Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΑΜΥΓΔΑΛΙΑΣ
Ελκυστικές αποδόσεις εμφανίζει η καλλιέργεια του αμύγδαλου με όρους συμβολαιακής γεωργίας, αποτελώντας μια ικανοποιητική πρόταση ενασχόλησης στον αγροτικό τομέα με σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης εντός και εκτός ελληνικών συνόρων.
Εχει δοθεί μεγάλη έμφαση στην ποιότητα του ελληνικού αμύγδαλου που είναι ασύγκριτα ανώτερο από τα αμύγδαλα ΗΠΑ, Τουρκίας και Ισπανίας και παρόλο που είναι πιο ακριβό, μπαίνει δυναμικά τα τελευταία χρόνια στις ξένες αγορές.
«Η καλλιέργεια της αμυγδαλιάς -αναφέρει ο κ. Λανάρας- είναι μια αποδοτική καλλιέργεια. Εμείς πρώτοι εφαρμόσαμε τη συμβολαιακή γεωργία στο αμύγδαλο. Μπαίνοντας λοιπόν στο συμβόλαιο ο παραγωγός έχει εξασφαλισμένη την πώλησή του για τα επόμενα 12 - 15 χρόνια. Από εκεί μπαίνει στην ολοκληρωμένη διαχείριση που σημαίνει ότι έχει συνεχή παρακολούθηση από τους γεωπόνους, άρα ποιοτικότερο προϊόν και πιο αποδοτικό το κτήμα. Εχει επίσης ένα μπόνους το κιλό στον φλοιό πάνω από τους συμβατικούς παραγωγούς».
Τα προτερήματα του αμυγδάλου είναι το σταθερό εισόδημα, η σταθερά αυξανόμενη ζήτηση, το γεγονός ότι είναι ανθεκτικό σε ασθένειες και μύκητες (εν συγκρίσει με άλλα οπωροφόρα) και ότι διατηρείται εκτός ψυκτικών θαλάμων ακόμη και για ένα έτος που το καθιστά ασυναγώνιστο έναντι των άλλων οπωροφόρων καρπών.
Ιδιαίτερα σημαντικές όμως είναι οι προοπτικές που εμφανίζει το ελληνικό αμύγδαλο σε επίπεδο εξαγωγών. «Το αμύγδαλο -όπως υπογραμμίζει ο Ιωάννης Μακανίκας, υπεύθυνος της εταιρείας μεταποίησης ξηρών καρπών 'Μακίν' στον Αλμυρό Βόλου- είναι ίσως το ποιοτικότερο αγροτικό προϊόν της χώρας μας καθώς έχει εξαιρετική γεύση και εμφάνιση σε σχέση με τον εξωτερικό ανταγωνισμό. Σήμερα, η εταιρεία μας εξάγει ελληνικά αμύγδαλα στις κυριότερες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ οι προοπτικές εξαγωγής του είναι μεγάλες, καθότι η κατανάλωση αμυγδάλων αυξάνεται συνεχώς σε παγκόσμιο επίπεδο».
Μάλιστα, η καλλιέργεια προωθείται σε περιοχές οι οποίες κρίνονται κατάλληλες από τις διευθύνσεις αγροτικής οικονομίας και κτηνιατρικής των νομών Πιερίας, Λάρισας, Σερρών, Λασιθίου, Μαγνησίας, Θεσσαλονίκης, Καβάλας, Ξάνθης, Δράμας, Αρκαδίας, Κιλκίς και του Νομαρχιακού Διαμερίσματος Εβρου και βασικά με τις ποικιλίες Ferragnes, Ferraduel, Truito, Texas, Umjranne, Ρέτσου και Ραπτόπουλου.
Οι φυτεύσεις δέντρων στην Ελλάδα μειώθηκαν τη δεκαετία του '90 λόγω της έλλειψης οργάνωσης στην εμπορία των ξηρών καρπών. Η καλλιέργεια της αμυγδαλιάς ήταν κατά 70% περίπου ξηρική και επομένως η παραγωγικότητα ήταν χαμηλή (για την τριετία 1984-86 χωρίς έντονους παγετούς μέση συνολική παραγωγή 48.000 τόνους από 13 εκατομμύρια δέντρα, δηλαδή 3,7 κιλά ψίχας το δέντρο).
Τα τελευταία χρόνια παρά την άρδευση και τη φύτευση παραγωγικών ποικιλιών η παραγωγή μειώθηκε πολύ φθάνοντας κοντά στους 16.500 τόνους (μέσος όρος διετίας 2004-05 δηλαδή αποτελεί περίπου το 2% της παγκόσμιας παραγωγής) από 4,2 εκατ. δέντρα, δηλαδή 3,9 κιλά το δέντρο.
Βέβαια υπάρχουν εντατικοί αμυγδαλεώνες (παραγωγή 10-25 κιλά το δέντρο και εύκολα δίνουν 700-800 ευρώ κέρδος το στρέμμα) που με ένα κρίσιμο μέγεθος (τουλάχιστον 40-50 στρέμματα), σε ήπιες περιοχές και με καλή οργάνωση, συμφέρουν οικονομικά σε σχέση με άλλες δενδροκομικές και λοιπές καλλιέργειες.
Τα 900 ευρώ ανά στρέμμα φτάνει η απόδοση
Σημαντικό εισόδημα εξασφαλίζεται στον παραγωγό που καλλιεργεί αμυγδαλιές, με τα έσοδα ανά στρέμμα να κυμαίνονται κατά μέσο όρο από 600 έως 900 ευρώ, ανάλογα με τη φύτευση και την ποιότητα του αμυγδάλου. Φέτος βέβαια, λόγω των βελτιωμένων αποδόσεων, τα έσοδα εκτιμάται ότι θα υπερβούν κατά πολύ τα 1.000 ευρώ ανά στρέμμα.
Η αμυγδαλιά μπορεί να αναπτυχθεί σε ποικιλία εδαφών, αντέχει στην ξηρασία και το ασβέστιο, αλλά οι μεγαλύτερες αποδόσεις λαμβάνονται στα γόνιμα, ελαφρά, καλά στραγγιζόμενα και αρδευόμενα εδάφη. Με την κατάλληλη λίπανση και άρδευση μπορεί να αξιοποιήσει εδάφη που δεν μπορούν να αξιοποιηθούν από άλλα οπωροφόρα δέντρα.
Οπως αναφέρει ο γεωπόνος Κάσσανδρος Γάτσιος, η αμυγδαλιά απαιτεί ζεστά καλοκαίρια με χαμηλή υγρασία, αντέχει στους παγετούς του χειμώνα, αλλά μπορεί να πάθει ζημιές από παγετούς την άνοιξη σε θερμοκρασίες μικρότερες από -3οC.
Επίσης θα πρέπει να δώσει κανείς μεγάλη σημασία στην επιλογή της ποικιλίας που θα διαλέξει όσον αφορά την αντοχή της στην ξηρασία και στις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού. Σε περιπτώσεις με μεγάλη ξηρασία το καλοκαίρι η παραγωγή της μειώνεται αρκετά.
Αναπτύσσεται σε ποικιλία εδαφών, αλλά αναπτύσσεται καλύτερα σε βαθιά αμμοπηλώδη μέχρι τα αργιλοαμμώδη και με καλή στράγγιση εδάφη. Επίσης έχει το χαρακτηριστικό ότι αντέχει στην υψηλή περιεκτικότητα του εδάφους σε ασβέστιο.
Φύτευση: Πολλαπλασιάζεται με σπόρο για την παραγωγή σπορόφυτων, τα οποία όμως πρέπει στη συνέχεια να εμβολιασθούν με την κατάλληλη ποικιλία.
Η αμυγδαλιά φυτεύεται σε τετράγωνα σε αποστάσεις 6-8 μέτρα. Το φύτεμα γίνεται στα τέλη του φθινοπώρου.
Καλλιεργητική τεχνική: Οι ανάγκες της αμυγδαλιάς σε θρεπτικά στοιχεία μπορεί να προσδιορισθούν με μεγάλη ακρίβεια με τη μέθοδο της «φυλλοδιαγνωστικής». Τα φύλλα πρέπει να συλλέγονται τον Ιούνιο - Ιούλιο και να προέρχονται από λογχοειδή χωρίς καρπούς.
Η αμυγδαλιά είναι απαιτητική σε άζωτο. Μία ποσότητα ενός κιλού αζώτου ανά δέντρο και έτος είναι συνήθως μια ικανοποιητική δόση με την οποία καλύπτει τις ανάγκες της σε άζωτο.
Το κάλιο επίσης είναι το δεύτερο σε σπουδαιότητα στοιχείο. Τη μεγαλύτερη ανάγκη σε άζωτο έχει η αμυγδαλιά την άνοιξη και το καλοκαίρι.
Το κάλιο έχει ιδιαίτερη σημασία για την αμυγδαλιά, γιατί αυξάνει την αντοχή των δέντρων στις χαμηλές θερμοκρασίες, καθώς και στην ξηρασία.
Αρδευση: Εφόσον θέλουμε ικανοποιητική παραγωγή αλλά και καλής ποιότητας ψίχα αμυγδάλων, η αμυγδαλιά πρέπει να αρδεύεται.
Οι αρδεύσεις μπορεί να γίνονται με κατάκλιση, με αυλάκια, με σταγόνες και με μικρούς εκτοξευτές. Πολύ καλά αποτελέσματα δίνει η άρδευση με σταγόνες. Τις μεγαλύτερες ανάγκες σε νερό έχουν τα φυτά στα τέλη της άνοιξης, το καλοκαίρι αλλά και τους πρώτους μήνες του φθινοπώρου.
Οι αρδεύσεις πρέπει να σταματούν μερικές ημέρες πριν από την έναρξη της συγκομιδής.
Η τυποποίηση «εκτοξεύει» τις εξαγωγές
Η εφαρμογή συγκεκριμένων κανόνων στην τυποποίηση μπορεί να εκτοξεύσει τις εξαγωγές του ελληνικού αμυγδάλου.
Στην Ελλάδα η τυποποίηση του αμυγδάλου στηρίζεται στα κριτήρια που εφαρμόζει ο κάθε φορέας επεξεργασίας του αμυγδάλου.
Οι φορείς αυτοί είναι συνήθως οι μονάδες σπασίματος των καρπών και διαλογής του ενδοκαρπίου του αμυγδάλου. Είναι αναγκαίο να εφαρμοστούν συγκεκριμένοι κανόνες όσον αφορά την τυποποίηση κυρίως από τις επιχειρήσεις που διαθέτουν τους σπαστήρες των ξηρών καρπών.
Η διαδικασία αυτή δεν έχει μεγάλο κόστος, αλλά είναι χρονοβόρα και γι' αυτό δεν υπάρχει μεγάλη προθυμία να τη δεχθούν. Εάν εφαρμοσθεί η τυποποίηση, τότε η δυνατότητα εξαγωγών του αμυγδάλου θα είναι μεγάλη.
Η τυποποίηση που έχει το αμύγδαλο των ΗΠΑ είναι ένας από τους κυριότερους λόγους που γίνονται εισαγωγές κυρίως από τις ΗΠΑ, διότι πέρα από την ανταγωνιστικότητα της τιμής, η τυποποίηση που εφαρμόζουν είναι συγκεκριμένη σε καθορισμένα μεγέθη και εφαρμόζεται αυστηρά.
Η εμπορία του αμυγδάλου γίνεται στη χονδρική αγορά σε συσκευασίες σάκων των 50 kg και στο λιανεμπόριο σε πιο μικρές συσκευασίες που φθάνουν μέχρι συσκευασίες των 100 gr. Το αμύγδαλο επίσης μπορούμε να το βρούμε στο εμπόριο σε διάφορους τύπους, όπως είναι: το λευκασμένο, το αλμυρό, το καπνισμένο, το γλυκό κ.τ.λ. Υπάρχουν και άλλες μορφές του αμυγδάλου που έχουν συγκεκριμένες χρήσεις όπως οι φέτες, τα τεμάχια κ.τ.λ. που συχνά δεν διατίθενται στην ελληνική αγορά.
Η αποθήκευση των αμυγδάλων γίνεται σε ιδιόκτητους χώρους τόσο στον πρωτογενή τομέα παραγωγής από τους παραγωγούς όσο και στον δευτερογενή τομέα που είναι οι βιομηχανίες, οι βιοτεχνίες και οι χονδρέμποροι.
Ο εξισορροπητικός ρόλος της αποθήκευσης, όσον αφορά τη συγκράτηση των τιμών σε λογικά επίπεδα, συνίσταται στην απόσυρση σε αποθηκευτικούς χώρους της ποσότητας του προϊόντος που δεν μπορεί να απορροφηθεί κατά την εποχή συγκομιδής του και στη διάθεση στη συνέχεια της ποσότητας αυτής κατά τους υπόλοιπους μήνες σύμφωνα με τις ανάγκες της κατανάλωσης.
Στον τομέα της προσφοράς δραστηριοποιείται ένας πολύ μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει μία μικρή ομάδα 10-15 επιχειρήσεων βιομηχανικής μορφής, οι οποίες είναι παράλληλα και οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς και χονδρέμποροι.
ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ
Οι δύο ποικιλίες που προτιμούν οι παραγωγοί
Οι δύο κυριότερες ποικιλίες που καλλιεργούνται στην Ελλάδα:
Ferragnes: Είναι μία καλή και παραγωγική ποικιλία που δίνει αμύγδαλα που χρησιμοποιούνται σαν ξηροί καρποί επειδή έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε ψίχα. Είναι μία από τις κύριες ποικιλίες της Ελλάδας, με το 34% του αριθμού των δέντρων της αμυγδαλιάς που καλλιεργούνται στην Ελλάδα. Ανθίζει περίπου 7 ημέρες μετά την Texas στις αρχές Μαρτίου. Τα αμύγδαλα ωριμάζουν από τα τέλη Αυγούστου. Είναι ανθεκτική ποικιλία στον μύκητα του κλαδοσπόριου και της μονίλιας.
Texas: Ποικιλία ζωηρή ορθόκλαδη ανθεκτική στο κλαδοσπόριο και στη μονίλια. Είναι μία ποικιλία που χρησιμοποιείται για μεταποίηση, έχει καλή παραγωγικότητα, δίνει αμύγδαλα με μικρή ποσότητα ψίχας (45%) και παρουσιάζει αυξημένα ποσοστά καρπόπτωσης. Τα αμύγδαλα αυτής της ποικιλίας είναι στρογγυλά. Το 54% των αμυγδαλιών της Ελλάδας προέρχονται από αυτήν την ποικιλία. Τα αμύγδαλα ωριμάζουν στα τέλη Σεπτεμβρίου. Χαρακτηρίζεται από την παραγωγή διπλόσπερμων αμυγδάλων. Είναι ποικιλία ανθεκτική στο κλαδοσπόριο και στη μονίλια. Ανθίζει αρχές Μαρτίου.
Συγκομιδή, αποφλοίωση και στέγνωμα των καρπών
Τα αμύγδαλα ωριμάζουν ανάλογα με την ποικιλία από τα τέλη Αυγούστου μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου. Τα αμύγδαλα είναι κατάλληλα για συγκομιδή όταν ανοίγει το περικάρπιο αφού έχει ξεραθεί μερικώς. Η συγκομιδή στη χώρα μας γίνεται με ράβδισμα των κλαδιών και συγκέντρωση των αμυγδάλων επάνω σε δίχτυα που απλώνονται στη βάση των δέντρων. Τα τελευταία χρόνια η συγκομιδή των καρπών γίνεται και με μηχανήματα δόνησης.
Στη συνέχεια ακολουθεί αποφλοίωση με την απομάκρυνση του περικαρπίου και άπλωμα στον ήλιο ή στη σκιά για το στέγνωμα των αμυγδάλων. Σήμερα η αποφλοίωση γίνεται με ειδικά αποφλοιωτικά μηχανήματα και η αποξήρανση σε ειδικά ξηραντήρια με θερμοκρασίες 42ο-43οC. Το ποσοστό της υγρασίας των αποξηραμένων αμυγδάλων πρέπει να είναι 5-7%. Το αμύγδαλο μέσα στο ενδοκάρπιό του, μπορεί να διατηρηθεί για έναν χρόνο, χωρίς να υποβαθμιστεί η ποιότητά του. Στην περίπτωση της ψίχας για να διατηρηθεί πρέπει να ψυχθεί ώστε να διατηρηθεί μερικούς μήνες ή να διατηρηθεί σε κενό αέρος ή σε άζωτο ή σε κατάψυξη για να διατηρηθεί περισσότερο.
Σε υψηλά επίπεδα η ζήτηση
Σημαντική αύξηση καταγράφει τα τελευταία χρόνια η ζήτηση των αμυγδάλων σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα αμύγδαλα είναι καρποί πλούσιοι σε πρωτεΐνες, σε φυτικές ίνες, σε ανόργανα άλατα και βιταμίνες, όπως είναι η βιταμίνη Α και η βιταμίνη Ε. Ιδιαίτερα η βιταμίνη Ε είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη με αντιοξειδωτική δράση. Μια ακόμα ιδιότητα των αμυγδάλων είναι ότι έχει ευεργετική επίδραση στο πεπτικό σύστημα. Το αμύγδαλο σαν ξηρός καρπός δέχεται ισχυρό ανταγωνισμό στις διάφορες χρήσεις του από το φουντούκι, που είναι ένας πιο φθηνός ξηρός καρπός και ο οποίος εισάγεται από την Τουρκία, δηλαδή από μία χώρα με χαμηλό κόστος παραγωγής.
Οι Ελληνες καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες ξηρών καρπών ανά κάτοικο. Εχουν υψηλότερη κατανάλωση σε σχέση με χώρες όπως η Ιταλία και οι ΗΠΑ. Η μέση κατανάλωση ανά κάτοικο ετησίως είναι στην Ελλάδα 14 kg, στην Ιταλία 6kg ανά κάτοικο και έτος και στις ΗΠΑ 2 kg ανά κάτοικο και έτος, σύμφωνα με τα στοιχεία του FAO.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΡΟΔΙΑ
Καταγράφοντας τις καλλιέργειες που τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται στην Ελλάδα έλκοντας το ενδιαφέρον των παραγωγών, η ροδιά βρίσκεται πλέον σε περίοπτη θέση.
Πέραν εξάλλου του γεγονότος ότι η ροδιά είναι ένα είδος που προσαρμόζεται πολύ καλά στο μεσογειακό κλίμα και μπορεί να αξιοποιήσει περιθωριακά και υποβαθμισμένα εδάφη, χρησιμοποιώντας για την άρδευσή της ακόμη και υφάλμυρα νερά, η αξία της στο «χρηματιστήριο» των... οικονομικών αποδόσεων δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη. Το καθαρό εισόδημα σύμφωνα με τις στρεμματικές αποδόσεις μιας φυτείας με ροδιές φθάνει τα 1.000-1.200 ευρώ ανά στρέμμα.
Τα τελευταία χρόνια, άρχισε να αναπτύσσεται η καλλιέργεια της ροδιάς στην Ελλάδα με γρήγορους ρυθμούς κυρίως στο πλαίσιο της συμβολαιακής γεωργίας από εταιρείες που παράγουν χυμούς ροδιού.
Στον Νομό Αργολίδας και συγκεκριμένα στην περιοχή της Ερμιόνης παράγονται 300-400 τόνοι ροδιών για επιτραπέζια χρήση. Τα τελευταία χρόνια σε πολλούς νομούς της Ελλάδας (Αργολίδας, Ηλείας, Λακωνίας, Μεσσηνίας, Πέλλας, Ξάνθης, Λάρισας, Σερρών) έγιναν αρκετές φυτεύσεις νέων φυτειών ροδιάς, κυρίως της ποικιλίας Wonderful, που είναι κατάλληλη για παραγωγή χυμών. Οι φυτεύσεις αυτές γίνονται με το σύστημα της συμβολαιακής γεωργίας.
Η ελληνική αγορά είναι ελλειμματική όσον αφορά τα ρόδια και για τον λόγο αυτό κάθε χρόνο γίνονται εισαγωγές που φθάνουν τους 800 τόνους, ενώ η συνολική κατανάλωση ροδιών φθάνει τους 1.000-1.200 τόνους. Οι κυριότερες χώρες από τις οποίες γίνονται οι εισαγωγές είναι η Τουρκία, το Ιράν, η Ινδία, η Αίγυπτος, το Ισραήλ. Οι εισαγόμενες ποσότητες ροδιών αφορούν κυρίως ρόδια ξινών και γλυκόξινων ποικιλιών και οι οποίες κυρίως χρησιμοποιούνται στην παραγωγή χυμών. Πέραν όμως των ροδιών, στη χώρα μας εισάγονται και πολλά άλλα προϊόντα διατροφής, όπως είναι χυμοί, ποτά, αναψυκτικά, γιαούρτια, παγωτά, μαρμελάδες κλπ. αλλά και καλλυντικά και συμπληρώματα διατροφής που περιέχουν συστατικά των ροδιών.
Μέχρι προ λίγων ετών, η ροδιά βρισκόταν στο περιθώριο του ενδιαφέροντος των καταναλωτών αλλά και των παραγωγών στις διάφορες χώρες του κόσμου. Το 2004 όμως στις ΗΠΑ, έγινε η μεγάλη στροφή στην προτίμηση του καταναλωτικού κοινού. Η αλλαγή αυτή ξεκίνησε με μία μεγάλη ενημερωτική καμπάνια, που είχε σαν στόχο την ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού για τις φαρμακευτικές ιδιότητες του χυμού της ροδιάς.
Το έτος αυτό ονομάσθηκε «έτος του χυμού της ροδιάς». Η μεγάλη αυτή δημοσιότητα έστρεψε το κοινό προς την κατεύθυνση της κατανάλωσης προϊόντων της ροδιάς, με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος σήμερα στις ΗΠΑ για αδυναμία κάλυψης της ζήτησης.
Στην Ελλάδα, η ροδιά είναι ένα φυτό που φύεται από την αρχαιότητα, αλλά τα τελευταία χρόνια άρχισε να καλλιεργείται συστηματικά. Η ροδιά προέρχεται από τη νοτιοδυτική Ασία και μεταφέρθηκε κατά την αρχαιότητα στον μεσογειακό χώρο.
Με βάση την παραγωγή της ροδιάς σήμερα παράγονται 475 διαφορετικά προϊόντα (τρόφιμα, ποτά, φαρμακευτικά προϊόντα, καλλυντικά κλπ).
Πέραν των φρέσκων καρπών που υπάρχουν στην αγορά, κυκλοφορούν διάφορα μεταποιημένα προϊόντα όπως χυμοί ή συμπύκνωμα χυμού αλλά και πολλά άλλα προϊόντα, όπως είναι γαλακτούχα ποτά, αναψυκτικά, αλκοολούχα ποτά, επιδόρπια, ένα γνωστό σιρόπι (γρεναδίνη). Επίσης βρίσκονται στο εμπόριο αποξηραμένοι σπόροι ροδιού (ολόκληροι ή σε σκόνη) οι οποίοι χρησιμοποιούνται πολύ στην κουζίνα των Ινδιών. Υπάρχουν ακόμη και διάφορα άλλα προϊόντα, όπως ξίδι από ρόδι, σάλτσες ροδιού κλπ.
Η ροδιά όμως, πέραν της μεγάλης φήμης που απέκτησε σαν υπέροχο συστατικό της διατροφής, κίνησε και το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας, λόγω των σπουδαίων φαρμακευτικών ιδιοτήτων που έχουν τα ρόδια στην πρόληψη πολλών ασθενειών.
ΤΕΧΝΙΚΕΣ
Τα κέρδη, η παραγωγή και η εγκατάσταση της φυτείας
Με τα καθαρά κέρδη ανά στρέμμα να φθάνουν έως και τα 1.200 ευρώ, η καλλιέργεια της ροδιάς αποτελεί μια προσοδοφόρα εναλλακτική αγροτική δραστηριότητα στη χώρα μας.
Η διάρκεια της παραγωγικής ζωής μίας φυτείας ροδιάς υπολογίζεται σε 25-30 έτη. Οι αποδόσεις ανά δένδρο κυμαίνονται μεταξύ 40-50 κιλών και ανά στρέμμα 2.500-3.000 κιλών. Το κόστος εγκατάστασης ενός στρέμματος καλλιέργειας ροδιάς ανέρχεται σε 540 ευρώ, ενώ το καθαρό εισόδημα είναι 1.000-1.200 ευρώ ανά στρέμμα.
Η ροδιά μπορεί να μπει σε καρποφορία από το 3ο ή το 4ο έτος μετά την εγκατάστασή της, ενώ σε πλήρη παραγωγή φθάνει μετά το 7ο-8ο έτος. Κατά την πλήρη παραγωγή της αποδίδει 2,5-3,0 τόνους /στρέμμα εμπορεύσιμο ρόδι και σε μερικές περιπτώσεις μεγαλύτερη.
Η ωρίμανση των καρπών της ροδιάς γίνεται την περίοδο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου ανάλογα με την ποικιλία.
Η συγκομιδή των ροδιών συνήθως αρχίζει όταν τα δένδρα έχουν φθάσει σε ηλικία 3-4 ετών. Η συγκομιδή συνήθως γίνεται στα τέλη του Σεπτεμβρίου έως στα μέσα Οκτωβρίου, ανάλογα βέβαια με την ποικιλία. Ενα φυτό σε ώριμη ηλικία παράγει περίπου 100 εμπορεύσιμους καρπούς. Η ωρίμανση των καρπών της ροδιάς κλιμακώνεται σε μία διάρκεια δύο μηνών.
Το κλίμα που ταιριάζει περισσότερο στην καλλιέργεια της ροδιάς είναι το υποτροπικό. Η ροδιά ευδοκιμεί σε περιοχές που χαρακτηρίζονται από μακρύ, θερμό και ξηρό καλοκαίρι.
Η ροδιά μπορεί να επιτύχει πολύ καλές παραγωγές εφόσον στις περιοχές αυτές η θερμοκρασία κατά τη διάρκεια του έτους δεν πέφτει κάτω από τους -12C o. Η ροδιά παρουσιάζει μεγαλύτερη αντοχή στο ψύχος από ό,τι η ελιά και τα εσπεριδοειδή, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του λήθαργου των οφθαλμών.
Η ροδιά δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις όσον αφορά τις ιδιότητες και τον τύπο του εδάφους.
Εντούτοις δίνει τα καλύτερα αποτελέσματα σε εδάφη που είναι: βαθιά, στραγγιζόμενα, μέσης συστάσεως τα οποία έχουν ικανοποιητική περιεκτικότητα σε οργανική ουσία και ρΗ 5,5-7,0.
Η ροδιά είναι ένα φυτό που παρουσιάζει μία σχετική αντοχή στην ξηρασία, η παραγωγή της όμως μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά από την έλλειψη του αρδευτικού νερού. Δεν πρέπει να καλλιεργηθεί η ροδιά σαν ξερική καλλιέργεια. Η ροδιά είναι ένα φυτό που αντέχει στην αυξημένη αλατότητα του νερού αρδεύσεως.
Η καλύτερη εποχή για το φύτεμα των δενδρυλλίων είναι στα τέλη του χειμώνα με τις αρχές της άνοιξης. Η φύτευση γίνεται με δενδρύλλια ηλικίας δύο ετών. Συνήθως φυτεύονται 50-100 δέντρα ανά στρέμμα σε αποστάσεις μεταξύ των γραμμών τέτοιες, ώστε να διευκολύνονται οι διάφορες εργασίες συντήρησης της φυτείας.
ΟΙ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΦΥΤΟΥ
Υπάρχουν πάρα πολλές ποικιλίες ροδιάς. Οι ποικιλίες της ροδιάς ανάλογα με ορισμένα κριτήρια διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες.
Οι ποικιλίες της ροδιάς, ανάλογα με την περιεκτικότητα του χυμού τους σε οξέα, διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: α). Γλυκές, ημίγλυκες και ξινές ποικιλίες:
Ενας άλλος τρόπος διάκρισης των ροδιών είναι σύμφωνα με τον τόπο προέλευσής τους. Στην Ελλάδα οι καλλιεργούμενες ποικιλίες φέρονται πολλές φορές στην αγορά με το όνομα του τόπου προέλευσης χωρίς να γίνεται άλλη διάκριση.
Η ποικιλία που τα τελευταία χρόνια καλλιεργείται εντατικά στη χώρα μας είναι η αμερικανική ποικιλία «Wonderfull». Η ποικιλία αυτή είναι η πιο γνωστή ποικιλία ροδιάς παγκοσμίως.
ΠΟΥ ΘΑ ΑΠΕΥΘΥΝΘΩ
Εταιρεία γεωργικών συμβούλων SymAgro
Γεωπόνος Κάσσανδρος Γάτσιος
Τηλ.: 26510 07653
Email: info@symagro.com
Η αξία της ροδιάς
Χρησιμοποιείται από τρόφιμο και ποτό έως φάρμακο και καλλυντικό
Τα ρόδια καταναλώνονται κατά προτίμηση νωπά ή σαν αναψυκτικός χυμός ή σαν σιρόπι ροδιού (γρεναδίνη) ή σαν αλκοολούχα ποτά που παράγονται μετά από μεταποίηση. Επίσης χρησιμοποιούνται στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική. Τα ρόδια ανάλογα με το ποσοστό σακχάρων που περιέχουν κατατάσσονται σε δύο μεγάλες ομάδες:
Τα ρόδια που περιέχουν γλυκούς σπόρους και τα οποία καταναλώνονται ως επιτραπέζιοι καρποί και εκείνα που περιέχουν γλυκόξινους σπόρους και χρησιμοποιούνται στη μεταποίηση με σκοπό την παραγωγή χυμών ή γρεναδίνης ή αλκοολούχων ποτών. Μερικά μέρη του φυτού της ροδιάς χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία για την επεξεργασία των δερμάτων λόγω της αυξημένης περιεκτικότητάς τους σε τανίνη. Ο φλοιός του καρπού είναι και φαρμακευτικός και βαφικός για τη βαφή μάλλινων και μεταξωτών νημάτων. Η πούλπα των καρπών της ροδιάς χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή ιατρική πολλών λαών της Μεσογείου.
Τα άνθη της είναι φαρμακευτικά και ο φλοιός της ρίζας χρησιμοποιείται από την παραδοσιακή ιατρική, εναντίον της ταινίας. Οι ισχυρές αντιοξειδωτικές ιδιότητες των καρπών της ροδιάς τους καθιστούν βασικούς παράγοντες της βιομηχανίας φαρμάκων και της βιομηχανίας παραγωγής καλλυντικών κυρίως για την παραγωγή προϊόντων που αφορούν τη φροντίδα του δέρματος των ανθρώπων, αλλά και προϊόντων προστασίας του δέρματος από τον καρκίνο. Οι κυριότερες αντιοξειδωτικές ουσίες που υπάρχουν στα ρόδια είναι: τα φλαβονοειδή, οι τανίνες και το ελλαγικό οξύ. Το σύνολο των αντιοξειδωτικών που περιέχει κάθε τρόφιμο μετράται με βάση τον δείκτη ORAC. Σύμφωνα με τους ειδικούς συνιστάται οι ημερήσιες τροφές που καταναλώνει ένα ενήλικο άτομο, να περιέχουν τουλάχιστον 3.000 μονάδες ORAC. Τα 100 g καρπών ροδιού περιέχουν 3.200 μονάδες ΟRAC.
Η πλούσια περιεκτικότητα του χυμού της ροδιάς σε πολυφαινόλες, κυρίως σε κηκιδικό οξύ, δίνει τη δυνατότητα σε πολλούς ερευνητές να θεωρούν ότι το ρόδι έχει πολλές αντικαρκινικές δράσεις.
ΤΑ ΟΦΕΛΗ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ
Το ρόδι είναι μία μεγάλη πηγή χαλκού για τον οργανισμό του ανθρώπου, ενώ είναι πλούσιο σε βιταμίνες Α, Β, C και σε ανόργανα στοιχεία: φωσφόρο, ασβέστιο, μαγνήσιο, κάλιο, χαλκό, σίδηρο, μαγγάνιο, πυρίτιο, νάτριο, θείο, ψευδάργυρο κλπ.
Η τακτική κατανάλωση χυμού ροδιού μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη της δημιουργίας αθηροματικών πλακών στις αρτηρίες και της εμφάνισης υψηλής αρτηριακής πίεσης. Ο χυμός του ροδιού βοηθά τον οργανισμό στη διατήρηση σε κανονικά επίπεδα της αρτηριακής πίεσης.
Η ΚΟΡΟΜΗΛΙΑ
Κορομηλιά
Αγγειόσπερμο, δικότυλο φυτό η κορομηλιά ανήκει στο γένος Προύμνη(Prunus), στην οικογένεια των Ροδοειδών (Rosaceae).
Είναι γνωστή και με την ονομασία τζανεριά και τζαρνικιά. Η καταγωγή της είναι από τις Μεσογειακές περιοχές όπου τις καλλιεργούσαν πριν 2000 χρόνια. Σήμερα βρίσκεται και καλλιεργείται σε πολλές περιοχές τηςΕυρώπης και της Ασίας.
Το δέντρο φτάνει σε ύψος τα 12 μέτρα , έχει μεγάλα οδοντωτά φύλλα που εναλλάσσονται και χνουδωτά παράφυλλα. Τα άνθη της είναι λευκά, σχηματίζουν ταξιανθίες και μοιάζουν με αυτά της βερικοκιάς και τηςαμυγδαλιάς, τα δε κλαδιά της όταν είναι τρυφερά, είναι τριχωτά.
Ο καρπός της κορομηλιάς είναι το κορόμηλο. Ο πολλαπλασιασμός της γίνεται με εμβολιασμό, κυρίως της αμυγδαλιάς, αλλά και με σπορά. Είναι ανθεκτική στο ψύχος, ακόμα και στους ανοιξιάτικους παγετούς. Εάν κοπούν οι παραφυάδες τότε ευνοείται η γρήγορη ανάπτυξη του φυτού αλλά εξασθενίζει κιόλας και είναι επικίνδυνο να ξεραθεί. Οι ρίζες της είναι επιπόλαιες και έτσι μπορεί να φυτευτεί και σε ρηχά εδάφη, ακόμα και σε γλάστρες. Ο κορμός της βγάζει όταν τραυματιστεί μία κολλώδη ουσία σαν ρετσίνι, χρώματος κίτρινου ή πορτοκαλιού το οποίο προσελκύει πολλά έντομα.
Δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικό φυτό και γενικά είναι σκληραγωγημένο έτσι γίνεται και υποκείμενο εμβολιασμού για μεγάλη ποικιλία οπωροφόρων δέντρων. Προτιμά τη μοναξιά και όχι τις συστοιχίες δέντρων. Αποδίδει καρπούς πολύ νωρίς, μόλις από τον τρίτο χρόνο της ζωής της.
Ένα είδος κορομηλιάς είναι και η μπουρνελιά που βγάζει τους πιο νόστιμους, αρωματικούς και μεγαλύτερους σε μέγεθος καρπούς τιςμπουρνέλες.
Η κορομηλιά είναι είδος φυτού του γένους προύνος, το οποίο περιλαμβάνει πολλά οπωροφόρα δέντρα. Αυτά, σύμφωνα με τη συστηματική κατάταξη, αποτελούν ιδιαίτερα γένη. Χαρακτηρίστηκε από τον Λινναίο αρχικά ως ξεχωριστό είδος, νεότερες όμως απόψεις τη θέλουν υποείδος του είδουςΠρούμνη η οικιακή (Prunus domestica), που είναι η δαμασκηνιά και ονομάζεται Προύμνη η οικιακή, υποείδος εμβόλιμος. Ευδοκιμεί σε διάφορα κλίματα και σε ορεινά ή πεδινά εδάφη.
Οικογένεια: Ροδοειδή (Rosaceae)
Υποοικογένεια: Προυμνοειδή (Prunoideae)
Γένος: Προύμνη (Prunus
Ελκυστικές αποδόσεις εμφανίζει η καλλιέργεια του αμύγδαλου με όρους συμβολαιακής γεωργίας, αποτελώντας μια ικανοποιητική πρόταση ενασχόλησης στον αγροτικό τομέα με σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης εντός και εκτός ελληνικών συνόρων.
Εχει δοθεί μεγάλη έμφαση στην ποιότητα του ελληνικού αμύγδαλου που είναι ασύγκριτα ανώτερο από τα αμύγδαλα ΗΠΑ, Τουρκίας και Ισπανίας και παρόλο που είναι πιο ακριβό, μπαίνει δυναμικά τα τελευταία χρόνια στις ξένες αγορές.
Τα προτερήματα του αμυγδάλου είναι το σταθερό εισόδημα, η σταθερά αυξανόμενη ζήτηση, το γεγονός ότι είναι ανθεκτικό σε ασθένειες και μύκητες (εν συγκρίσει με άλλα οπωροφόρα) και ότι διατηρείται εκτός ψυκτικών θαλάμων ακόμη και για ένα έτος που το καθιστά ασυναγώνιστο έναντι των άλλων οπωροφόρων καρπών.
Ιδιαίτερα σημαντικές όμως είναι οι προοπτικές που εμφανίζει το ελληνικό αμύγδαλο σε επίπεδο εξαγωγών. «Το αμύγδαλο -όπως υπογραμμίζει ο Ιωάννης Μακανίκας, υπεύθυνος της εταιρείας μεταποίησης ξηρών καρπών 'Μακίν' στον Αλμυρό Βόλου- είναι ίσως το ποιοτικότερο αγροτικό προϊόν της χώρας μας καθώς έχει εξαιρετική γεύση και εμφάνιση σε σχέση με τον εξωτερικό ανταγωνισμό. Σήμερα, η εταιρεία μας εξάγει ελληνικά αμύγδαλα στις κυριότερες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ οι προοπτικές εξαγωγής του είναι μεγάλες, καθότι η κατανάλωση αμυγδάλων αυξάνεται συνεχώς σε παγκόσμιο επίπεδο».
Μάλιστα, η καλλιέργεια προωθείται σε περιοχές οι οποίες κρίνονται κατάλληλες από τις διευθύνσεις αγροτικής οικονομίας και κτηνιατρικής των νομών Πιερίας, Λάρισας, Σερρών, Λασιθίου, Μαγνησίας, Θεσσαλονίκης, Καβάλας, Ξάνθης, Δράμας, Αρκαδίας, Κιλκίς και του Νομαρχιακού Διαμερίσματος Εβρου και βασικά με τις ποικιλίες Ferragnes, Ferraduel, Truito, Texas, Umjranne, Ρέτσου και Ραπτόπουλου.
Οι φυτεύσεις δέντρων στην Ελλάδα μειώθηκαν τη δεκαετία του '90 λόγω της έλλειψης οργάνωσης στην εμπορία των ξηρών καρπών. Η καλλιέργεια της αμυγδαλιάς ήταν κατά 70% περίπου ξηρική και επομένως η παραγωγικότητα ήταν χαμηλή (για την τριετία 1984-86 χωρίς έντονους παγετούς μέση συνολική παραγωγή 48.000 τόνους από 13 εκατομμύρια δέντρα, δηλαδή 3,7 κιλά ψίχας το δέντρο).
Τα τελευταία χρόνια παρά την άρδευση και τη φύτευση παραγωγικών ποικιλιών η παραγωγή μειώθηκε πολύ φθάνοντας κοντά στους 16.500 τόνους (μέσος όρος διετίας 2004-05 δηλαδή αποτελεί περίπου το 2% της παγκόσμιας παραγωγής) από 4,2 εκατ. δέντρα, δηλαδή 3,9 κιλά το δέντρο.
Βέβαια υπάρχουν εντατικοί αμυγδαλεώνες (παραγωγή 10-25 κιλά το δέντρο και εύκολα δίνουν 700-800 ευρώ κέρδος το στρέμμα) που με ένα κρίσιμο μέγεθος (τουλάχιστον 40-50 στρέμματα), σε ήπιες περιοχές και με καλή οργάνωση, συμφέρουν οικονομικά σε σχέση με άλλες δενδροκομικές και λοιπές καλλιέργειες.
- Τα προτερήματα του αμύγδαλου είναι το σταθερό εισόδημα, η αυξανόμενη ζήτηση και το γεγονός ότι είναι ανθεκτικό σε ασθένειες
Τα 900 ευρώ ανά στρέμμα φτάνει η απόδοση
Σημαντικό εισόδημα εξασφαλίζεται στον παραγωγό που καλλιεργεί αμυγδαλιές, με τα έσοδα ανά στρέμμα να κυμαίνονται κατά μέσο όρο από 600 έως 900 ευρώ, ανάλογα με τη φύτευση και την ποιότητα του αμυγδάλου. Φέτος βέβαια, λόγω των βελτιωμένων αποδόσεων, τα έσοδα εκτιμάται ότι θα υπερβούν κατά πολύ τα 1.000 ευρώ ανά στρέμμα.
Η αμυγδαλιά μπορεί να αναπτυχθεί σε ποικιλία εδαφών, αντέχει στην ξηρασία και το ασβέστιο, αλλά οι μεγαλύτερες αποδόσεις λαμβάνονται στα γόνιμα, ελαφρά, καλά στραγγιζόμενα και αρδευόμενα εδάφη. Με την κατάλληλη λίπανση και άρδευση μπορεί να αξιοποιήσει εδάφη που δεν μπορούν να αξιοποιηθούν από άλλα οπωροφόρα δέντρα.
Οπως αναφέρει ο γεωπόνος Κάσσανδρος Γάτσιος, η αμυγδαλιά απαιτεί ζεστά καλοκαίρια με χαμηλή υγρασία, αντέχει στους παγετούς του χειμώνα, αλλά μπορεί να πάθει ζημιές από παγετούς την άνοιξη σε θερμοκρασίες μικρότερες από -3οC.
Επίσης θα πρέπει να δώσει κανείς μεγάλη σημασία στην επιλογή της ποικιλίας που θα διαλέξει όσον αφορά την αντοχή της στην ξηρασία και στις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού. Σε περιπτώσεις με μεγάλη ξηρασία το καλοκαίρι η παραγωγή της μειώνεται αρκετά.
Αναπτύσσεται σε ποικιλία εδαφών, αλλά αναπτύσσεται καλύτερα σε βαθιά αμμοπηλώδη μέχρι τα αργιλοαμμώδη και με καλή στράγγιση εδάφη. Επίσης έχει το χαρακτηριστικό ότι αντέχει στην υψηλή περιεκτικότητα του εδάφους σε ασβέστιο.
Φύτευση: Πολλαπλασιάζεται με σπόρο για την παραγωγή σπορόφυτων, τα οποία όμως πρέπει στη συνέχεια να εμβολιασθούν με την κατάλληλη ποικιλία.
Η αμυγδαλιά φυτεύεται σε τετράγωνα σε αποστάσεις 6-8 μέτρα. Το φύτεμα γίνεται στα τέλη του φθινοπώρου.
Καλλιεργητική τεχνική: Οι ανάγκες της αμυγδαλιάς σε θρεπτικά στοιχεία μπορεί να προσδιορισθούν με μεγάλη ακρίβεια με τη μέθοδο της «φυλλοδιαγνωστικής». Τα φύλλα πρέπει να συλλέγονται τον Ιούνιο - Ιούλιο και να προέρχονται από λογχοειδή χωρίς καρπούς.
Η αμυγδαλιά είναι απαιτητική σε άζωτο. Μία ποσότητα ενός κιλού αζώτου ανά δέντρο και έτος είναι συνήθως μια ικανοποιητική δόση με την οποία καλύπτει τις ανάγκες της σε άζωτο.
Το κάλιο επίσης είναι το δεύτερο σε σπουδαιότητα στοιχείο. Τη μεγαλύτερη ανάγκη σε άζωτο έχει η αμυγδαλιά την άνοιξη και το καλοκαίρι.
Το κάλιο έχει ιδιαίτερη σημασία για την αμυγδαλιά, γιατί αυξάνει την αντοχή των δέντρων στις χαμηλές θερμοκρασίες, καθώς και στην ξηρασία.
Αρδευση: Εφόσον θέλουμε ικανοποιητική παραγωγή αλλά και καλής ποιότητας ψίχα αμυγδάλων, η αμυγδαλιά πρέπει να αρδεύεται.
Οι αρδεύσεις μπορεί να γίνονται με κατάκλιση, με αυλάκια, με σταγόνες και με μικρούς εκτοξευτές. Πολύ καλά αποτελέσματα δίνει η άρδευση με σταγόνες. Τις μεγαλύτερες ανάγκες σε νερό έχουν τα φυτά στα τέλη της άνοιξης, το καλοκαίρι αλλά και τους πρώτους μήνες του φθινοπώρου.
Οι αρδεύσεις πρέπει να σταματούν μερικές ημέρες πριν από την έναρξη της συγκομιδής.
Η τυποποίηση «εκτοξεύει» τις εξαγωγές
Η εφαρμογή συγκεκριμένων κανόνων στην τυποποίηση μπορεί να εκτοξεύσει τις εξαγωγές του ελληνικού αμυγδάλου.
Στην Ελλάδα η τυποποίηση του αμυγδάλου στηρίζεται στα κριτήρια που εφαρμόζει ο κάθε φορέας επεξεργασίας του αμυγδάλου.
Οι φορείς αυτοί είναι συνήθως οι μονάδες σπασίματος των καρπών και διαλογής του ενδοκαρπίου του αμυγδάλου. Είναι αναγκαίο να εφαρμοστούν συγκεκριμένοι κανόνες όσον αφορά την τυποποίηση κυρίως από τις επιχειρήσεις που διαθέτουν τους σπαστήρες των ξηρών καρπών.
Η διαδικασία αυτή δεν έχει μεγάλο κόστος, αλλά είναι χρονοβόρα και γι' αυτό δεν υπάρχει μεγάλη προθυμία να τη δεχθούν. Εάν εφαρμοσθεί η τυποποίηση, τότε η δυνατότητα εξαγωγών του αμυγδάλου θα είναι μεγάλη.
Η τυποποίηση που έχει το αμύγδαλο των ΗΠΑ είναι ένας από τους κυριότερους λόγους που γίνονται εισαγωγές κυρίως από τις ΗΠΑ, διότι πέρα από την ανταγωνιστικότητα της τιμής, η τυποποίηση που εφαρμόζουν είναι συγκεκριμένη σε καθορισμένα μεγέθη και εφαρμόζεται αυστηρά.
Η εμπορία του αμυγδάλου γίνεται στη χονδρική αγορά σε συσκευασίες σάκων των 50 kg και στο λιανεμπόριο σε πιο μικρές συσκευασίες που φθάνουν μέχρι συσκευασίες των 100 gr. Το αμύγδαλο επίσης μπορούμε να το βρούμε στο εμπόριο σε διάφορους τύπους, όπως είναι: το λευκασμένο, το αλμυρό, το καπνισμένο, το γλυκό κ.τ.λ. Υπάρχουν και άλλες μορφές του αμυγδάλου που έχουν συγκεκριμένες χρήσεις όπως οι φέτες, τα τεμάχια κ.τ.λ. που συχνά δεν διατίθενται στην ελληνική αγορά.
Η αποθήκευση των αμυγδάλων γίνεται σε ιδιόκτητους χώρους τόσο στον πρωτογενή τομέα παραγωγής από τους παραγωγούς όσο και στον δευτερογενή τομέα που είναι οι βιομηχανίες, οι βιοτεχνίες και οι χονδρέμποροι.
Ο εξισορροπητικός ρόλος της αποθήκευσης, όσον αφορά τη συγκράτηση των τιμών σε λογικά επίπεδα, συνίσταται στην απόσυρση σε αποθηκευτικούς χώρους της ποσότητας του προϊόντος που δεν μπορεί να απορροφηθεί κατά την εποχή συγκομιδής του και στη διάθεση στη συνέχεια της ποσότητας αυτής κατά τους υπόλοιπους μήνες σύμφωνα με τις ανάγκες της κατανάλωσης.
Στον τομέα της προσφοράς δραστηριοποιείται ένας πολύ μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει μία μικρή ομάδα 10-15 επιχειρήσεων βιομηχανικής μορφής, οι οποίες είναι παράλληλα και οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς και χονδρέμποροι.
ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ
Οι δύο ποικιλίες που προτιμούν οι παραγωγοί
Οι δύο κυριότερες ποικιλίες που καλλιεργούνται στην Ελλάδα:
Ferragnes: Είναι μία καλή και παραγωγική ποικιλία που δίνει αμύγδαλα που χρησιμοποιούνται σαν ξηροί καρποί επειδή έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε ψίχα. Είναι μία από τις κύριες ποικιλίες της Ελλάδας, με το 34% του αριθμού των δέντρων της αμυγδαλιάς που καλλιεργούνται στην Ελλάδα. Ανθίζει περίπου 7 ημέρες μετά την Texas στις αρχές Μαρτίου. Τα αμύγδαλα ωριμάζουν από τα τέλη Αυγούστου. Είναι ανθεκτική ποικιλία στον μύκητα του κλαδοσπόριου και της μονίλιας.
Texas: Ποικιλία ζωηρή ορθόκλαδη ανθεκτική στο κλαδοσπόριο και στη μονίλια. Είναι μία ποικιλία που χρησιμοποιείται για μεταποίηση, έχει καλή παραγωγικότητα, δίνει αμύγδαλα με μικρή ποσότητα ψίχας (45%) και παρουσιάζει αυξημένα ποσοστά καρπόπτωσης. Τα αμύγδαλα αυτής της ποικιλίας είναι στρογγυλά. Το 54% των αμυγδαλιών της Ελλάδας προέρχονται από αυτήν την ποικιλία. Τα αμύγδαλα ωριμάζουν στα τέλη Σεπτεμβρίου. Χαρακτηρίζεται από την παραγωγή διπλόσπερμων αμυγδάλων. Είναι ποικιλία ανθεκτική στο κλαδοσπόριο και στη μονίλια. Ανθίζει αρχές Μαρτίου.
Συγκομιδή, αποφλοίωση και στέγνωμα των καρπών
Τα αμύγδαλα ωριμάζουν ανάλογα με την ποικιλία από τα τέλη Αυγούστου μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου. Τα αμύγδαλα είναι κατάλληλα για συγκομιδή όταν ανοίγει το περικάρπιο αφού έχει ξεραθεί μερικώς. Η συγκομιδή στη χώρα μας γίνεται με ράβδισμα των κλαδιών και συγκέντρωση των αμυγδάλων επάνω σε δίχτυα που απλώνονται στη βάση των δέντρων. Τα τελευταία χρόνια η συγκομιδή των καρπών γίνεται και με μηχανήματα δόνησης.
Στη συνέχεια ακολουθεί αποφλοίωση με την απομάκρυνση του περικαρπίου και άπλωμα στον ήλιο ή στη σκιά για το στέγνωμα των αμυγδάλων. Σήμερα η αποφλοίωση γίνεται με ειδικά αποφλοιωτικά μηχανήματα και η αποξήρανση σε ειδικά ξηραντήρια με θερμοκρασίες 42ο-43οC. Το ποσοστό της υγρασίας των αποξηραμένων αμυγδάλων πρέπει να είναι 5-7%. Το αμύγδαλο μέσα στο ενδοκάρπιό του, μπορεί να διατηρηθεί για έναν χρόνο, χωρίς να υποβαθμιστεί η ποιότητά του. Στην περίπτωση της ψίχας για να διατηρηθεί πρέπει να ψυχθεί ώστε να διατηρηθεί μερικούς μήνες ή να διατηρηθεί σε κενό αέρος ή σε άζωτο ή σε κατάψυξη για να διατηρηθεί περισσότερο.
Σε υψηλά επίπεδα η ζήτηση
Σημαντική αύξηση καταγράφει τα τελευταία χρόνια η ζήτηση των αμυγδάλων σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα αμύγδαλα είναι καρποί πλούσιοι σε πρωτεΐνες, σε φυτικές ίνες, σε ανόργανα άλατα και βιταμίνες, όπως είναι η βιταμίνη Α και η βιταμίνη Ε. Ιδιαίτερα η βιταμίνη Ε είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη με αντιοξειδωτική δράση. Μια ακόμα ιδιότητα των αμυγδάλων είναι ότι έχει ευεργετική επίδραση στο πεπτικό σύστημα. Το αμύγδαλο σαν ξηρός καρπός δέχεται ισχυρό ανταγωνισμό στις διάφορες χρήσεις του από το φουντούκι, που είναι ένας πιο φθηνός ξηρός καρπός και ο οποίος εισάγεται από την Τουρκία, δηλαδή από μία χώρα με χαμηλό κόστος παραγωγής.
Οι Ελληνες καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες ξηρών καρπών ανά κάτοικο. Εχουν υψηλότερη κατανάλωση σε σχέση με χώρες όπως η Ιταλία και οι ΗΠΑ. Η μέση κατανάλωση ανά κάτοικο ετησίως είναι στην Ελλάδα 14 kg, στην Ιταλία 6kg ανά κάτοικο και έτος και στις ΗΠΑ 2 kg ανά κάτοικο και έτος, σύμφωνα με τα στοιχεία του FAO.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΡΟΔΙΑ
Καταγράφοντας τις καλλιέργειες που τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται στην Ελλάδα έλκοντας το ενδιαφέρον των παραγωγών, η ροδιά βρίσκεται πλέον σε περίοπτη θέση.
Τα τελευταία χρόνια, άρχισε να αναπτύσσεται η καλλιέργεια της ροδιάς στην Ελλάδα με γρήγορους ρυθμούς κυρίως στο πλαίσιο της συμβολαιακής γεωργίας από εταιρείες που παράγουν χυμούς ροδιού.
Στον Νομό Αργολίδας και συγκεκριμένα στην περιοχή της Ερμιόνης παράγονται 300-400 τόνοι ροδιών για επιτραπέζια χρήση. Τα τελευταία χρόνια σε πολλούς νομούς της Ελλάδας (Αργολίδας, Ηλείας, Λακωνίας, Μεσσηνίας, Πέλλας, Ξάνθης, Λάρισας, Σερρών) έγιναν αρκετές φυτεύσεις νέων φυτειών ροδιάς, κυρίως της ποικιλίας Wonderful, που είναι κατάλληλη για παραγωγή χυμών. Οι φυτεύσεις αυτές γίνονται με το σύστημα της συμβολαιακής γεωργίας.
Η ελληνική αγορά είναι ελλειμματική όσον αφορά τα ρόδια και για τον λόγο αυτό κάθε χρόνο γίνονται εισαγωγές που φθάνουν τους 800 τόνους, ενώ η συνολική κατανάλωση ροδιών φθάνει τους 1.000-1.200 τόνους. Οι κυριότερες χώρες από τις οποίες γίνονται οι εισαγωγές είναι η Τουρκία, το Ιράν, η Ινδία, η Αίγυπτος, το Ισραήλ. Οι εισαγόμενες ποσότητες ροδιών αφορούν κυρίως ρόδια ξινών και γλυκόξινων ποικιλιών και οι οποίες κυρίως χρησιμοποιούνται στην παραγωγή χυμών. Πέραν όμως των ροδιών, στη χώρα μας εισάγονται και πολλά άλλα προϊόντα διατροφής, όπως είναι χυμοί, ποτά, αναψυκτικά, γιαούρτια, παγωτά, μαρμελάδες κλπ. αλλά και καλλυντικά και συμπληρώματα διατροφής που περιέχουν συστατικά των ροδιών.
Μέχρι προ λίγων ετών, η ροδιά βρισκόταν στο περιθώριο του ενδιαφέροντος των καταναλωτών αλλά και των παραγωγών στις διάφορες χώρες του κόσμου. Το 2004 όμως στις ΗΠΑ, έγινε η μεγάλη στροφή στην προτίμηση του καταναλωτικού κοινού. Η αλλαγή αυτή ξεκίνησε με μία μεγάλη ενημερωτική καμπάνια, που είχε σαν στόχο την ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού για τις φαρμακευτικές ιδιότητες του χυμού της ροδιάς.
Το έτος αυτό ονομάσθηκε «έτος του χυμού της ροδιάς». Η μεγάλη αυτή δημοσιότητα έστρεψε το κοινό προς την κατεύθυνση της κατανάλωσης προϊόντων της ροδιάς, με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος σήμερα στις ΗΠΑ για αδυναμία κάλυψης της ζήτησης.
Στην Ελλάδα, η ροδιά είναι ένα φυτό που φύεται από την αρχαιότητα, αλλά τα τελευταία χρόνια άρχισε να καλλιεργείται συστηματικά. Η ροδιά προέρχεται από τη νοτιοδυτική Ασία και μεταφέρθηκε κατά την αρχαιότητα στον μεσογειακό χώρο.
Με βάση την παραγωγή της ροδιάς σήμερα παράγονται 475 διαφορετικά προϊόντα (τρόφιμα, ποτά, φαρμακευτικά προϊόντα, καλλυντικά κλπ).
Πέραν των φρέσκων καρπών που υπάρχουν στην αγορά, κυκλοφορούν διάφορα μεταποιημένα προϊόντα όπως χυμοί ή συμπύκνωμα χυμού αλλά και πολλά άλλα προϊόντα, όπως είναι γαλακτούχα ποτά, αναψυκτικά, αλκοολούχα ποτά, επιδόρπια, ένα γνωστό σιρόπι (γρεναδίνη). Επίσης βρίσκονται στο εμπόριο αποξηραμένοι σπόροι ροδιού (ολόκληροι ή σε σκόνη) οι οποίοι χρησιμοποιούνται πολύ στην κουζίνα των Ινδιών. Υπάρχουν ακόμη και διάφορα άλλα προϊόντα, όπως ξίδι από ρόδι, σάλτσες ροδιού κλπ.
Η ροδιά όμως, πέραν της μεγάλης φήμης που απέκτησε σαν υπέροχο συστατικό της διατροφής, κίνησε και το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας, λόγω των σπουδαίων φαρμακευτικών ιδιοτήτων που έχουν τα ρόδια στην πρόληψη πολλών ασθενειών.
ΤΕΧΝΙΚΕΣ
Τα κέρδη, η παραγωγή και η εγκατάσταση της φυτείας
Με τα καθαρά κέρδη ανά στρέμμα να φθάνουν έως και τα 1.200 ευρώ, η καλλιέργεια της ροδιάς αποτελεί μια προσοδοφόρα εναλλακτική αγροτική δραστηριότητα στη χώρα μας.
Η διάρκεια της παραγωγικής ζωής μίας φυτείας ροδιάς υπολογίζεται σε 25-30 έτη. Οι αποδόσεις ανά δένδρο κυμαίνονται μεταξύ 40-50 κιλών και ανά στρέμμα 2.500-3.000 κιλών. Το κόστος εγκατάστασης ενός στρέμματος καλλιέργειας ροδιάς ανέρχεται σε 540 ευρώ, ενώ το καθαρό εισόδημα είναι 1.000-1.200 ευρώ ανά στρέμμα.
Η ροδιά μπορεί να μπει σε καρποφορία από το 3ο ή το 4ο έτος μετά την εγκατάστασή της, ενώ σε πλήρη παραγωγή φθάνει μετά το 7ο-8ο έτος. Κατά την πλήρη παραγωγή της αποδίδει 2,5-3,0 τόνους /στρέμμα εμπορεύσιμο ρόδι και σε μερικές περιπτώσεις μεγαλύτερη.
Η ωρίμανση των καρπών της ροδιάς γίνεται την περίοδο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου ανάλογα με την ποικιλία.
Η συγκομιδή των ροδιών συνήθως αρχίζει όταν τα δένδρα έχουν φθάσει σε ηλικία 3-4 ετών. Η συγκομιδή συνήθως γίνεται στα τέλη του Σεπτεμβρίου έως στα μέσα Οκτωβρίου, ανάλογα βέβαια με την ποικιλία. Ενα φυτό σε ώριμη ηλικία παράγει περίπου 100 εμπορεύσιμους καρπούς. Η ωρίμανση των καρπών της ροδιάς κλιμακώνεται σε μία διάρκεια δύο μηνών.
Το κλίμα που ταιριάζει περισσότερο στην καλλιέργεια της ροδιάς είναι το υποτροπικό. Η ροδιά ευδοκιμεί σε περιοχές που χαρακτηρίζονται από μακρύ, θερμό και ξηρό καλοκαίρι.
Η ροδιά μπορεί να επιτύχει πολύ καλές παραγωγές εφόσον στις περιοχές αυτές η θερμοκρασία κατά τη διάρκεια του έτους δεν πέφτει κάτω από τους -12C o. Η ροδιά παρουσιάζει μεγαλύτερη αντοχή στο ψύχος από ό,τι η ελιά και τα εσπεριδοειδή, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του λήθαργου των οφθαλμών.
Η ροδιά δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις όσον αφορά τις ιδιότητες και τον τύπο του εδάφους.
Εντούτοις δίνει τα καλύτερα αποτελέσματα σε εδάφη που είναι: βαθιά, στραγγιζόμενα, μέσης συστάσεως τα οποία έχουν ικανοποιητική περιεκτικότητα σε οργανική ουσία και ρΗ 5,5-7,0.
Η ροδιά είναι ένα φυτό που παρουσιάζει μία σχετική αντοχή στην ξηρασία, η παραγωγή της όμως μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά από την έλλειψη του αρδευτικού νερού. Δεν πρέπει να καλλιεργηθεί η ροδιά σαν ξερική καλλιέργεια. Η ροδιά είναι ένα φυτό που αντέχει στην αυξημένη αλατότητα του νερού αρδεύσεως.
Η καλύτερη εποχή για το φύτεμα των δενδρυλλίων είναι στα τέλη του χειμώνα με τις αρχές της άνοιξης. Η φύτευση γίνεται με δενδρύλλια ηλικίας δύο ετών. Συνήθως φυτεύονται 50-100 δέντρα ανά στρέμμα σε αποστάσεις μεταξύ των γραμμών τέτοιες, ώστε να διευκολύνονται οι διάφορες εργασίες συντήρησης της φυτείας.
ΟΙ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΦΥΤΟΥ
Υπάρχουν πάρα πολλές ποικιλίες ροδιάς. Οι ποικιλίες της ροδιάς ανάλογα με ορισμένα κριτήρια διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες.
Οι ποικιλίες της ροδιάς, ανάλογα με την περιεκτικότητα του χυμού τους σε οξέα, διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: α). Γλυκές, ημίγλυκες και ξινές ποικιλίες:
Ενας άλλος τρόπος διάκρισης των ροδιών είναι σύμφωνα με τον τόπο προέλευσής τους. Στην Ελλάδα οι καλλιεργούμενες ποικιλίες φέρονται πολλές φορές στην αγορά με το όνομα του τόπου προέλευσης χωρίς να γίνεται άλλη διάκριση.
Η ποικιλία που τα τελευταία χρόνια καλλιεργείται εντατικά στη χώρα μας είναι η αμερικανική ποικιλία «Wonderfull». Η ποικιλία αυτή είναι η πιο γνωστή ποικιλία ροδιάς παγκοσμίως.
ΠΟΥ ΘΑ ΑΠΕΥΘΥΝΘΩ
Εταιρεία γεωργικών συμβούλων SymAgro
Γεωπόνος Κάσσανδρος Γάτσιος
Τηλ.: 26510 07653
Email: info@symagro.com
Η αξία της ροδιάς
Χρησιμοποιείται από τρόφιμο και ποτό έως φάρμακο και καλλυντικό
Τα ρόδια καταναλώνονται κατά προτίμηση νωπά ή σαν αναψυκτικός χυμός ή σαν σιρόπι ροδιού (γρεναδίνη) ή σαν αλκοολούχα ποτά που παράγονται μετά από μεταποίηση. Επίσης χρησιμοποιούνται στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική. Τα ρόδια ανάλογα με το ποσοστό σακχάρων που περιέχουν κατατάσσονται σε δύο μεγάλες ομάδες:
Τα ρόδια που περιέχουν γλυκούς σπόρους και τα οποία καταναλώνονται ως επιτραπέζιοι καρποί και εκείνα που περιέχουν γλυκόξινους σπόρους και χρησιμοποιούνται στη μεταποίηση με σκοπό την παραγωγή χυμών ή γρεναδίνης ή αλκοολούχων ποτών. Μερικά μέρη του φυτού της ροδιάς χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία για την επεξεργασία των δερμάτων λόγω της αυξημένης περιεκτικότητάς τους σε τανίνη. Ο φλοιός του καρπού είναι και φαρμακευτικός και βαφικός για τη βαφή μάλλινων και μεταξωτών νημάτων. Η πούλπα των καρπών της ροδιάς χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή ιατρική πολλών λαών της Μεσογείου.
Τα άνθη της είναι φαρμακευτικά και ο φλοιός της ρίζας χρησιμοποιείται από την παραδοσιακή ιατρική, εναντίον της ταινίας. Οι ισχυρές αντιοξειδωτικές ιδιότητες των καρπών της ροδιάς τους καθιστούν βασικούς παράγοντες της βιομηχανίας φαρμάκων και της βιομηχανίας παραγωγής καλλυντικών κυρίως για την παραγωγή προϊόντων που αφορούν τη φροντίδα του δέρματος των ανθρώπων, αλλά και προϊόντων προστασίας του δέρματος από τον καρκίνο. Οι κυριότερες αντιοξειδωτικές ουσίες που υπάρχουν στα ρόδια είναι: τα φλαβονοειδή, οι τανίνες και το ελλαγικό οξύ. Το σύνολο των αντιοξειδωτικών που περιέχει κάθε τρόφιμο μετράται με βάση τον δείκτη ORAC. Σύμφωνα με τους ειδικούς συνιστάται οι ημερήσιες τροφές που καταναλώνει ένα ενήλικο άτομο, να περιέχουν τουλάχιστον 3.000 μονάδες ORAC. Τα 100 g καρπών ροδιού περιέχουν 3.200 μονάδες ΟRAC.
Η πλούσια περιεκτικότητα του χυμού της ροδιάς σε πολυφαινόλες, κυρίως σε κηκιδικό οξύ, δίνει τη δυνατότητα σε πολλούς ερευνητές να θεωρούν ότι το ρόδι έχει πολλές αντικαρκινικές δράσεις.
ΤΑ ΟΦΕΛΗ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ
Το ρόδι είναι μία μεγάλη πηγή χαλκού για τον οργανισμό του ανθρώπου, ενώ είναι πλούσιο σε βιταμίνες Α, Β, C και σε ανόργανα στοιχεία: φωσφόρο, ασβέστιο, μαγνήσιο, κάλιο, χαλκό, σίδηρο, μαγγάνιο, πυρίτιο, νάτριο, θείο, ψευδάργυρο κλπ.
Η τακτική κατανάλωση χυμού ροδιού μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη της δημιουργίας αθηροματικών πλακών στις αρτηρίες και της εμφάνισης υψηλής αρτηριακής πίεσης. Ο χυμός του ροδιού βοηθά τον οργανισμό στη διατήρηση σε κανονικά επίπεδα της αρτηριακής πίεσης.
Η ΚΟΡΟΜΗΛΙΑ
Κορομηλιά
Αγγειόσπερμο, δικότυλο φυτό η κορομηλιά ανήκει στο γένος Προύμνη(Prunus), στην οικογένεια των Ροδοειδών (Rosaceae).
Είναι γνωστή και με την ονομασία τζανεριά και τζαρνικιά. Η καταγωγή της είναι από τις Μεσογειακές περιοχές όπου τις καλλιεργούσαν πριν 2000 χρόνια. Σήμερα βρίσκεται και καλλιεργείται σε πολλές περιοχές τηςΕυρώπης και της Ασίας.
Το δέντρο φτάνει σε ύψος τα 12 μέτρα , έχει μεγάλα οδοντωτά φύλλα που εναλλάσσονται και χνουδωτά παράφυλλα. Τα άνθη της είναι λευκά, σχηματίζουν ταξιανθίες και μοιάζουν με αυτά της βερικοκιάς και τηςαμυγδαλιάς, τα δε κλαδιά της όταν είναι τρυφερά, είναι τριχωτά.
Ο καρπός της κορομηλιάς είναι το κορόμηλο. Ο πολλαπλασιασμός της γίνεται με εμβολιασμό, κυρίως της αμυγδαλιάς, αλλά και με σπορά. Είναι ανθεκτική στο ψύχος, ακόμα και στους ανοιξιάτικους παγετούς. Εάν κοπούν οι παραφυάδες τότε ευνοείται η γρήγορη ανάπτυξη του φυτού αλλά εξασθενίζει κιόλας και είναι επικίνδυνο να ξεραθεί. Οι ρίζες της είναι επιπόλαιες και έτσι μπορεί να φυτευτεί και σε ρηχά εδάφη, ακόμα και σε γλάστρες. Ο κορμός της βγάζει όταν τραυματιστεί μία κολλώδη ουσία σαν ρετσίνι, χρώματος κίτρινου ή πορτοκαλιού το οποίο προσελκύει πολλά έντομα.
Δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικό φυτό και γενικά είναι σκληραγωγημένο έτσι γίνεται και υποκείμενο εμβολιασμού για μεγάλη ποικιλία οπωροφόρων δέντρων. Προτιμά τη μοναξιά και όχι τις συστοιχίες δέντρων. Αποδίδει καρπούς πολύ νωρίς, μόλις από τον τρίτο χρόνο της ζωής της.
Ένα είδος κορομηλιάς είναι και η μπουρνελιά που βγάζει τους πιο νόστιμους, αρωματικούς και μεγαλύτερους σε μέγεθος καρπούς τιςμπουρνέλες.
Η κορομηλιά είναι είδος φυτού του γένους προύνος, το οποίο περιλαμβάνει πολλά οπωροφόρα δέντρα. Αυτά, σύμφωνα με τη συστηματική κατάταξη, αποτελούν ιδιαίτερα γένη. Χαρακτηρίστηκε από τον Λινναίο αρχικά ως ξεχωριστό είδος, νεότερες όμως απόψεις τη θέλουν υποείδος του είδουςΠρούμνη η οικιακή (Prunus domestica), που είναι η δαμασκηνιά και ονομάζεται Προύμνη η οικιακή, υποείδος εμβόλιμος. Ευδοκιμεί σε διάφορα κλίματα και σε ορεινά ή πεδινά εδάφη.
Περιγραφή
Είναι φυλλοβόλο δέντρο και ο καρπός του είναι δρύπη, σχεδόν σφαιρική, με λείο εξωκάρπιο και κίτρινο , κόκκινο ή ιώδες χρώμα. Έχει οδοντωτά φύλλα και μεγάλα λευκά άνθη, που εκπτύσσονται ανά δύο ή περισσότερα, πιο μπροστά από τα φύλλα. Τα άνθη έχουν πέντε σέπαλα και ισάριθμα πέταλα, ενώ οι στήμονες φτάνουν τους 30. Το μεσοκάρπιο είναι σαρκώδες και χυμώδες.Ασθένειες
Η κορομηλιά προσβάλλεται από τις ίδιες ασθένειες με την αμυγδαλιά και την κερασιά . Επιπρόσθετα, εχθροί της είναι τα υμενόπτερα έντομαΟπλοκάμπη η μικρά (Hoplocampa minuta) και Οπλοκάμπη η κίτρινη(Hoplocampa flava) και μύκητες του γένους εξώασκος (Exoascus)
Ποικιλίες
- Μηλοφόρος (maliformis) γνωστή κοινά με τις ονομασίες μιραμπέλλα (μπερικέτια)
- Κηρώδης (ρεγκλότες, var. cereola)
Είναι γνωστή και με την ονομασία τζανεριά και τζαρνικιά. Η καταγωγή της είναι από τις Μεσογειακές περιοχές όπου τις καλλιεργούσαν πριν 2000 χρόνια. Σήμερα βρίσκεται και καλλιεργείται σε πολλές περιοχές τηςΕυρώπης και της Ασίας.
Το δέντρο φτάνει σε ύψος τα 12 μέτρα , έχει μεγάλα οδοντωτά φύλλα που εναλλάσσονται και χνουδωτά παράφυλλα. Τα άνθη της είναι λευκά, σχηματίζουν ταξιανθίες και μοιάζουν με αυτά της βερικοκιάς και τηςαμυγδαλιάς, τα δε κλαδιά της όταν είναι τρυφερά, είναι τριχωτά.
Ο καρπός της κορομηλιάς είναι το κορόμηλο. Ο πολλαπλασιασμός της γίνεται με εμβολιασμό, κυρίως της αμυγδαλιάς, αλλά και με σπορά. Είναι ανθεκτική στο ψύχος, ακόμα και στους ανοιξιάτικους παγετούς. Εάν κοπούν οι παραφυάδες τότε ευνοείται η γρήγορη ανάπτυξη του φυτού αλλά εξασθενίζει κιόλας και είναι επικίνδυνο να ξεραθεί. Οι ρίζες της είναι επιπόλαιες και έτσι μπορεί να φυτευτεί και σε ρηχά εδάφη, ακόμα και σε γλάστρες. Ο κορμός της βγάζει όταν τραυματιστεί μία κολλώδη ουσία σαν ρετσίνι, χρώματος κίτρινου ή πορτοκαλιού το οποίο προσελκύει πολλά έντομα.
Δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικό φυτό και γενικά είναι σκληραγωγημένο έτσι γίνεται και υποκείμενο εμβολιασμού για μεγάλη ποικιλία οπωροφόρων δέντρων. Προτιμά τη μοναξιά και όχι τις συστοιχίες δέντρων. Αποδίδει καρπούς πολύ νωρίς, μόλις από τον τρίτο χρόνο της ζωής της.
Ένα είδος κορομηλιάς είναι και η μπουρνελιά που βγάζει τους πιο νόστιμους, αρωματικούς και μεγαλύτερους σε μέγεθος καρπούς τιςμπουρνέλες.
Η κορομηλιά είναι είδος φυτού του γένους προύνος, το οποίο περιλαμβάνει πολλά οπωροφόρα δέντρα. Αυτά, σύμφωνα με τη συστηματική κατάταξη, αποτελούν ιδιαίτερα γένη. Χαρακτηρίστηκε από τον Λινναίο αρχικά ως ξεχωριστό είδος, νεότερες όμως απόψεις τη θέλουν υποείδος του είδους προύνος η οικιακή (Prunus Domestica), που είναι η δαμασκηνιά και ονομάζεται Προύνος η οικιακή, υποείδος εμβόλιμος. Ευδοκιμεί σε διάφορα κλίματα και σε ορεινά ή πεδινά εδάφη.
Η καλλιεργεια της δαμασκηνιάς
Η δαμασκηνιά καλλιεργείται ευρέως σε όλη την υφήλιο. Ανήκει στην οικογένεια Rosaceae, στο γένος Prunus,που περιλαμβάνει είδη από Ασία, Ευρώπη και Αμερική. Τα είδη με δενδροκομική σημασία είναι τα εξής: P. domestica, P. salicina, P. cerasifera, P. insititia, P. spinosa, P. alleghaniesa, P. americana κ.α.
Απαιτήσεις σε κλίμα-έδαφος
Η δαμασκηνιά μπορεί να ευδοκιμήσει επί διαφόρων τύπων εδαφών, αλλά αποδίδει καλύτερα σε βαθιά, ελαφρά, ασβεστώδη και μέσης σύστασης εδάφη, που αποστραγγίζονται καλά. Ανέχεται βαρύτερα εδάφη από τα πιο πολλά πυρηνόκαρπα, εκτός αν έχει ως υποκείμενο τη ροδακινιά.
Θεωρείται ευαίσθητη στους ισχυρούς ανέμους και γι’ αυτό θα πρέπει να αποφεύγονται οι περιοχές εκείνες που είναι εκτεθειμένες σε διαρκείς και σφοδρούς ανέμους.
Η δαμασκηνιά προσαρμόζεται εύκολα και ευδοκιμεί ικανοποιητικά σε ευρεία ποικιλία κλιματικών και εδαφικών συνθηκών.
Η ψηλή ατμοσφαιρική υγρασία και οι πολλές βροχοπτώσεις κατά την περίοδο της ανθοφορίας της δαμασκηνιάς την άνοιξη, αποτελούν δυσμενείς παράγοντες για τη καλλιέργειά της, γιατί ευνοούν την ανάπτυξη της μονίλιας. Συνεπώς περιοχές με πολύ υγρή άνοιξη θεωρούνται ακατάλληλες για την καλλιέργεια της δαμασκηνιάς και πρέπει να αποφεύγονται.
Πολλαπλασιασμός
Η δαμασκηνιά πολλαπλασιάζεται με ενοφθαλμισμό με όρθιο Σ πάνω σε υποκείμενα σπορόφυτα (μυροβαλάνου, ροδακινιάς, βερικοκιάς και αμυγδαλιάς) ή κλώνους ηλικίας 1 έως 2 χρόνων. Ο ενοφθαλμισμός μπορεί να γίνει την άνοιξη, το καλοκαίρι (μέσα Ιουλίου) και το φθινόπωρο (αρχές Σεπτεμβρίου).
Ο ενοφθαλμισμός την άνοιξη γίνεται μόλις αρχίσει να αποκολλάται εύκολα ο φλοιός του υποκειμένου με κοιμώμενο οφθαλμό από εμβολιοφόρους βλαστούς, που κόπηκαν έγκαιρα και διατηρήθηκαν κατάλληλα συσκευασμένοι σε θερμοκρασία 30 έως 40 C. Σαν πιο κατάλληλη όμως εποχή θεωρείται το καλοκαίρι και το φθινόπωρο με ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες, περίοδοι, που εξασφαλίζουν και τα κατάλληλα εμβόλια. Το παραγόμενο δενδρύλλιο συνήθως διατίθεται ως μονοετές την επόμενη χρονιά, τέλη φθινοπώρου, ή ως διετές τη μεθεπόμενη χρονιά κατά τη ν ίδια περίοδο.
Τα κλωνικά υποκείμενα πολλαπλασιάζονται σχετικά εύκολα με ξυλοποιημένα χειμερινά μοσχεύματα, με φυλλοφόρα μοσχεύματα και με την τεχνική in vitro.
Υποκείμενα σπορόφυτα: Τα υποκείμενα αυτά παράγονται από σπόρο. υνήθως χρησιμοποιούνται σπόροι μυροβολάνου (P. cerasifera), δαμασκηνιάς, κορομηλιάς και ροδακινιάς (Levell, Nemaquard, Elberta, κ.α.) και ελάχιστες φορές βερικοκιάς και αμυγδαλιάς. Τα σπορόφυτα ροδακινιάς, βερικοκιάς και αμυγδαλιάς δε συνηθίζονται πια και δε συνιστώνται εκτός από ειδικές περιπτώσεις.
Υποκείμενα κλωνικά: Marianna 2624, Myrobolan 29C, Myrobolan B, Brompton, St. Julien A, Pershore, St. Julien GF 355/2, Damas 1869 ή GF 1869, Pixy, P. angustifolia, Prunus besseyi
Λίπανση
Η εμπειρική λίπανση κατά στρέμμα είναι της τάξης 10-15 μονάδες για το άζωτο (σαν θειϊκή αμμωνία 50-75 χιλιογρ. λιπάσματος, 5-10 μονάδες για το φώσφορο (σαν υπεροφωσφορικό 25-50 χιλιογρ. λιπάσματος) και 15-20 μονάδες για το κάλι (σαν θεϊκό κάλι 30-40 χιλιογρ. λιπάσματος) και κάθε δυο χρόνια για το φώσφορο και το κάλι, όταν τα εδαφικά αποθέματα είναι ανεπαρκή. Η προσθήκη των λιπαντικών στοιχείων συνίσταται να γίνεται χρονικά.
Εγκατάσταση φυτείας
Η φύτευση των δενδρυλλίων γίνεται από το Νοέμβρη, μόλις συμπληρωθεί η φυλλόπτωση, μέχρι τις αρχές της άνοιξης, προτού εκπτυχθούν οι οφθαλμοί και πάντοτε με ευνοϊκές εδαφοκλιματικές συνθήκες.
Η απόσταση φύτευσης εξαρτάται από τη ζωηρότητα της ποικιλίας και του υποκειμένου, και τη γονιμότητα του εδάφους. Συνήθως κυμαίνονται από 6 έως 7 μέτρα για τα ελεύθερα σχήματα μόρφωσης και 3 έως 4 μέτρα για τα γραμμοειδή σχήματα μόρφωσης. Τελευταία άρχισαν να διαδίδονται τα συστήματα πυκνής φύτευσης (100 έως 200 δένδρα ανά στρέμμα) με τη διάδοση και χρησιμοποίηση του υποκειμένου Pixy.
Συγκομιδή
Η συγκομιδή των καρπών που προορίζονται για νωπή κατανάλωση γίνεται με το χέρι, ενώ όταν πρόκειται για αποξήρανση συγκομίζονται με δονητές.
Συνήθως η συλλογή διενεργείται σε 2 έως 4 χέρια, κατά προτίμηση τις πρωινές ώρες και με μεγάλη προσοχή , ώστε να διατηρηθεί ο ποδίσκος του καρπού και το λεπτό χνούδι που τον καλύπτει.
Αποδόσεις
Η δαμασκηνιά εισέρχεται σε αξιόλογη καρποφορία από τον 3ο-5ο χρόνο της ηλικίας της. Η παραγωγική ζωή της υπολογίζεται σε 30-40 χρονιά.
• Μέση απόδοση καρπών: 2,5-3 τόνους/ στρέμμα (σε πλήρη παραγωγή)
• Περίοδος συγκομιδής: Ιούλιος-Σεπτέμβριος (ανάλογα με την ποικιλία και την περιοχή).
Στην Ελλάδα καλλιεργείται, κυρίως, η ποικιλία Σκοπελίτικη και τα δαμάσκηνα που παράγονται προορίζονται για ξήρανση.
Οι κύριες περιοχές καλλιέργειας είναι η Θεσσαλία, το νησί Σκόπελος , η Στερεά Ελλάδα, η Μακεδονία και η Θράκη.
Ευεργετικές ιδιότητες
Η δαμασκηνιά καλλιεργείται για τους καρπούς της, που τρώγονται νωποί ή αποξηραμένοι. Σα ξηρά δαμάσκηνα προσφέρουν βιταμίνες και μέταλλα που είναι ζωτικής σημασίας για την υγεία και τον μεταβολισμό. Αποτελούν πλούσια πηγή αντιοξειδωτικών βιταμινών όπως η βιταμίνη Α που βοηθά στην όραση και στην υγεία του δέρματος και η βιταμίνη C που είναι απαραίτητη για την ανάπλαση των ιστών. Περιέχουν, επίσης, σημαντικές ποσότητες μετάλλων και ιχνοστοιχείων δηλαδή σίδηρο, χαλκό, κάλιο και σελήνιο.
Κλάδεμα
και επικονίαση
Σα επικρατέστερα σχήματα μόρφωσης είναι το κυπελλοειδές και η αμφίπλευρη παλμέττα.
Η πιο ιδεώδης μέθοδος είναι το αρκετά αυστηρό κλάδεμα για να εκπτυχθεί νέα βλάστηση και να αφαιρεθεί μερικό καρποφόρο ξύλο. Με αυτό τον τρόπο η παραγωγή θα μειωθεί σε βαθμό που συντελέσει στην απόκτηση καρπών ικανοποιητικού μεγέθους και στη διατήρηση της ζωηρότητας του δένδρου.
Δε θα πρέπει η αυστηρότητα του κλαδέματος να υπερβαίνει κάποιο όριο πέρα από το οποίο θα έχει αρνητική επίδραση στην παραγωγή.
Το αυστηρό κλάδεμα συνίσταται σε ολοκληρωτική αφαίρεση των λαιμάργων, σε σχετικά αυστηρό αραίωμα των κλάδων και του καρποφόρου ξύλου σε όλη την κόμη του δένδρου (στους κλάδους προς την κορυφή της κόμης αφήνονται μόνον ένας ή δυο βλαστοί κατά κλάδο, που συντέμνονται σε κάποια πλάγια βλάστηση) και σε αυστηρή επιβράχυνση της αδύνατης βλάστησης.
Επικονίαση
Η παραγωγή θεωρείται πολύ ικανοποιητική όταν καρποδέσει το 15-20% των ανθέων. Αυτό επισυμβαίνει μόνον όταν εξασφαλιστούν οι κατάλληλοι επικονιαστές και ο παράγοντας μέλισσα.
Γενικά ενδείκνυται, για την εξασφάλιση ικανοποιητικής παραγωγής, η συγκαλλιέργεια δυο τουλάχιστον ποικιλιών συνανθουσών του ίδιου είδους.
ΥΠΑΑΤ
Βιβλιογραφία
Ποντίκης Κ., 1987. Ειδική Δενδροκομία
Σχετικά με την κυδωνιά
Στη χώρα µας παράγονται περίπου 10.000 τόνοι κυδώνια, που δεν επαρκούν για την εσωτερική κατανάλωση και εισάγονται κυρίως από την Τουρκία σηµαντικές ποσότητες. Η κυδωνιά ευδοκιµεί σε εδάφη µέσης σύστασης, αµµοπηλώδη, που δεν νεροκρατούν αλλά είναι νοτερά και φτωχά σε ασβέστιο. Η κυδωνιά είναι επιπολαιόριζο φυτό και µπορεί να ευδοκιµήσει και σε αβαθή αλλά ποτιστικά χωράφια. Ενδεικνυόµενα συστήµατα καλλιέργειας θεωρούνται οι κανονικοί δενδρώνες, µε διαµόρφωση των δένδρων σε κύπελλο. Η κυδωνιά προσφέρεται επίσης για καλλιέργεια σε πυκνές φυτεύσεις και διαµόρφωση των δένδρων σε παλµέτα, που σε πολλές περιπτώσεις δίνει καλύτερα αποτελέσµατα. Τα δένδρα χρειάζονται ετήσιο κλάδευµα καρποφορίας, φυτοπροστασία και κανονικές λιπάνσεις για βελτίωση ποιότητας παραγόµενων καρπών, αύξηση παραγωγικότητας των δένδρων και περιορισµό φαινοµένου της παρενιαυτοφορίας, που στην κυδωνιά εµφανίζεται πιο έντονα από τη µηλιά. Καλύτερα αποτελέσµατα επιτυγχάνονται, εάν υπάρχει η δυνατότητα να γίνουν δύο έως τρεις θερινές αρδεύσεις. Υπάρχουν διάφοροι τύποι κυδωνιάς, όπως: ● Μηλόµορφες, ποικιλίες Champion, Maliforme Tencara, Mollesca, Ronda, ● Απιόµορφες, ποικιλίες Del Portogallo, Di Smyrne, Di Leskovatz, ● Γίγαντες, ποικιλία Gigante di Vranja. Οι περισσότερες ποικιλίες κυδωνιάς είναι αυτόστειρες, γι’ αυτό και πρέπει να φυτεύονται µε κατάλληλους επικονιαστές.
Παθογόνο αίτιο: Erwinia amylovora (burill) Winslow et al. Εμφάνιση και σημασία: Το κοινό όνομα της ασθένειας είναι βακτηριακό κάψιμο. Το όνομα υποδηλώνει την σοβαρότητα της μόλυνσης και την γρήγορη διάδοση. Το παθογόνο μπορεί να καταστρέψει ένα πλήρως ανεπτυγμένο και υγιές δένδρο μηλιάς σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα – συχνά και μέσα σε ένα μήνα. Επιπλέον η μόλυνση μπορεί να εξαπλωθεί σαν πυρκαγιά σε πολλά εκτάρια γης. Κατά την διαδικασία της εξάπλωσης το παθογόνο προσβάλει τόσο καλλιεργούμενα όσο και αυτοφυή φυτά που ανήκουν στην οικογένεια Rosaceae για παράδειγμα τα είδη Malus, Pyrus, Cydonia, Cotoneaster, Crategus, Pyracanta, Sorbus. Η ασθένεια είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνη από την στιγμή που: - το παθογόνο εξαπλώνεται πολύ γρήγορα στο φυτό – ξενιστή. - Το κλίμα και οι καιρικές συνθήκες είναι ευνοϊκές για το παθογόνο. - Η ασθένεια αυξάνει το κόστος παραγωγής και καταστρέφει την καλλιέργεια και την έκταση. - Τα μέσα αποτελεσματικού ελέγχου είναι περιορισμένα. Το βακτηρίδιο επιζεί το χειμώνα κυρίως στις ελκώδεις πληγές των δέντρων, μερικές φορές στους οφθαλμούς. Ενεργοποιείται κατά τη διάρκεια της περιόδου άνθισης. Το παθογόνο διαδίδεται από το πολλαπλασιαστικό υλικό, τους καρπούς, τα έντομα - ακόμη και μέλισσες - τα πουλιά, τον αέρα, την βροχή, τη γύρη και την ανθρώπινη δραστηριότητα, όπως τα εργαλεία καλλιέργειας και η άρδευση. Η διάδοση της μόλυνσης επιταχύνεται σημαντικά εάν κατά τη διάρκεια της άνθισης συνυπάρχουν υψηλή υγρασία, (75%), η υψηλή θερμοκρασία (18-25 °C) και παρουσία νερού. Τα παθογόνα βακτηρίδια εγκαθίστανται στο στίγμα και πολλαπλασιάζονται. Το βακτηρίδιο προωθείται μέσω του μίσχου στους κλαδίσκους και τους κλάδους και προκαλεί τις δευτεροβάθμιες και περαιτέρω μολύνσεις στους νέους βλαστούς, τα φύλλα, την δευτερεύουσα γενιά ανθέων και τους πρώτους καρπούς. Συμπτώματα και εξέλιξη της ασθένειας: Κατά την διάρκεια την βλάστησης, αρχικά μπορούν να φανούν τα πρώτα συμπτώματα από την μόλυνση των ανθέων. Στα σέπαλα στους μίσχους των λουλουδιών εμφανίζεται βακτηριακή κολλώδης ουσία, τα λουλούδια εξασθενούν και τα προκαταρκτικά φρούτα γίνονται μαύρα αλλά παραμένουν στο δέντρο. Τα μολυσμένα και νεκρά φρούτα μουμιοποιούνται στο δένδρο. Το πάνω μέρος των νέων – όχι ακόμα ξυλοποιημένων βλαστών, εξασθενεί και κυρτώνει παίρνοντας την μορφή που έχει η γκλίτσα του τσοπάνου. Τα καφετιά ή μαύρα προσβεβλημένα φύλλα δεν πέφτουν από τους βλαστούς ή τα κλαδιά. Στην περίπτωση έντονης μόλυνσης στα κλαδιά και στους μίσχους τον ευπρόσβλητων ειδών, εκκρίνεται άφθονη βακτηριακή κολλώδης ουσία. Η μόλυνση στους μίσχους ή στην βάση της ρίζας προκαλεί την διαίρεση του φλοιού, ελκώδεις πληγές και καφεκόκκινο αποχρωματισμό των ξυλωδών μερών. Οι ιστοί του φλοιού του μολυσμένου δένδρου γίνονται σκούροι με βαθουλώματα και αργότερα μαραίνονται. Οι μολυσμένοι καρποί μαραίνονται και μουμιοποιούνται, γίνονται μαύροι και παραμένουν στο δένδρο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το βακτηριακό έκκριμα έχει μορφή σταγόνων γάλακτος που αργότερα γίνονται καφέ με την επίδραση του αέρα και σχηματίζονται μεγάλες σταγόνες. Το βακτήριο τελικά προτιμά μαλακούς ιστούς, υψηλή υγρασία και υγρές συνθήκες. Ο κύκλος της ασθένειας: Το βακτηριακό έκκριμα που περιέχει βακτήρια εμφανίζεται την περίοδο της άνθισης. Το βακτήριο που αναπτύσσεται μέσα στο άνθος εισέρχεται στους ιστούς. Τα παραγόμενα ένζυμα διαλύουν το κυτταρικό τοίχωμα και την πηκτίνη των κυττάρων. Στους ιστούς σχηματίζονται βαθουλώματα που είναι γεμάτα από βακτηριακά κύτταρα μήκους 1-2 mms που συχνά σχηματίζουν χωριστές αποικίες μεγέθους 3-5 mms. Το βακτήριο προσβάλλει μόνο ενεργά αναπτυσσόμενα φυτά αλλά μπορεί να ενεργοποιηθεί στους νεκρούς ιστούς ακόμα μετά από διάστημα δύο ετών. Έλεγχος: Το πρώτο και πιο σημαντικό βήμα για την προστασία – εκτός από την πρόληψη- είναι η έγκαιρη αναγνώριση της ασθένειας. Στην περίπτωση του βακτηρίου Erwina amylovora , η αλήθεια είναι ότι μόνο ένας συνδυασμός προστατευτικών εφαρμογών μπορεί να φέρει κάποια αποτελέσματα (αγροτεχικά στοιχεία, υγιεινή κατάσταση των φυτών, παραγωγή ανθεκτικών και ανεκτικών ειδών, χημικός και βιολογικός έλεγχος) Τα μολυσμένα μέρη των φυτών πρέπει να απομακρύνονται άμεσα και να καίγονται. Τα ψαλίδια κλαδέματος πρέπει να απολυμαίνονται μετά από κάθε κλάδεμα με διάλυμα 10% Hypo. Μία μέθοδος προστασίας μπορεί να είναι ο περιορισμός της υπερβολικής λίπανσης (κυρίως του αζώτου). Η ποικιλία των χημικών που χρησιμοποιούνται για την προστασία είναι ελάχιστα. Χημικά που περιέχουν χαλκό, κάποια αντιβιοτικά, (κυρίως streptomicin, δευτερευόντως oxytetraciclin), περιστασιακά χημικά που περιέχουν flumenique και aluminium-fosetil μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Η εφαρμογή των παρασιτοκτόνων αυτών περιορίζεται αυστηρά σε πολλές χώρες. Ο ακριβής χρόνος επέμβασης που βασίζεται σε προβλέψεις είναι πιο αποτελεσματικός επειδή χρησιμοποιούνται λιγότερα αντιβιοτικά, και είναι πιο οικονομικός. Απουσία στοιχείων πρόβλεψης, το πρόγραμμα προστασίας θα πρέπει να εφαρμόζεται 2-4 φορές κατά την διάρκεια της άνθισης.
Η τζιτζιφιά.
Ζιζυφος (Zizyphus), Αγγλιστί (jujube-tree), Γαλλιστί (jujubier),
Οικογενεια : Ραμνίδες (Rhamnaceae)
Κοινό όνομα : τζιτζιφιά
Το όνομα του φυτού είναι Αραβικής καταγωγής, αναφέρεται δε το πρώτον εις την ελληνικήν περί τα τέλη του Α΄μ.χ αιώνος, υπό του Διδύμου ( γεωπονικά 10,3,4) ( Λεξικό Π.Γ.Γεννάδιου 1914).
Η Τζιτζιφιά μικρό καρποφόρο δέντρο του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Ζίζυφος η κοινή (Zizyphus sativa) κατάγεται από την Κίνα και καλλιεργείται στις μεσογειακές χώρες από την αρχαιότητα. Κατά τον Γεννάδιο απαντώνται αυτοφυόμενα η καλλιεργούμενα είδη. Ζίζυφος ο Λωτός, Ζίζυφος ο κεντροφόρος, Ζίζυφος η κοινή «( Z. Lotus , Z. Spina Christi & Z. Vulgaris - Sativa).
Αξιόλογον είναι το είδος Zizyphus Jujuba Lab. Ιθαγενές της Σινικής θεραπευόμενον ευρέως είς τας θερμάς υποτροπικάς ευκράτους περιοχάς και παρ΄υμιν εις Ιονίους νήσους προς κόσμον και δια τους εύγευστους μεγαλυτέρους της εδώδίμου Ζιζύφου καρπούς. Άλλα είδη είναι η Zizyphus joazeri ,Zizyphus giraldii, Zizyphus oxyphylla, Zizyphus rigosa, (Λεξικό Δ.Καββάδα τόμος IV σελ. 1582).
Το είδος Zizyphus Lotus (Ζίζυφος ο Λωτός), Πάλιουρον εν Λιβύη το ονομάζει ο Θεόφραστος, χρησιμοποιείτο ως τροφή των Λωτοφάγων κατά την Ομηρική εποχή.
Χρειάζεται εύκρατο θερμό κλίμα γι’αυτό στις βόρειες περιοχές θα πρέπει να φυτεύεται σε πολύ προφυλαγμένα μέρη. Πρόκειται για φυλλοβόλο δέντρο με συστραμμένο κορμό και κλαδιά καθώς και μικρά ωοειδή γυαλιστερά και δερματώδη φύλλα με αγκαθωτά παράφυλλα. Τα λουλούδια κιτρινωπά και ασήμαντα ανοίγουν στα τέλη της ανοίξεως. Οι μικροί καρποί που μοιάζουν κάπως με τις ελιές είναι δρύπες με παχιά και σαρκώδη σάρκα η οποία έχει υπόξινη γεύση. Το χρώμα των καρπών οι οποίοι είναι γνωστοί σαν τζίτζιφα στην αρχή είναι πράσινο αργότερο κίτρινο και τέλος κατά την ωρίμανση (Σεπτέμβριο-Οκτώβριο) κοκκινωπό ή καστανό.
Τεχνική της καλλιέργειας
Η τζιτζιφιά αναπτύσσεται καλά στις περιοχές με εύκρατο-θερμό κλίμα. Φυτεύεται το φθινόπωρο σε βαθιά, ελαφριά, στεγνά αλλά όχι αργιλώδη εδάφη και σε μέρη προφυλαγμένα από το κρύο και τους ανοιξιάτικους παγετούς. Είναι ένα δέντρο με πολύ αργή ανάπτυξη που φτάνει την πλήρη παραγωγή γύρω στην ηλικία των 15χρόνων.
Πολλαπλασιασμός
Η τζιτζιφιά είναι ένα δέντρο με πολλές παραφυάδες οι οποίες κόβονται το φθινόπωρο και φυτεύονται σε φυτώριο όπου αφήνονται ώσπου να φτάσουν το ύψος του 1-1,5μ. Μπορεί επίσης να πολλαπλασιαστεί και με σπόρο αλλά στην περίπτωση αυτή θα περάσουν αρκετά χρόνια για να μπεί το δέντρο σε παραγωγή.
Συγκομιδή και διατήρηση
Τα τζίτζιφα συγκομίζονται όταν είναι τελείως ώριμα. Μπορούν να καταναλωθούν νωπά ή αφού ξεραθούν στον ήλιο : με την αποξήρανση η σάρκα χάνει την ξινωπή της γεύση και γίνεται πιο γλυκιά. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μαρμελάδες. Στην ιατρική χρησιμοποιούνται για την Παρασκευή καταπραϋντικών.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΚΙΑ
Το δέντρο φτάνει σε ύψος τα 12 μέτρα , έχει μεγάλα οδοντωτά φύλλα που εναλλάσσονται και χνουδωτά παράφυλλα. Τα άνθη της είναι λευκά, σχηματίζουν ταξιανθίες και μοιάζουν με αυτά της βερικοκιάς και τηςαμυγδαλιάς, τα δε κλαδιά της όταν είναι τρυφερά, είναι τριχωτά.
Ο καρπός της κορομηλιάς είναι το κορόμηλο. Ο πολλαπλασιασμός της γίνεται με εμβολιασμό, κυρίως της αμυγδαλιάς, αλλά και με σπορά. Είναι ανθεκτική στο ψύχος, ακόμα και στους ανοιξιάτικους παγετούς. Εάν κοπούν οι παραφυάδες τότε ευνοείται η γρήγορη ανάπτυξη του φυτού αλλά εξασθενίζει κιόλας και είναι επικίνδυνο να ξεραθεί. Οι ρίζες της είναι επιπόλαιες και έτσι μπορεί να φυτευτεί και σε ρηχά εδάφη, ακόμα και σε γλάστρες. Ο κορμός της βγάζει όταν τραυματιστεί μία κολλώδη ουσία σαν ρετσίνι, χρώματος κίτρινου ή πορτοκαλιού το οποίο προσελκύει πολλά έντομα.
Δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικό φυτό και γενικά είναι σκληραγωγημένο έτσι γίνεται και υποκείμενο εμβολιασμού για μεγάλη ποικιλία οπωροφόρων δέντρων. Προτιμά τη μοναξιά και όχι τις συστοιχίες δέντρων. Αποδίδει καρπούς πολύ νωρίς, μόλις από τον τρίτο χρόνο της ζωής της.
Ένα είδος κορομηλιάς είναι και η μπουρνελιά που βγάζει τους πιο νόστιμους, αρωματικούς και μεγαλύτερους σε μέγεθος καρπούς τιςμπουρνέλες.
Η κορομηλιά είναι είδος φυτού του γένους προύνος, το οποίο περιλαμβάνει πολλά οπωροφόρα δέντρα. Αυτά, σύμφωνα με τη συστηματική κατάταξη, αποτελούν ιδιαίτερα γένη. Χαρακτηρίστηκε από τον Λινναίο αρχικά ως ξεχωριστό είδος, νεότερες όμως απόψεις τη θέλουν υποείδος του είδους προύνος η οικιακή (Prunus Domestica), που είναι η δαμασκηνιά και ονομάζεται Προύνος η οικιακή, υποείδος εμβόλιμος. Ευδοκιμεί σε διάφορα κλίματα και σε ορεινά ή πεδινά εδάφη.
Η καλλιεργεια της δαμασκηνιάς
Η δαμασκηνιά καλλιεργείται ευρέως σε όλη την υφήλιο. Ανήκει στην οικογένεια Rosaceae, στο γένος Prunus,που περιλαμβάνει είδη από Ασία, Ευρώπη και Αμερική. Τα είδη με δενδροκομική σημασία είναι τα εξής: P. domestica, P. salicina, P. cerasifera, P. insititia, P. spinosa, P. alleghaniesa, P. americana κ.α.
Απαιτήσεις σε κλίμα-έδαφος
Η δαμασκηνιά μπορεί να ευδοκιμήσει επί διαφόρων τύπων εδαφών, αλλά αποδίδει καλύτερα σε βαθιά, ελαφρά, ασβεστώδη και μέσης σύστασης εδάφη, που αποστραγγίζονται καλά. Ανέχεται βαρύτερα εδάφη από τα πιο πολλά πυρηνόκαρπα, εκτός αν έχει ως υποκείμενο τη ροδακινιά.
Θεωρείται ευαίσθητη στους ισχυρούς ανέμους και γι’ αυτό θα πρέπει να αποφεύγονται οι περιοχές εκείνες που είναι εκτεθειμένες σε διαρκείς και σφοδρούς ανέμους.
Η δαμασκηνιά προσαρμόζεται εύκολα και ευδοκιμεί ικανοποιητικά σε ευρεία ποικιλία κλιματικών και εδαφικών συνθηκών.
Η ψηλή ατμοσφαιρική υγρασία και οι πολλές βροχοπτώσεις κατά την περίοδο της ανθοφορίας της δαμασκηνιάς την άνοιξη, αποτελούν δυσμενείς παράγοντες για τη καλλιέργειά της, γιατί ευνοούν την ανάπτυξη της μονίλιας. Συνεπώς περιοχές με πολύ υγρή άνοιξη θεωρούνται ακατάλληλες για την καλλιέργεια της δαμασκηνιάς και πρέπει να αποφεύγονται.
Πολλαπλασιασμός
Η δαμασκηνιά πολλαπλασιάζεται με ενοφθαλμισμό με όρθιο Σ πάνω σε υποκείμενα σπορόφυτα (μυροβαλάνου, ροδακινιάς, βερικοκιάς και αμυγδαλιάς) ή κλώνους ηλικίας 1 έως 2 χρόνων. Ο ενοφθαλμισμός μπορεί να γίνει την άνοιξη, το καλοκαίρι (μέσα Ιουλίου) και το φθινόπωρο (αρχές Σεπτεμβρίου).
Ο ενοφθαλμισμός την άνοιξη γίνεται μόλις αρχίσει να αποκολλάται εύκολα ο φλοιός του υποκειμένου με κοιμώμενο οφθαλμό από εμβολιοφόρους βλαστούς, που κόπηκαν έγκαιρα και διατηρήθηκαν κατάλληλα συσκευασμένοι σε θερμοκρασία 30 έως 40 C. Σαν πιο κατάλληλη όμως εποχή θεωρείται το καλοκαίρι και το φθινόπωρο με ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες, περίοδοι, που εξασφαλίζουν και τα κατάλληλα εμβόλια. Το παραγόμενο δενδρύλλιο συνήθως διατίθεται ως μονοετές την επόμενη χρονιά, τέλη φθινοπώρου, ή ως διετές τη μεθεπόμενη χρονιά κατά τη ν ίδια περίοδο.
Τα κλωνικά υποκείμενα πολλαπλασιάζονται σχετικά εύκολα με ξυλοποιημένα χειμερινά μοσχεύματα, με φυλλοφόρα μοσχεύματα και με την τεχνική in vitro.
Υποκείμενα σπορόφυτα: Τα υποκείμενα αυτά παράγονται από σπόρο. υνήθως χρησιμοποιούνται σπόροι μυροβολάνου (P. cerasifera), δαμασκηνιάς, κορομηλιάς και ροδακινιάς (Levell, Nemaquard, Elberta, κ.α.) και ελάχιστες φορές βερικοκιάς και αμυγδαλιάς. Τα σπορόφυτα ροδακινιάς, βερικοκιάς και αμυγδαλιάς δε συνηθίζονται πια και δε συνιστώνται εκτός από ειδικές περιπτώσεις.
Υποκείμενα κλωνικά: Marianna 2624, Myrobolan 29C, Myrobolan B, Brompton, St. Julien A, Pershore, St. Julien GF 355/2, Damas 1869 ή GF 1869, Pixy, P. angustifolia, Prunus besseyi
Λίπανση
Η εμπειρική λίπανση κατά στρέμμα είναι της τάξης 10-15 μονάδες για το άζωτο (σαν θειϊκή αμμωνία 50-75 χιλιογρ. λιπάσματος, 5-10 μονάδες για το φώσφορο (σαν υπεροφωσφορικό 25-50 χιλιογρ. λιπάσματος) και 15-20 μονάδες για το κάλι (σαν θεϊκό κάλι 30-40 χιλιογρ. λιπάσματος) και κάθε δυο χρόνια για το φώσφορο και το κάλι, όταν τα εδαφικά αποθέματα είναι ανεπαρκή. Η προσθήκη των λιπαντικών στοιχείων συνίσταται να γίνεται χρονικά.
Εγκατάσταση φυτείας
Η φύτευση των δενδρυλλίων γίνεται από το Νοέμβρη, μόλις συμπληρωθεί η φυλλόπτωση, μέχρι τις αρχές της άνοιξης, προτού εκπτυχθούν οι οφθαλμοί και πάντοτε με ευνοϊκές εδαφοκλιματικές συνθήκες.
Η απόσταση φύτευσης εξαρτάται από τη ζωηρότητα της ποικιλίας και του υποκειμένου, και τη γονιμότητα του εδάφους. Συνήθως κυμαίνονται από 6 έως 7 μέτρα για τα ελεύθερα σχήματα μόρφωσης και 3 έως 4 μέτρα για τα γραμμοειδή σχήματα μόρφωσης. Τελευταία άρχισαν να διαδίδονται τα συστήματα πυκνής φύτευσης (100 έως 200 δένδρα ανά στρέμμα) με τη διάδοση και χρησιμοποίηση του υποκειμένου Pixy.
Συγκομιδή
Η συγκομιδή των καρπών που προορίζονται για νωπή κατανάλωση γίνεται με το χέρι, ενώ όταν πρόκειται για αποξήρανση συγκομίζονται με δονητές.
Συνήθως η συλλογή διενεργείται σε 2 έως 4 χέρια, κατά προτίμηση τις πρωινές ώρες και με μεγάλη προσοχή , ώστε να διατηρηθεί ο ποδίσκος του καρπού και το λεπτό χνούδι που τον καλύπτει.
Αποδόσεις
Η δαμασκηνιά εισέρχεται σε αξιόλογη καρποφορία από τον 3ο-5ο χρόνο της ηλικίας της. Η παραγωγική ζωή της υπολογίζεται σε 30-40 χρονιά.
• Μέση απόδοση καρπών: 2,5-3 τόνους/ στρέμμα (σε πλήρη παραγωγή)
• Περίοδος συγκομιδής: Ιούλιος-Σεπτέμβριος (ανάλογα με την ποικιλία και την περιοχή).
Στην Ελλάδα καλλιεργείται, κυρίως, η ποικιλία Σκοπελίτικη και τα δαμάσκηνα που παράγονται προορίζονται για ξήρανση.
Οι κύριες περιοχές καλλιέργειας είναι η Θεσσαλία, το νησί Σκόπελος , η Στερεά Ελλάδα, η Μακεδονία και η Θράκη.
Ευεργετικές ιδιότητες
Η δαμασκηνιά καλλιεργείται για τους καρπούς της, που τρώγονται νωποί ή αποξηραμένοι. Σα ξηρά δαμάσκηνα προσφέρουν βιταμίνες και μέταλλα που είναι ζωτικής σημασίας για την υγεία και τον μεταβολισμό. Αποτελούν πλούσια πηγή αντιοξειδωτικών βιταμινών όπως η βιταμίνη Α που βοηθά στην όραση και στην υγεία του δέρματος και η βιταμίνη C που είναι απαραίτητη για την ανάπλαση των ιστών. Περιέχουν, επίσης, σημαντικές ποσότητες μετάλλων και ιχνοστοιχείων δηλαδή σίδηρο, χαλκό, κάλιο και σελήνιο.
Κλάδεμα
και επικονίαση
Σα επικρατέστερα σχήματα μόρφωσης είναι το κυπελλοειδές και η αμφίπλευρη παλμέττα.
Η πιο ιδεώδης μέθοδος είναι το αρκετά αυστηρό κλάδεμα για να εκπτυχθεί νέα βλάστηση και να αφαιρεθεί μερικό καρποφόρο ξύλο. Με αυτό τον τρόπο η παραγωγή θα μειωθεί σε βαθμό που συντελέσει στην απόκτηση καρπών ικανοποιητικού μεγέθους και στη διατήρηση της ζωηρότητας του δένδρου.
Δε θα πρέπει η αυστηρότητα του κλαδέματος να υπερβαίνει κάποιο όριο πέρα από το οποίο θα έχει αρνητική επίδραση στην παραγωγή.
Το αυστηρό κλάδεμα συνίσταται σε ολοκληρωτική αφαίρεση των λαιμάργων, σε σχετικά αυστηρό αραίωμα των κλάδων και του καρποφόρου ξύλου σε όλη την κόμη του δένδρου (στους κλάδους προς την κορυφή της κόμης αφήνονται μόνον ένας ή δυο βλαστοί κατά κλάδο, που συντέμνονται σε κάποια πλάγια βλάστηση) και σε αυστηρή επιβράχυνση της αδύνατης βλάστησης.
Επικονίαση
Η παραγωγή θεωρείται πολύ ικανοποιητική όταν καρποδέσει το 15-20% των ανθέων. Αυτό επισυμβαίνει μόνον όταν εξασφαλιστούν οι κατάλληλοι επικονιαστές και ο παράγοντας μέλισσα.
Γενικά ενδείκνυται, για την εξασφάλιση ικανοποιητικής παραγωγής, η συγκαλλιέργεια δυο τουλάχιστον ποικιλιών συνανθουσών του ίδιου είδους.
ΥΠΑΑΤ
Βιβλιογραφία
Ποντίκης Κ., 1987. Ειδική Δενδροκομία
Σχετικά με την κυδωνιά
Στη χώρα µας παράγονται περίπου 10.000 τόνοι κυδώνια, που δεν επαρκούν για την εσωτερική κατανάλωση και εισάγονται κυρίως από την Τουρκία σηµαντικές ποσότητες. Η κυδωνιά ευδοκιµεί σε εδάφη µέσης σύστασης, αµµοπηλώδη, που δεν νεροκρατούν αλλά είναι νοτερά και φτωχά σε ασβέστιο. Η κυδωνιά είναι επιπολαιόριζο φυτό και µπορεί να ευδοκιµήσει και σε αβαθή αλλά ποτιστικά χωράφια. Ενδεικνυόµενα συστήµατα καλλιέργειας θεωρούνται οι κανονικοί δενδρώνες, µε διαµόρφωση των δένδρων σε κύπελλο. Η κυδωνιά προσφέρεται επίσης για καλλιέργεια σε πυκνές φυτεύσεις και διαµόρφωση των δένδρων σε παλµέτα, που σε πολλές περιπτώσεις δίνει καλύτερα αποτελέσµατα. Τα δένδρα χρειάζονται ετήσιο κλάδευµα καρποφορίας, φυτοπροστασία και κανονικές λιπάνσεις για βελτίωση ποιότητας παραγόµενων καρπών, αύξηση παραγωγικότητας των δένδρων και περιορισµό φαινοµένου της παρενιαυτοφορίας, που στην κυδωνιά εµφανίζεται πιο έντονα από τη µηλιά. Καλύτερα αποτελέσµατα επιτυγχάνονται, εάν υπάρχει η δυνατότητα να γίνουν δύο έως τρεις θερινές αρδεύσεις. Υπάρχουν διάφοροι τύποι κυδωνιάς, όπως: ● Μηλόµορφες, ποικιλίες Champion, Maliforme Tencara, Mollesca, Ronda, ● Απιόµορφες, ποικιλίες Del Portogallo, Di Smyrne, Di Leskovatz, ● Γίγαντες, ποικιλία Gigante di Vranja. Οι περισσότερες ποικιλίες κυδωνιάς είναι αυτόστειρες, γι’ αυτό και πρέπει να φυτεύονται µε κατάλληλους επικονιαστές.
Παθογόνο αίτιο: Erwinia amylovora (burill) Winslow et al. Εμφάνιση και σημασία: Το κοινό όνομα της ασθένειας είναι βακτηριακό κάψιμο. Το όνομα υποδηλώνει την σοβαρότητα της μόλυνσης και την γρήγορη διάδοση. Το παθογόνο μπορεί να καταστρέψει ένα πλήρως ανεπτυγμένο και υγιές δένδρο μηλιάς σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα – συχνά και μέσα σε ένα μήνα. Επιπλέον η μόλυνση μπορεί να εξαπλωθεί σαν πυρκαγιά σε πολλά εκτάρια γης. Κατά την διαδικασία της εξάπλωσης το παθογόνο προσβάλει τόσο καλλιεργούμενα όσο και αυτοφυή φυτά που ανήκουν στην οικογένεια Rosaceae για παράδειγμα τα είδη Malus, Pyrus, Cydonia, Cotoneaster, Crategus, Pyracanta, Sorbus. Η ασθένεια είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνη από την στιγμή που: - το παθογόνο εξαπλώνεται πολύ γρήγορα στο φυτό – ξενιστή. - Το κλίμα και οι καιρικές συνθήκες είναι ευνοϊκές για το παθογόνο. - Η ασθένεια αυξάνει το κόστος παραγωγής και καταστρέφει την καλλιέργεια και την έκταση. - Τα μέσα αποτελεσματικού ελέγχου είναι περιορισμένα. Το βακτηρίδιο επιζεί το χειμώνα κυρίως στις ελκώδεις πληγές των δέντρων, μερικές φορές στους οφθαλμούς. Ενεργοποιείται κατά τη διάρκεια της περιόδου άνθισης. Το παθογόνο διαδίδεται από το πολλαπλασιαστικό υλικό, τους καρπούς, τα έντομα - ακόμη και μέλισσες - τα πουλιά, τον αέρα, την βροχή, τη γύρη και την ανθρώπινη δραστηριότητα, όπως τα εργαλεία καλλιέργειας και η άρδευση. Η διάδοση της μόλυνσης επιταχύνεται σημαντικά εάν κατά τη διάρκεια της άνθισης συνυπάρχουν υψηλή υγρασία, (75%), η υψηλή θερμοκρασία (18-25 °C) και παρουσία νερού. Τα παθογόνα βακτηρίδια εγκαθίστανται στο στίγμα και πολλαπλασιάζονται. Το βακτηρίδιο προωθείται μέσω του μίσχου στους κλαδίσκους και τους κλάδους και προκαλεί τις δευτεροβάθμιες και περαιτέρω μολύνσεις στους νέους βλαστούς, τα φύλλα, την δευτερεύουσα γενιά ανθέων και τους πρώτους καρπούς. Συμπτώματα και εξέλιξη της ασθένειας: Κατά την διάρκεια την βλάστησης, αρχικά μπορούν να φανούν τα πρώτα συμπτώματα από την μόλυνση των ανθέων. Στα σέπαλα στους μίσχους των λουλουδιών εμφανίζεται βακτηριακή κολλώδης ουσία, τα λουλούδια εξασθενούν και τα προκαταρκτικά φρούτα γίνονται μαύρα αλλά παραμένουν στο δέντρο. Τα μολυσμένα και νεκρά φρούτα μουμιοποιούνται στο δένδρο. Το πάνω μέρος των νέων – όχι ακόμα ξυλοποιημένων βλαστών, εξασθενεί και κυρτώνει παίρνοντας την μορφή που έχει η γκλίτσα του τσοπάνου. Τα καφετιά ή μαύρα προσβεβλημένα φύλλα δεν πέφτουν από τους βλαστούς ή τα κλαδιά. Στην περίπτωση έντονης μόλυνσης στα κλαδιά και στους μίσχους τον ευπρόσβλητων ειδών, εκκρίνεται άφθονη βακτηριακή κολλώδης ουσία. Η μόλυνση στους μίσχους ή στην βάση της ρίζας προκαλεί την διαίρεση του φλοιού, ελκώδεις πληγές και καφεκόκκινο αποχρωματισμό των ξυλωδών μερών. Οι ιστοί του φλοιού του μολυσμένου δένδρου γίνονται σκούροι με βαθουλώματα και αργότερα μαραίνονται. Οι μολυσμένοι καρποί μαραίνονται και μουμιοποιούνται, γίνονται μαύροι και παραμένουν στο δένδρο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το βακτηριακό έκκριμα έχει μορφή σταγόνων γάλακτος που αργότερα γίνονται καφέ με την επίδραση του αέρα και σχηματίζονται μεγάλες σταγόνες. Το βακτήριο τελικά προτιμά μαλακούς ιστούς, υψηλή υγρασία και υγρές συνθήκες. Ο κύκλος της ασθένειας: Το βακτηριακό έκκριμα που περιέχει βακτήρια εμφανίζεται την περίοδο της άνθισης. Το βακτήριο που αναπτύσσεται μέσα στο άνθος εισέρχεται στους ιστούς. Τα παραγόμενα ένζυμα διαλύουν το κυτταρικό τοίχωμα και την πηκτίνη των κυττάρων. Στους ιστούς σχηματίζονται βαθουλώματα που είναι γεμάτα από βακτηριακά κύτταρα μήκους 1-2 mms που συχνά σχηματίζουν χωριστές αποικίες μεγέθους 3-5 mms. Το βακτήριο προσβάλλει μόνο ενεργά αναπτυσσόμενα φυτά αλλά μπορεί να ενεργοποιηθεί στους νεκρούς ιστούς ακόμα μετά από διάστημα δύο ετών. Έλεγχος: Το πρώτο και πιο σημαντικό βήμα για την προστασία – εκτός από την πρόληψη- είναι η έγκαιρη αναγνώριση της ασθένειας. Στην περίπτωση του βακτηρίου Erwina amylovora , η αλήθεια είναι ότι μόνο ένας συνδυασμός προστατευτικών εφαρμογών μπορεί να φέρει κάποια αποτελέσματα (αγροτεχικά στοιχεία, υγιεινή κατάσταση των φυτών, παραγωγή ανθεκτικών και ανεκτικών ειδών, χημικός και βιολογικός έλεγχος) Τα μολυσμένα μέρη των φυτών πρέπει να απομακρύνονται άμεσα και να καίγονται. Τα ψαλίδια κλαδέματος πρέπει να απολυμαίνονται μετά από κάθε κλάδεμα με διάλυμα 10% Hypo. Μία μέθοδος προστασίας μπορεί να είναι ο περιορισμός της υπερβολικής λίπανσης (κυρίως του αζώτου). Η ποικιλία των χημικών που χρησιμοποιούνται για την προστασία είναι ελάχιστα. Χημικά που περιέχουν χαλκό, κάποια αντιβιοτικά, (κυρίως streptomicin, δευτερευόντως oxytetraciclin), περιστασιακά χημικά που περιέχουν flumenique και aluminium-fosetil μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Η εφαρμογή των παρασιτοκτόνων αυτών περιορίζεται αυστηρά σε πολλές χώρες. Ο ακριβής χρόνος επέμβασης που βασίζεται σε προβλέψεις είναι πιο αποτελεσματικός επειδή χρησιμοποιούνται λιγότερα αντιβιοτικά, και είναι πιο οικονομικός. Απουσία στοιχείων πρόβλεψης, το πρόγραμμα προστασίας θα πρέπει να εφαρμόζεται 2-4 φορές κατά την διάρκεια της άνθισης.
Η τζιτζιφιά.
Ζιζυφος (Zizyphus), Αγγλιστί (jujube-tree), Γαλλιστί (jujubier),
Οικογενεια : Ραμνίδες (Rhamnaceae)
Κοινό όνομα : τζιτζιφιά
Το όνομα του φυτού είναι Αραβικής καταγωγής, αναφέρεται δε το πρώτον εις την ελληνικήν περί τα τέλη του Α΄μ.χ αιώνος, υπό του Διδύμου ( γεωπονικά 10,3,4) ( Λεξικό Π.Γ.Γεννάδιου 1914).
Η Τζιτζιφιά μικρό καρποφόρο δέντρο του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Ζίζυφος η κοινή (Zizyphus sativa) κατάγεται από την Κίνα και καλλιεργείται στις μεσογειακές χώρες από την αρχαιότητα. Κατά τον Γεννάδιο απαντώνται αυτοφυόμενα η καλλιεργούμενα είδη. Ζίζυφος ο Λωτός, Ζίζυφος ο κεντροφόρος, Ζίζυφος η κοινή «( Z. Lotus , Z. Spina Christi & Z. Vulgaris - Sativa).
Αξιόλογον είναι το είδος Zizyphus Jujuba Lab. Ιθαγενές της Σινικής θεραπευόμενον ευρέως είς τας θερμάς υποτροπικάς ευκράτους περιοχάς και παρ΄υμιν εις Ιονίους νήσους προς κόσμον και δια τους εύγευστους μεγαλυτέρους της εδώδίμου Ζιζύφου καρπούς. Άλλα είδη είναι η Zizyphus joazeri ,Zizyphus giraldii, Zizyphus oxyphylla, Zizyphus rigosa, (Λεξικό Δ.Καββάδα τόμος IV σελ. 1582).
Το είδος Zizyphus Lotus (Ζίζυφος ο Λωτός), Πάλιουρον εν Λιβύη το ονομάζει ο Θεόφραστος, χρησιμοποιείτο ως τροφή των Λωτοφάγων κατά την Ομηρική εποχή.
Χρειάζεται εύκρατο θερμό κλίμα γι’αυτό στις βόρειες περιοχές θα πρέπει να φυτεύεται σε πολύ προφυλαγμένα μέρη. Πρόκειται για φυλλοβόλο δέντρο με συστραμμένο κορμό και κλαδιά καθώς και μικρά ωοειδή γυαλιστερά και δερματώδη φύλλα με αγκαθωτά παράφυλλα. Τα λουλούδια κιτρινωπά και ασήμαντα ανοίγουν στα τέλη της ανοίξεως. Οι μικροί καρποί που μοιάζουν κάπως με τις ελιές είναι δρύπες με παχιά και σαρκώδη σάρκα η οποία έχει υπόξινη γεύση. Το χρώμα των καρπών οι οποίοι είναι γνωστοί σαν τζίτζιφα στην αρχή είναι πράσινο αργότερο κίτρινο και τέλος κατά την ωρίμανση (Σεπτέμβριο-Οκτώβριο) κοκκινωπό ή καστανό.
Τεχνική της καλλιέργειας
Η τζιτζιφιά αναπτύσσεται καλά στις περιοχές με εύκρατο-θερμό κλίμα. Φυτεύεται το φθινόπωρο σε βαθιά, ελαφριά, στεγνά αλλά όχι αργιλώδη εδάφη και σε μέρη προφυλαγμένα από το κρύο και τους ανοιξιάτικους παγετούς. Είναι ένα δέντρο με πολύ αργή ανάπτυξη που φτάνει την πλήρη παραγωγή γύρω στην ηλικία των 15χρόνων.
Πολλαπλασιασμός
Η τζιτζιφιά είναι ένα δέντρο με πολλές παραφυάδες οι οποίες κόβονται το φθινόπωρο και φυτεύονται σε φυτώριο όπου αφήνονται ώσπου να φτάσουν το ύψος του 1-1,5μ. Μπορεί επίσης να πολλαπλασιαστεί και με σπόρο αλλά στην περίπτωση αυτή θα περάσουν αρκετά χρόνια για να μπεί το δέντρο σε παραγωγή.
Συγκομιδή και διατήρηση
Τα τζίτζιφα συγκομίζονται όταν είναι τελείως ώριμα. Μπορούν να καταναλωθούν νωπά ή αφού ξεραθούν στον ήλιο : με την αποξήρανση η σάρκα χάνει την ξινωπή της γεύση και γίνεται πιο γλυκιά. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μαρμελάδες. Στην ιατρική χρησιμοποιούνται για την Παρασκευή καταπραϋντικών.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΚΙΑ
Ο εξαγωγικός χαρακτήρας της καλλιέργειας αποτελεί δέλεαρ για αρκετούς παραγωγούς της χώρας μας, δεδομένου του ότι σαν προϊόν βαδίζει σε… δύο δρόμους.
Διατίθεται ως νωπό κυρίως μεμονωμένα από τους παραγωγούς και ως ξερό που τυποποιείται και κατά μεγαλύτερο μέρος εξάγεται. Και μπορεί η «ελεύθερη» διάθεση, με τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης από την πλευρά του παραγωγού να δίνει κατά περίπτωση υψηλότερη τιμή, ωστόσο οι «έξυπνοι» καλλιεργητές προτιμούν το ξερό σύκο.
Είναι εύκολη καλλιέργεια, με μηδενικού κόστους καλλιεργητικές φροντίδες, ενώ η παραδοσιακή διαδικασία της ξήρανσης δίνει υπεραξία στο προϊόν και ενισχυμένο εισόδημα στον παραγωγό. Απαιτεί απλά αναμονή από τον καλλιεργητή να ωριμάσουν τα σύκα, να ξεραθούν πάνω στο δέντρο, να αφεθούν να πέσουν και τελικά να πάρουν τον δρόμο της τυποποίησης.
Η Συκιά είναι πολύτιμο δένδρο για τη χώρα μας. Μπορεί να καλλιεργηθεί σε όλες τις πεδινές, ημιορεινές και ορεινές περιοχές της χώρας μας, με φύτευση κατάλληλων ποικιλιών και να αξιοποιήσει ξηροθερμικές περιοχές και ασβεστούχα εδάφη, τα οποία δεν μπορούν να αξιοποιηθούν από άλλες καλλιέργειες.
Από τα πρώτα οπωροφόρα δέντρα
Η συκιά, Ficus carica, ήταν το σημαντικότερο οπωροφόρο δένδρο των αρχαίων Ελλήνων. Τα νωπά σύκα είναι από τους πλέον εύγευστους και θρεπτικούς καρπούς. Τα ξερά σύκα είναι από τις πλέον υγιεινές και θρεπτικές τροφές για τους μαθητές στα σχολεία και τις εκδρομές. Θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τα διάφορα βιομηχανικά "σνακ" που είναι επιβλαβή για την υγεία.
Η συκιά ευδοκιμεί σε ποικιλία εδαφών και μπορεί να καλλιεργηθεί ακόμη και σε ξηροθερμικές περιοχές, με ασβεστούχα εδάφη και pH μέχρι 8. Επειδή η ποιότητα των παραγόμενων σύκων εξαρτάται, περισσότερο από κάθε άλλο είδος οπωροφόρου, από το εδαφοκλιματικό περιβάλλον, θα πρέπει να προσδιοριστεί η καταλληλότερη ποικιλία για κάθε τύπο εδάφους και μικροκλίματος.
Όλες οι ποικιλίες συκιάς φυτεύονται ως αυτόρριζες, χωρίς να εφαρμόζεται εμβολιασμός. Ο εμβολιασμός των ποικιλιών όμως σε επιλεγμένα υποκείμενα, από ορισμένες ποικιλίες, που προσαρμόζονται καλύτερα στα διάφορα εδάφη, βελτιώνει την παραγωγικότητα των δένδρων και την ποιότητα των καρπών. Για να εφαρμοστεί ο εμβολιασμός, θα πρέπει να επιλεγούν οι ποικιλίες εκείνες, που ευδοκιμούν καλύτερα ως υποκείμενα και να αναπτυχθεί η τεχνική αυτού. Ενδεικνυόμενα συστήματα καλλιέργειας, για εμπορικές φυτείες, είναι οι φυτεύσεις σε κανονικές αποστάσεις, με διαμόρφωση των δένδρων σε κανονικό κύπελλο, όπου επιτυγχάνονται μεγαλύτερες αποδόσεις και η καλύτερη ποιότητα καρπού, χωρίς άρδευση.
Τρόποι καλλιέργειας
Η καλλιέργεια της συκιάς, για παραγωγή νωπών, παρουσιάζει καλές προοπτικές τα τελευταία χρόνια και μπορεί να αποτελέσει μια ακόμα εναλλακτική λύση για ορισμένες περιοχές.
Η καλλιέργεια της συκιάς είναι γνωστή σε όλο τον κόσμο με κυριότερες χώρες την Ιταλία, Τουρκία, Πορτογαλία και Ισπανία. Στην Ελλάδα συστηματικά καλλιεργείται στην Πελοπόννησο, Εύβοια και στα νησιά του Αιγαίου (Λέσβο, Άνδρο, Σάμο, Νάξο).
Υπάρχουν δύο τύποι καλλιεργούμενης συκιάς: Η μονόφορη που καρποφορεί μια φορά το χρόνο και η δίφορη που καρποφορεί δύο φορές το χρόνο. Πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα ή και με εμβολιασμό.
Η συκιά κατάγεται από θερμές περιοχές της νοτιοδυτικής Ασίας, ωστόσο αναπτύσσεται καλύτερα σε λιγότερο θερμά κλίματα. Το φυτό δεν φαίνεται να απαιτεί χαμηλές θερμοκρασίες το χειμώνα για να διαφοροποιήσει τους ανθοφόρους οφθαλμούς. Αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες μερικών βαθμών υπό το μηδέν.
Ευδοκιμεί σε όλους τους τύπους εδαφών εκτός από τα βαριά υγρά αργιλώδη εδάφη. Τα πλέον ευνοϊκά εδάφη είναι τα πλούσια, βαθιά, ελαφριάς συστάσεως καλώς στραγγιζόμενα.
Θεωρείται αρκετά ανθεκτική στην έλλειψη νερού σε σχέση με άλλα οπωροφόρα δένδρα, όμως για μια πλούσια και ποιοτικά ικανοποιητική παραγωγή θα χρειαστεί ορισμένα ελαφρά έως μέτρια ποτίσματα την καλοκαιρινή περίοδο, ιδιαίτερα σε περιοχές που παρουσιάζουν φαινόμενα ξηρασίας. Χρειάζεται καλή ρύθμιση των ποτισμάτων για την αποφυγή του σχισίματος των καρπών. Η συκιά παρουσιάζει την τάση να ρίχνει τα φύλλα και τους καρπούς της όταν η διαθέσιμη εδαφική υγρασία είναι ανεπαρκής.
Ποικιλίες συκιάς
Οι ποικιλίες της συκιάς μπορούν να διαχωριστούν ανάλογα με τον αριθμό των καρποφοριών που δίνουν, σε μονόφορες και δίφορες, καθώς και με το χρωματισμό του φλοιού του συκόνιου σε λευκές και έγχρωμες. Οι σπουδαιότερες καλλιεργούμενες ποικιλίες στην Ελλάδα είναι η Καλαμών, η Βασιλική Μαύρη (μονόφορη, έγχρωμη), Μαύρα Μαρκοπούλου, το Πολίτικο (μονόφορη, λευκή), η Πρασινοσυκιά Λέσβου, η Φρακασάνα (δίφορη, λευκή), η Βασιλική λευκή (μονόφορη), κτλ. Επίσης τα φυτώρια διαθέτουν ντόπιες ποικιλίες με καλά χαρακτηριστικά, οι οποίες μπορούν να αναζητηθούν από τους ενδιαφερόμενους παραγωγούς.
Εχθροί και ασθένειες της συκιάς
Οι κυριότεροι εχθροί της συκιάς στη χώρα μας οι οποίοι μπορούν να προκαλέσουν ζημιές στην παραγωγή και να υποβαθμίσουν ποιοτικά το παραγόμενο προϊόν είναι ο κηροπλάστης ή ψώρα της συκιάς, η ψύλλα, η λογχαία ή μαύρη μύγα των σύκων και τέλος η μύγα της Μεσογείου .
Πρόβλημα στις συκιές μπορεί να προκαλέσουν και οι νηματώδεις, γιατί τα δένδρα της συκιάς παρουσιάζουν μεγάλη ευαισθησία. Όσον αφορά τις ασθένειες έχει αναφερθεί ότι προκαλούνται σήψεις καρπών από μύκητες του γένους Phytophthora, Penicillium, Botrytis, Fusarium (ενδοσήψη), Alternaria, κτλ. Επίσης σημαντικές ασθένειες διεθνώς της συκιάς είναι αυτές που προκαλούνται από τα είδη Armillaria mellea, Cylindrocladium scoparium, καθώς και η ίωση, «μωσαϊκό».
Διατίθεται ως νωπό κυρίως μεμονωμένα από τους παραγωγούς και ως ξερό που τυποποιείται και κατά μεγαλύτερο μέρος εξάγεται. Και μπορεί η «ελεύθερη» διάθεση, με τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης από την πλευρά του παραγωγού να δίνει κατά περίπτωση υψηλότερη τιμή, ωστόσο οι «έξυπνοι» καλλιεργητές προτιμούν το ξερό σύκο.
Είναι εύκολη καλλιέργεια, με μηδενικού κόστους καλλιεργητικές φροντίδες, ενώ η παραδοσιακή διαδικασία της ξήρανσης δίνει υπεραξία στο προϊόν και ενισχυμένο εισόδημα στον παραγωγό. Απαιτεί απλά αναμονή από τον καλλιεργητή να ωριμάσουν τα σύκα, να ξεραθούν πάνω στο δέντρο, να αφεθούν να πέσουν και τελικά να πάρουν τον δρόμο της τυποποίησης.
Η Συκιά είναι πολύτιμο δένδρο για τη χώρα μας. Μπορεί να καλλιεργηθεί σε όλες τις πεδινές, ημιορεινές και ορεινές περιοχές της χώρας μας, με φύτευση κατάλληλων ποικιλιών και να αξιοποιήσει ξηροθερμικές περιοχές και ασβεστούχα εδάφη, τα οποία δεν μπορούν να αξιοποιηθούν από άλλες καλλιέργειες.
Από τα πρώτα οπωροφόρα δέντρα
Η συκιά, Ficus carica, ήταν το σημαντικότερο οπωροφόρο δένδρο των αρχαίων Ελλήνων. Τα νωπά σύκα είναι από τους πλέον εύγευστους και θρεπτικούς καρπούς. Τα ξερά σύκα είναι από τις πλέον υγιεινές και θρεπτικές τροφές για τους μαθητές στα σχολεία και τις εκδρομές. Θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τα διάφορα βιομηχανικά "σνακ" που είναι επιβλαβή για την υγεία.
Η συκιά ευδοκιμεί σε ποικιλία εδαφών και μπορεί να καλλιεργηθεί ακόμη και σε ξηροθερμικές περιοχές, με ασβεστούχα εδάφη και pH μέχρι 8. Επειδή η ποιότητα των παραγόμενων σύκων εξαρτάται, περισσότερο από κάθε άλλο είδος οπωροφόρου, από το εδαφοκλιματικό περιβάλλον, θα πρέπει να προσδιοριστεί η καταλληλότερη ποικιλία για κάθε τύπο εδάφους και μικροκλίματος.
Όλες οι ποικιλίες συκιάς φυτεύονται ως αυτόρριζες, χωρίς να εφαρμόζεται εμβολιασμός. Ο εμβολιασμός των ποικιλιών όμως σε επιλεγμένα υποκείμενα, από ορισμένες ποικιλίες, που προσαρμόζονται καλύτερα στα διάφορα εδάφη, βελτιώνει την παραγωγικότητα των δένδρων και την ποιότητα των καρπών. Για να εφαρμοστεί ο εμβολιασμός, θα πρέπει να επιλεγούν οι ποικιλίες εκείνες, που ευδοκιμούν καλύτερα ως υποκείμενα και να αναπτυχθεί η τεχνική αυτού. Ενδεικνυόμενα συστήματα καλλιέργειας, για εμπορικές φυτείες, είναι οι φυτεύσεις σε κανονικές αποστάσεις, με διαμόρφωση των δένδρων σε κανονικό κύπελλο, όπου επιτυγχάνονται μεγαλύτερες αποδόσεις και η καλύτερη ποιότητα καρπού, χωρίς άρδευση.
Τρόποι καλλιέργειας
Η καλλιέργεια της συκιάς, για παραγωγή νωπών, παρουσιάζει καλές προοπτικές τα τελευταία χρόνια και μπορεί να αποτελέσει μια ακόμα εναλλακτική λύση για ορισμένες περιοχές.
Η καλλιέργεια της συκιάς είναι γνωστή σε όλο τον κόσμο με κυριότερες χώρες την Ιταλία, Τουρκία, Πορτογαλία και Ισπανία. Στην Ελλάδα συστηματικά καλλιεργείται στην Πελοπόννησο, Εύβοια και στα νησιά του Αιγαίου (Λέσβο, Άνδρο, Σάμο, Νάξο).
Υπάρχουν δύο τύποι καλλιεργούμενης συκιάς: Η μονόφορη που καρποφορεί μια φορά το χρόνο και η δίφορη που καρποφορεί δύο φορές το χρόνο. Πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα ή και με εμβολιασμό.
Η συκιά κατάγεται από θερμές περιοχές της νοτιοδυτικής Ασίας, ωστόσο αναπτύσσεται καλύτερα σε λιγότερο θερμά κλίματα. Το φυτό δεν φαίνεται να απαιτεί χαμηλές θερμοκρασίες το χειμώνα για να διαφοροποιήσει τους ανθοφόρους οφθαλμούς. Αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες μερικών βαθμών υπό το μηδέν.
Ευδοκιμεί σε όλους τους τύπους εδαφών εκτός από τα βαριά υγρά αργιλώδη εδάφη. Τα πλέον ευνοϊκά εδάφη είναι τα πλούσια, βαθιά, ελαφριάς συστάσεως καλώς στραγγιζόμενα.
Θεωρείται αρκετά ανθεκτική στην έλλειψη νερού σε σχέση με άλλα οπωροφόρα δένδρα, όμως για μια πλούσια και ποιοτικά ικανοποιητική παραγωγή θα χρειαστεί ορισμένα ελαφρά έως μέτρια ποτίσματα την καλοκαιρινή περίοδο, ιδιαίτερα σε περιοχές που παρουσιάζουν φαινόμενα ξηρασίας. Χρειάζεται καλή ρύθμιση των ποτισμάτων για την αποφυγή του σχισίματος των καρπών. Η συκιά παρουσιάζει την τάση να ρίχνει τα φύλλα και τους καρπούς της όταν η διαθέσιμη εδαφική υγρασία είναι ανεπαρκής.
Ποικιλίες συκιάς
Οι ποικιλίες της συκιάς μπορούν να διαχωριστούν ανάλογα με τον αριθμό των καρποφοριών που δίνουν, σε μονόφορες και δίφορες, καθώς και με το χρωματισμό του φλοιού του συκόνιου σε λευκές και έγχρωμες. Οι σπουδαιότερες καλλιεργούμενες ποικιλίες στην Ελλάδα είναι η Καλαμών, η Βασιλική Μαύρη (μονόφορη, έγχρωμη), Μαύρα Μαρκοπούλου, το Πολίτικο (μονόφορη, λευκή), η Πρασινοσυκιά Λέσβου, η Φρακασάνα (δίφορη, λευκή), η Βασιλική λευκή (μονόφορη), κτλ. Επίσης τα φυτώρια διαθέτουν ντόπιες ποικιλίες με καλά χαρακτηριστικά, οι οποίες μπορούν να αναζητηθούν από τους ενδιαφερόμενους παραγωγούς.
Εχθροί και ασθένειες της συκιάς
Οι κυριότεροι εχθροί της συκιάς στη χώρα μας οι οποίοι μπορούν να προκαλέσουν ζημιές στην παραγωγή και να υποβαθμίσουν ποιοτικά το παραγόμενο προϊόν είναι ο κηροπλάστης ή ψώρα της συκιάς, η ψύλλα, η λογχαία ή μαύρη μύγα των σύκων και τέλος η μύγα της Μεσογείου .
Πρόβλημα στις συκιές μπορεί να προκαλέσουν και οι νηματώδεις, γιατί τα δένδρα της συκιάς παρουσιάζουν μεγάλη ευαισθησία. Όσον αφορά τις ασθένειες έχει αναφερθεί ότι προκαλούνται σήψεις καρπών από μύκητες του γένους Phytophthora, Penicillium, Botrytis, Fusarium (ενδοσήψη), Alternaria, κτλ. Επίσης σημαντικές ασθένειες διεθνώς της συκιάς είναι αυτές που προκαλούνται από τα είδη Armillaria mellea, Cylindrocladium scoparium, καθώς και η ίωση, «μωσαϊκό».
Γεια σας και καλη χρονια. Υπαρχει ειδος τζιτζιφιας, που δεν βγαζει καρπους?
ΑπάντησηΔιαγραφήΤΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΜΠΟΛΙΑΣΟΥΜΕ ΣΕ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΧΑΡΟΥΠΙΑΣ?
ΑπάντησηΔιαγραφή