορφή των συνηθισμένων λιπασμάτων τα οποία διασκορπίζονται και ενσωματώνονται στο έδαφος. Τα στοιχεία αυτά δεν χορηγούνται συνήθως με ψεκασμό γιατί ακόμα και στις περιπτώσεις που παρατηρείται θετική αντίδραση των φυτών απαιτείται μεγάλος αριθμός επεμβάσεων για να καλυφθούν οι ανάγκες τους. Εξαίρεση αποτελεί το άζωτο όταν χορηγείται με την μορφή ουρίας. Η ουρία απορροφάται πολύ εύκολα από τα φύλλα και αποτελεί ικανοποιητική πηγή αζώτου για το φυτό.
Λίπανση με ασβέστιο
Στα όξινα εδάφη γίνεται προσθήκη ασβεστούχων υλικών όπως ασβεστόλιθου, με τα οποία επιτυγχάνεται συγχρόνως και η ρύθμιση του pH. Σε εδάφη με ουδέτερη ή αλκαλική αντίδραση ο εμπλουτισμός τους σε ασβέστιο επιτυγχάνεται με την προσθήκη γύψου (θειικού ασβεστίου). Για την πρόληψη ασθενειών των καρπών από ανεπαρκή τροφοδότηση με ασβέστιο γίνεται επανειλημμένη διαβροχή αυτών με υδατικό διάλυμα χλωριούχου ή νιτρικού ασβεστίου.
Λίπανση με μαγνήσιο
Το μαγνήσιο ενσωματώνεται στο έδαφος ή δίνεται με ψεκασμό. Σε ουδέτερα και αλκαλικά εδάφη χρησιμοποιείται θειικό μαγνήσιο, ενώ σε όξινα προτιμάται ο δολομίτης ασβεστόλιθος, με τον οποίο επιτυγχάνεται ταυτόχρονη διόρθωση της οξύτητας. Η χορήγηση από τα φύλλα δεν είναι εξίσου αποτελεσματική για όλα τα είδη φυτών. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται διαλύματα θειικού μαγνησίου 1-3% με τα οποία ψεκάζονται τα φυτά, δύο έως τρεις φορές στις αρχές της βλαστικής περιόδου. Πιο αποτελεσματικοί είναι οι ψεκασμοί με διαλύματα νιτρικού μαγνησίου 0.5-0.75%.
Λίπανση με θείο
Στις συνηθισμένες συνθήκες καλλιέργειας δεν παρατηρείται τροφοπενία θείου και συνεπώς δεν υπάρχει ανάγκη για ξεχωριστή χορήγηση του. Τα διάφορα λιπάσματα που χρησιμοποιούνται στις καλλιέργειες περιέχουν αρκετή ποσότητα θειικών αλάτων, ενώ σημαντικές ποσότητες θείου εισέρχονται στο έδαφος από τα θειούχα φυτοφάρμακα ή απορροφούνται από τα φύλλα ως διοξείδιο του θείου (SO2) από την ατμόσφαιρα.
Λίπανση με σίδηρο
Το κύριο αίτιο της τροφοπενίας είναι η αδυναμία του εδάφους να διατηρεί επαρκείς ποσότητες διαλυτού σιδήρου για την ικανοποίηση των αναγκών των αναπτυσσομένων φυτών. Η προσθήκη ανόργανων αλάτων του σιδήρου στο έδαφος δεν είναι αποτελεσματική, επειδή σύντομα ο σίδηρος μετατρέπεται σε δυσδιάλυτες ενώσεις. Αλλά και ο ψεκασμός του φυλλώματος με θειικό σίδηρο δεν δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Υπάρχουν όμως χηλικές ενώσεις του σιδήρου με την χρήση των οποίων αποφεύγεται η κατακρήμνισή του σε αδιάλυτη μορφή. Η ρίζα έχει την ικανότητα να απορροφά τις χηλικές ενώσεις του σιδήρου, οι οποίες στη συνέχεια διασπώνται και ελευθερώνουν αφομοιώσιμο σίδηρο μέσα στο φυτό. Η περιεκτικότητα των συνθετικών χηλικών ενώσεων του εμπορίου σε σίδηρο κυμαίνεται από 6-12% και η χορήγηση τους γίνεται με ψεκασμό ή προσθήκη στο έδαφος.
Για τους ψεκασμούς χρησιμοποιούνται υδατικά διαλύματα της χηλικής ουσίας 0.1%. Τα νεαρά φύλλα πρασινίζουν μέσα σε λίγες ημέρες μετά τον ψεκασμό. Γενικά όμως οι χηλικές ενώσεις δεν είναι πολύ αποτελεσματικές όταν χορηγούνται από τα φύλλα. Αντίθετα, η ενσωμάτωσή τους στο έδαφος δίνει πάντοτε καλά αποτελέσματα και τα άρρωστα φυτά αποκτούν κανονικό πράσινο χρώμα μέσα σε λίγες εβδομάδες. Η ποσότητα της χηλικής ουσίας που δίνεται από το έδαφος ποικίλλει ανάλογα με την σύσταση του εδάφους, το μέγεθος του φυτού και την χημική δομή της. Σε ανεπτυγμένα δένδρα χορηγούνται 100-400g/δένδρο, σε θάμνους 10-20 g/φυτό και σε μικρά ποώδη φυτά 5-10g/m2 επιφανείας εδάφους. Η επίδραση των χηλικών ενώσεων του σιδήρου δεν διαρκεί περισσότερο από μία καλλιεργητική περίοδο και η χορήγηση πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο.
Εκτός από τον σίδηρο και άλλα μέταλλα που αποτελούν θρεπτικά στοιχεία των φυτών σχηματίζουν χηλικές ενώσεις. Οι ενώσεις αυτές δεν δίνουν καλύτερα αποτελέσματα από τις ανόργανες μορφές των στοιχείων για την θεραπεία των τροφοπενιών και η χρησιμοποίησή τους στην πράξη είναι πολύ περιορισμένη.
Λίπανση με μαγγάνιο
Η τροφοπενία μαγγανίου οφείλεται συνήθως στην επικράτηση στο έδαφος συνθηκών ευνοϊκών για την δέσμευση του στοιχείου αυτού και γι' αυτό η προσθήκη θειικού ή άλλου ανόργανου άλατος μαγγανίου δεν δίνει καλά αποτελέσματα. Έτσι ο εφοδιασμός των φυτών με μαγγάνιο επιτυγχάνεται με ψεκασμό του φυλλώματος με διάλυμα θειικού μαγγανίου 0,1-0,5%, που εκτελείται 1-2 φορές κατά την περίοδο της άνοιξης.
Λίπανση με ψευδάργυρο
Η προσθήκη αλάτων ψευδαργύρου στο έδαφος επίσης δεν δίνει καλά αποτελέσματα και ο εφοδιασμός των φυτών με ψευδάργυρο γίνεται συνήθως με ψεκασμό του υπέργειου τμήματος. Τα λαχανικά και άλλα ετήσια φυτά διαβρέχονται 1-2 φορές την περίοδο της ανάπτυξής τους με διάλυμα θειικού ψευδαργύρου περιεκτικότητας 0.05-0.5%. Στα φυλλοβόλα δένδρα ο ψεκασμός γίνεται κατά την περίοδο του λήθαργου με διάλυμα θειικού ψευδαργύρου 2-4%. Ο ψεκασμός κατά την περίοδο της βλάστησης γίνεται με πιο αραιό διάλυμα, αλλά δεν είναι εξίσου αποτελεσματικός και συχνά προκαλεί εγκαύματα στους καρπούς. Τα εσπεριδοειδή ψεκάζονται κατά το τέλος της άνοιξης με διάλυμα θειικού ψευδαργύρου 0.5%, το οποίο πρέπει απαραίτητα να εξουδετερώνεται με ασβέστη για την αποφυγή εγκαυμάτων.
Λίπανση με χαλκό
Η τροφοπενία χαλκού είναι σπάνια και αντιμετωπίζεται εύκολα με ψεκασμό του φυλλώματος με ένα αραιό διάλυμα θειικού χαλκού το οποίο πρέπει να εξουδετερώνεται με ασβέστη. Τα φυλλοβόλα δένδρα μπορούν να ψεκαστούν τον χειμώνα κατά την περίοδο του λήθαργου με σχετικά πυκνό διάλυμα του θειικού άλατος (2-3%).
Λίπανση με βόριο
Η διαφορά μεταξύ κανονικής και τοξικής ποσότητας βορίου είναι σχετικά μικρή και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή όταν αυτό το θρεπτικό στοιχείο παρέχεται στα φυτά. Ως πηγές βορίου χρησιμοποιούνται ο βόρακας Na2B4O710H2O και το βορικό οξύ H3BO3, καθώς και άλλα βοριούχα υλικά. Ο βόρακας χρησιμοποιείται πιο πολύ για προσθήκη βορίου στο έδαφος, ενώ το βορικό οξύ για χορήγηση από τα φύλλα με ψεκασμό. Η ποσότητα βορίου που ενσωματώνεται στο έδαφος εξαρτάται από το είδος της καλλιέργειας και από την σύσταση του εδάφους. Μερικά είδη φυτών είναι ιδιαίτερα ευπαθή στην περίσσεια βορίου και συνεπώς σε περιπτώσεις τροφοπενίας πρέπει να δέχονται την χαμηλότερη αποτελεσματική δόση από το βοριούχο υλικό, ιδιαίτερα σε αμμώδη εδάφη. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι ποσότητες του βόρακα που προστίθενται στο έδαφος ανέρχονται σε 1-4 kg/στρέμμα για ετήσιες καλλιέργειες και σε 100-300g/δένδρο για καρποφόρα δένδρα. Η προσθήκη βορίου στο έδαφος διαρκεί συνήθως περισσότερο από μία καλλιεργητική περίοδο και γι'αυτό το λόγο δεν πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο επειδή υπάρχει κίνδυνος συσσώρευσης βορίου στα φυτά. Ο ψεκασμός του φυλλώματος με διάλυμα βορικού οξέος 0,1-0,2% εφοδιάζει τα φυτά με βόριο, αλλά η επίδρασή του διαρκεί μόνο μία καλλιεργητική περίοδο.
Λίπανση με μολυβδαίνιο
Ως πηγές μολυβδαινίου χρησιμεύουν το μολυβδαινικό νάτριο Na2MoO42H2O και το μολυβδαινικό αμμώνιο (NH4)6Mo7O244H2O τα οποία ενσωματώνονται στο έδαφος ή χορηγούνται με ψεκασμό. Οι ανάγκες των φυτών σε μολυβδαίνιο είναι πολύ μικρές και γι'αυτό ελάχιστες ποσότητες των αλάτων αυτών είναι αρκετές για να θεραπεύσουν την τροφοπενία. Οι ποσότητες του μολυβδαινικού άλατος που προστίθενται στο έδαφος είναι της τάξης των 25-80 g/στρέμμα, ενώ για ψεκασμό του φυλλώματος χρησιμοποιούνται διαλύματα 60-120 ppm. Η τροφοπενία παρουσιάζεται συνήθως σε όξινα εδάφη και πολλές φορές η ασβέστωση για την ρύθμιση της οξύτητας έχει ως συνέπεια της αύξηση του διαθέσιμου μολυβδαινίου σε επαρκείς ποσότητες για την κάλυψη των αναγκών των φυτών. Επειδή η παρουσία υψηλών συγκεντρώσεων μολυβδαινίου στα φυτά που χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφές προκαλεί διαταραχές στα ζώα απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή όταν γίνεται χορήγηση του στοιχείου αυτού σε καλλιέργειες κτηνοτροφικών φυτών.
Λίπανση από τα φύλλα
Βλ. άρθρο: "Έδαφος, λιπάσματα και θρεπτικές ουσίες για τα φυτά συνέχεια"... Συμπληρωματικά τα παρακάτω: διαφυλλικά έχουν εφαρμοστεί: ουρία, θειικός σίδηρος, χηλικός σίδηρος, θειικό μαγνήσιο, θειικό μαγγάνιο, θειικός χαλκός, θειικός ψευδάργυρος, θειούχος ψευδάργυρος, ανθρακικός ψευδάργυρος και μολυβδαινικό νάτριο.
Η διαφυλλική λίπανση είναι αποτελεσματικότερη όταν η πρόσληψη στοιχείων από τις ρίζες είναι περιορισμένη και ευνοείται από την παρουσία πλούσιου φυλλώματος, όπως π.χ. στα οπωροφόρα δένδρα. Τα σιτηρά λόγω του μικρού φυλλώματός τους ιδιαίτερα κατά τις αρχές της άνοιξης, δεν ευνοούνται από την διαφυλλική λίπανση. Η αντίδραση των καλλιεργειών στην διαφυλλική λίπανση είναι ταχύτερη, αλλά επίσης περισσότερο προσωρινή από ότι η λίπανση από το έδαφος.
Από τα αζωτούχα λιπάσματα μόνο η ουρία παρουσίασε καλά αποτελέσματα ως διαφυλλικό. Τα υπόλοιπα αζωτούχα λιπάσματα, όπως το (νιτρικό νάτριο) NaNO3 και το θειικό αμμώνιο (NH4).2SO4 προκαλούν εγκαύματα στα φύλλα. Η ουρία αυξάνει την διαπερατότητα της μεμβράνης και έτσι διευκολύνει την είσοδο συνεχώς μεγαλυτέρων ποσοτήτων αυτής. Ο θειικός σίδηρος εισέρχεται ταχύτερα παρουσία ουρίας παρά απουσία της, η μετακίνηση όμως του σιδήρου μέσα στο φύλλο είναι μεγαλύτερη όταν αυτός είναι χηλικός. Από τα φωσφορικά άλατα το ορθοφωσφορικό είναι το αποτελεσματικότερο διαφυλλικό λίπασμα.
Οι διαφυλλικές λιπάνσεις με κάλιο προκαλούν εγκαύματα και γι'αυτό δεν εφαρμόζονται. Εκτός αυτού οι απαιτήσεις σε κάλιο του αναπτυσσόμενου φυτού είναι πολύ υψηλές για να αντιμετωπιστούν με την διαφυλλική λίπανση. Επιτυχώς χρησιμοποιείται η διαφυλλική λίπανση με μαγνήσιο. Οι λιπάνσεις με μαγνήσιο μέσω του εδάφους μπορούν να απαιτήσουν και τρία χρόνια για διόρθωση των συμπτωμάτων έλλειψης μαγνησίου στα δένδρα, ενώ ψεκασμός με διάλυμα 2% MgSO4 διορθώνει τα συμπτώματα μέσα σε λίγες ημέρες.
Δυνατή είναι και η πρόσληψη του σιδήρου από τα φύλλα. Φαίνεται όμως ότι ο σίδηρος δεν μετακινείται εύκολα μέσα στο φύλλωμα. Επιπλέον, η παρουσία υψηλών ποσοτήτων φωσφορικών στο φύλλωμα βοηθάει στην εύκολη καθίζησή του, ιδίως αν το διάλυμα του ψεκασμού είναι περίπου ουδέτερο. Ως διαφυλλικό λίπασμα συνιστάται ο θειικός σίδηρος. Η προσθήκη μαγγανίου στο έδαφος δεν είναι αποτελεσματική και γενικότερα παρουσιάζεται πρόβλημα οξείδωσης του προστιθεμένου μαγγανίου στο έδαφος. Αντίθετα, η διαφυλλική λίπανση με μαγγάνιο δίνει γρήγορα και καλά αποτελέσματα και συνιστάται σε αλκαλικά ασβεστούχα εδάφη. Από τα άλατα του μαγγανίου, το θειικό μαγγάνιο χρησιμοποιείται επιτυχώς ως διαφυλλικό λίπασμα. Διαφυλλικά χρησιμοποιούνται με επιτυχία ο χαλκός (ως θειικός χαλκός), ο ψευδάργυρος (ως θειούχος, θειικός και ανθρακικός) και τέλος το μολυβδαίνιο (ως μολυβδαινικό νάτριο).
Ένα άρθρο της Σοφίας Παπάζογλου για το www.kalliergo.gr
Τεχνολόγος Γεωπόνος - Msc Διαχείριση Περιβάλλοντος. Πηγή> www.kalliergo.gr
Τεχνολόγος Γεωπόνος - Msc Διαχείριση Περιβάλλοντος. Πηγή> www.kalliergo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου