Περί ξυλοκερατέας - (Ceratonia siliqua)
Ονομασία - Καταγωγή
Η καλούμενη ξυλοκερατιά, χαρουπιά, καρουπιά ή κουντουρουδιά, την οποία οι αρχαίοι ονόμαζαν κερωνία, αιγυπτία συκή ή κερατέα. Ο καρπός της, ο οποίος σήμερα ονομάζεται ξυλοκέρατο, χαρούπι, καρούπι, κούτουρο ή κουντουχούδι ονομαζόταν αιγύπτιον σύκον ή κεράτιον. Κάπου αναφέρεται και με το όνομα ξυλόγλυκο.
Αυτό το δέντρο είναι γνωστότατο, φαίνεται να κατάγεται από τη Μικρά Ασίας και ίσως την Κυρηναία, τη σημερινή Βάρκα της Τρίπολης (παράλια της Βόρειας Αφρικής) απ’ όπου, κατά πάσα πιθανότητα μετανάστευσε, καλλιεργήθηκε και εγκλιματίστηκε και έγινε ιθαγενές πρώτα στα νησιά του Αιγαίου πελάγους και μετά στις λοιπές ελληνικές χώρες της Ευρώπης, όπου σε πάρα πολλές είναι αυτοφυές σήμερα. Αυτό το συμπεραίνουμε από το ότι ο Θεόφραστος, ο πρώτος που το αναφέρει λέει ρητά ότι επί της εποχής του φύτρωνε στην Συρία, την Ιωνία και στην Κνίδο και τη Ρόδο· και ότι οι μεν Ίωνες την αποκαλούσαν κερωνία, κάποιοι δε αιγυπτίαν συκήν «διημαρτηκότες» εσφαλμένως γιατί δεν φύτρωνε πουθενά στην Αίγυπτο. Εντούτοις αν και, κατά τη μαρτυρία του Θεόφραστου, δεν φύτρωνε τότε η ξυλοκερατέα στην Αίγυπτο, δεν είναι απίθανο τα ξυλοκέρατα να μεταφέρονταν μέσω αυτής από την Κυρηναία στην Ελλάδα, και γι’ αυτό να ονομάζονταν από κάποιους αιγύπτια σύκα.
Στην Ιταλία εισήχθη από τους Έλληνες, όπως αποδεικνύεται από τις ονομασίες που χρησιμοποίησαν οι Ρωμαίοι για το δέντρο και τον καρπό αυτό. Την ξυλοκερατέα την ονόμαζαν ceratonia, δηλαδή κερατωνίαν και τον καρπό siliqua graeca, δηλαδή ελληνικό λοβό.
Οπωσδήποτε το δέντρο αυτό πριν από τη γέννηση του Χριστού δε φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο, μέχρι σήμερα, στα ευρωπαϊκά παράλια της Μεσογείου και ιδίως στα νησιά του Αιγαίου πελάγους και την Ελλάδα. Τα ξυλοκέρατα αναφέρονται ως χρησιμοποιούμενα, όπως και σήμερα, για τη διατροφή των ζώων και ιδιαίτερα των χοίρων, και ακόμη και τότε τη θεωρούσαν μετριότατη τροφή για τον άνθρωπος όπως συμπεραίνεται από την παραβολή του ασώτου, όπου αναφέρεται ότι αυτός «επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων, ων ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ ». Όπως αναφέρει ο Θεοφύλακτος φύτρωναν πάμπολλες ξυλοκερατιές στη Συρία και την Ιουδαία.
Και τότε ονομαζόταν συνηθέστερα κερατέα, και όχι με το ιωνικό όνομά της κερωνία· μετά πήρε την σημερινή ονομασία ξυλοκερατέα και χαρουπιά. Η τελευταία είναι αραβική (Kharrub), επικράτησε δε σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, γιατί φαίνεται ότι κατά το Μεσαίωνα που οι Άραβες ήταν οι κύριοι σχεδόν όλης της Μεσογείου, ώθησαν και επέκτειναν στα παράλια αυτής της θάλασσας την καλλιέργεια αυτού του δέντρου και τη χρήση αυτού του καρπού.
Έτσι σήμερα οι Γάλλοι το δέντρο το αποκαλούν Caroubier και τον καρπό caroube, carobe ή caroyge (όπως και féce de Pythagore) · οι Ιταλοί το ονομάζουν catoba ή carruba και το δέντρο carobo, carrabo ή carrubio· οι Ισπανοί το λένε Algarrobo και οι Άγγλοι carob-tree και τον καρπό carob-bean.
Εκτός όμως από το αραβικό όνομα επικράτησε στους Ευρωπαίους και η περίεργη ονομασία δέντρο φέρον τον άρτο του Αγίου Ιωάννη (γαλλικά arbre àpain de Saint Jean, αγγλικά Saint John’s bread tree, γερμανικά Joannis Brodbaum), η οποία φαίνεται να προέκυψε από εσφαλμένη παράδοση, κατά την οποία οι αναφερόμενες ακρίδες που αναφέρονται από τους ευαγγελιστές Ματθαίο και Μάρκο, τις οποίες έτρωγε ο βαπτιστής Ιωάννης στην έρημο με μέλι άγριο, δεν ήταν παρά ξυλοκέρατα.
Σήμερα η ξυλοκερατιά συναντάται αυτοφυής ή καλλιεργούμενη σε όλα σχεδόν τα θερμά παράλια της Μεσογείου και ιδιαίτερα στη Συρία, την Κρήτη, τη Ρόδο, την Κύπρο και άλλα νησιά του Αιγαίου πελάγους, στη Λακωνία και άλλα μέρη της Ελλάδας, στη Σαρδηνία, την Σικελία, την Καλαβρία και άλλα μέρη της Ιταλίας, σε μερικά μέρη της μεσημβρινής Γαλλίας και την Κορσική, στην Ισπανία και την Πορτογαλία καθώς και σε όλα σχεδόν τα παράλια της Αφρικής, δηλαδή το Μαρόκο, την Αλγερία, την Τύνιδα, την Τρίπολη και την Αίγυπτο.. Από τους Ισπανούς μετανάστευσε και στο Μεξικό και σε μερικά μέρη της Νότιας Αμερικής.
Περιγραφή
Η ξυλοκερατέα ανήκει στην τάξη των Ελλοβοκάρπων, στην οικογένεια των Καισαλπινοειδών και στο γένος Κερωνία, του οποίου αποτελεί το μοναδικό είδος. Είναι δέντρο μακρόβιο, μετρίου μεγέθους, αειθαλές, αναπτυσσόμενο αργά, που φυτρώνει στα πιο άγονα, πετρώδη και ξηρά εδάφη και δεν αντέχει το κρύο πάνω από τους -7ο έως -8οC. κατά το δριμύ ψύχος του 1879-1880 σε πολλές ξυλοκερατιές στην Αθήνα διερράγη ο κορμός τους.
Έχει φύλλα σύνθετα από 4, 6, ή 8 φυλλαράκια, ωοειδή, ακέραια, λεία, σκυτώδη, βαθιά πράσινα, άνθη μικρά, κοκκινα σε μορφή βοτρύων, πολύγαμα, δηλαδή υπάρχουν δέντρα που έχουν μόνο αρσενικά άνθη και άλλα που έχουν μόνο θηλυκά και άλλα που έχουν αρσενικά και ερμαφρόδιτα (άνθη που έχουν τα αρσενικά και τα θηλυκά όργανα).
Πρέπει να δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή σ’ αυτό καθώς είναι η βάση της καλλιέργειας αυτού του δέντρου για την παραγωγή καρπού.
Ο καρπός της χαρουπιάς, δηλαδή το ξυλοκέρατο, είναι λοβός πεπλατυσμένος, μακρύς 10-20 και πλατύς 2-3 εκ., σκυτώδης, υπομέλας, και περισσότερο ή λιγότερο σε μορφή κέρατου (γι’ αυτό και ονομάστηκε κεράτιον από τους αρχαίους), γεμάτος από σάρκα σακχαρώδη που περιβάλλει τους σκληρούς, κεραμόχροους σπόρους που βρίσκονται μέσα του κατά μήκος και σε σειρά. Καλύπτει πάρα πολλές ανάγκες του ανθρώπου όπως θα δούμε.
Υπάρχουν ελάχιστες ποικιλίες της χαρουπιάς. Κατά τους καλλιεργητές είναι:
α) η άκαρπος, που στην πραγματικότητα δεν είναι ποικιλία αλλά απλά αυτή που έχει αρσενικά άνθη και χρησιμεύει ως υποκείμενο για μπόλιασμα·
β) η άγρια, που έχει ξυλοκέρατα, λεπτά, τοξοειδή, ξυλώδη, μακριά 10-15εκ., που ωριμάζουν πιο νωρίς από τις άλλες ποικιλίες και είναι σχεδόν άχρηστα· χρησιμεύει σαν καλλωπιστικό δέντρο (δεντροστοιχιών) και ως υποκείμενο για μπόλιασμα·
γ) η ημιάγρια (Ceratonia siliqua vulgaris – Risso), που έχει άφθονους αλλά ινώδεις καρπούς που είναι χρήσιμοι μόνο για διατροφή των ζώων και για απόσταξη·
δ) η ήμερη (Ceratonia siliqua lalissima-Risso) η κατά προτίμηση καλλιεργούμενη που έχει λιγότερους καρπούς από την προηγούμενη, αλλά μακρούς, πλατείς, παχείς, πολύ σακχαρώδεις, γι’ αυτό και αποσταζόμενους, που τρώγονται ευχάριστα όχι μόνο από τα ζώα αλλά και από τους ανθρώπους.
Φυσικό περιβάλλον - Καλλιέργεια
Η χαρουπιά ευδοκιμεί σε κλίματα που φυτρώνουν χωρίς πρόβλημα τα εσπεριδοειδή, αλλά συναντάται αυτοφυής και σε ψυχρότερες χώρες· ωστόσο δεν την βρίσκουμε πέρα από τη ζώνη που περιλαμβάνει την ελιά.
Προτιμά τα ασβεστούχα χώματα, φυτρώνει και στα πιο πετρώδη και ξερά εδάφη και είναι ευεργέτημα για τις χώρες που είναι άγονες, γιατί παρέχει σχετικά άφθονο και θρεπτικό καρπό κατάλληλο για τη διατροφή ζώων και ανθρώπων. Δεν αναπτύσσεται όμως τόσο καλά όπως στα γόνιμα και σχετικά δροσερά μέρη, όπου αυξάνεται πολύ γρήγορα.
«Είναι», λέγει ο πολύς Γασπαρίνος (*), «απίστευτη η ταχύτητα με την οποία αυξάνει αυτό το δέντρο με το σκληρότατο ξύλο στα εκλεκτά εδάφη. Οι ενός χρόνου χαρουπιές σ’ αυτά τα εδάφη αποκτούν κορμό ύψους 3 έως 4μ., διαμέτρου δε 22 εκ.». Την παρατήρηση αυτή, την οποία πήρε από την περιγραφή του Fisclier, τη βρίσκουμε πολύ υπερβολική, γιατί σε γόνιμα και αρδευόμενα καλά εδάφη στο εδώ Δενδροκομείου, είδαμε σπέρνοντας χαρουπιά ότι αυτές αναπτύσσονται με σχετική πράγματι ταχύτητα, αλλά ποτέ με τόση όση περιγράφει ο Fischer. Ούτε οι Αίλαντοι ή οι Ευκάλυπτοι μέσα σ’ ένα χρόνο δεν αποκτούν έστω και τρία μέτρα, αν και θεωρούνται από τα ταχύτατα αναπτυσσόμενα σε γόνιμα εδάφη.
Είναι βέβαιο ότι η χαρουπιά, που είναι δέντρο που αναπτύσσεται αργά, σε γόνιμο έδαφος αναπτύσσεται σχετικά γρηγορότερα, όπως συμβαίνει άλλωστε σε όλα σχεδόν τα φυτά. Δεν ευδοκιμεί στα ελώδη και υγρά εδάφη.
Πολλαπλασιασμός
Η χαρουπιά πολλαπλασιάζεται μόνο με τη σπορά και τον εμβολιασμό.
Η σπορά τους γίνεται κατά προτίμηση τον Απρίλιο όταν δεν υπάρχει πια φόβος να προσβληθούν από τους όψιμους παγετούς της άνοιξης.
Για το σκοπό αυτό οι σπόροι που έχουν εξαχθεί από τους λοβούς, μουλιάζονται για 3 ή 4 μέρες, σε νερό που ανανεώνεται καθημερινά. Σπέρνονται ή επί τόπου κάθε τρείς ή τέσσερις, ή πεταχτά σε σπορεία που έχουν προετοιμαστεί σε βαθιά σκάφη και με γενναία λίπανση.
Επειδή η χαρουπιά έχει ρίζα κάθετη και σε μεταφύτευση δύσκολα ριζώνει, η επί τόπου σπορά της είναι προτιμότερη, γιατί έτσι αποκτούν τη θέση στην οποία πρόκειται να μείνουν και να καρποφορήσουν τα δέντρα.
Στα ξερά κλίματα η διατήρηση της κάθετης ρίζας έχει μεγάλη σημασία, γιατί αυτή εισδύει νωρίτερα στα κατώτερα στρώματα του εδάφους και αντλεί το νερό από αυτά, το οποίοι δεν έχουν ή δεν είναι αρκετό στα επιπόλαια στρώματα, όπου, τουλάχιστο στα πρώτα χρόνια περιορίζονται οι ρίζες των μεταφυτευόμενων δέντρων. Μετά από μήνες ή ένα χρόνο από την επιτόπου σπορά αφαιρούνται τα φυτά που κρατιέται μόνο το πιο εύρωστο σε κάθε θέση σποράς.
Αυτές που έχουν σπαρθεί σε πρασιές αμέσως μόλις αποκτήσουν ύψους 4-5 εκ. βοτανίζονται και αραιώνονται, αφαιρούνται τα μικρότερα και τα ασθενέστερα, έτσι ώστε αυτές που θα απομείνουν στην πρασιά να έχουν μεταξύ τους απόσταση 5-10 εκ. Πριν και μετά την αραίωση οι πρασιές ποτίζονται και τα ποτίσματα, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, κάθε 15 μέρες τουλάχιστον. Τέσσερις ή πέντε μέρες μετά από κάθε πότισμα οι πρασιές πρέπει να βοτανίζονται για να μην πνίξουν τα νεαρά φυτά τα αναπτυσσόμενα παρασιτικά χόρτα. Τον Αύγουστο μονοβεργίζονται, δηλαδή αφαιρούνται με κοφτερό μαχαίρι οι αναφυόμενοι βλαστοί από τα πλάγια του κεντρικού άξονα έτσι ώστε να αναπτυχθεί γρήγορα ο κορμός του.
Πηγή>http://www.ftiaxno.gr/