Η χαρουπιά (επιστ. Κερωνία ή Κερατέα η έλλοβος), λατ. Ceratonia siliqua είναιδέντρο αείφυλλο και ανήκει στην οικογένεια των Κυαμοειδών, στην τάξη τωνΚυαμωδών. Το είδος Ceratonia siliqua θεωρείτο ότι ήταν ο μοναδικός εκπρόσωπος του γένους, πράγμα που δεν ευσταθεί μετά την περιγραφή ενός ακόμα είδους που περιλαμβάνει δύο υποείδη: Ceratonia oreothauma subsp. Oreothauma που απαντά στην Υεμένη[1] και Ceratonia oreothauma subsp. somalensis που είναι ιθαγενές της Σομαλίας.[2]
Η χαρουπιά είναι δέντρο μακρόβιο, πολύγαμο, μόνοικο ή δίοικο, ιθαγενές της Μεσογείου. Έχει φλοιό καστανόφαιο, λεπτό, κόμη πυκνή, συνήθως σφαιρική, φύλλα πτερωτά με 4 – 10 φυλλάρια ακέραια, δερματώδη, βαθυπράσινα και γυαλιστερά από πάνω, ωχροπράσινα από κάτω, άνθη με βαριά οσμή, χωρίς πέταλα, μικρά, σε μασχαλιαίους ή πλευρικούς κοκκινωπούς βότρυες, δίκλινα συνήθως, με κάλυκα μικρό, πρασινωπό, πεντάλοβο, πέντε στήμονες, μακριούς στα αρσενικά άνθη, κοντούς και, κατά κανόνα, άγονους στα θηλυκά ή ερμαφρόδιτα. Καλλιεργείται εύκολα και ευδοκιμεί σε όλα τα εδάφη εκτός από τα υγρά και τα άπορα. Η καρποφορία της αρχίζει συνήθως το 6-7 έτος και συνεχίζεται για πολλά χρόνια. Η ωρίμανση του καρπού διαρκεί σχεδόν ένα χρόνο, από το Φθινόπωρο που γίνεται η ανθοφορία μέχρι τα τέλη Αυγούστου του επόμενου έτους που αρχίζουν να πέφτουν οι ώριμοι πια καρποί. Τα φύλλα της είναι σύνθετα, σκληρά, ωοειδή με λείες παρυφές και σχηματίζουν πυκνό φύλλωμα. Μπορεί να φτάσει σε ύψος και τα 13 μέτρα, βρίσκεται σε όχθες ποταμών και παράκτιες περιοχές της Μεσογείου είναι δε γνωστή και με το όνομα ξυλοκερατιά, ενώ στην Κύπρο ως "τερατσιά", από την αρχαιοελληνική λέξη κεράτιον, για το χαρούπι. Από τη λέξη κεράτιον προέρχεται και η λέξη καράτι, γιατί το βάρος του σπόρου των χαρουπιών ορίστηκε ως η πιο μικρή μονάδα μέτρησης για χρυσό και πολύτιμους λίθους. Τα άνθη της είναι μικρά, πράσινα, χωρίς πέταλα. Γνωστό από την αρχαιότητα όπου το καλλιεργούσαν για τους καρπούς του ταχαρούπια ή ξυλοκέρατα.
Χαρούπια
Ο καρπός της χαρουπιάς είναι λοβός πεπλατυσμένος. Τα χαρούπια είναι μακριά, στριφτά και σκληρά πράσινου χρώματος όταν είναι άγουρα και ξυλώδη εξωτερικά ,καστανού χρώματος όταν είναι ώριμα. Η σάρκα του ώριμου καρπού περιβάλλει μέχρι και είκοσι καστανόχρωμα και πολύ σκληρά φακοειδή σπέρματα, διατεταγμένα κατά μήκος του. Είναι σακχαρώδης και έχει ευχάριστη, γλυκιά γεύση.
Χρήσεις[Η χαρουπιά είναι είδος δασικό, γεωργικό, βιομηχανικό και καλλωπιστικό. Το ξύλο της δίνει ξυλάνθρακες αρίστης ποιότητας, το καρδιόξυλό της χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία, την ξυλογλυπτική, την τορνευτική και τη βαρελοποιία ενώ ο φλοιός και τα φύλλα της στη βυρσοδεψία και τη βαφική. Τα χαρούπια χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφή και στη παρασκευή οινοπνευματωδών ποτών. Ακόμα αλευροποιούνται και χρησιμοποιούνται στη παρασκευή ενός θρεπτικού αλευριού κατάλληλου για βρεφικούς κοιλόπονους και παιδικές γαστρεντερίτιδες. Από τα σπόρια τους εξάγεται μία κολλώδης ουσία (κόμμι) χρήσιμη στη χαρτοβιομηχανία καθώς και ως στερεωτικό σε διάφορα τρόφιμα. Το ξύλο της χαρουπιάς χρησιμοποιείται σε ξύλινες διακοσμήσεις.
Στην Ελλάδα βρίσκεται αυτοφυής σε πολλές νησιώτικες περιοχές και κυρίως στην Κρήτη αλλά καλλιεργείται και σε φυτώρια για τον καλλωπισμό δρόμων και πάρκων. Στην Κύπρο καλλιεργείται εδώ και χιλιάδες χρόνια, και το 90% της παραγωγής εξάγεται σε διάφορες μορφές (χαρουπάλευρο, ολόκληρος καρπός, χαρουποπυρήνας, αλεσμένα, γόμα σε Ιταλία, Αγγλία, Αμερική, Ισπανία, Αυστραλία, Ιαπωνία, και Αίγυπτο).
Φύλλα, άνθη και καρποί της χαρουπιάς
Καλλιέργεια
Χάρτης καλλιεργειών χαρουπιάς σε Μεσογειακές χώρες
Μοσχεύματα από καρποφόρα χαρουπιά φέρουν καρπό σε 3-4 χρόνια, και σπορόφυτα ανεπτυγμένα σε ιδανικές συνθήκες φέρουν καρπό σε 6-8 χρόνια. Αν και είναι γηγενές σε ήπια κλιματικά περιβάλλοντα, δύο-τρεις θερινές αρδεύσεις βοηθούν την ανάπτυξη και επιταχύνουν την καρποφορία[3].
Η παγκόσμια παραγωγή χαρουπιών σε τόνους το 2010 σύμφωνα με δεδομένα της FAO:[4].
Χαρούπια
Ο καρπός της χαρουπιάς είναι λοβός πεπλατυσμένος. Τα χαρούπια είναι μακριά, στριφτά και σκληρά πράσινου χρώματος όταν είναι άγουρα και ξυλώδη εξωτερικά ,καστανού χρώματος όταν είναι ώριμα. Η σάρκα του ώριμου καρπού περιβάλλει μέχρι και είκοσι καστανόχρωμα και πολύ σκληρά φακοειδή σπέρματα, διατεταγμένα κατά μήκος του. Είναι σακχαρώδης και έχει ευχάριστη, γλυκιά γεύση.
Χρήσεις[Η χαρουπιά είναι είδος δασικό, γεωργικό, βιομηχανικό και καλλωπιστικό. Το ξύλο της δίνει ξυλάνθρακες αρίστης ποιότητας, το καρδιόξυλό της χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία, την ξυλογλυπτική, την τορνευτική και τη βαρελοποιία ενώ ο φλοιός και τα φύλλα της στη βυρσοδεψία και τη βαφική. Τα χαρούπια χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφή και στη παρασκευή οινοπνευματωδών ποτών. Ακόμα αλευροποιούνται και χρησιμοποιούνται στη παρασκευή ενός θρεπτικού αλευριού κατάλληλου για βρεφικούς κοιλόπονους και παιδικές γαστρεντερίτιδες. Από τα σπόρια τους εξάγεται μία κολλώδης ουσία (κόμμι) χρήσιμη στη χαρτοβιομηχανία καθώς και ως στερεωτικό σε διάφορα τρόφιμα. Το ξύλο της χαρουπιάς χρησιμοποιείται σε ξύλινες διακοσμήσεις.
Στην Ελλάδα βρίσκεται αυτοφυής σε πολλές νησιώτικες περιοχές και κυρίως στην Κρήτη αλλά καλλιεργείται και σε φυτώρια για τον καλλωπισμό δρόμων και πάρκων. Στην Κύπρο καλλιεργείται εδώ και χιλιάδες χρόνια, και το 90% της παραγωγής εξάγεται σε διάφορες μορφές (χαρουπάλευρο, ολόκληρος καρπός, χαρουποπυρήνας, αλεσμένα, γόμα σε Ιταλία, Αγγλία, Αμερική, Ισπανία, Αυστραλία, Ιαπωνία, και Αίγυπτο).
Φύλλα, άνθη και καρποί της χαρουπιάς
Καλλιέργεια
Χάρτης καλλιεργειών χαρουπιάς σε Μεσογειακές χώρες
Μοσχεύματα από καρποφόρα χαρουπιά φέρουν καρπό σε 3-4 χρόνια, και σπορόφυτα ανεπτυγμένα σε ιδανικές συνθήκες φέρουν καρπό σε 6-8 χρόνια. Αν και είναι γηγενές σε ήπια κλιματικά περιβάλλοντα, δύο-τρεις θερινές αρδεύσεις βοηθούν την ανάπτυξη και επιταχύνουν την καρποφορία[3].
Η παγκόσμια παραγωγή χαρουπιών σε τόνους το 2010 σύμφωνα με δεδομένα της FAO:[4].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου