ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΚΑΦΕΣ-ΚΑΒΟΥΡΔΙΣΜΑ-ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΕΡΓΑΛΑΙΑ-ΨΗΣΙΜΟ ΚΑΙ ΣΕΡΒΙΡΙΣΜΑ
Επισκεπτόμαστε συχνά το σπιτικό της κυρά Σπυρούλας Σοφού με την ιδιότητα του γείτονα και επισκέπτη, για να μη νοιώθει μόνη, να έχει κάποιον να μιλήσει και να σπάσει την μοναξιά της. Όσο για μένα οι επισκέψεις μου είναι ευκαιρία να εκμαιεύσω τις απαραίτητες πληροφορίες για το ιστολόγιό μου, γιατί πραγματικά παρά την ηλικία της (84 χρονών), είναι για μένα ένας πραγματικός θησαυρός πληροφοριών, και επιπλέον να γεύομαι τον μερακλίδικο αλλά σπιτικό πλέον καφέ της, που με τόση μαεστρία και τέχνη ψήνει! Τα παλιά εκείνα όμορφα χρόνια μου έλεγε η Κυρά Σπυρούλα Σοφού γυναίκα του Γιώργη Σοφού (Ντίντιρη), του πρώτου παραδοσιακού καφενείου της Κάτω Ρούγας του Κοπανακίου, ο καφές ψηνόταν με την βοήθεια του καβουρδιστηριού. Το καβουρδιστήρι ήταν μία τσίγγινη κατασκευή που αποτελείτο από ένα κύλινδρο με συρταρωτό άνοιγμα για να ρίχνουμε τους σπόρους του άψητου καφέ. Ο κύλινδρος ήταν τοποθετημένος στην μέση μίας σιδερένιας σούβλας, η οποία βοηθούσε να περιστρέφεται με το χέρι και να καβουρδίζονται οι σπόροι του καφέ ομοιόμορφα. Γενικά ανάβαμε την πυροστιά, το τζάκι του σπιτιού ή του μαγαζιού δηλαδή, άλλες νοικοκυρές τους καλοκαιρινούς μήνες ανάβαν φωτιά στην αυλή τους. Γεμίζαμε με μισό κιλό περίπου τον κύλινδρο, κλείναμε ερμητικά το παραθυράκι και ζεσταίναμε στην φωτιά τους κόκκους του καφέ γυρνώντας το καβουρδιστήρι. Μετά περίπου 15 λεπτά, ανοίγαμε το παραθυράκι και κοιτάζαμε αν είχαν το πάρει το αναγκαίο χρώμα, διαφορετικά συνεχίζαμε το καβούρδισμα. Το ελαφρύ σκούρο χρώμα ήταν για τον ελαφρύ καφέ, το πολύ σκούρο για τον πολύ πικρό. Αν δεν είχε ένα σπίτι καβουρδιστήρι, Για το καβούρδισμα χρησιμοποιούνταν δύο δοχεία – το ταψί και το ταμπούρι. Τα ταψιά ήταν κυρίως από σίδερο, ενώ υπήρξαν και πήλινα τσουκάλια. Τα ταψιά αυτά ήταν με μακρά χερούλια, ενώ κάποια είχαν και τροχούς από κάτω. Ο καφές ψηνόταν στη φωτιά και με τη βοήθεια μιας ξύλινης κουτάλας ο ψήστης ανακάτευαι συνεχώς τους κόκκους μέχρι να πάρουν το αναγκαίο χρώμα. Άλλα σπίτια τοποθετούσαν επάνω στην φωτιά ένα τρίποδο και ένα χάλκινο τέντζερη ή τσουκάλι πίλινο με κόκκους καφέ, ανακατέβοντας με ξύλινο ή χάλκινο «κεψέ». Σε 10 – 15 λεπτά οι κόκκοι του καφέ έσκαγαν με ένα χαρακτηριστικό θόρυβο. μετά από λίγα λεπτά ακολουθούσε και δεύτερο σκάσιμο, σημάδι ότι οι κόκκοι είχαν ψηθεί. Σε άλλα μέρη ο καφές ετοιμαζόταν σε σπιτικά ταψιά για ψήσιμο, ενώ στα παλάτια και τα σαράγια χρησιμοποιούσαν ειδικά ταψιά. Τους ψημένους κόκκους καφέ έβαζαν σε δοχεία ώστε να κρυώσουν. Τα δοχεία αυτά είχαν πλούσια διακόσμηση. Στα σπίτια του χωριού οι νοικοκυρές τους άπλωναν επάνω σε καθαρό μάλινο ύφασμα. Αφού κρύωναν ακολουθούσε το άλεσμα με τον ειδικό χάλκινο μύλο του καφέ, σε μικρές ποσότητες. Αν δεν υπήρχε μύλος οι κόκκοι θρυματίζονταν σε χαβάνι με το γουδί μέχρι να γίνουν σκόνη. Σε άλλες περιοχές τις χώρας χρησιμοποιούσαν τις
«μυλόπετρες». Μετά το άλεσμα για να μην πάρει υγρασία ή αέρα και αλλάξει μυρουδιά το φρεσκοαλεσμένο χαρμάνι του καφέ, τοποθετείται σε τσίγκινο ή χάκινο κουτί το καφεκούτι και τοποθετούμε το σκέπασμα για προστασία. Εμείς στο καφενείο αφού τρίβαμε τον καφέ τον βάζαμε στο καφεκούτι που ήταν χωρισμένο στη μέση, στο ένα μέρος για καφέ και στο άλλο για ζάχαρι. Ο παλιός πικρός καφές παρασκευαζόταν μετά από δυνατό καβούρδισμα των κόκκων του καφέ, μακρύ βράσιμο και πινόταν σκέτος με μια γουλιά. Εδώ και 60 ολόκληρα χρόνια περίπου, μια ζωή σερβίριζα ότι μπορείς να φαντασθείς. Καφέδες σε μπρίκι χάλκινο επάνω στην χόβολη, έχεις πιει καφέ καβουρδισμένο στο χέρι; Όταν τον έκοβες στον μύλο του καφέ Σπύρο μου,η μοσχοβολιά του σου έσπαζε τα ρουθούνια. Άσε που όταν ψηνότανε γέμιζε με την ευωδία του τα μερακλίδικα ρουθούνια των πελατών. Ποτέ δεν έψησα καφέ με ζεστό νερό γιατί έκοβε. Πάντα χρησιμοποιούσα κρύο νερό ή χλιαρό. Πρώτα έριχνα την ζάχαρη στο νερό, ανακάτευα καλά και μετά έριχνα τον καφέ, ανακάτευα αργά μέχρι να αρχίσει να φουσκώσει. Αργούσε να γίνει βέβαια… αλλά το αποτέλεσμα ήταν τέτοιο που όλοι οι πελάτες ερχόντουσαν στο καφενείο για να απολαύσουν τον μερακλίδικο Ελληνικό καφεδάκι τους, σερβιρισμένο σε χοντρό φλιτζάνι, με την συνοδεία ενός σέρτικου τσιγάρου, και πάντα συνοδεία με ένα ποτήρι δροσερό νερό από το πηγάδι της αυλής. Πολλές φορές ανακατεύαμε και λιγους σπόρους από σταράκι, όχι πολύ ίσαμε μία χουφτήτσα, ερχόταν πιο ελαφρός για να μην είναι πολύ βαρύς. Όμως κάτι τέτοιο απαγορευόταν, οι γιατροί της αγορανομίας οι αστύατροι μας περναγαν από έλεγχο και οι ποινές ήταν αυστηρές για τους παραβάτες. Εγώ τον έκοβα ζεστό στον μύλο και γινόταν αλοιφή. Τα χρόνια της κατοχής που να μην ξανάρθουν, καβουρδίζαμε ρεβύθι και στάρι μαζί, η διαδικασία ήταν η ίδια. Ο καφές από ρεβύθι ήταν πιο νόστιμος από το στάρι. Υπήρχαν άνθρωποι που τους έβλαπτε ο καφές και ζητάγανε καφέ από ρεβύθι. Εγώ δεν έφτοιαχνα, αλλά το άκουγα από τα άλλα τα καφενεία του Κοπανακίου. Σε αντίθεση με αυτόν ο τούρκικος καφές παρασκευάζεται, όπως και έως σήμερα, με μεσαίο καβούρδισμα των κόκκων, βρασμένους σε χαμηλή φωτιά, γλυκός ή σκέτος. Ο τρόπος με τον οποίο σερβίρεται ο καφές δείχνει την αγάπη, τον σεβασμό και τη φιλοξενία που είναι τόσο χαρακτηριστικά για την Ελληνική παράδοση. Οι κοπέλες σέρβιραν τον καφέ σε ειδικό δίσκο με

ΚΑΒΟΥΡΔΙΣΤΗΡΙ ΜΕΤΑΛΙΚΟ-ΓΚΑΖΙΕΡΑ ΧΑΛΚΙΝΗ-ΜΥΛΟΙ ΚΑΦΕ-ΜΠΡΙΚΙΑ-ΓΟΥΔΙΑ-ΤΙΓΑΝΙ-ΚΕΨΕΣ-ΦΟΥΦΟΥ-Από το οικογενειακό παραδοσιακό μουσειο του ΠΙΠΗ ΚΟΜΙΑΝΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου