Η βιομηχανία ελαιολάδου δημιουργεί μεγάλες ποσότητες αποβλήτων. Για κάθε 100 κιλά καρπών ελιάς παράγονται 100-120 κιλά αποβλήτων.
Στα περισσότερα ελαιουργεία χρησιμοποιούν το σύστημα φυγοκέντρησης δύο φάσεων για την εξαγωγή καλύτερης ποιότητας λαδιού -όσον αφορά τις πολυφαινόλες και την αντοχή στην οξείδωση- και για τη μείωση των αποβλήτων, σε σύγκριση με το σύστημα φυγοκέντρησης τριών φάσεων που επίσης χρησιμοποιείται.
Συνήθως το κατάλοιπο είναι ένα ημιστερεό υλικό. Αυτό το παραπροϊόν είναι ένα δυνητικά επιβλαβές για το περιβάλλον, εξαιτίας της φυτοτοξικότητάς του, έχει χαμηλό pH, αλατότητα και υψηλό οργανικό φορτίο. Σε αυτή την μορφή του είναι απόβλητο.
Το υλικό αυτό είναι όξινο, με πολύ υψηλή περιεκτικότητα σε οργανική ύλη και άνθρακα, πλούσιο σε κάλιο (Κ), φτωχό σε φωσφόρο (Ρ) και σε ενδιάμεσα επίπεδα σε περιεκτικότητα αζώτου (Ν).
Στην Ανδαλουσία, αναζήτησαν τρόπους για να το αξιοποιήσουν, για να λύσουν και το περιβαντολογικό πρόβλημα που δημιουργεί η απόρριψη του και το οποίο είναι τεράστιο και σε κόστος και σε ότι έχει να κάνει με την επιβάρυνση του περιβάλλοντος.
Μια σημαντική προτιμώμενη επιλογή είναι η παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας εκμεταλλευόμενοι την υψηλή θερμιδική αξία του. Η άλλη, είναι η κομποστοποίηση του και η χρήση του ως βελτιωτικό εδάφους.
Η διαδικασία της κομποστοποίησης του, γίνεται με τη ανάμιξή του με φυσικά οργανικά υπολείμματα (π.χ. φύλλα ελιάς και κλαδιά που συλλέχθηκαν μετά το κλάδεμα, με ο καρπούς ελιάς και με άχυρο ή κοπριά). Αποσυντίθενται σε σωρούς για 7 έως 9 μήνες - το ελάχιστο που πρέπει να παραμείνει είναι 18 εβδομάδες - και χάνει εντελώς την τοξικότητα του. Τότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί και να βοηθήσει στη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους και στην αύξηση του, αλλά και την μείωση του κόστους της καλλιέργειας.
Η πρόσμιξη και με άλλα υλικά θα αυξήσει την περιεκτικότητα του σε θρεπτικά συστατικά. Το ποσοστό των άλλων υλικών πρέπει να είναι τουλάχιστον 20%.
Στο κομπόστ που προκύπτει, η ηλεκτρική αγωγιμότητα είναι χαμηλότερη από τα 10 dS m-1, που είναι το κατώτατο όριο που προβλέπεται ως ένδειξη πιθανής φυτοτοξικότητας / φυτο-ανασταλτικές επιδράσεις στα φυτά ή στο έδαφος.
Έχει υψηλή περιεκτικότητα οργανικής ύλης (60,5% κατά μέσο όρο) και άνθρακα (30,7% κατά μέσο όρο). Αυτές οι τιμές είναι υψηλότερες από αυτές που βρίσκουμε στην κοπριά από αγελάδες, πρόβατα και πουλερικά και παρόμοιες με αυτές που βρίσκουμε στην κοπριά του αλόγου, του χοίρου και του κουνελιού.
Η μεγάλη περιεκτικότητα οργανικής ύλης το κάνει ιδανικό για τα εδάφη που καλλιεργείται η ελιά στη λεκάνη της Μεσογείου, που συνήθως είναι φτωχά σε οργανική ύλη και προοδευτικά υποβαθμίζονται
Πηγή>: http://www.ftiaxno.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου