Τι είναι το έδαφος
Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο Πολυζόπουλος (1976), έδαφος είναι το από χαλαρά υλικά ανώτερο στρώμα του φλοιού της γης το οποίο προήλθε από την αποσάθρωση πετρωμάτων και την περαιτέρω διαφοροποίηση του χαλαρού υλικού που προέκυψε από αυτή. Την αποσάθρωση και διαφοροποίηση προκάλεσαν μακροχρόνιες ατμοσφαιρικές και βιολογικές επιδράσεις, η σπουδαιότητα των οποίων επηρεάζεται σημαντικά από το τοπογραφικό ανάγλυφο και τη φύση του μητρικού πετρώματος.
Μπορούμε να το ορίσουμε απλούστερα σαν το μέσο στήριξης και θρέψης όλων των φυτών. Όμως, οι ιδιότητες ενός εδάφους καθορίζονται από τη γενετική του ιστορία και τον τρόπο χρησιμοποιήσεως του από τον άνθρωπο. Όμως, είναι και η πηγή πρώτων υλών. Εύκολα, λοιπόν, μπορούμε να καταλάβουμε τη σημασία του στην ύπαρξη της ζωής, γενικά, και του ανθρώπινου είδους, ειδικότερα, στη δημιουργία και εξέλιξη του πολιτισμού, στη δημιουργία και διατήρηση του θαύματος που λέγεται Οικοσύστημα Γη.
Έτσι, η εξάντληση και καταστροφή του θα οδηγήσει σε τραγικές καταστάσεις, μάλλον ανεπανόρθωτες. Στα πλαίσια της γεωργικής παραγωγής είναι δυνατή η προστασία του από παθογενετικές καταστάσεις (π.χ. αλκαλίωση), έτσι ώστε τουλάχιστον η διατροφή μας να είναι πάντα δυνατή.
Η δομή του εδάφους
Αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο τα σωματίδια του εδάφους (άμμος, ιλύς, άργιλος) είναι μεταξύ τους ενωμένα και δημιουργούν συσσωματώματα και συνδέεται άμεσα με την μηχανική σύσταση. Μέσης σύστασης εδάφη πρέπει να προτιμούνται και επιβάλλεται η χρήση βελτιωτικών (άμμος, τύρφη κ.λπ.) σε πολύ ελαφρά ή βαριά εδάφη.
Η διατήρηση καλής και σταθερής δομής των εδαφών πρέπει να αποτελεί ουσιώδη φροντίδα των καλλιεργητών, πράγμα που συνεπάγεται κατεργασία του εδάφους μόνο για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό και όταν η υγρασιακή κατάσταση του εδάφους είναι η κατάλληλη, αμειψισπορά με κάποιο πολυετές λειμώνιο φυτό και επιστροφή των υπολειμμάτων των καλλιεργειών στο έδαφος (Κεραμίδας, 1989).
Δε θα ήταν υπερβολή, αν τονίσουμε πως οι δύο σημαντικότεροι εχθροί της δομής του εδάφους είναι το νάτριο (με κύρια προέλευση το αρδευτικό νερό) και οι βαθιές αρόσεις κάτω από ακατάλληλες συνθήκες υγρασίας, ενώ ο καλύτερος σύμμαχος της είναι η οργανική ουσία.
Ο εδαφικός αέρας
Η σύσταση του εδαφικού αέρα συνδέεται στενά με την ανάπτυξη του ριζικού συστήματος, την πρόσληψη ύδατος και θρεπτικών στοιχείων και συνεπώς με την κανονική ανάπτυξη και απόδοση των φυτών. Η παρουσία επαρκούς οξυγόνου (απουσία υψηλών ποσοτήτων CO2) είναι αναγκαία για την κανονική ανάπτυξη του ριζικού συστήματος και ποσοστό μικρότερο του 15% θα πρέπει να θεωρείται ανεπαρκές, ενώ οι ρίζες μπορούν να δεχθούν ποσοστά CO2 έως και 50%, όταν υπάρχει αρκετό οξυγόνο (Πολυζόπουλος 1976).
Η απορρόφηση νερού και θρεπτικών στοιχείων απαιτεί την κατανάλωση ενέργειας από τις ρίζες η οποία προέρχεται από την αναπνοή που με τη σειρά της εξαρτάται από την παρουσία οξυγόνου, εξάλλου η απορρόφηση ύδατος είναι συνάρτηση της περατότητας των ριζών που με τη σειρά τους εξαρτώνται από την παρουσία οξυγόνου.
Εκτός από τα παραπάνω, οι κακές συνθήκες αερισμού είναι δυνατόν να οδηγήσουν στην παραγωγή σε τοξικές συγκεντρώσεις ανόργανων ή οργανικών ουσιών (απουσία οξυγόνου ο Fe3+ τείνει να αναχθεί σε Fe2+ και η συγκέντρωση του στο εδαφικό διάλυμα υπό μορφή ανθρακικού ή δισανθρακικού σιδήρου, να ανέλθει σε τοξικά επίπεδα), στην ατελή οξείδωση των οργανικών υπολειμμάτων, στην απώλεια αζώτου.
Ένας σημαντικός παράγοντας δημιουργίας κακών συνθηκών αερισμού είναι η υπερβολική υγρασία. Υψηλές βροχοπτώσεις ή συχνές αρδεύσεις σε συνδυασμό με τη μηχανική σύσταση του εδάφους (βαρύ έδαφος) και την έλλειψη ικανού στραγγιστικού δικτύου οδηγούν στη δημιουργία του προβλήματος.
Η Κατεργασία του Εδάφους
Γενικά
Συνιστά μια ομάδα καλλιεργητικών φροντίδων που ασκούν σημαντικές επιδράσεις στις φυσικό-χημικές ιδιότητες του εδάφους. Επηρεάζονται το pH, η οργανική ουσία, το ολικό και νιτρικό άζωτο, τα θρεπτικά στοιχεία (Ρ, Κ, Ca, Mg) και, το σημαντικότερο, η δομή του. Η κατεργασία του εδάφους (φρεζάρισμα, δισκοβάρνισμα, άροση κ.λπ.) ασκεί την αρνητικότερη ίσως επίδρασή της, την καταστροφή της δομής, όταν αυτή γίνεται κάτω από ακατάλληλες συνθήκες υγρασίας.
Οι υψηλοί ρυθμοί εκμετάλλευσης του εδάφους επιβάλουν την ολοκληρωμένη διαχείρισή του με στόχο τη διατήρηση της καλής φυσικής του κατάστασης σε υψηλά επίπεδα. Συχνές και, πολλές φορές, βαθιές αρόσεις στερούνται νοήματος με επιπτώσεις στην εδαφοϋγεία και την οικονομία μας. Βαθιές αρόσεις >25cm πραγματοποιούνται μόνο εφόσον υπάρχει ειδικός λόγος – σκληρός υπεδάφιος ορίζοντας, πολυετή ζιζάνια – ενώ ελαφριές κατεργασίες περιορίζονται στην προετοιμασία της σποροκλίνης, την ενσωμάτωση των υπολειμμάτων της καλλιέργειας και γενικά εκεί όπου υπάρχει λόγος.
Η αγρανάπαυση και η χλωρή λίπανση θα πρέπει να εντάσσονται στη γενικότερη στρατηγική. δε θα πρέπει, βέβαια, να ξεχνάμε πως εδάφη χωρίς φυτική κάλυψη κατά τη χειμερινή περίοδο εμφανίζουν υψηλές απώλειες νιτρικού αζώτου και διάβρωση. Η κάλυψη με ένα ψυχανθές προστατεύει από τη διάβρωση και τις απώλειες, ενισχύοντας το θετικό ισοζύγιο του εδάφους κατά την ενσωμάτωσή του.
Χρήσιμες σημειώσεις
Σύμφωνα με τον Σιδηρά (1987), σε σχετικό πειραματισμό αγρού, διαπιστώθηκε η αρνητική επίδραση της φρέζας και του αρότρου στη σταθερότητα των συσσωματωμάτων και μάλιστα η αρνητική επίδραση του αρότρου ήταν μεγαλύτερη σε όλα τα επίπεδα υγρασίας των συσσωματωμάτων.
Σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, (1987) αρόσεις βαθύτερες από 25 cm πρέπει να αποφεύγονται, διότι είναι δυνατή η μεταφορά υλικού στην επιφάνεια – χαμηλού βαθμού αντιστάσεως των μακροσυσσωμάτων του στο νερό – που θα οδηγήσει στην αύξηση της διάβρωσης και σε επιδείνωση των συνθηκών ανάπτυξης των ριζών. Εξάλλου, ο περιορισμός της διάβρωσης, μέσω της βελτίωσης της ικανότητας αντιστάσεως των συσσωματωμάτων στη βροχή, στις περιοχές όπου επικρατεί η μονοκαλλιέργεια, προϋποθέτει την εφαρμογή μεθόδων εδαφοκατεργασίας με όσο το δυνατόν χαμηλότερο βαθμό εντατικότητας.
Οι Σιδηράς και Χουλιάρας (1992), ερευνώντας την επίδραση της εδαφοκατεργασίας και αμειψισποράς, διαπίστωσαν ότι από την εφαρμογή της άροσης μειώθηκαν σημαντικά οι τιμές pH, οργανικός άνθρακας, ολικό Ν, ο αφομοιώσιμος Ρ, Κ και τα ανταλλάξιμα Ca και Mg σε σύγκριση με την επέμβαση του καλλιεργητή και ιδιαίτερα με την ακατεργασία. Αντίθετα, αυξήθηκε το ΑΙ. Οι χλωρές λιπάνσεις και κυρίως της 6μηνης διάρκειας συνέβαλαν στη μεγαλύτερη αύξηση του ολικού Ν και των ΝΟ3στο έδαφος. Στην αγρανάπαυση οι μεγαλύτερες ποσότητες ΝΟ3 διαπιστώθηκαν την άνοιξη και οι σημαντικότερες μετακινήσεις (κάτω των 90 cm βάθους) το φθινόπωρο μετά τη συγκομιδή. Η ακατεργασία άσκησε τη μεγαλύτερη θετική επίδραση στο ΝΟ3Ν και την C. E. C, ενώ η άροση επέδρασε αρνητικά.
Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ
Είναι μια σειρά από διαδικασίες που μας επιτρέπουν τον προσδιορισμό τιμών σε χρήσιμες παραμέτρους, όπως η μηχανική σύσταση, η οργανική ουσία και η περιεκτικότητα σε θρεπτικά στοιχεία. Αναμφισβήτητα, θεωρείται ως το πρώτο βήμα που πρέπει να γίνεται από τον καλλιεργητή πριν από την εγκατάσταση της φυτείας. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι πρέπει να γίνεται ανεξάρτητα από το αν η καλλιέργειά μας είναι ετήσια ή πολυετής και στη συνέχεια θα πρέπει να συνδυάζεται με την ανάλυση φυτικών ιστών (φυλλοδιαγνωστική), ιδιαίτερα δε στα δενδρώδη.
Για να λιπαίνει ο παραγωγός σωστά πρέπει να βασίζεται σε επιστημονική βάση, έτσι ώστε η λίπανση να γίνεται σύμφωνα με την περιεκτικότητα του εδάφους σε θρεπτικά στοιχεία και τις ανάγκες της καλλιέργειας. Θα πρέπει να γνωρίζει τη γονιμότητα του αγρού του, πριν ακόμα σπείρει, για να ρυθμίσει ανάλογα την λιπαντική τακτική που θα ακολουθήσει. Η ανάλυση του εδάφους εξυπηρετεί το σκοπό αυτό και γι’ αυτό κάθε ορθολογική χρήση των λιπασμάτων πρέπει να βασίζεται σε αυτή (Σιμώνης, 1994).
Στην εποχή μας η σημασία που αποκτά η ανάλυση του εδάφους ολοένα μεγαλώνει, πράγμα λογικό, αν σκεφθούμε πως ο ρυθμός εντατικοποίησης της γεωργίας αυξάνει, οι ποσότητες των λιπασμάτων που χρησιμοποιούνται αυξάνουν, το κόστος των παραγόμενων προϊόντων αυξάνει, η ρύπανση του περιβάλλοντος αυξάνει, ενώ, τέλος, αυξάνει ο αριθμός των περιπτώσεων προβλημάτων υγείας που σχετίζονται με κάποια λιπαντικά (νιτρώδη και νιτρικά). Έτσι, μέσα από το βασικό στόχο της ανάλυσης που είναι η άριστη (ορθολογική) χρήση των λιπασμάτων, επιτυγχάνουμε μια σειρά στόχων υψηλότερης ίσως σημασίας του βασικού στόχου που είναι η ελαχιστοποίηση του κόστους παραγωγής, η μικρότερη επιβάρυνση του περιβάλλοντος και της υγείας άμεσα (νιτρώδη-νιτρικά), η διατήρηση των φυσικών πόρων (Σιμώνης, 1994) και η διατήρηση των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της γεωργίας χωρίς τα προαναφερθέντα προβλήματα. Όμως, η ανάλυση του εδάφους είναι μόνον η αρχή του προβλήματος.
Η Δειγματοληψία Εδαφικών Δειγμάτων
Το δείγμα του εδάφους που θα αναλυθεί πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο αντιπροσωπευτικό. Να εμφανίζει δηλαδή τη γενική εικόνα του χωραφιού. Για να πετύχουμε αντιπροσωπευτικό δείγμα εδάφους εργαζόμαστε ως εξής: Περπατάμε όλο το χωράφι για να διαπιστώσουμε μακροσκοπικά αν το έδαφος είναι ομοιογενές ή όχι, εξετάζουμε δηλαδή το χρώμα του εδάφους, την κλίση του, τη μηχανική του σύσταση (αμμώδες, αργιλώδες...) κ.λπ. Διαιρούμε το χωράφι σε ομοιογενή τεμάχια. Από κάθε ομοιογενές τεμάχιο παίρνουμε μερικά δείγματα εδάφους, ο αριθμός των οποίων εξαρτάται από τη συνολική έκταση του χωραφιού. Π.χ. από χωράφι έκτασης 5 στρεμμάτων παίρνουμε 10 περίπου δείγματα. Τα αναμιγνύουμε και από το μίγμα που θα προκύψει παίρνουμε ένα τελικό δείγμα βάρους περίπου 1 – 1,5 κιλού (αυτό θα στείλουμε στο εργαστήριο για εξέταση).
Βάθος δειγματοληψίας
α) Για λαχανοκομικές-κηπευτικές καλλιέργειες παίρνουμε δείγματα από βάθος 0-30cm.
β) Για δενδρώδεις καλλιέργειες-αμπέλια παίρνουμε δείγματα από βάθη:
0-30 cm, 30-60 cm, και 60-90 cm.
Το δείγμα από κάθε βάθος τοποθετείται χωριστά σε πλαστική σακούλα στο επάνω μέρος της οποίας τοποθετείται ετικέτα με τα στοιχεία του δείγματος, δηλ. ονοματεπώνυμο, καλλιέργεια, ημερομηνία, περιοχή, έκταση και βάθος δειγματοληψίας.
Εποχή δειγματοληψίας
Δείγματα εδάφους παίρνουμε όλες τις εποχές του χρόνου. Θα πρέπει όμως να προτιμούμε το φθινόπωρο. Επίσης, θα πρέπει ν’ αποφεύγουμε τις περιόδους μετά από λιπάνσεις, έντονες βροχοπτώσεις ή καλλιεργητικές φροντίδες. Να αποφεύγουμε δειγματοληψία κοντά σε δρόμους, σπίτια, στα σύνορα του χωραφιού η σε χαρακτηριστικά σημεία, π.χ. νεροκρατήματα, σαμάρια κ.λ.π. Μην ξεχνάμε: Δείγμα από κάθε διαφορετικό ομοιογενές τεμάχιο του χωραφιού. Δείγμα ξεχωριστό από κάθε βάθος. Δεν αναμιγνύονται δείγματα από διαφορετικά βάθη. Αναμιγνύονται τα δείγματα που είναι ίδιου βάθους. Η δειγματοληψία από το βάθος 60-90 γίνεται, όταν πρόκειται για ανάλυση πριν την εγκατάσταση πολυετούς καλλιέργειας.
Αποτυχία στη λήψη ενός δείγματος που είναι πραγματικά αντιπροσωπευτικό αλλά και αστοχία στην ερμηνεία της ανάλυσης θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε άστοχη λίπανση και κατά συνέπεια σε μη επιθυμητά αποτελέσματα στην παραγωγή. Αυτό όμως Σαιν σημαίνει ότι φταίει η ανάλυση του εδάφους. Και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να σταματήσουμε τις αναλύσεις.
Η κίνηση σε ένα ομοιογενές κομμάτι θα πρέπει να γίνεται εν ήδη ζικ ζακ και να πραγματοποιείται δειγματοληψία απο αρκετά διαφορετικά σημεία
Όσον αφορά το πόσο συχνά θα πρέπει να δειγματοληπτείται ένα έδαφος, οι απόψεις διίστανται. Πρακτικό και ωφέλιμο όμως είναι η ανάλυση να γίνεται πάντοτε πριν την εγκατάσταση της νέας καλλιέργειας. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε πως ανάλογα με το καλλιεργούμενο είδος θα πρέπει, ή όχι, η ανάλυση του εδάφους να συνοδεύεται από φυλλοδιαγνωστική. Τα δενδρώδη ιδιαίτερα αλλά και οι θερμοκηπιακές καλλιέργειες είναι παραδείγματα ανάγκης στήριξης της υψηλής παραγωγής στο συνδυασμό των δύο τεχνικών.
Η μηχανική σύσταση
Τα εδάφη ανάλογα με το ποσοστό άμμου, ιλύος και αργίλου που περιέχουν κατατάσσονται σε ορισμένες κατηγορίες μηχανικής σύστασης. Η κατάταξη γίνεται με τη χρήση του συστήματος τριγωνικών συντεταγμένων του Αμερικάνικου Υπουργείου Γεωργίας. Με το σύστημα αυτό είναι δυνατή η κατάταξη ενός εδάφους σε μια από τις 12 συνολικά κατηγορίες μηχανικής σύστασης που ομαδοποιούνται ως εξής (Πολυζόπουλος, 1976):
Α. Ομάδα ελαφρών εδαφών
1. Αμμώδη (άργιλος 0-5%)
2. Πηλοαμμώδη (άργιλος 5-15%)
Β. Ομάδα μέσης σύστασης εδαφών
3. Αμμοπηλώδη
4. Πηλώδη
5. Ιλυοπηλώδη,
6. Ιλυώδη, (για τα 3 έως και 9, άργιλος 15-35%)
7. Αργιλοπηλώδη,
8. Αμμοαργιλοπηλώδη,
9. Ιλυοαργιλοπηλώδη
Γ. Ομάδα βαρέων εδαφών
10. Αμμοαργιλώδη, (άργιλος 35-45%)
11. Ιλυαργιλώδη (άργιλος 35-45%)
12. Αργιλώδη (άργιλος πάνω από 45%)
Η αντίδραση του εδάφους (ρΗ)
Γενικά
• Η οξύτητα του εδάφους διακρίνεται στην ανταλλάξιμο ή εφεδρική οξύτητα, που είναι το ποσό των προσροφημένων ιόντων Η++ και Αl+ από τα κολλοειδή της αργίλου και στην ενεργό οξύτητα που είναι το ποσό των ιόντων Η++ και Αl+ στο εδαφικό διάλυμα. Η χημική ισορροπία που υφίσταται μεταξύ τους (όπως με όλα τα κατιόντα της στερεής φάσης και του εδαφικού διαλύματος) έχει ως εξής:
ανταλλάξιμος (εφεδρική) οξύτητα Û ενεργός οξύτητα.
Η εφεδρική και η ενεργός οξύτητα συνιστούν την ολική οξύτητα.
• Το pH του εδάφους αναφέρεται στην ενεργό οξύτητα και συγκεκριμένα στον αρνητικό λογάριθμο της συγκέντρωσης ιόντων Η++ στο εδαφικό διάλυμα.
• Είναι γνωστή η επίδραση που ασκεί το pH στα φυτά. Η επίδραση αυτή είναι έμμεση, μέσω της διαλυτότητας των θρεπτικών στοιχείων και των μικροοργανισμών που εμπλέκονται στη θρέψη των φυτών. Μόνο σε πολύ χαμηλά ή υψηλά pH είναι άμεση η επίδραση με τη συγκέντρωση στοιχείων σε τοξικές συγκεντρώσεις (H+, Al+, OH–, Na+).
Τιμές και πιθανές επιπτώσεις
1. pH < 5,0
α. Έλλειψη βασικών συστατικών: Ca, Mg, Κ
β. Διαλυτοποίηση μετάλλων σε τοξικές συγκεντρώσεις (Fe, Mn)
γ. Τοξικότητα αργιλίου (ΑΙ) (pΗ = 4,7-4,8)
δ. Δέσμευση του Ρ από ΑΙ3+, Fe+3
ε. Έλλειψη Βορίου
στ. Έλλειψη Μολυβδαινίου
2. pΗ 5-6
α. Μερική ή περισσότερη δέσμευση του Ρ
β. Μειωμένη διαθεσιμότητα Ca, Mg, Κ
γ. Μειωμένη μικροβιακή δραστηριότητα (συσσώρευση ΝΗ4 ιόντων λόγω μη
μετατροπής σε ΝΟ3, όταν pΗ <5,5)
δ. pH <5,5 πιθανή τοξικότητα Μn
ε. pH <5,5 συγκέντρωση ΑΙ+ σε τοξικά επίπεδα
στ. pH <5,5 πιθανή έλλειψη Mo
3. pH 6-7
α. Το καλύτερο εύρος τιμών για την ανάπτυξη των φυτών
β. Αύξηση μεγαλύτερη του 6,3-6,5, τότε απότομη μείωση του διαθέσιμου στα
φυτά βορίου
γ. Το άριστο pH για τη νιτροποίηση είναι 6,5-7,8
4. pH 7-8,4
α. 7-8,4 ύπαρξη ανθρακικών αλάτων
β. Μέχρι 7,2 περιορισμένες επιπτώσεις
γ. Αυξανομένης της τιμής προς το 8,4, δέσμευση των μετάλλων και του Ρ από το
CaCO3
5. pH > 8,4
Συνήθως είναι προβληματικά λόγω αλκαλίωσης.
Καταβύθιση Ca, Mg σαν αδιάλυτα CaCO3 και MgCO3.
6. Χαρακτηρισμοί
Πολύ ισχυρώς όξινο
|
– 4,5
|
Ισχυρώς όξινο
|
4,5 – 5,2
|
Μέσο
|
5,3 – 6,5
|
Ελαφρώς όξινο
|
6,6 – 6,9
|
Ουδέτερο
|
7,0
|
Ελαφρώς αλκαλικό
|
7,1 – 7,5
|
Μέσο
|
7,6 – 8,2
|
Ισχυρώς αλκαλικό
|
8,3 – 9,0
|
Πολύ ισχυρώς αλκαλικό
|
9,0 –
|
Αύξηση ρΗ
• Ο προσδιορισμός της ποσότητας του CaCO3 που απαιτείται κατά τη βελτίωση ενός όξινου εδάφους γίνεται με την καμπύλη ογκομέτρησης του εδάφους με μια βάση ή με εξισορρόπηση με CaCO3 στο εργαστήριο. Έτσι λοιπόν το εργαστήριο είναι αυτό που θα μας προσδιορίσει την ποσότητα του ανθρακικού ασβεστίου που πρέπει να προστεθεί ώστε να ανεβεί στο επιθυμητό ύψους το ρΗ του χωραφιού μας.
• Σύμφωνα με έρευνα των Τσαντήλα, Σαμαρά, Δημογιάννη και Χουλιάρα (1994) επί όξινου γεωργικού εδάφους Alfisol, σε περιοχή ρΗ από 4, 3 - 6, 0 και για αύξηση κατά μία μονάδα απαιτούνται 100 kgCaO ανά στρέμμα, σε περιοχή ρΗ από 6,0 - 7,0 απαιτούνται 200 kg /στρ. και σε περιοχή ρΗ 7,0 8,0 απαιτούνται 400 kg/στρ. για την αύξηση κατά μία μονάδα, αντίστοιχα.
• Τα τέλη φθινοπώρου είναι πιθανόν η καλύτερη εποχή για την ασβέστωση, καθώς ακολουθούν οι βροχοπτώσεις του χειμώνα και θα επιτευχθεί έτσι καλύτερα η εξουδετέρωση της όξινης αντίδρασης. Η προσθήκη Ca(0Η)2 ή CaO δύο ή τρεις εβδομάδες πριν την σπορά πρέπει να αποφεύγεται, καθώς η πιθανότητα πρόκλησης ζημιών είναι υψηλή. Τα υλικά πρέπει να διανέμονται ομοιόμορφα στην επιφάνεια και να ενσωματώνονται σε βάθος. Εκεί όπου το ρΗ είναι <5 θα πρέπει η προσθήκη να γίνει σε 2-3 δόσεις, ώστε να αποφευχθεί η απότομη αύξηση του ρΗ που μπορεί να βλάψει τα φυτά.
• Επίσης, θα πρέπει να αποφεύγεται η χορήγηση αμμωνιακών λιπασμάτων αμέσως μετά την ασβέστωση, καθώς οι απώλειες αζώτου θα είναι υψηλές (Σαχάμπι, 1994).
Ποσότητες CaCO3 (σε kg/στρ.) που απαιτούνται για την αύξηση ρΗ σε βάθος 20 cm
Μεταβολή ρΗ
Βάθος 20 cm
|
Άμμος
Kg/στρ
|
Άμμος
Πηλός
Kg/στρ
|
Πηλός
Kg/στρ
|
Ιλύς Πηλός
Kg/στρ
|
Άργιλος Πηλός
Kg/στρ
|
Τύρφη
Kg/στρ
|
4,0-6,5
|
295
|
568
|
795
|
954
|
1136
|
2158
|
4,5-6,5
|
250
|
477
|
659
|
795
|
954
|
1840
|
5,0-6,5
|
204
|
386
|
522
|
636
|
750
|
1431
|
5,5-6,5
|
136
|
295
|
386
|
454
|
522
|
977
|
6,0-6,5
|
68
|
159
|
204
|
250
|
273
|
499
|
Πηγή: Παπαστελλάτος, 1992.
Εάν αντί CaCO3 χρησιμοποιηθεί CaO (άσβηστη άσβεστος), οι ποσότητες αυτέςπολλαπλασιάζονται με 0,56 και, αν χρησιμοποιηθεί το Ca(0Η)2 (υδροξείδιο του ασβεστίου - σβησμένη άσβεστος), πολλαπλασιάζονται με 0,74.
Αλατότητα-Αλκαλικότητα
Φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά των αλατούχων και αλκαλιωμένων εδαφών
Κατηγορίες
|
ΕCχ103 σε 25 °C
Εκχυλίσματος
κορεσμού
|
E.S.P
|
ρΗ
(πολτού)
|
Δομή
|
Αιτία πρόκλησης
Βλαβών
στις καλλιέργειες
|
Αλατούχα
|
>4
|
<15
|
<8,5
|
κοκκώδηςεύθρυπτος
|
Υψηλή οσμωτικήπίεση ελαφρούδιαλύματος- κάποτε και περίσσειαβορίου
|
ΑλατούχαΑλκαλιωμένα
|
>4
|
>15
|
<8,5
|
κοκκώδηςεύθρυπτος
|
Ομοίως
|
Μη Αλατούχα -Αλκαλιωμένα
|
<4
|
>15
|
>8,5
|
«ογκώδης»
(ΠΊ3$$ίν6)
|
Ακατάλληλη δομή.Συχνά ισχυρώςαλκαλική αντίδραση και παρουσίατου τοξικού ιόντος 00§
|
Πηγή: Πολυζόπουλος, 1976.
Τα προβληματικά (παθογενή) εδάφη διακρίνονται σε: Αλατούχα. Χαρακτηρίζονται τα εδάφη των οποίων η EC του εκχυλίσματος κορεσμού είναι μεγαλύτερη ή ίση με 2 mmhos/cm (κατά άλλους EC ≥4 mmhos/cm), η ESP <15% και συνήθως pΗ <8,5. Τα εδάφη αυτά περιέχουν κυρίως χλωριούχα και θειικά άλατα του Na, Ca και Mg.Αλκαλιωμένα. Χαρακτηρίζονται τα εδάφη με EC <4 mmhos/cm, ESP >15% και pΗ, συνήθως, 8,5-10. Έχουν κακές φυσικές ιδιότητες και κυρίως φτωχό αερισμό και μειωμένη υδατοπερατότητα. Αλατούχα-Αλκαλιωμένα. Χαρακτηρίζονται τα εδάφη με EC >4 mmhos/cm, ESP >15% και συνήθως pH <8,5.
Τιμές ηλεκτρικής αγωγιμότητας
• Αιώρημα 1:2
| |
<0,5 ή 500 μS
|
= Χαμηλή
|
0,5-1,5 ή 500-1500 μS
|
= Ικανοποιητική
|
1,5-2,25 ή 1500-2250 μS
|
= Υψηλή
|
> 2,250 ή 2250 μS
|
= Πολύ Υψηλή
|
• Αιώρημα 1:5
| |
<0,3 ή 300 Μs
|
= Χαμηλή
|
0,3-0,65 ή 300-650 Μs
|
= Ικανοποιητική
|
0,65-1 ή 650-1000 μs
|
= Υψηλή
|
>1ή >1000μs
|
= Πολύ Υψηλή
|
• Σύμφωνα με τον Κουκουλάκη (1993) ισχύουν:
<1 mmhos/cm στους 25 °C = Κανονική
1,1-1,5 = Μέτρια
1,1-1,5 = Μέτρια
1,6-3,0 = Υψηλή
>3 = Πολύ Υψηλή
Βελτίωση Αλατούχων
• Κατασκευή στραγγιστικού δικτύου (υπόγειες σωληνώσεις ή όρυγμα στα 2 μέτρα, τουλάχιστον) με στόχο να χαμηλώσει η υπόγεια στάθμη του νερού, ώστε να μην υπάρχει τριχοειδής ανύψωσης και εκ νέου αλάτωση του εδάφους. Όταν υπάρχει πρόβλημα (πλησίον ποταμού π.χ.) στο κατώτερο σημείο του χωραφιού ανοίγουμε κεντρικό συλλεκτήρα και με τη βοήθεια αντλίας προωθούμε τα αποστραγγιζόμενα ύδατα σε κανάλι.
• Όπου χρειάζεται, γίνεται ισοπέδωση του εδάφους, επειδή υπερυψωμένα σημεία αποτελούν εστίες συσσώρευσης αλάτων. Αν η περιοχή δεν είναι κατακλυσμένη από νερά, η ισοπέδωση μπορεί να γίνει και πριν από την κατασκευή του στραγγιστικού δικτύου. Βέβαια, υπάρχει ο κίνδυνος να έρθει στην επιφάνεια διάστρωση εδάφους, με ανεπιθύμητες ιδιότητες.
• Με την ισοπέδωση και την κατασκευή του στραγγιστικού μειώνεται η υπόγεια στάθμη και αρχίζει η έκπλυση των αλάτων. Οι ποσότητες του νερού που θα χρειαστούν, ίσως, εξαρτώνται από τη διηθητικότητατου εδάφους. Δε θα πρέπει η παροχή να ξεπερνά τη διήθηση, γιατί στην αντίθετη περίπτωση δύναται να υπάρξει εξάτμιση και συνεπώς συμπύκνωση αλάτων. Συνεπώς, θα πρέπει να αποφεύγονται οι θερμοί μήνες για βελτίωση, επειδή τότε η εξάτμιση είναι μεγάλη.
• Εφόσον επιτευχθεί η βελτίωση, θα πρέπει να τηρούνται τα εξής:
α. Εάν η υπόγεια στάθμη παραμένει σχετικά ψηλά, τότε οι αρδεύσεις θα πρέπει να είναι συχνές και με λίγο νερό.
β. Να αποφεύγεται η υπεράρδευση.
γ. Συστηματική παρακολούθηση και φροντίδα του στραγγιστικού δικτύου και
δ. Τέλος, περιοδική καταστροφή των ζιζανίων στους στραγγιστικούς τάφρους Πηγή: Μισοπολινός, 1991.
Βελτίωση Αλατούχων-Νατριωμένων και Νατριωμένων
• Στην περίπτωση των ανώτερων εδαφών απαιτείται ισοπέδωση και δημιουργία λεκανών με αναχώματα. Ξεκινάμε με δοκιμαστικές λεκάνες διαστάσεων 6x6 μέτρων και μετά την επιλογή της κατάλληλης μεθόδου και εδαφοβελτιωτικού η περιοχή διαμορφώνεται σε λεκάνες με διαστάσεις που ποικίλλουν από 9 χ 40 m., 30 χ 100 mκ.λπ.
• Βελτίωση των ανώτερων εδαφών σημαίνει απομάκρυνση των υδατοδιαλυτών αλάτων, εναλλαγή του Νa+ της εναλλακτικής φάσης με Ca++ και απομάκρυνση των διαλυτών αλάτων του Νa+ (ΝaCl, Νa2S04, ΝaΗC03) με έκπλυση. Αυτή είναι δυνατόν να γίνει σε δύο φάσεις. Πρώτα απομακρύνονται τα άλατα (βλέπε βελτίωση αλατούχων εδαφών) και ακολουθεί εναλλαγή του Νa+ με Ca++ με τη χρήση εδαφοβελτιωτικού και έκπλυση. Όμως, με τη χρήση αλατούχου νερού οι δύο φάσεις (διεργασίες) μπορούν να προχωρήσουν παράλληλα και είναι η συνηθέστερη, για τα ανωτέρω εδάφη, μέθοδος.
• Για την αντικατάσταση του εναλλακτικού Νa+ σαν πηγές Ca++ χρησιμοποιούνταιCaCO3, CaSO4, CaCl2, S και FeSO4. Πηγή: Μισοπολινός, 1991.
Οργανική ουσία
Μαζί με την περιφερειακή στράγγιση είναι τα δυο σημαντικότερα μέτρα που θα πρέπει να λαμβάνονται κατά το ξεκίνημα της νέας καλλιέργειας. Η τιμή της οργανικής ουσίας στο έδαφος μετά από ανάλυση θα πρέπει να είναι 3-5% για τις ανοικτές καλλιέργειες και 5-8 % στα θερμοκήπια. Προστατεύει την δομή του εδάφους και στηρίζει την ανάπτυξη των ωφέλιμων μικροοργανισμών.
Άζωτο
Τιμές αζώτου – βιβλιογραφικές αναφορές
• Επιθυμητή συγκέντρωση στο εδαφικό διάλυμα είναι αυτή των 100-120 ppm και μέγιστη παραγωγή με υδροπονία με 200 ppm ενώ > 200 ppm όχι αύξηση της παραγωγής με Ν03-Ν.
Μεγάλων Καλλιεργειών
|
Πολύ χαμηλή
|
0-3 ppm
|
Ν03-Ν
|
Ανεπαρκής
|
4-10
|
Μέση
|
11-20
| |
Επαρκής
|
21-40
| |
Υπερεπαρκής
|
> 40
| |
θερμοκηπίων
|
Πολύ Χαμηλή
|
0-10
|
Ν03-Ν
|
Ανεπαρκής
|
11-20
|
Μέση
|
21-25
| |
Επαρκής
|
26-40
| |
Υπερεπαρκής
|
> 40
|
Πηγή: Κουκουλάκης, 1991.
• Σύμφωνα με τον Κεραμίδα (1989) επάρκεια με 100-200 mg/100 g.
• Οι Μπλαδενόπουλος, Γκατζιάνας και Σιμώνης (1990), σε πειραματική καλλιέργεια αραβοσίτου διαπίστωσαν ότι, όταν η συγκέντρωση του ανόργανου αζώτου (ΝΟ3-Ν + ΝΗ4-Ν) είναι πάνω από 10 mg/100 g εδάφους, δε διαφοροποιούνται οι αποδόσεις. Σε τιμές 5-10 mg/100 g εδάφους επηρεάζονται τόσο η απόδοση όσο και οι άλλοι παράμετροι και, όταν η συγκέντρωση είναι κάτω από 5 mg/100 g εδάφους, τότε η απόδοση μειώνεται σημαντικά.
• Σύμφωνα με τους Κουκουλάκη, Πασχαλίδη και Λίγκο (1994), η παρουσία στο έδαφος σε βάθος 0-30 εκ. περισσότερο από 50 ppm ΝΟ3-Ν αποτελεί ένδειξη επάρκειας του υπόψη μακροθρεπτικού και επομένως η εφαρμοζόμενη ποσότητα αζώτου θα πρέπει να είναι μικρότερη της άριστης δόσης που συνίσταται για ορισμένη περιοχή για τη βαμβακοκαλλιέργεια.
• Επίπεδα Ολικού Αζώτου στο έδαφος (Πηγή: Παπαστελλάτος, 1992).
Ολικό άζωτο %
|
<0,1
|
έδαφος πτωχό σε Ν2
|
0,1-0,15 =
|
» μέτρια εφοδιασμένο
| |
0,15-0,2 =
|
» κανονικά »
| |
0, 20-0, 30 =
|
» καλά »
| |
>0, 30
|
» πλούσιο »
| |
Χούμος = 5% σε Άζωτο. Έστω χωράφι με 2% οργανική ουσία άρα 1 % οργανικό Ν2 και στο στρέμμα 400 κα Ν2. Εάν ανοργανοποιείται το 2%, τότε έχουμε 8 κg/στρέμμα (ανόργανο)
|
• Σύμφωνα με πολυετή πειράματα που διεξήγαγε η Ε.Β.Ζ (Πηγή: Μουρκίδης, 1982).
ΝΟ3-Ν ppm 0-60 cm
|
Συνιστώμενη προσθήκη Ν
|
Αναμενόμενη αύξηση
Σακχάρου kg/στρ.
|
0-3
|
18
|
650-500
|
4-7
|
12
|
300-145
|
8-12
|
6
|
90-20
|
>12
|
0
|
πιθανή μείωση
|
Φώσφορος
Τιμές – βιβλιογραφικές αναφορές
• Σύμφωνα με τους Έλληνες ερευνητές σε όλα, κατά Olsen, τα εδάφη
< 10 ppm
|
Φτωχά
|
10-15 ppm
|
Μετρίως
|
> 15 ppm
|
Καλώς
|
κάτω από 12 ppm συνιστάται η προσθήκη 10-15 μονάδων ανά στρέμμα ανάλογα με
την επικείμενη καλλιέργεια.
• Σύμφωνα με πειράματα της Ε. Β. Ζ. ο εδαφικός Ρ σε σχέση με την άργιλο και τη συνιστώμενη
λίπανση έχει ως εξής: (Πηγή: Μουρκίδης, 1982.)
P (ppm)
|
Συνιστώμενη λίπανση σε Ρ205
|
Αναμενόμενη αύξηση
σακχάρου σε kg/στρ.
|
£ 10 ppm Άργιλος μέχρι 35%
|
12
|
140
|
£ 10 ppm Άργιλος > 35%
|
8
|
90
|
10,1-20 ppm
|
4-6
|
40
|
>20
|
-
|
-20
|
• Οι Χάρδας και Καραγιάννη-Χρήστου (1992) αναφέρουν ότι η περιεκτικότητα του
εδάφους σε Ρ για τον αραβόσιτο ήταν επαρκής, όταν ο, κατά Olsen, φώσφορος
ήταν > 13 ppm.
• Σύμφωνα με τον Κουκουλάκη (1992) - κατά Olsen:
Μεγάλες καλλιέργειες
|
0-5 ppm
|
Πολύ χαμηλή
|
και δενδρώδη
|
6-15
|
Ανεπαρκής
|
17-25
|
Επαρκής
| |
25-45
|
Υπερεπαρκής
|
θερμοκήπια
|
0-10 ppm
10-25
26-30
30-50
|
Πολύ χαμηλά Ανεπαρκής Επαρκής Υπερεπαρκής
|
Κάλιο
Τιμές – βιβλιογραφικές αναφορές
· Κατά Μπονάτσο καλή, όταν > 0,5 me/100 g .
· Κατά Παναγιωτόπουλο > 100 ppm επαρκώς εφοδιασμένο έδαφος.
• Μέθοδος οξικού αμμωνίου (Κουκουλάκης, 1991).
Μεγ. καλλιέργειες και δενδρώδη
Πολύ χαμηλή <0-50 ppm
Ανεπαρκής 50-100
Ανεπαρκής 50-100
Μέτρια 100-150
Επαρκής 150-250
Πολύ υψηλή >250
Θερμοκηπίων
Πολύ χαμηλή 0-100 ppm
Ανεπαρκής 100-150
Ανεπαρκής 100-150
Μέτρια επαρκής 150-200
Επαρκής 200-300
Επαρκής 200-300
Πολύ υψηλή >300
· επάρκεια καλίου όταν το εναλλακτικό 100-150 ppm και περισσότερο ανάλογα με την
περιεκτικότητα του εδάφους σε άργιλο.
· η σχέση K: Mg θα πρέπει να είναι
< 5:1 για σιτηρά και ετήσιες καλλιέργειες
3:1 για κηπευτικά και ζαχαρότευτλα
2:1 για θερμοκηπιακές καλλιέργειες και οπωροφόρα
· Και Ca : Mg < 7:1
· Σε εδάφη με CaCO3 αντιστοιχούν 10 mg K2O για κάθε ποσοστιαία μονάδα αργίλου. Έτσι σε έδαφος με 25% άργιλο το επιθυμητό επίπεδο ανταλλαξίμου K2O είναι 25χ10=250 mg/kg or ppm. ενώ σε εδάφη χωρίς CaCO3 το επιθυμητό K2O καθορίζεται ως εξής:
% άργιλος
|
Επιθυμητό Κ
|
< 10
|
100 ppm
|
10-25 (x8)
|
80-200
|
25-35 (x7)
|
175-245
|
> 35 (x6)
|
210
|
Ασβέστιο
Τιμές ασβεστίου – Βιβλιογραφικές αναφορές
• Σύμφωνα με Αλεξιάδη (1980) καλή, όταν 10-15 me/100 g εδάφους.
• Σύμφωνα με Μπονάτσο (1992) καλή, όταν 1% CaCO3, 8 me/100 g εδάφους και 40%
C.E.C.
• 40 ppm για εδαφικό διάλυμα και 100 ppm για υδροπονία, τα επίπεδα επάρκειας.
• Γενικά το ανταλλάξιμο Ca++ είναι ικανοποιητικό, όταν βρίσκεται σε ποσοστό 60-80% της Ι. Α. Κ. (σε meg/100 g εδάφους). Όταν το Ca++<10 meg/100 g εδάφους, μπορεί να οδηγήσει σε έλλειψη Ca στο έδαφος (Παπαστελλάτος, 1992).
• Σύμφωνα με τον Κεραμίδα (1989) οι ελλείψεις του στοιχείου αυτού είναι πιθανότερες σε ισχυρώς όξινα εδάφη (ΡΗ<5) και όταν η αναλογία του ανταλλάξιμουCa++ ως προς τα άλλα ανταλλάξιμα κατιόντα κατέλθει του 30%, ή σε ισχυρώς αλκαλιωμένα εδάφη με βαθμό αλκαλίωσης >40 ή 50%.
Ανθρακικό ασβέστιο
· Όταν CaCO3>50%, τότε συχνές λιπάνσεις με Ρ και διαφυλλικές με ιχνοστοιχεία λόγω
πιθανής δέσμευσης τους.
· Η ύπαρξη CaCO3 σημαίνει ρΗ 7-8.4
· Όταν το συνολικό CaCO3 σε g% είναι:
<0,5
|
ανεπαρκής
|
0,5-2.0
|
μέτρια
|
2-20
|
καλή
|
20-40
|
πολύ
|
>40
|
ασβεστούχα
|
· Όταν το ενεργό CaCO3 σε g% είναι:
<7,5
|
κατάλληλα
|
7,5-12
|
πιθανή πρόκληση χλωρώσεων
|
>12
|
επικίνδυνα εδάφη
|
· Σύμφωνα με τον Κουκουλάκη η συγκέντρωση του CaCO3 σε g% είναι
Χαμηλή 0-2%
Μέση 2-4%
Μέση 2-4%
Υψηλή >4%
• Ευεργετική η παρουσία του, όταν είναι μέχρι 2%
• Εδάφη που περιέχουν CaCO3 σε ποσοστό μεγαλύτερο από 10% χαρακτηρίζονται σαν ασβεστούχα.
· Τα προβλήματα που μπορεί να εμφανιστούν στα εδάφη αυτά είναι τα εξής:
α. Σχηματισμός κρούστας στην επιφάνεια του εδάφους
β. Δημιουργία σκληρού στρώματος στο υπέδαφος
γ. Μικρή διαθεσιμότητα Ρ
δ. Μικρή διαθεσιμότητα ιχνοστοιχείων
ε. Προβλήματα διαθεσιμότητας του Μα και Κ και
στ. Τέλος, τα εδάφη αυτά έχουν μικρή ικανότητα συγκράτησης υγρασίας.
(Μισοπολινός, 1991)
Μαγνήσιο
• Σύμφωνα με Μπονάτσο (1991) καλή, όταν 0,8 me/100 g σε C.E.C >6%.
• Σύμφωνα με τους Κουκουλάκη & Παπαδόπουλο (2001) ένα καλό επίπεδο είναι τα 0.6 meq / 100 gr εδάφους.
• Σύμφωνα με Αλεξιάδη καλή, όταν 3-5 me/100 g εδάφους. (Σε εδάφη με ρΗ>8.5 και <0,2 me/100 g πιθανή έλλειψη).
• Υποδηλώνουν επάρκεια: 10-15% της C.E.C ή 50-70 ppm εναλλακτικού Mg ή Εναλλακτικό Ca/εναλλακτικό Mg <7 (Κουκουλάκης, 1992).
• Σύμφωνα με τον Σιμώνη (1990), προσθήκες Mg συνιστώνται για όλες τις καλλιέργειες που αναπτύσσονται σε εδάφη με περιεκτικότητα σε εναλλακτικό Mgμικρότερη από 25 ppm και για ευαίσθητες καλλιέργειες στο Mg, όταν η περιεκτικότητα σε εναλλακτικό Mg είναι μικρότερη από 50 ppm.
• Όρια επάρκειας μαγνησίου (σε ppm), ανάλογα με την περιεκτικότητα των εδαφών σε άργιλο (Σαχάμπι, 1994).
Χαρακτηρισμός Περιεκτικότητα του εδάφους σε άργιλο (%)
10
|
20
|
30
|
40
|
50
|
60
| |
Χαμηλή
|
<30
|
<40
|
<50
|
<60
|
<70
|
<80
|
Χαμηλή-ικανοποιητική
|
30-50
|
40-65
|
50-88
|
60-100
|
70-120
|
80-140
|
Ικανοποιητική
|
51-88
|
66-120
|
89-165
|
101-200
|
121-250
|
141-270
|
Υψηλή
|
>88
|
>120
|
>165
|
>200
|
>250
|
>300
|
• Εκτίμηση του ανταλλάξιμου Mg σε σχέση με την C.E.C (σε meg/100 g εδάφους)
Επίπεδα
|
Ανταλλάξιμο Mg χ 100 / C.E.C
|
Πολύ Χαμηλή
|
<5%
|
Χαμηλή
|
5,1-7%
|
Μέση
|
7,1-9%
|
Ικανοποιητική
|
9,1-12%
|
Πολύ Υψηλή
|
> 12%
|
• Σχέσεις Κ/Μg
<5:1 για σιτηρά και ετήσιες καλλιέργειες
3:1 για κηπευτικά και ζαχαρότευτλα
2:1 για θερμοκηπιακές καλλιέργειες και οπωροφόρα
• Η ιδανική σχέση Ca / Mg είναι η 7:1
• Το εναλλακτικό Mg πρέπει να είναι £ 100-120 ppm.
Σίδηρος
· Σύμφωνα με Κεραμίδα εκχύλιση με DTPA και κρίσιμο όριο τα 4,5 ppm.
· Σύμφωνα με τον Κουκουλάκη (1992) (δια DTPA)
Πολύ χαμηλή 0-3 ppm
Ανεπαρκής 4-11
Επαρκής 12-14
Πολύ υψηλή 25-50
Υπερεπαρκής > 50
Συνθήκες που ευνοούν την έλλειψη Fe
• Η υψηλή περιεκτικότητα των εδαφών σε ασβέστιο.
• Τα ελεύθερα ανθρακικά ή διτανθρακικά στο εδαφικό διάλυμα.
• Οι χαμηλές θερμοκρασίες που περιορίζουν την ανάπτυξη των ριζών.
• Το σοκάρισμα των φυτών από νηματώδη, ζιζανιοκτόνα κ.λπ.
• Οι υψηλές τιμές νιτρικού αζώτου, μόνου του ή σε συνδυασμό με ανθρακικά,
διτανθρακικά ή φώσφορο.
• Οι υψηλές τιμές χαλκού, νικελίου, και κοβαλτίου σε συνδυασμό με χαμηλή
περιεκτικότητα σε σίδηρο.
• Η υπερβολική εδαφική υγρασία
• κακός αερισμός.
Ψευδάργυρος
• Όρια επάρκειας Ζη σύμφωνα με τον Σαχάμπι (1994) σε ppm (Δια DTPA):
Πολύ χαμηλό
|
<0,5
|
Χαμηλό
|
0,5-1,0
|
Μέτριο
|
1,1-3,0
|
Υψηλό
|
3,1-6,0
|
Πολύ υψηλό
|
>6,0
|
• Οι συνιστώμενες δόσεις εξαρτώνται από την καλλιέργεια και κυμαίνονται μεταξύ 0,5
και 1 kg/στρ. (Κεραμίδας, 1989) ενώ η κρίσιμη συγκέντρωση (δια DTPA) είναι 0,8ppm.
• Σύμφωνα με τον Κουκουλάκη (1991) (δια DTPA):
< 1,0 ppm Ανεπαρκής
1,1-2,0 Επαρκής
> 2,1 Υπερεπαρκής
Μαγγάνιο
• Δια DTPA κρίσιμη συγκέντρωση το 1 ppm (Κεραμίδας, 1989).
• Σύμφωνα με τους Katyal and Randhawa (1983), ένα έδαφος θεωρείται φτωχό σεMn
όταν εκχύλιση με 1 Ν οξικού αμμωνίου ρΗ = 7,0 δίνει λιγότερο από 3,5 ppm
εκχυλίσιμου Μη (ανταλλάξιμο και υδατοδιαλυτό).
• Σύμφωνα με τον Σαχάμπι (1994), τα όρια επάρκειας (σε ppm) είναι:
Πολύ χαμηλό <0-4
Χαμηλό 4-8
Μέτριο 9-12
Υψηλό 13-30
Πολύ υψηλό >30 (Δια DTPA)
Χαλκός
• Σύμφωνα με τον Κεραμίδα (1989) (δια DTPA) κρίσιμη συγκέντρωση τα 0,2 ppm.
• Σύμφωνα με τον Κουκουλάκη (1992) (δια DTPA)
Πολύ χαμηλή <0,3 ppm
Ανεπαρκής 0,3-0,8
Επαρκής 0,9-1,5
Υπερεπαρκής 1,6-3,0
• Όρια επάρκειας σύμφωνα με τον Σαχάμπι (1994), σε ppm.
Πολύ χαμηλό <0,3
Χαμηλό 0,3-0,8
Χαμηλό 0,3-0,8
Μέτριο 0,8-1,2
Υψηλό 1,3-2,0
Πολύ υψηλό >2,0
Βόριο
• Σύμφωνα με τον Κουκουλάκη (1991) (Δια DTPA)
<0,3 ppm πολύ χαμηλή
0,3-0,45 ανεπαρκής
0,46-1,0 επαρκής
>1,0 υψηλή
• Ανεπάρκεια:
<0,30 ppm για ουδέτερα και αλκαλικά εδάφη
<0,80 για ασβεστούχα
>0,80 στο εδαφικό διάλυμα, για να θεωρούνται επαρκώς εφοδιασμένα
• Σύμφωνα με τον Κεραμίδα (1989) (δια ζέοντος ύδατος) κρίσιμο όριο το 0,5-1,0ppm
και περίσσεια όταν >2 ppm.
• Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εδαφολογίας Θεσσαλονίκης, όριο επάρκειας τα 0,5 ppm
(μέθοδος κουρκουμίνης) για όλα τα εδάφη.
• Οι Αυλωνίτης, Ταλάνη, Μπαρμπαγιάννης και Κεραμίδας (1992) μετά από σχετική
έρευνα διαπίστωσαν ότι το κρίσιμο όριο αφομοιώσιμου βορίου κυμαινόταν από 0,35 -
0,75 μg/g εδάφους για το ζέον ύδωρ και το 0,01 Μ CaCl2, ενώ για το μίγμα
μαννιτόλης - CaCl2 ήταν μεταξύ 2,5 και 3 μg Β/g εδάφους.
• Οι Smith and Clark (1988), αναφέρουν (όπως αναφέρεται από τον Τσαντήλα και Συνεργάτες, 1992), ότι συγκεντρώσεις εδαφικού βορίου μεγαλύτερες από 0,5 ppmπροκαλούν τοξικές συγκεντρώσεις στα φύλλα της ακτινιδιάς, ενώ για τα ανθεκτικά στο βόριο φυτά, το όριο είναι γύρω στο 1,0 ppm.
• Όρια επάρκειας Β σύμφωνα με το Σαχάμπι (1994) σε ppm.
Πολύ χαμηλό <0,4
Χαμηλό 0,4-0,7
Πολύ χαμηλό <0,4
Χαμηλό 0,4-0,7
Μέτριο 0,8-1,2
Υψηλό 1,3-2,0
Πολύ υψηλό >2,0 (Δια ζέοντος ύδατος)
• Οι συνιστώμενες δόσεις για μη απαιτητικές καλλιέργειες (βαμβάκι) είναι 20-100
g/στρ., ενώ για απαιτητικές (μηδική, τεύτλα) είναι 200-300 g/στρ. (Κεραμίδας,
1989).
Μολυβδαίνιο
Σύμφωνα με τον Κουκουλάκη (1991), με την μέθοδο του οξαλικού αμμωνίου η επάρκεια κυμαίνεται στα 0.02 – 0.4 ppm ενώ για την τομάτα όταν η συγκέντρωση στο εδαφικό διάλυμα είναι 0.7 ppm τοτε πιθανόν να έχουμε τροφοπενία.
Χλώριο
• Υπάρχει στο έδαφος σε οργανική μορφή ή με τη μορφή αλάτων. Τα ιόντα Cl- δεν προσροφούνται από τα κολλοειδή της αργίλου ή το χούμο, με αποτέλεσμα την εύκολη απομάκρυνση τους με έκπλυση.
• Προσθήκες χλωρίου στο έδαφος έχουμε:
- με το νερό της βροχής
- με τα σταγονίδια που παρασύρονται από θάλασσες με τη βοήθεια των ανέμων
- με το νερό της άρδευσης
- με τα λιπάσματα
• Ιδιαίτερη σημασία έχει το περιεχόμενο στο νερό της άρδευσης χλώριο. Υψηλά επίπεδα χλωρίου οδηγούν στη δημιουργία αλατότητας και στη συγκέντρωση του Cl-σε τοξικά επίπεδα.
• Έλλειψη Cl- σπάνια συμβαίνει, αντίθετα η περίσσεια είναι περισσότερο συχνή και διορθώνεται με:
- Χορήγηση μεγάλων ποσοτήτων νερού καλής ποιότητος
- Αποφυγή χρήσης νερού υψηλής συγκέντρωσης σε χλώριο
- Περιορισμένη χρήση αμμωνιακού αζώτου, γιατί, σύμφωνα με τους Μπούρμπο και Σκουντριδάκη (1990), επιδεινώνουν την περίσσεια Cl-.
Νάτριο
• Είναι συνυφασμένο με τη διασπορά και καταστροφή των κολλοειδών της αργίλου
(αλκαλιωμενα εδάφη) και η είσοδος του στο έδαφος γίνεται κύρια με το νερό της
άρδευσης.
• Ποσοστό Εναλλακτικού Νατρίου - ESP
ESP = (Νa+/ Νa+ + Κ++ Ca++ + Mg++) χ 100
Τιμές ESP
|
Χαρακτηρισμός εδάφους
|
<15%
|
κανονικό
|
15-25
|
ελαφρώς αλκαλικό
|
25-35
|
ισχυρώς αλκαλικό
|
>35%
|
λίαν ισχυρώς αλκαλικό
|
• Η συγκέντρωση του Νa θεωρείται καλή, όταν κυμαίνεται από ίχνη έως 0,2 me/100g
εδάφους.
• Η τοξικότητα του Νa μειώνεται με την παρουσία Ca στο εδαφικό διάλυμα, μικρές
συγκεντρώσεις τη μειώνουν, ενώ μεγάλες την εμποδίζουν.
Επίλογος
Η ορθολογιστική χρήση των λιπασμάτων είναι επιβεβλημένη περισσότερο από ποτέ. Τα νιτρικά έχουν συσχετισθεί με τον καρκίνο του στομάχου, ο φωσφόρος με τον ευτροφισμό και μερικά βαριά μέταλλα με νευροεκφυλιστικές νόσους. Όμως η ρύπανση του περιβάλλοντος και η ανθρώπινη υγειά δεν είναι οι μόνοι λόγοι για την ορθολογιστική χρήση των λιπασμάτων, η ορθολογιστική λίπανση είναι σε θέση να εξασφαλίσει ποιοτικά προϊόντα κάτι που σε καμία περίπτωση δεν γίνεται με την αλόγιστη και καταχρηστική λίπανση.
Φάνης Α. Τσαπικούνης
Συγγραφέας
Πτυχιούχος Τμήματος Γεωπονίας ΑΠΘ
Διδάκτωρ Τμήματος Βιολογίας ΠΠ
Πηγή>http://better-greece.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου