Έφτασε ο καιρός που μαζεύουμε τις ελιές, εκεί περίπου στα τέλη Νοεμβρίου έως και τέλος του Φεβρουαρίου, αυτό εξαρτάτε από την πρωιμότητα η την οψιμότητα κάθε περιοχής.
Όταν οι ελιές ήταν φορτωμένες με καρπό και τα κλωνάρια τους κόντευαν να σπάσουν δηλαδή είχαμε βεντέμα, λέγαμε ότι οι ελιές κλιβάζουνε, τότε ξεκινούσαμε το ράβδος με περισσή χαρά γιατί η κούραση μας ανταμείβονταν και με το παραπάνω.
Εγώ έφτασα την εποχή που όλοι ράβδιζαν τις ελιές τους με τις ραβδιστήρες, τις ντέμπλες και τα μπαγκάλια, οι ραβδιστήρες είναι μικρές βεργιές μήκους ενός περίπου μέτρου, ίσιες η με ελαφριά καμπύλη για να μην κουράζουν, καλά ξεραμένες ήταν συνήθως από ξύλο λεμονιάς, λεπτές και εξαιρετικά ανθεκτικές, με την ραβδιστήρα ο ραβδιστείς κτυπούσε τα κλαδιά της ελιάς από κάτω γύρο από το δέντρο, και μετά ανέβαινε πάνω στο δέντρο για τα ψηλότερα κλαδιά και τα εσωτερικά.
Η ντέμπλα είναι ένα ξύλο ίσιο που έφτανε τα τρία η και τα τέσσερα μέτρα, ανθεκτικό και αυτό, χρησιμοποιούνταν για να ραβδιστούν τα πολύ ψηλά κλαδιά της ελιάς, εδώ πρέπει να πω ότι λίγο παλαιότερα τουλάχιστον στην επαρχεία Πεδιάδος προς τα Λασιθιώτηκα όρη, αυτή είναι η περιοχή που αναφέρομαι, άφηναν επιμελώς την κάθε ρίζα ελιάς να γίνει ένα πανύψηλο δέντρο, αυτό χρησίμευε για πολλούς σκοπούς, όπως να καταστεί δύσκολη η καταστροφή του δέντρου από τους κατακτητές Τούρκους, από δολιοφθορές, αλλά και γιατί έτσι παρήγαγε περισσότερες ελιές και άρα λάδι, ένα τέτοιο δέντρο μπορούσε να γεμίσει τρία και τέσσερα τσουβάλια ελιές ραφτά όπως λέμε.
Τα μπαγκάλια ήταν τα πανιά σε μέγεθος υπέρδιπλης κουβέρτας που έστρωναν κάτω από τις ελιές ούτως ώστε να ξεκινήσει το ράβδισμα, αυτά είχαν ένα μειονέκτημα, όταν βρέχονταν γίνονταν εξαιρετικά δύσχρηστα, κάτι που συνέβαινε συνέχεια, επίσης χρειάζονταν πολλά τέτοια κομμάτια, για αυτό πολλές φορές, ράβδιζαν την μισή ελιά και ύστερα την άλλη μισή.
Θυμάμαι τότε το λιομάζωμα ήταν ένα πανηγύρι, δεν ήταν μία δουλειά που έπρεπε να την κάνουμε πολύ γρήγορα και άχαρα, θυμάμαι ότι τα μπαγκάλια τις ραβδιστήρες και τους φάρδους, τα πηγαίναμε στο λιόφυτο, και δεν τα ξαναπαίρναμε αν δεν τελειώναμε, μάλιστα αφήναμε εκεί και τους γεμάτους ασφυκτικά φάρδους με ελιές. Κάποιος από την παρέα η την οικογένεια ήταν επιφορτισμένος με το καθήκον της σίτισης, δεν φέρναμε έτοιμο φαγητό από το σπίτι συνήθως, αλλά αυτό μαγειρεύονταν εκεί επιτόπου, αρκούσαν δύο πέτρες που να μπορεί να κάτσει πάνω το τσικάλι η το τηγάνι, από κάτω άναβε φωτιά με λιανά ξύλα και αυτό ήταν όλο.
Την εποχή αυτή που εγώ πρόλαβα οριακά στο πρώτο μισώ της δεκαετίας του 1980, όταν πηγαίναμε να ραβδίσουμε ελιές, στα αυτιά μας χόρευαν οι ήχοι από τις ραβδιστήρες χτυπούσαν μια στα κλαδιά και μια στους κλώνους, από τα πουλιά που ήταν τριγύρω, το κοντινό ρυάκι η ποτάμι, οι διάλογοι μεταξύ μας οι φωνές και το ράβδισμα στα κοντινά λιόφυτα, με αποκορύφωμα τον θεσπέσιο ήχο που έκαναν οι ελιές μόλις έπεφταν πάνω στην λινάτσα και την ανάπλα, ειδικά πάνω στην ανάπλα χαιρόσουν να ραβδίζεις και όλο το έκανες και ποιο γρήγορα, αφού η αμοιβή έρχονταν αμέσως, με τις χιλιάδες ελιές να πέφτουν με ορμή να κυλούν και να σχηματίζουν αυλάκια γεμάτα χρυσάφι, η ανάπλες ήταν τότε η τελευταία λέξη για το μάζεμα των ελιών, ήταν ουσιαστικά κάτι ανάμεσα σε νάιλον και ύφασμα, ελαφριές μεγάλες εξυπηρετικές, χωρίς να απολείπει το μειονέκτημα που ήταν ο αέρας, για να είσαι σίγουρος ότι στο παραμικρό φύσημα του ανέμου δεν θα σου έριχνε μέσα στην οξυνίδα τις ελιές η ακόμα να κυνηγάς την ανάπλα στο γειτονικό λιόφυτο, έπρεπε κάθε ανάπλα να την πετρώνεις πολύ καλά, έστω και έτσι όμως η δουλειά γινότανε.
Το βράδυ γυρίζαμε στο σπίτι την ώρα που ο ήλιος είχε δύση, στον δρόμο συναντούσαμε πολλούς χωριανούς που γύριζαν και εκείνοι, άλλος με τα πόδια, με το γάιδαρο του, η με την μικρή σκαπτική μηχανή που είχε προσαρμόσει ένα βαγονάκι, πολλές φορές μάλιστα παίρναμε στα χέρια και από ένα δύο ξύλα για την ξυλόσομπα η το τζάκι, το πρωί φεύγαμε μόλις ξημέρωνε, φθάναμε στο λιόφυτο αλλά το ράβδος το ξεκινούσαμε πολύ αργότερα, αυτό για δύο λόγους, ο ένας είναι ότι δεν κάνει ποτέ να ραβδίζουμε μία ελιά βρεγμένη, και οι ελιές το πρωί ήταν πάντα βρεγμένες από την δροσούλα, και ο δεύτερος λόγος είναι ότι καίγαμε τα κλαδιά που είχαμε κόψει από χθες, σακιάζαμε τις ελιές που είχαμε αφήσει πάνω στις ανάπλες, και στρώναμε επιμελώς τις επόμενες ρίζες ελιές, εν τω μεταξύ σήκωνε η μέρα είχαν στεγνώσει οι ελιές και ξεκινούσαμε το ράβδος.
Ήταν περιζήτητοι η καλοί ραβδιστάδες και δεν έμεναν ποτέ χωρίς δουλειά. Για να είσαι καλός ραβδιστής έπρεπε να χτυπάς την ελιά με επιδεξιότητα, ούτως ώστε να πέφτουν γρήγορα πολλές ελιές, να σπάνε τα λιγότερα κλωναράκια από το δέντρο, αλλά και ακόμα να είσαι επιδέξιος στο σκαρφάλωμα.
Τις ελιές που έπεφταν τις συγκεντρώναμε πάνω σε μία ανάπλα, εκεί ένα η δύο άτομα χτένιζαν τις ελιές με τα δάκτυλά τους, τραβώντας όλα τα μεγάλα η μικρά κλαδάκια, τα οποία βάζαμε σε μία διπλανή, ύστερα με μία ραβδιστήρα τα ραβδίζαμε για να πέσουν και οι λιγοστές ελιές που είχαν μείνει επάνω, μετά σακιάζαμε τις ελιές μας απαλλαγμένες από κλαδιά η τυχόν κάποιο πετραδάκι η ξύλο, το σάκιασμα γίνονταν σε τσουβάλια με πυκνή πλέξη που όμως ανάπνεαν, δηλαδή μπορούσες να αφήσεις τις ελιές εκεί μέσα αρκετές ημέρες χωρίς να ανησυχείς ότι θα υπάρξει οξείδωση του προϊόντος, τους φάρδους όπως τα λέγαμε τα γεμίζαμε τόσο πολύ, ώστε για να κλείσουν να πρέπει να τα ράψουμε αφήνοντας δύο αφτιά για πιασίματα, το κάθε τσουβάλι ζύγιζε περίπου 60 κυλά και απέδιδε κατά μέσο όρο 17 κυλά λάδι, ενώ συχνά έφτανε και ξεπερνούσε τα 20 κυλά λάδι.
Πηγή>http://menos.pblogs.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου